Προλογικά – εισαγωγικά στην Μικρασιατική εκστρατεία – Σαράντου Ι. Καργάκου.

«Σαν Χριστιανός, ποθώ να ζούνε σαν αδέλφια όλοι οι άνθρωποι, να μην οχτρεύονται ο ένας τον άλλο. Οι Έλληνες κι οι Τούρκοι ζήσανε αιώνες κοντά στον άλλον. Αν δεν κάνω λάθος, οι Έλληνες είναι πιο βολικοί για μια τέτοια ειρηνική ζωή. Δεν το λέγω επειδή είμαι Έλληνας, αλλά γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Ο φλογερός πατριωτισμός που έχουμε, δεν εκφυλίζεται σε σιχαμερό σωβινισμό. Κι ούτε οχτρεύονται οι Έλληνες τους ξένους, μάλιστα τους αγαπάνε τόσο, που το παρακάνουνε. Οι αιχμάλωτοι που πιάσανε στους πολέμους, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Τούρκοι, οι ίδιοι μαρτυρούνε πως ο Έλληνας είναι μεγαλόψυχος στους οχτρούς του, και πως ξεχνά γρήγορα το κακό που του έκανε ο άλλος. Οι Εβραίοι, που κακοπαθήσανε και μαρτυρήσανε σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα ζήσανε και ζούνε σα να ‘ναι στον τόπο τους, κι αυτό το λένε μ’ ευγνωμοσύνη. Το ίδιο κ’ οι Αρμένηδες. Και τούτο το φαινόμενο έχει μεγαλύτερη σημασία, αν συλλογιστεί κανένας τα στενά σύνορά μας και τη φτώχεια μας, σε καιρό που άλλες χώρες πλούσιες και απέραντες δε χωνεύουνε τον ξένο που πάτησε στο χώμα τους. Σε καμιά χώρα ο ξένος, όποιος κι αν είναι, δε ζη με τόση ελευθερία και τόσο ευχάριστα όσο στην Ελλάδα – στη μικρή, στη φτωχή και χιλιοαδικημένη Ελλάδα».
(Φώτης Κόντογλου: «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»,
εκδ. οίκος «Αστήρ», 1963, σσ. 318-319)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ξένος που έσερνε τα βήματά του ρακένδυτος, ξυπόλητος, αξύριστος και επί μήνες ακούρευτος, διέσχισε το χωριό και πέρασε από τα «μαγαζιά» όπου κάθονταν οι γέροι του χωριού κι έπιναν καφέ.
-Ποιός να ‘ναι αυτός; Ρώτησε κάποιος τον πρόεδρο του χωριού.
-Κάποιος διακονιάρης (=ζητιάνος), αποκρίθηκε αυτός.
Ο ξένος, όμως, σα να γνώριζε καλά το δρόμο τράβηξε ίσια και κατευθύνθηκε σ’ ένα σπίτι. Άνοιξε την «πορταδέλα» και κάθισε στο σκαλοπάτι. Η νοικοκυρά και οι κόρες της, μαυροντυμένες, τον κοίταζαν με απορία.
«Από πού ξεφύτρωσε αυτός;». Το σκυλί, όμως, του σπιτιού, ένα σκυλί κυνηγετικό με εκπληκτικές ικανότητες, όρμησε πάνω του κι άρχισε να τον χαϊδεύει με την γλώσσα. Το σκυλί, ο θρυλικός «Περδίκος», τον αναγνώρισε. Η γιαγιά μου, η μάνα και οι αδελφές της δεν τον γνώρισαν. Ούτε ο πατέρας, ο πρόεδρος, στο καφενείο. Ήταν ο «χαμένος γυιός» που γύρισε μετά από διετή αιχμαλωσία στα βάθη της Μικράς Ασίας στην πατρίδα. Από τον Πειραιά είχε κάνει τη διαδρομή ως τη Λακωνία κατά μεγάλο διάστημα με τα πόδια. Στο σπίτι είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για τα «τρίχρονα». Το περιστατικό αυτό δεν το έζησα˙ το άκουσα πολλές φορές από τη μάνα μου. Αυτή άνοιξε στον «ξένο» την πορταδέλα.
