Η κάθαρσις του κλήρου επιτακτικόν άλλ’ ακανθώδες ζήτημα – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α. (1967).

«Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν.
………………………………………………………………………………………………………………………
και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας, όλην την ημέραν εμελέτησαν.
Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον,
και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού.
Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων,
και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς.
Ότι επί σοι, Κύριε, ήλπισα.
Συ εισακούση, Κύριε, ο Θεός μου».
(Δαβίδ, Ψαλμός λζ’, στίχοι 12-16)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Επί χρόνια ολόκληρα έκανα υπομονήν και εσιώπων˙ δεν απαντούσα εις τα τόσα ψεύδη και τας συκοφαντίας, που εξετόξευαν εναντίον μου και εναντίον του έργου της Εκκλησίας κατά τα έτη της αρχιερατείας μου. Πρώτον διότι αι ώραι μου ήσαν τόσον γεμάται από εργασίαν, ώστε δεν επερίσσευε χρόνος δια τοιούτου είδους ασχολίας˙ δεύτερον δε, διότι φρονώ, ότι η αναίρεσις των ψευδών και των συκοφαντιών ήταν έργον μάλλον εκείνων, που εγνώριζαν την αλήθειαν. Εις εμέ ήτο αρκετόν το ότι Εκείνος, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων, και η συνείδησίς μου εμαρτύρουν, ότι καθ’ όλον μου τον βίον εις ουδέν άλλο απέβλεπα και δι’ ουδέν άλλο εκοπίασα παρά δια την δόξαν της Εκκλησίας και του Θεού και δια το καλόν της πατρίδος μου.

Μετά την πτώσιν όμως της δικτατορίας, παρά το ότι και χρόνον είχα και ελεύθερος πλέον ήμουν να δημοσιεύσω ωρισμένα στοιχεία, που προηγουμένως δεν μου ήταν δυνατόν να το κάνω, προσετέθη και ένας άλλος ακόμη λόγος για να σιωπώ. Ο λόγος αυτός είναι, ότι δεν μου αρέσει ο ρόλος εκείνων, που μετά από κάθε δικτατορίαν εμφανίζονται ως οι εύκολοι Ηρακλείς της Δημοκρατίας και ως οι άκαπνοι άσσοι της «αντιστάσεως» κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Οι «αντιστασιακοί» αυτού του τύπου δεν μου είναι καθόλου συμπαθείς. Ο φόβος, λοιπόν, μήπως θεωρηθώ και εγώ ως ένας από αυτούς, απετέλεσε τον τρίτον λόγον δια την συνέχισιν της σιωπής μου.

Αλλά ούτε και ως «απολογία» θα ήθελα να θεωρηθή το παρόν. Διότι απλούστατα δεν αισθάνομαι καμμίαν ενοχήν. Εξελέγην ως αρχιεπίσκοπος νομίμως και κανονικώς από την νόμιμον τότε διοίκησιν της Εκκλησίας και από τον Βασιλέα, τον απολύτως νόμιμον Ανώτατον Άρχοντα. Θα έπρεπε να απολογηθώ, αν, με την βοήθειαν της δικτατορίας, είχα ως Αρχιεπίσκοπος επιτύχει προσωπικά οφέλη. Άλλ’ ακόμη και αυτοί οι αντίπαλοί μου διακηρύσσουν σήμερα, ότι ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κατέβαλα όλας μου τας δυνάμεις, δια να υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Έθνος και μόνον αυτά.

