Η τσιγκούνα – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο , όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 151-ο τέυχος (Ιανουάριος – Φεβρουάριος του 2015) του ηχητικού Περιοδικού μας Ορθόδοξη Πορεία.

Η τσιγκούνα – Αγγελικής Νικολοπούλου.mp3

Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια μιά κοπέλλα ορφανή, αλλά πλούσια. οι γονείς της της είχαν αφήσει τεράστια περιουσία: σπίτια, χωράφια, αμπέλια, περιβόλια, πολλά χρυσά νομίσματα και πολύτιμα πετράδια. Ήταν καλή κοπέλλα, αλλά τσιγκούνα. Ποτέ της δέν ελέησε ζητιάνο, ποτέ δέν εδώρισε τίποτα σε εκκλησία ή μοναστήρι, ποτέ δέν ετάισε πεινασμένο, ούτε έντυσε γυμνό. Κι όλοι απορούσαν με το φέρσιμο της, γιατί τα πλούτη της ήταν τόσα, που θα μπορούσε να ανακουφίσει πολλούς φτωχούς. Κι όταν τολμούσε κανείς να της μιλήσει για ελεημοσύνη, είχε έτοιμη την απάντηση: «Έ¬χω μιά ορφανή ανηψιά και θέλω να την καλοπαντρέψω. Δέν μπορώ λοιπόν να σπαταλώ τα χρήματά μου απ’ εδώ κι απ’ εκεί».

Τον ίδιο καιρό ζούσε στην Αλεξάνδρεια ένας πολύ ενάρετος μοναχός, ο Μακάριος. στα νιάτα του ήταν χρυσοχόος, αλλά είχε εγκαταλείψει το επάγγελμά του εδώ και χρόνια και είχε καλογερέψει. Τώρα ήταν προϊστάμενος του ασύλου των αναπήρων. Είχε κι αυτός ακουστά για την τσιγκουνιά της πλούσιας ορφανής και τη λυπόταν κατάκαρδα, έτσι που ήταν δουλωμένη στα υλικά πράγματα.
Χάνει την ψυχή της, σκεφτόταν, είναι χριστιανή μόνο κατ’ όνομα, Και παρακαλούσε το Θεό να τον φωτίσει, να βρει τρόπο να την απαλλάξει από το πάθος της φιλαργυρίας.
Κι ο Θεός του έδειξε τον τρόπο.

Ντύθηκε σάν έμπορος και παρουσιάστηκε στο σπίτι της κοπέλλας.
Κυρά μου, της λέει, έχω ακούσει πως ενδιαφέρεσαι για πολύτιμα πετράδια. Λοιπόν, αυτές τις μέρες κάποιος γνωστός μου έχει για πούλημα σμαράγδια και ρουμπίνια. Δέν ξέρω που τα βρήκε, ουτε έχει υπολογίσει ακριβώς την αξία τους. το μόνο που ξέρω, είναι ότι ζητά πεντακόσια μιλιαρήσια. και σε βεβαιώνω, πως και ένα μόνο σμαράγδι αν πουλήσεις, θα πιάσεις τα λεφτά σου. τα υπόλοιπα κράτησέ τα να στολίζεσαι.
Είναι, αλήθεια, τόσο πολύτιμα, όσο τα λές;
Τότε ο Μακάριος άρχισε να της περιγράφει τα πετράδια. Της μίλησε για το υπέροχο χρώμα τους, το τέλειο σχήμα τους, το μέγεθος τους.
Ημουν κι εγώ κάποτε χρυσοχόος και ξέρω απ’ αυτά, πρόστεσε.
Η κοπέλλα τον άκουγε μαγεμένη, τα μάτια της γυάλιζαν από την απληστία.
Φυσικά, αν δέν ενδιαφέρεσαι ή δέν έχεις το ποσόν, θα βρώ άλλον αγοραστή, της πέταξε αδιάφορα ο Μακάριος.
«Οχι, όχι, βιάστηκε να τον καθησυχάσει εκείνη, ενδιαφέρομαι και πολύ μάλιστα. Δέν θέλω να τα πάρει άλλος. Αλλά… νά, …ενώ εχω την εντύπωση ότι σε γνωρίζω, από την άλλη μου φαίνεσαι άγνωστος και πεντακόσια μιλιαρήσια είναι πολύ μεγάλο ποσό…
Σωστά. Μπορείς όμως να ρωτήσεις για μένα τους προϊσταμένους της Εκκλησίας. Πές τους ότι γνώρισες το Μακάριο. Κι άν θέλεις, μπορούμε να πάμε να δεις τα πετράδια.
«Εχεις καμιά σχέση μ’ εκείνο τον άγιο άνθρωπο, που γι’ αυτόν μιλάει ολη η Αλεξάνδρεια; ρώτησε με περιέργεια η κοπέλλα.
Εκείνος απόφυγε να απαντήσει.
Χάνουμε καιρό, της είπε μόνο.
Δίκιο έχεις. Κι αφού σε γνωρίζουν οι προϊστάμενοι της Εκκλησίας…

