Στις φυλακές – Π. Νικολάου Ντονιένκο.

Π. Γεώργιος Κιρίλοβιτς Χανέτσκι. Γεννήθηκε το 1883 σε ιερατική οικογένεια. Τον συνέλαβαν το 1938 και χωρίς να δικαστεί, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου και απεβίωσε χωρίς να μάθει ποτέ την αιτία της σύλληψής του.

Π. Ιωνάς Μιχαΐλοβιτς Παβλώφ. Εξορίστηκε στο στρατόπεδο του Μπάμ στις 8 Φεβρουαρίου του 1940, όπου και απεβίωσε.

Π. Θεόδωρος Αλεξάνδροβιτς Ιλιέφσκι. Στα φλογερά του κηρύγματα με παρρησία στηλίτευε τις αυθαιρεσίες της εξουσίας.

Π. Ευγένιος Ιβάνοβιτς Τσερνένκο.
Π. Ιωάννης Ισιδόροβιτς Πιστολένκο. Εκτελέστηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1938.
Διάκονος Τιμόθεος Γριγορίεβιτς Σαλκάκωφ. Συνελήφθη μαζί με τον π. Βίκτωρα.
Ιερέας π. Αλέξανδρος Ιβάνοβιτς Ντρανίτσιν. Απεβίωσε το 1942 στο στρατόπεδο Σεβ.
Ιερέας π. Τιμόθεος Γριγόριεβιτς Σικολώφ.
Ιερέας π. Βασίλειος Πέτροβιτς Τοντορτσώφ.
Ιερέας π. Δανιήλ Γριγόριεβιτς Αρτάνοφσκι.
Ιερέας π. Σέργιος Ιβάνοβιτς Μπορίμσκι.
Ιερέας π. Κωνσταντίνος Μιχαΐλοβιτς Σαρκώφ.

Οι πρώτες ανακρίσεις δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν καμιά εναντίον τους κατηγορία. Τόσο ο π. Βίκτωρ όσο και άλλοι ιερείς αντιμετώπισαν τους ανακριτές με εξαιρετική ψυχραιμία και αρνήθηκαν σθεναρά να υπογράψουν τις άδικες και ανυπόστατες ενοχοποιητικές καταθέσεις που τους πρότειναν. Όταν οι ανακριτές συνειδητοποίησαν πως δεν πρόκειται με απλές συζητήσεις να τους εκφοβίσουν και να τους αποστάσουν ψευδείς μαρτυρίες, τότε άρχισαν να εφαρμόζουν τα έκτακτα ανακριτικά μέτρα, τα οποία είχε υιοθετήσει το σοσιαλιστικό καθεστώς και είχαν αποτελέσει πλέον τη ρουτίνα της νομικής διαδικασίας της ανάκρισης. Η κόρη του π. Αλέξανδρου Ιλιένκωφ Ζώγια θυμάται:

«Όλοι οι κρατούμενοι βρίσκονταν στις φυλακές στον οδό Κράσναγια, ενώ τα γραφεία της ΝΚVD ήταν ακριβώς απέναντι. Μια μέρα, εμείς τα παιδιά των κρατουμένων, στηθήκαμε απ’ έξω περιμένοντας με λαχτάρα να τους δούμε έστω για λίγο. Και πράγματι τους είδαμε, αλλά δεν μπορώ να πω ότι χαρήκαμε. Αντίθετα τρομάξαμε από το φρικτό θέαμα που αντικρίσαμε. Οι αγαπημένοι μας πατεράδες ήταν σχεδόν αγνώριστοι. Είχα στο μυαλό μου την εικόνα ενός πατέρα που ήταν πάντα ευδιάθετος και χαμογελούσε και αντίκρισα έναν άνθρωπο ανέκφραστο, που ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει, με μια βαθιά ουλή στο μέτωπο και εξαιρετική δυσκολία στην κίνηση. Κατά τις ανακρίσεις έδερναν τον πατέρα μου όπως και όλους τους άλλους κρατούμενους. Τους χτυπούσαν στο πρόσωπο, στην κοιλιά και παρακάτω, αλύπητα, μέχρι αναισθησίας».