Εάν λύω τώρα την σιωπήν μου, το κάνω δια δύο λόγους. Ο ένας λόγος προέρχεται από την σκέψιν ότι με τα ψεύδη και τας συκοφαντίας, που ελέχθησαν εις βάρος μου ή εις βάρος του έργου της αρχιερατείας μου, εσκανδαλίσθησαν μερικοί και εμαράνθη ο χριστιανικός των ζήλος και η αφοσίωσίς των εις την Εκκλησίαν. Ο άλλος λόγος, που λύω τώρα την σιωπήν μου, προέρχεται από την πίεσιν πολλών αγαπητών φίλων, που επιμένουν, ότι το να ομιλήσω είναι χρέος μου απέναντι της Αληθείας και της Ιστορίας. Δι’ αυτό, εις τας σελίδας που θα ακολουθήσουν, με ειλικρίνειαν και απλότητα θα εκθέσω μόνον γεγονότα και θα παραθέσω στοιχεία. Ατυχώς, τα στοιχεία, που παραθέτω είναι πολύ ελλιπή και πολύ αποσπασματικά και ευρέθησαν εις χείρας μου εντελώς κατά τύχην. Διότι ο πυρετός της εργασίας με απερρόφα τόσον πολύ, ώστε ποτέ δεν είχα σκεφθή να συλλέγω παρόμοια στοιχεία, πολύ δε ολιγώτερον, ότι αυτά θα έβλεπαν ποτέ το φως της δημοσιότητος. Ελπίζω όμως, ότι, επί τη βάσει έστω και μόνον αυτών που διεσώθησαν εις χείρας μου, ο αναγνώστης, που θα
θελήση να διεξέλθη ολίγας ή πολλάς σελίδας αυτού του βιβλίου, θα αντιληφθή, ότι ο τίτλος δεν αποτελεί καμμίαν υπερβολήν, αλλά πραγματικά εξιστορεί ένα μέρος από το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου, που ενώ έπρεπε να εκτελέση τόσον πολλά και να επιλύση τόσον δύσκολα προβλήματα, και μάλιστα με τόσον ολίγα πρόσωπα και τόσον πενιχρά μέσα, ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίση τόσον πολλάς δυσκολίας και τόσον πολλάς και ποικίλας αντιδράσεις, παραμορφωμένος κα παραχαραγμένος από τους αδίστακτους εχθρούς της ανασυγκροτήσεως και εξυγιάνσεως του εκκλησιαστικού οργανισμού και παρεξηγημένος και εγκαταλελειμμένος από τους υποτιθεμένους φίλους.
Υστέρνια Τήνου
Ιανουάριος 1975
Ο πρώην Αθηνών Ιερώνυμος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ Β’ ΕΚΔΟΣΙΝ

Το περιεχόμενον του βιβλίου αυτού από του παρελθόντος Μαρτίου εδημοσιεύθη ως σειρά άρθρων εις την εβδομαδιαίαν εφημερίδα των Αθηνών «Εθνικός Κήρυξ», τα οποία και θεωρούνται ως η πρώτη έκδοσις. Πολλοί όμως από τους αναγνώστας των άρθρων αυτών εζήτησαν να τα έχουν και ως βιβλίον. Επίσης άλλοι, που δεν τα παρηκολούθησαν άλλ’ επληροφορήθησαν την δημοσίευσίν των ζητούν να τα αναγνώσουν. Προς χάριν λοιπόν και των μεν και των δε, εκδίδεται το παρόν ως δευτέρα έκδοσις, με την προσθήκην ωρισμένων νεωτέρων στοιχείων, τα οποία περιήλθαν εν τω μεταξύ εις γνώσίν μου, και με μικράς βελτιώσεις.
Ιούνιος 1975 Ο πρώην Αθηνών Ιερώνυμος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ Γ’ ΕΚΔΟΣΙΝ

Λόγω της εντός εβδομάδος εξαντλήσεως της Β’ εκδόσεως και της συνεχιζομένης ζητήσεως, προβαίνομεν εις νέαν εκτύπωσιν. Την παραδίδομεν εις όσους αγαπούν την αλήθειαν και την Εκκλησίαν.
Αύγουστος 1975
Ο πρώην Αθηνών Ιερώνυμος.

***

Ένα από τα σπουδαιότερα προβλήματα, που όλοι επερίμεναν, ότι θα λύση η νέα εκκλησιαστική ηγεσία, ήταν η κάθαρσις του κλήρου, και, πλέον συγκεκριμένως, μελών της Ιεραρχίας. Επειδή όμως έχουν περάσει από τότε περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, οι μεν παλαιότεροι έχουν λησμονήσει, οι δε νεώτεροι δεν εγνώρισαν καν πόσον γενικόν, και προ παντός πόσον επιτακτικόν ήταν τότε το αίτημα δια την κάθαρσιν του κλήρου. Διότι από το ένα μέρος, απεκαλύπτοντο σκάνδαλα κληρικών, εις τα οποία εδίδετο τεραστία δημοσιότης. Από το άλλο μέρος επεδεικνύετο ιταμή αδιαφορία των υπευθύνων, όπως παταχθή το κακόν δραστικά και με αυστηρότητα και εκκαθαρισθή η ατμόσφαιρα από τας δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, που την εμόλυνεν ο τρόπος της ζωής των σκανδαλοποιών κληρικών. Δι’ αυτούς τους λόγους, ο Λαός επερίμενεν, ότι η νέα ηγεσία της Εκκλησίας θα επροχώρει ταχέως εις την ικανοποίησιν του πανδήμου εκείνου αιτήματος.