Παιδάκι, μόλις είχε αρχίσει ο πόλεμος του ’40, θυμάμαι μια τράτα να μπαίνει στο λιμάνι του Γυθείου και οι «τρατάρηδες» να τραγουδούν, για να κρατούν το ρυθμό της κωπηλασίας, ένα τραγουδάκι που ήταν στην πατρίδα μου – τότε – συρμός:
«Στο Γύθειο, στο Συνοικισμό, είναι ένα μοδιστράκι.
Έχει τις μπούκλες στα μαλλιά, κι είναι και κουτσαβάκι.
Το τραγούδι και η σκηνή έμειναν για πάντα στη μνήμη μου. Άλλ’ ο «Συνοικισμός» μου ήταν πολύ οικείος. Ήταν η νέα συνοικία του Γυθείου, πλάι στην ακρογιαλιά, με σπιτάκια ομοιόμορφα, πνιγμένα στα λουλούδια, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Με πήγαιναν συχνά εκεί, γιατί δύο εξαδέλφες του πατέρα μου είχαν παντρευτεί πρόσφυγες. Ήταν πολύ χαϊδευτικές μαζί μου. Είχαν μεγάλη ομορφιά και αξιοσύνη. Στο σπίτι της μιας άκουσα, νήπιο σχεδόν, το πρώτο μικρασιατικό τραγούδι την «Μπουρνοβαλιά» από τον μυστακοφόρο Μπάρμπα Σεραφείμ, που όσο τραχύς ήταν στην όψη, τόσο είχε αγαθή ψυχή. Στο Γύθειο, λοιπόν, γνώρισα τους πρώτους πρόσφυγες.
Αργότερα στην Αθήνα, μετά το 1946, τους γνώρισα παντού και μάλιστα όχι ως ξένους αλλά ως συγγενείς. Άκουσα κι έμαθα πολλά από τις διηγήσεις τους. Στα δύσκολα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής, όπου εργαζόμουν και σπούδαζα, είχα την τύχη να ασκήσω το επάγγελμα του υπαλλήλου στα καταστήματα Σπύρου Κολλάρου (στη Σταδίου) και Δραγώνα του «μικρού» (στην Αιόλου). Στα εμπορικά καταστήματα αυτά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω όλη την επιζήσασα Σμύρνη. Μου είχαν κάνει, με τις αφηγήσεις τους, τη Σμύρνη τόσο γνωστή όσο και την πατρίδα μου. Ο μεγαλύτερος συνάδελφός μου, ο αείμνηστος Σόφος (Σοφοκλής) Ρεπόπουλος ήταν ταμείο πληροφοριών. Μου γνώρισε με τις διηγήσεις του όλη τη ζωή της Σμύρνης. Και σχεδόν κάθε σοκάκι της Σμύρνης. Ο Γέρο Σπύρος Κολλάρος μου μιλούσε για την αγορά και για την κατασκευή του καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής. Κοντά στους Σμυρνιούς αυτούς μορφώθηκα κοινωνικά. Καλλιέργησα τα ακατέργαστά μου γαλλικά. Έμαθα να πηγαίνω στη Λυρική (και το τονίζω αυτό διότι οι πρόσφυγες πέρα από πολλά είδη λαϊκής μουσικής, έφεραν στην Ελλάδα και την αγάπη προς την Όπερα). Με έβαλαν στα σπίτια τους, με βοήθησαν στη δύσκολη νεανική πορεία μου κι έγινα αυτό που έγινα ό,τι κι αν είναι αυτό. Συνεπώς, τους το οφείλω αυτό, διότι κοντά τους έγινα κι εγώ Σμυρνιός. Άλλωστε, στη Σμύρνη από παλιά υπήρχε συνοικία Μανιατών.