Χωρίς άλλη χρονοτριβή του έδωκε τα χρήματα.
Πήγαινε κι αγόρασε τα πετράδια για λογαριασμό μου. Μή χασομεράς. Δέ θέλω να προλάβει άλλος να τα πάρει κι ούτε θέλω να δώ τον πωλητή. Δέν τα καταφέρνω καλά στα παζαρέματα.
Ο Μακάριος πήρε τα πεντακόσια μιλιαρήσια και τα πρόσφερε αμέσως στο ίδρυμα των αναπήρων.
Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς ο Μακάριος να δώσει σημεία ζωής κι η αγωνία άρχισε να βασανίζει την κοπέλλα. «Φέρθηκα ασυλλόγιστα», κατηγορούσε τον εαυτό της, «έδωσα τα χρήματα χωρίς να δώ πρώτα τα πετράδια. την έπαθα». Ωστόσο, την Κυριακή που πήγε στην εκκλησία, είδε το Μακάριο. τον πλησίασε μετά το τέλος της λειτουργίας.
Κύριέ μου, άρχισε χωρίς περιστροφές, σου έδωσα πεντακόσια μιλιαρήσια για να μου αγοράσεις πολύτιμους λίθους, σμαράγδια και ρουμπίνια για την ακρίβεια. Μπορείς να μου πεις, τί απόγιναν τα χρήματά μου;
Τα χρήματά σου δόθηκαν αμέσως για την αγορά των πετραδιών, αποκρίθηκε ήρεμα ο Μακάριος και τα πετράδια βρίσκονται στο σπίτι μου. «Αν θέλεις, μπορούμε να πάμε εκεί και να τα δεις. Αν σου αρέσουν, τα παίρνεις. Ειδ’ άλλως θα πάρεις πίσω τα χρήματά σου.
Τότε ας μή χάνουμε καιρό.
Μέσα από στενούς χοματόδρομους ο Μακάριος οδήγησε την κοπέλλα στο άσυλο των αναπήρων. Ήταν ενα απλό δίπατο κτίσμα, που στο ισόγειο στέγαζε τους άντρες και στο ανώγειο τις γυναίκες. Στάθηκαν στην κεντρική είσοδο.
Τί θέλεις να δεις πρώτα, τα σμαράγδια ή τα ρουμπίνια; ρώτησε ο Μακάριος και μια σπιθίτσα τρεμόπαιξε στο βλέμμα του.
«Ο,τι θέλεις εσύ.
Την ανέβασε στο ανώγειο. το θέαμα ήταν συγκλονιστικό: γυναίκες κάθε ηλικίας, κουτσές, τυ¬φλές, παράλυτες, χτυπημένες από ανίατες αρρώ-στιες, εϊχαν βρει καταφύγιο σ’ εκείνη τη φτωχική «φωλιά».
Αυτά είναι τα ρουμπίνια, εξήγησε ο Μακά¬ριος, κοιτάζοντας κατάματα την κοπέλλα.
«Υστερα την κατέβασε στο ισόγειο. Κι εδώ το θέαμα σου σπάραζε την καρδιά: πρόσωπα θλιμμέ¬να, κορμιά σακάτικα, η ανθρώπινη δυστυχία χει-ροπιαστή.
Κι αυτά είναι τα σμαράγδια, είπε πάλι ο Μακάριος. «Αν άλλαξες γνώμη, μπορείς να πά¬ρεις πίσω τα λεφτά σου.
Η κοπέλλα έτρεξε έξω ταραγμένη. η καρ¬διά της χτυπούσε ακατάστατα, το κεφάλι της βούιζε, έτρεμε ολόκληρη. Περπάτησε ώρα πολλή στην πόλη, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σκοπό. Έφτασε τελικά στο σπίτι της. Βλέποντάς την σε κακό χάλι οι παρακόρες της, τρέξανε, ποιά να της βρέξει το μέτωπο, ποιά να της κάμει αέρα, ποιά να τη βάλει στο κρεβάτι. Εκείνη δέν έβγαζε μι¬λιά. για κάμποσες μέρες ούτε έφαγε, ούτε ήπιε. Κόντεψε να πεθάνει. η ιδέα πως γύρω της υπήρχε τόση δυστυχία, ενώ εκείνη σώριαζε πλού¬τη, δέν την άφηνε να ησυχάσει. Μα πιο πολύ την πονούσε το πάθημά της. «Έκαμα ελεημοσύνη με το ζόρι», συλλογιζόταν, «οπότε, τί αξία έχει;»
Μιά μέρα, εμπιστεύτηκε αυτές τις σκέψεις στην αφοσιωμένη της βάγια. η ηλικιωμένη γυ¬ναίκα την παρηγόρησε.
«Ποτέ δέν είναι αργά, κόρη μου, για να κάμει κανείς μια καινούργια καλή αρχή. ο Θεός έστειλε τον Μακάριο και σου άνοιξε τα μάτια. στο χέρι σου είναι να τα κρατήσεις ανοιχτά από δώ κι εμπρός.»

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 69 – 77.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.