Ίσως κινδυνεύω να θεωρηθώ υπερβολικός, ιδίως από τους νεωτέρους, που δεν έζησαν τα γεγονότα της εποχής εκείνης και δεν παρηκολούθησαν τα δημοσιεύματα, που εγέμιζαν καθημερινώς τας στήλας των εφημερίδων. Τας ειδήσεις, τα σχόλια, τα άρθρα, τα χρονογραφήματα. Ως ένα παράδειγμα, θα παραθέσω ενδεικτικώς αποσπάσματα από ένα μόνον χρονογράφημα διαπρεπούς χρονογράφου καθημερινής εφημερίδος, του κ. Ψαθά, της προ εμού εποχής.

«Για πρώτη φορά όλες μαζί οι εφημερίδες κεντρώες, δεξιές, αριστερές, συμφωνούν απόλυτα στην αποδοκιμασία… και στην άμεση και κατεπείγουσα ανάγκη της κάθαρσης στην Εκκλησία. Με πόνο, αλλά και με αηδία, όλος ο θρησκευόμενος λαός αναπνέει επί χρόνια την κακοσμία που αναπέμπεται από την «κόπρο» που εμφωλεύει στους κόλπους της Εκκλησίας μας… και μάταια περιμένει την κάθαρσι. Αλλά αντί για κάθαρσι το κακό επιτείνεται, η κακοσμία όλο φουντώνει και η ελπίδα του καθαρμού γίνεται όνειρο ανέφικτο. Συμφεροντολογία, ρουσφετολογία, αηδεστάτη συναλλαγή, χρυσοθηρία, αυθαιρεσία, ανηθικότητα και ασέλγεια, είναι μερικά από τα κοσμήματα ενίων δεσποτάδων, που έχουν, ωστόσο, το θράσος, με τα λαμπρά αυτά εφόδια να κυβερνούν τα ποίμνιά τους εν ονόματι του Χριστού».

Αφού δε ο χρονογράφος εν συνεχεία εξιστορεί πως η Ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξε πάντοτε η πνευματική μητέρα του λαού μας, η οδηγός και παρηγορήτρια, που ενέπνεε το Έθνος, συνεχίζει:
«Και σήμερα πόσοι από τους αρχιερείς μας ακολουθούν την παράδοσι; Πόσοι ανταποκρίνονται στις σκληρές απαιτήσεις του αξιώματός τους; Κανείς δεν λέει ότι η διαφθορά είναι γενική και ότι δεν ξεχωρίζουν ωρισμένοι εκλεκτοί μας Ιεράρχες, πιστεύοντες στην περιωπή της μεγάλης εκκλησιαστικής παράδοσης της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Αλλά πόσοι είναι αυτοί; Και περισσότεροι να είναι από τους διεφθαρμένους, η φήμη των τελευταίων είναι τέτοια, ώστε να παίρνη τους πρώτους το ποτάμι και να δυσφημήται απ’ άκρη σ’ άκρη η Ορθόδοξη Εκκλησία… Αλλά το ποτήρι έχει ξεχειλίσει πια και έφθασε η στιγμή που πρέπει η Πολιτεία να πάρη τα αποφασιστικά της μέτρα και να προχωρήση στην κάθαρσι που απαιτεί πρώτα – πρώτα ο υγιής κλήρος της Ελλάδος και μαζί του όλος ο κόσμος. Το κακό έχει παραγίνει. Δεν είναι φέουδο κανενός αυτός ο τόπος και πολύ λιγώτερο των κυρίων δεσποτάδων, που νομίζουν ότι ο προορισμός τους είναι να νέμωνται τα αγαθά τους, να θησαυρίζουν, να χρυσοθηρούν αδιάντροπα… Κάθαρσι… Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει… από τις προκλητικές,
τις εμετικές ασχημοσύνες».

Το χρονογράφημα, αυτό και μόνον, δίδει μίαν κάποιαν ιδέαν δια το πόσον επιτακτικόν ήταν την εποχήν εκείνην το πανελλήνιον και παλλαϊκόν αίτημα δια την κάθαρσιν του κλήρου. Αυτή η κάθαρσις ήταν και ο διακαής πόθος της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας. Αλλά το έργον της καθάρσεως ήταν πολύ λεπτόν και έπρεπε να προχωρήσωμεν εις αυτό με πολλήν προσοχήν. Διότι, ενώ έπρεπεν η κάθαρσις να είναι όσον το δυνατόν πλήρης, έπρεπε παραλλήλως να γίνη και χωρίς θόρυβον, ώστε να αποφεφχθή κατά το δυνατόν ο περαιτέρω σκανδαλισμός του πληρώματος της Εκκλησίας.