Ο π. Μιχαήλ Μπογκοσλόφσκι, καθ’ όλη την διάρκεια της ανάκρισης προσευχόταν, κάνοντας διαρκώς το σημείο του σταυρού. Η στάση του αυτή εκνεύριζε ιδιαίτερα τους βασανιστές, σε σημείο που να γίνονται έξαλλοι από τον θυμό τους. Ένας απ’ αυτούς σε κάποια ανάκριση, απειλώντας τον με το πιστόλι στο χέρι, του ζητούσε να σταματήσει αυτή τη «φρίκη». Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του και με απόλυτη ηρεμία, ο π. Μιχαήλ απάντησε: «Εσείς έχετε το δικό σας όπλο κι εγώ το δικό μου». Μη μπορώντας λοιπόν να τον σταματήσουν, θέλοντας να τον ταπεινώσουν και να τον χλευάσουν, του ξύρισαν τα μαλλιά του κεφαλιού του σε σχήμα σταυρού.

Οι συλληφθέντες ιερείς, μέσα στα κελιά της φυλακής και στα φοβερά ανακριτικά γραφεία, γνώρισαν τα απερίγραπτα βάθη της ανθρώπινης κακίας και δυσωδίας. Τα βασανιστήρια τους ήταν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά και κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι απ’ τα δυο προκαλούσε τον μεγαλύτερο πόνο. Έχουν διασωθεί γράμματα του π. Βίκτωρα Κιρανώφ προς τη μητέρα του Αντωνία και τη σύζυγό του Νίνα, από τα οποία παίρνουμε αρκετές πληροφορίες για τα πάθη που υπέμειναν τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι ιερείς στις φυλακές και στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης:

«Τα πράγματα είναι απλά. Σου δίνω τον καμβά και βάλε εσύ τις λεπτομέρειες… Ξέρεις άλλωστε τον τρόπο που σκέπτομαι και θα καταλάβεις. Στην αρχή επιλεγμένο, γεμάτο βρομόλογα και βρισιές λεξιλόγιο, μετά σπρωξιές, χτυπήματα, ασταμάτητα και ανελέητα, μέχρι να παραμορφωθείς από τα οιδήματα σ’ όλο το σώμα. Ακολουθεί ορθοστασία, όλη νύχτα και όλη μέρα και ξανά… 300 ώρες με είχανε έτσι για να με αναγκάσουν να υπογράψω ένα πρωτόκολλο, που είχε συντάξει ο πρόεδρος της NKVD Ερεμένκο, ένα κείμενο – παραλήρημα τρελού τσεκίστα.6 Πολλούς τους κατάφεραν να υπογράψουν μέσα σε δύο 24ωρα, εγώ άντεξα μέχρι και τις 29 Ιουνίου – πάνω από ένα μήνα συνεχούς ανάκρισης μέρα – νύχτα…».

Ο π. Βίκτωρ, όπως ο ίδιος αναφέρει στο γράμμα του, είχε κατηγορηθεί πως την ημέρα των εκλογών είχε βάλει ανθρώπους να δηλητηριάσουν το νερό στα πηγάδια και μάλιστα τους προμήθευσε ο ίδιος το δηλητήριο. «Αυτές είναι, καλή μου, οι ψευτοκατηγορίες που αράδιασαν εναντίον μου και οι συνέπειές τους. Εγώ που είμαι τόσο διαλλακτικός, τόσο απροκάλυπτα πατριώτης και υπερασπιστής πολλών από τις μεταρρυθμίσεις, προέκυψα ξαφνικά αντεπαναστάτης. Δεν έχω καμιά αμαρτία απέναντι στην πατρίδα και την εξουσία και ας είναι ο Κύριος δικαστής μου απέναντι στους εκούσιους και τους ακούσιους εχθρούς μου. Ελπίζω μόνο στη βοήθεια του Θεού και τις πρεσβείες του Αγίου Νικολάου του προστάτη μας. Την ευλογία και τις ευχές μου στους φίλους μου. Τους παρακαλώ θερμά να προσεύχονται για μένα».

Ο π. Βίκτωρ πάλεψε με κάθε διαθέσιμο σ’ αυτόν τρόπο ενάντια στις μηχανορραφίες του εισαγγελέα, ο οποίος προσπαθούσε με μανία να τον παρουσιάσει ως ένοχο για αντεπαναστατικά εγκλήματα. Στις 7 Μαρτίου αρνήθηκε γραπτώς για άλλη μια φορά την κατάθεση που τον εξανάγκασαν να υπογράψει και λίγο αργότερα επανήλθε δηλώνοντας και με υπεύθυνη δήλωση πως: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για καμιά αντισοβιετική δραστηριότητα, ούτε διεξήγαγα ποτέ αντισοβιετική προπαγάνδα».