Έτσι όταν άρχισα, προς χρήση των μαθητών της τελευταίας τάξης του Λυκείου, να συγγράφω τον «Μικρασιατικό πόλεμο» (Gutenberg 1985)και πολύ αργότερα το βιβλίο για τον περίβλεπτο μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, δεν «πήγαινα» στη Μικρά Ασία σαν ξένος. Την ήξερα. Κυρίως τη Σμύρνη. Αργότερα επισκέφθηκα την Αν. Θράκη και τη Μ. Ασία. Το επέβαλε η ανάγκη των συγγραφών, ιδίως της τρίτομης «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» και της δίτομης «Ιστορίας της Αρχαίας Σπάρτης». Στην πόλη πήγα˙ στην Σμύρνη δεν πήγα. Δεν θέλω η Σμύρνη που θα δω να σκιάσει την εικόνα της Σμύρνης που κρατώ στην ψυχή μου.
Εδώ όμως, τελειώνει ο συναισθηματικός δεσμός που έχει να κάνει με τη λογοτεχνία, όχι όμως με την Ιστορία, που βάζει στα συναισθήματα «σουρντίνα». Φέτος (2009) είχα την ευκαιρία να μιλήσω δύο φορές για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Μία στου Παπάγου ως προσκεκλημένος ενός συλλόγου Θεσσαλών, και μία στο Πολεμικό Μουσείο κατά την παρουσίαση ενός σπουδαίου βιβλίου που έχει τίτλο «Απ’ την Αράχωβα στα Κράσπεδα της Άγκυρας – Ημερολόγιο Εκστρατείας 1919 -1922), του δεκανέα πυροβολικού Γιάννη Κουτσονικόλα. Το ημερολόγιο βρέθηκε μετά το θάνατο του σεμνού Αραχωβίτη πολεμιστή και εκδόθηκε με επιμέλεια, σχολιασμό και εκτενή εισαγωγή από τον ιστοριομανή Στάθη Ασημάκη. Τη δαπάνη της εκδόσεως ανέλαβε ο Δήμος Αραχώβης που, υπό την καθοδήγηση ενός εμπνευσμένου δημάρχου, του κ. Γεωργίου Ανδρέου – Λεοντίου μας έχει δώσει σπουδαίες εκδόσεις. Εύχομαι το παράδειγμά του να μιμηθούν κι άλλοι δήμοι της χώρας μας.

Η συγγραφή του ανά χείρας βιβλίου που θα γίνει αντικείμενο διδασκαλίας στο «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» της γεραράς «Εταιρίας Φίλων του Λαού» κινείται πάνω στη γραμμή των άλλων ιστορικών συγγραφών μας. Στο Καλλιμάχειον «αμάρτυρον ουδέν αείδω». Και, όπως πάντα, sine ira et studio (= χωρίς οργή και πάθος). Χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές μονομέρειες. Δεν το κρύβω ότι η οικογένειά μου, κι αυτό στην κατά ποσοστό 90% συν κάτι, φιλοβασιλική Μάνη, ήταν Βενιζελική και αντιμεταξική. Αργότερα – και χωρίς αυτό ποτέ να δηλωθεί – χαρακτηρίστηκε «ντιενεϊκώς» Αριστερή. Ο συγγραφέας του παρόντος, όπως συχνά έχει δηλώσει, απεχθάνεται τις ταμπέλες. Γι’ αυτό έναντι όλων, που μνημονεύονται στο βιβλίο αυτό, προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Δεν κάνει διακρίσεις – όπως δυστυχώς γίνεται ακόμη και σε πανεπιστημιακές συγγραφές – στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τους συγγραφείς, όποτε κρίνει σκόπιμο, τους χρησιμοποιεί. Κανέναν δεν «θάβει» από ιδεολογική ή προσωπική αντιπάθεια. Μπορεί να μην έχει εξαντλητική βιβλιογραφία ( ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται περί παραδόσεων σε Λαϊκό Πανεπιστήμιο), ωστόσο προσπαθεί σ’ αυτήν την επιλεκτική βιβλιογραφία να εκπροσωπούνται όλες οι ιστορικές τάσεις που έχουν διαμορφωθεί σχετικά με τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Δίνεται επίσης έμφαση στα αγνοημένα κατά τα τελευταία χρόνια πολεμικά γεγονότα, που έχουν υποσκελισθεί από τις πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές αναλύσεις και παροράται κάτι το βασικό: ότι η Μικρασιατική εκστρατεία υπήρξε ένα κορυφαίο στρατιωτικό γεγονός. Ότι ο πόλεμος είναι αυτός που αποτελεί το περιεχόμενό της και που έκρινε την έκβασή της. Δυστυχώς, πολλοί νεώτεροι Ιστορικοί λησμονούν το Ηρακλείτειο: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Ίσως γιατί δεν τον έχουν γευτεί. Θα ήταν ασέβεια προς τους χιλιάδες νεκρούς του Μικρασιατικού πολέμου (που πιθανώς να ήσαν συγγενείς μας) να αγνοήσουμε τις μάχες στις οποίες αυτοί έχασαν τη ζωή τους. Ασέβεια ακόμη και προς τους νεκρούς αντιπάλους του ελληνικού στρατού που πολέμησαν με αυταπάρνηση για να υπερασπίσουν αυτό που νόμιζαν και νομίζουν δικό τους. Εδώ τελειώνει ο πρόλογός μας. Ως εισαγωγή θα παραθέσουμε τα όσα είπαμε στην «Πνευματική Εστία» Παπάγου στις 24 Μαΐου 2009.