Σφοδρά σύγκρουσις μου δια την κάθαρσιν

Η Κυβέρνησις, όμως, που την επίεζε το πάνδημον αίτημα, ήθελε να ίδη την νέαν εκκλησιαστικήν ηγεσίαν να ασχολήται αμέσως με την λύσιν αυτού του προβλήματος. Δι’ αυτό, ήδη την 20ήν Ιουλίου 1967, εδέχθην την επίσκεψιν του τότε Προέδρου της Κυβερνήσεως και Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Κων. Κόλλια, του Αντιπροέδρου αυτής στρατηγού κ. Γρ. Σπαντιδάκη και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, του αειμνήστου αρεοπαγίτου Κωνστ. Καλαμποκιά, οι οποίοι ήλθαν κατ’ εντολήν της επαναστατικής Επιτροπής, δια να εκφράσουν την ανησυχίαν της, διότι δεν είχαμεν ακόμη ασχοληθή με την κάθαρσιν του κλήρου. Εν συνεχεία, εδήλωσαν ότι, εάν η Εκκλησία δεν επροχώρει αμέσως εις την αντιμετώπισιν του προβλήματος, η Πολιτεία ήταν ετοίμη να λάβη δραστικά μέτρα κατά μεγάλου αριθμού Αρχιερέων, που ήσαν ευρύτατα γνωστοί, ότι από απόψεως ηθικής υστέρουν πολύ. Αυτούς τους Αρχιερείς, σύμφωνα με την άποψιν της Κυβερνήσεως, θα απεμάκρυνεν αμέσως η Πολιτεία από τας Μητροπόλεις των και κατόπιν η Εκκλησία, εάν θα ήθελε, θα ερρύθμιζε τα
κατ’ αυτούς.

Η ευθύνη μου όμως έναντι της Εκκλησίας και του κύρους της, που επέβαλλε μόνον με τα ιδικά της μέσα και τον ιδικόν της τρόπον να κάμη την κάθαρσιν, με ώθησαν, όπως ήταν φυσικόν, να αντιταχθώ κατά της απόψεως εκείνης της Πολιτείας με κατηγορηματικότητα και σθένος. Εζήτησα μόνον πίστωσιν χρόνου, δια να κατατοπισθή εν τω μεταξύ η Ιερά Σύνοδος και δια να ενημερωθώ και εγώ. Είχα την πεποίθησιν, ότι επ’ ουδενί λόγω επετρέπετο να προχωρήσωμεν εσπευσμένως και να γίνουν τυχόν λάθη εις βάρος είτε προσώπων είτε της Εκκλησίας. Με πολλήν δυσκολίαν κατώρθωσα τελικώς να γίνουν δεκταί αι απόψεις μου και να μη προχωρήση η Πολιτεία μόνη της εις την κάθαρσιν.

Ο λαός δυσανασχετεί διότι η κάθαρσις του κλήρου καθυστερεί.

Επειδή όμως η διαδικασία που είχα προτείνει εχρειάζετο χρόνον, δια να ολοκληρωθή, με κατηγόρουν, ακόμη και δημοσία, ότι δεν είχα αμέσως προχωρήσει εις το ζήτημα της καθάρσεως του κλήρου. Αρκούμαι να αντιγράψω απόσπασμα από άρθρον καθημερινής εφημερίδος, που εδημοσιεύθη την 21.10.67, δηλαδή πέντε μόλις μήνας μετά την ενθρόνισίν μου:
«Αφήκεν (δηλαδή ο νέος Αρχιεπίσκοπος) εκκρεμές το τεράστιον πρόβλημα καθαρμού του Ιερατείου, χωρίς τον οποίον αποτελεί χίμαιραν η ανύψωσις της Εκκλησίας. Εκεί όπου χρειάζεται σίδηρος πεπυρακτωμένος, ηρκέσθη εις χλιαρά επιθέματα, εκεί όπου επιβάλλεται ρομφαία, χειρουργική μάχαιρα – προς αποκοπή των σαθρών μελών και κολασμόν του διπλού ονείδους της προ ετών προκλητικής δια 33 ψήφων εκλογής ως Αρχιεπισκόπου ατόμου, το οποίον την επομένην καθήρεσεν η κοινή βοή δια τους γνωστούς ανομολογήτους λόγους – και της προσφάτου ανοικονομήτου ανταρσίας των ράσων – περιωρίσθη εις καταπλάσματα και εις δύο… παραιτήσεις.