Ο Κύριος δεν εγκατέλειψε κατά τη μεγάλη και οδυνηρή αυτή δοκιμασία ούτε τους ίδιους αλλά ούτε και τις οικογένειές τους, οι οποίες μοιράστηκαν μαζί τους τα βάσανα και τις πίκρες της άδικης ταλαιπωρίας τους. Η κόρη του π. Αλέξανδρου Ιλιένκωφ γράφει χρόνια μετά:

«Όταν ο μπαμπάς ήταν στις φυλακές του Ζαπορόζιε, προτού εξοριστεί, είχαμε πάει για να τον δούμε. Όταν πια επιστρέφαμε, μας βρήκε η νύχτα. Ακόμη με πιάνει ανατριχίλα, καθώς φέρνω στη μνήμη μου το παγερό αίσθημα να κάθεσαι μες στο σκοτάδι, στην είσοδο των φυλακών, σε μια ξένη πόλη, χωρίς χρήματα και πεινασμένος και με την καρδιά ραγισμένη από τον πόνο. Κι όμως, σ’ αυτήν την άθλια κατάσταση ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε. Μια εντελώς άγνωστη γυναίκα, που περνώντας τυχαία μας είδε σ’ αυτήν την κατάσταση, έγινε ο καλός Σαμαρείτης μας. Μας πήρε στο σπίτι της, μας τάισε, μας πότισε, μας κοίμισε στα πεντακάθαρα σεντόνια της και την επόμενη μέρα μας αποχαιρέτησε, δίνοντας στη μητέρα μου 100 ρούβλια και ένα καινούργιο φόρεμα. Δεν γνωρίζω το όνομά της, όμως η μορφή της είναι παντοτινά χαραγμένη στη μνήμη μου και πάντα προσεύχομαι γι’ αυτήν».

Οι μέρες εκεί στις φυλακές του Ζαπορόζιε φαίνονται ατελείωτες. Οι διαδικασίες κολλούσαν διαρκώς σε ατελείωτες γραφειοκρατίες αλλά και στην έλλειψη σοβαρών στοιχείων για τη στήριξη της καταδίκης των συλληφθέντων, με αποτέλεσμα οι δικογραφίες να μεταφέρονται άσκοπα από το ένα γραφείο στο άλλο. Στην ατελείωτη αυτή αναμονή ο μόνος δρόμος ήταν η υπομονή και η προσευχή. Ο π. Βίκτωρ έγραφε στους δικούς του:

«Ο δρόμος προς την σωτηρία έχει μια συγκεκριμένη πορεία, σύμφωνα με τις υποδείξεις του αποστόλου Ιακώβου. Περνά μέσα απ’ το μαρτύριο και την υπομονή για να οδηγηθεί στην ταπεινοφροσύνη, και από εκεί στην αγάπη, η οποία οδηγεί στην σωτηρία… Αυτή τη στιγμή, όπως πολύ καλά ξέρετε, υποφέρω μια άδικη μεταχείριση από τον ανθρώπινο νόμο, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα δεν έχω πράξει τίποτα παράνομο, ούτε απέναντι στο κράτος ούτε απέναντι στην εξουσία, και μάρτυρές μου σ’ αυτό είναι οι συμπολίτες μου. Απέναντι στον Θεό, όμως, έχω πλήθος αμαρτιών, γι’ αυτό και υποφέρω τη φρικτή αυτή αδικία, σαν κάτι που μου αξίζει. Μέσα στην βασανιστική απομόνωση που βρίσκομαι, έχω την ευκαιρία απερίσπαστος να ικετεύω τον Θεό για την συγχώρηση και την σωτηρία μου και Τον ευγνωμονώ για την ευκαιρία αυτή που μου δίνει. Σας ικετεύω να έχετε ειρήνη ανάμεσά σας, για τη δική σας σωτηρία και τη δική μου παρηγοριά».

Στις 28 Οκτωβρίου του 1939 πάρθηκε η καταδικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο π. Βίκτωρ καταδικάστηκε ερήμην σε 8 χρόνια και άλλοι δεκατρείς σε 5 χρόνια εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η απόφαση τους αναγγέλθηκε ένα μήνα μετά, στις 28 Νοεμβρίου, οπότε και αναχώρησαν για τα στρατόπεδα της εξορίας τους. Την κατάσταση και τις συνθήκες τις ζωής τους εκεί μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μέσα από τα γράμματα του π. Βίκτωρ προς την σύζυγο και τα παιδιά του.

Από το βιβλίο: στη δίνη ενός κόσμου που άλλαζε, «Οι Νεομάρτυρες του Μπερντιάνσκ», του Π. Νικολάου Ντονιένκο. Μετάφραση, Μαρίνας Μουμλάντζε.
Εκδόσεις: Εν πλω. Πορφύρα. Αθήναι, 2012.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.