«Δεσμεύεται», ίσως, από τυπικά εμπόδια. Λησμονεί όμως ότι απεκαθάρθη άλλοτε – προ ημίσεως ακριβώς αιώνος – η Εκκλησία, απείρως ελαφρότερον τότε νοούσα και ουδόλως διαβεβοημένη δι’ αίσχη, προσβάλλοντα την ανδρικήν φύσιν – δι’ εκτάκτου ολιγομελούς Ιεροδικείου. Ανάλογον ήτο άριστα δυνατόν να συγκροτηθή και σήμερον, υπαρχούσης μάλιστα επαναστάσεως, πλαισιούμενον από ανωτάτους δικαστικούς, το οποίον να επεκταθή και εις έρευναν της διαχειρίσεως των Μητροπόλεων, δια τινάς των οποίων πολλά λέγονται». («Βραδυνή», 21.10.67 Ν. Αντ. Βεντήρης).

Ο επίμαχος νόμος 214/67

Τέλος, μετά από πολλάς και επιμόχθους προσπαθείας, περιωρίσθη η Πολιτεία να εκδώση μόνον τον υπ’ αριθ. 214/1967 Νόμον, που εις την ουσίαν του υπήρξε μία νίκη της Εκκλησίας. Διότι ο Νόμος αυτός πρώτον άφινε την πρωτοβουλίαν και την διεξαγωγήν της καθάρσεως εις την Εκκλησίαν, δεύτερον δε παρείχεν εις τον κατηγορούμενον όλα τα μέσα δια να προστατεύση τον εαυτόν του, διότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εφήρμοζαν την δικαστηριακήν διαδικασίαν, που προβλέπει ο Νόμος 5483, που είχε ψηφισθή επί υπυυργίας Γ. Παπανδρέου το 1932. Το μόνον ένδικον μέσον, που αφήρεσεν από τον κατηγορούμενον ο 214/67 ήταν η έφεσις, διότι η πείρα από το παρελθόν εδίδασκεν, ότι με το ένδικον μέσον της εφέσεως κατώρθωσαν οι ένοιχοι να χρονίζη η υπόθεσίς των και, όταν κάποτε ετελείωνεν, επετύγχαναν η απόφασις του εφετείου να είναι απαλλακτική. Η πρόσφατος πείρα μαρτυρεί δια του λόγου το ασφαλές. Ότι δε ο 214/67 απετέλει νίκην της Εκκλησίας και δεν ικανοποίει πλήρως την Πολιτείαν φαίνεται και από το γεγονός, ότι ολίγον μετά την έκδοσιν του
εν λόγω Νόμου, και συγκεκριμένως την 15 Ιανουαρίου 1968, η Κυβέρνησις είχε πάλιν ζητήσει την αποπομπήν ένδεκα Μητροπολιτών, δια λόγους όχι πολιτικούς, πάντως όμως κατά παρέκκλισιν του Νόμου 214/67, πράγμα που επ’ ουδενί λόγω ηθέλησα να δεχθώ.

Είναι δε λυπηρόν και χαρακτηριστικόν του ηθικού εκπεσμού ωρισμένων κύκλων, το γεγονός ότι ενώ δια τον Νόμον αυτόν, μόνον επειδή είχε στερήσει από τον τυχόν καταδικαζόμενον το ένδικον μέσον της εφέσεως, έγινε και εξακολουθεί να γίνεται από τον Τύπον τόσος θόρυβος. Αντιθέτως δια τας Συντακτικάς Πράξεις 3 και 7 του 1974, με τας οποίας χωρίς να διατυπωθή κατηγορία, χωρίς να κλητευθούν οι τιμωρηθέντες, χωρίς να προτείνουν μάρτυρες, χωρίς να κληθούν εις απολογίαν κατεδικάσθησαν εις εκθρόνισιν δώδεκα Μητροπολίται, δεν γράφεται ούτε μία λέξις από τους θορυβούντας δια τον 214. Εκεί έχει καταντήσει η αντικειμενικότης και η… αμεροληψία της τετάρτης μας εξουσίας.

Πάντως, δια την εποχήν εκείνην, τας δυσκολίας προεκάλουν μόνοι των οι ένοχοι Αρχιερείς. Την 24ην Νοεμβρίου 1969, σημειώνω εις το Ημερολόγιόν μου: «Οι εχθροί της τάξεως εν τη Εκκλησία ωργάνωσαν μίαν μεγάλην επίθεσιν εναντίον μου δια του Τύπου και πρέπει να προσπαθώ να καθησυχάζω την Κυβέρνησιν». Διότι αύτη, επί τη βάσει των επιβαρυντικών στοιχείων, που κατείχεν εν σχέσει με την ηθικήν των υπόστασιν, εξηκολούθει να θέλη, όπως η Εκκλησία απαλλαγή από αυτούς το ταχύτερον.

Αι αυτόκλητοι επεμβάσεις της Πολιτείας εις τα Εκκλησιαστικά.

Άλλ’ ενώ έπρεπε το ταχύτερον να συντελεσθή η κάθαρσις του ιερού κλήρου από τους ακαταλλήλους δια το έργον των κληρικούς, έπρεπεν η Κυβέρνησις από το άλλο μέρος να κατανοήση, ότι αυτόκλητοι επεμβάσεις της Πολιτείας δεν ήσαν ανεκταί εκ μέρους της ηγεσίας της Εκκλησίας. Δι’ αυτό προσεπάθησα να αξιοποιήσω κάθε κατάλληλον ευκαιρίαν που μου παρουσιάζετο.

Μίαν ταύτην ευκαιρίαν μου έδιδαν οι Νόμοι 4 και 19 του 1967. Με τους Νόμους αυτούς είχαν παυθή τα παντός είδους Συμβούλια, και μεταξύ αυτών και όλων των ειδών τα Συμβούλια της Εκκλησίας (Μητροπολιτικά, ενοριακά, μοναστηριακά, κ.λ.π.). οι ίδιοι Νόμοι ώριζαν, ότι αντί των παυθέντων Συμβουλίων θα διωρίζοντο άλλα, με κοινήν απόφασιν των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Συντονισμού, ομού με τον οικείον Νομάρχην. Ουσιαστικώς ο διορισμός θα εγίνετο από τον οικείον Νομάρχην οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπον, θα επανηρχόμεθα εις το προ του 1912 υφιστάμενον καθεστώς.

Εναντίον αυτού του μέτρου είχα ομιλήσει με τον Υπουργόν Θρησκευμάτων ήδη από των αρχών Ιουλίου 1967, ένα και ήμισυ μόλις μήνα μετά την εκλογήν μου ως Αρχιεπισκόπου και είχα ζητήσει, όπως ο ολοκληρωτικός αυτός Νόμος παύση να ισχύη δια τα Συμβούλια της Εκκλησίας. Επειδή όμως ουδεμία πρόοδος είχε σημειωθή εν τω μεταξύ επί του ζητήματος, δι’ αυτό εις τας 4 Αυγούστου εξ ιδίας πρωτοβουλίας και άνευ συνοδικής αποφάσεως, απέστειλα εις τον κ. Υπουργόν το ακόλουθον έγγραφον, εις το οποίον εις ήπιον μεν τόνον, πλην όμως με σταθερότητα υπεστήριζα, ότι το Κράτος, δηλαδή η δικτατορία, πρέπει να αφήση ανενόχλητον την Εκκλησίαν. Το έγγραφον εκείνο είχεν ως εξής:

Αθήναι 4 Αυγούστου 1967
Εξοχώτατε κ. Υπουργέ,
Ως γνωστόν, δια των Α.Ν. 4 και 19/1967 και από της ισχύος αυτών, θεωρείται λήξασα η θητεία πάντων των Διοικητικών Συμβουλίων Ν.Π.Δ.Δ. εν οις και τα Μητροπολιτικά τοιαύτα, τα των Ιερών Μονών και τα των Ιερών Ναών ενοριακά εκκλησιαστικά Συμβούλια, ως και τα των κατά τας Ιεράς Μητροπόλεις και ενοριακούς ιερούς Ναούς διαφόρων φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων και Φιλοπτώχων Ταμείων τοιαύτα, ορίζεται δε ο κατόπιν κοινής αποφάσεως του Εξοχωτάτου Συναδέλφου υμών επί του Συντονισμού και Υμών διορισμός νέων τοιούτων υπό των κ.κ. κατά περιφερείας Νομαρχών.

Ως ανεπτύχθη ήδη Υμίν προφορικώς κατά την προ μηνός προσωπικήν μεθ’ Υμών συνάντησιν ημών, το τοιούτον μέτρον δημιουργεί εν τη Εκκλησία πλείστας και μεγίστας δυσχερείας, αρχής κυρίως και πρωτίστως, προς δε και οικονομικής φύσεως ως και ομαλής και ευρύθμου λειτουργίας των προμνησθέντων διαφόρων Εκκλησιαστικών Συμβουλίων.

Η Εκκλησία, ως θεοσύστατος Οργανισμός με την όλως ιδιάζουσαν και υψίστην πνευματικήν και ηθικήν αποστολήν αυτής εν τη Κοινωνία, ως καλώς και η Υμετέρα Εξοχότης γνωρίζει και αναγνωρίζει, δέον να είναι μακράν πάσης κοσμικής επεμβάσεως προς απρόσκοπτον λειτουργίαν αυτής και επιτέλεσιν της υψίστης αποστολής αυτής, δι’ ο και δέον να είναι πάντοτε εις θέσιν να ρυθμίζη εκάστοτε τα καθ’ εαυτήν συμφώνως προς την φύσιν και τον υπ’ αυτής επιδιωκόμενον σκοπόν. Θα είναι δε λίαν επικίνδυνος, και δια τούτο θεωρείται υφ’ ημών αδύνατος, η επάνοδος αυτής εις την προ του ενοριακού Νόμου υφισταμένην προ του 1912 κατάστασιν, ότε ουκ ολίγον εταλαιπωρήθη η Εκκλησία εκ των εν πολλοίς αυθαιρεσιών των Νομαρχών και δια θυσιών απηλλάγη τούτων.

Προς τούτοις ο διορισμός των διαφόρων Διοικητικών εν τη Εκκλησία Συμβουλίων (Μητροπολιτικών, Ιερών Μονών, Ιερών Ναών, Ιδρυμάτων των Ιερών Μητροπόλεων, Φιλοπτώχων Ταμείων κλπ.) παρά ταων κ.κ. Νομαρχών πλην του ότι αντίκειται βασικώς, κατά τα ανωτέρω, εις ζητήματα αρχής εν τη Εκκλησία, προσκρούει επί πλέον και εις το ότι τα μέλη των εν λόγω Εκκλησιαστικών Συμβουλίων είναι εν τίνι μέτρω διάκονοι εν τη Εκκλησία, στρατευόμενοι δια το έργον αυτής, και ως εκ τούτου δέον να διακρίνωνται επί ευσεβεία, πίστει, προσηλώσει και αγάπη προς την Εκκλησίαν και να διαθέτωσι το ανάλογον κύρος, όπερ θα επιβάλη αυτούς εις την συνείδησιν των άλλων πιστών. Τοιαύτα δε πρόσωπα, ως καλώς αντιλαμβάνεσθε κ. Υπουργέ, μόνον η Εκκλησία δια των εκπροσώπων αυτής Σεβ. Μητροπολιτών και Ιερέων δύναται να στρατολογή ευχερέστερον παντός άλλου και δια τούτο δεν θα πρέπη να αποξενωθή του διορισμού των διαφόρων μελών των Συμβουλίων αυτής.

Επί πλέον, πλείσται Κοινότητες εν ταις Επαρχίαις απαρτίζονται από δύο, τρία ή και περισσότερα μικρά χωρία, αποτελούνται ιδίας ενορίας, εις πάσας δε ταύτας ο Πρόεδρος της Κοινότητος, συμφώνως προς τον Νόμον, θα είναι μέλος των ενοριακών Συμβουλίων αυτών. Το τοιούτον όμως δημιουργεί την μεγίστην δυσχέρειαν της ταυτοχρόνου παρουσίας του Προέδρου της Κοινότητος κατά την Θ. Λειτουργίαν, ίνα προσφέρη τας υπηρεσίας αυτού και επιβλέψη και παρακολουθήση τα οικονομικά των Ναών. Τούτου δε αδυνάτου όντος, ο έλεγχος και η παρακολούθησις των οικονομικών των Ναών περιέρχεται κατ’ ουσίαν εις εν και μόνον κατά ενορίας πρόσωπον, διευκολύνονται δε ούτω και οικονομικαί ατασθαλίαι εν τοις ιεροίς Ναοίς και πλείσται όσαι εύλογοι υπόνοιαι των ενοριτών κατά των κατ’ ουσίαν μονομελών τούτων Εκκλησιαστικών ενοριακών Συμβουλίων.

Ένεκα των ως ανωτέρω λόγων και προς τον σκοπόν όπως η Εκκλησία, αφ’ ενός μεν ως θεοσύστατος οργανισμός, ιδιαζούσης και υψίστης εν τη Κοινωνία πνευματικής αποστολής, τηρηθή μακράν πάσης κοσμικής επεμβάσεως, αφ’ ετέρου δε διευκολύνεται εις ευχερεστέραν και απρόσκοπτον εν παντί επιτέλεσιν του έργου αυτής, βοηθουμένη δια των διαφόρων παρ’ αυτή Διοικητικών Συμβουλίων, εν συνεχεία των όσων προφορικώς ανεπτύξαμεν υμίν κατά την προ μηνός προσωπικήν μεθ’ Υμών συνάντησιν, φρονούμεν ότι τα εν τη Εκκλησία Διοικητικά Συμβούλια (Μητροπολιτικά, Ιερών Μονών, Ιερών Ναών, Ιδρυμάτων Ιερών Μητροπόλεων, Φιλοπτώχων Ταμείων κλπ.) δέον να επιλέγωνται και να διορίζωνται υπό της Εκκλησίας δια των Σεβ. Μητροπολιτών, και να εξαιρεθώσι του γενικού μέτρου του υπό των Νόμων 4 και 19/1967 καθοριζομένου διορισμού αυτών υπό των κατά περιφερείας κ.κ. Νομαρχών. Δι’ ο και Συνοδική εξουσιοδοτήσει, παρακαλούμεν όπως ενεργηθώσι παρ’ Υμών τα δέοντα δια την κατά τα ανωτέρω νομοθετικήν ρύθμισιν του ζητήματος και δη, ως οίον τε τάχιον, προς άρσιν
της δημιουργηθείσης και υφισταμένης σήμερον εν τη λειτουργία των εν τη Εκκλησία διαφόρων Διοικητικών Συμβουλίων ανωμαλίας.

Επί τούτοις, επευλογούντες Υμάς πατρικώς, διατελούμεν
Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης Υμών
Ο Αθηνών Ιερώνυμος, πρόεδρος.

Επειδή όμως η υφ’ ημών και προφορικώς και δια του ως άνω εγγράφου διατυπωθείσα λύσις δεν ήταν ικανοποιητική δια την δικτατορίαν, ιδίως ως προς τας οκτώ περίπου χιλιάδας Ενοριακάς Επιτροπάς, μετά δεκατέσσαρας περίπου μήνας επανήλθεν αύτη δια του από 8.10.1968 εγγράφου του ΓΕΣ και εζήτει όπως μετέχουν εις αυτάς «πρόσωπα υγιών κοινωνικών φρονημάτων», «πιστεύοντα εις τας αρχάς της Εθνικής αλλαγής». Εις αυτό εδόθη η απάντησις, ότι υπάρχει σχετική διάταξις Νόμου (το άρθρον 13 του υπ’ αριθ. 2200/1940), η οποία και εφαρμόζεται.

Μία ακόμη αρίστη ευκαιρία παρουσιάσθη, ότε την 5ην Ιουλίου 1968 μου ετηλεφωνήθη από το Πολιτικόν Γραφείον εκ μέρους του κ. Πρωθυπουργού, ότι είχεν ούτος αποφασίσει να λάβωμεν μέρος εις την Γενικήν Συνέλευσιν του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών της Στοκχόλμης. Η ευκαιρία μου εφάνη, ότι ήταν πολύ κατάλληλη, δια να δοθή το σχετικόν μάθημα. Απήντησα, λοιπόν, ότι η πληροφορία αυτή, ότι δηλαδή ο κ. Πρωθυπουργός έλαβεν εκείνην την απόφασιν, δεν είναι δυνατόν να είναι ακριβής. Πρώτον, διότι ο κ. Πρωθυπουργός γνωρίζει, ότι δια τα ζητήματα αυτά δεν ήταν ο αρμόδιος, και μάλιστα χωρίς να συμβουλευθή την Εκκλησίαν. Δεύτερον δε διότι και αν υποτεθή, ότι έστω και αναρμοδίως εκ παραδρομής είχε τυχόν αποφασίσει τοιούτον τι, δεν θα διεβίβαζε την απόφασίν του αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Τελικώς, παρά την πρωθυπουργικήν απόφασιν, εις την Συνέλευσιν εκείνην η Εκκλησία της Ελλάδος δεν εδέχθη να λάβη μέρος. Το μάθημα όμως είχε δοθή, ανεξαρτήτως αν τούτο εστοίχισεν εις τον διδάξαντα ακριβά. Διότι τοιαύτα ακριβώς ήσαν τα
μαθήματα, που τον κατέστησαν όχι μόνον ασυμπαθή εις τους σκληρούς παράγοντας της δικτατορίας, αλλά και αποδιοπομπαίον….

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ πειμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.