Προτού προχωρήσω στις επόμενες σελίδες, θα ήθελα να ευχαριστήσω την ακούραστη ΓΙΑΝΝΑ μου, τον μόνο συνεργάτη μου σε όλες τις συγγραφές μου. Στο βιβλίο αυτό η συμβολή της υπήρξε σημαντική και σε πολλά καθοριστική.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μια «διαδρομή» στην ιστορία του Μικρασιατικού Ζητήματος.
Ο αφανισμός του Ελληνισμού στη Μ. Ασία (Ιωνία και Πόντο) και στην Αν. Θράκη δεν είναι απότοκος της ήττας του 1922 που επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24/7/1923) αλλά μια νομοτελειακή κατάληξη των εξαφανιστικών διαδικασιών μετά την στρατιωτική κυριαρχία του τουρκικού στοιχείου, αρχικά του σελτζουκικού και ακολούθως του οθωμανικού, στην Μ. Ασία. Ο Ελληνισμός θα μπορούσε να επιβιώσει στη Μ. Ασία και Θράκη, αν διατηρούσε απόρθητα τα πιο ισχυρά πέργαμά του, την Αδριανούπολη, την ΚΠολη και την Τραπεζούντα, η οποία έπεσε στα χέρια του Πορθητή οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Βασιλεύουσας, το 1461.
Η τελευταία έπαλξη του Ελληνισμού, η περιώνυμη Τραπεζούς, είναι μια ελληνική πόλη που ιδρύθηκε το 756 π. Χ. από τους Μιλησίους, οι οποίοι είχαν γεμίσει, κατά τον 8ο αι. π. Χ. όλο τον Πόντο με περίτρανες αποικίες, όπως η Σινώπη, η Αμισός, η Κύτωρος και η Σαμψούς. Στην Τραπεζούντα, όμως, έλαχεν ο κλήρος να παίξει το ρόλο της τελευταίας επάλξεως του Ελληνισμού στα απώτερα βάθη της Ανατολής. Η αυτοκρατορική της αποστολή αρχίζει ευθύς αμέσως μετά την πρώτη άλωση του 1204, όταν οι Μεγαλοκομνηνοί που κατέφυγαν σ’ αυτή ίδρυσαν τη δική τους αυτοκρατορία, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, η οποία επί 250 χρόνια γνώρισε πρωτοφανή ακμή. Οι δύο αντιμαχόμενες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσεως, η Γένουα και η Βενετία, αξιοποίησαν την σπουδαία γεωπολιτική θέση της Τραπεζούντος για επωφελείς οικονομικές επιχειρήσεις που συνέδεσαν τη Δύση εμπορικά με τις αχανείς εκτάσεις της Ανατολής. Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι στην Τραπεζούντα κατέληγε ο περίφημος «Δρόμος του Μεταξιού». Γράφει ένας νεώτερος συγγραφέας ότι «η Δύση βρήκε στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντα συνθήκες όχι για μια βραχυχρόνια οικονομική επένδυση αλλά συνθήκες κατάλληλες να στηρίξουν μακροχρόνια εμπορική δραστηριότητα όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά και με διεθνείς προεκτάσεις». 1
Δυστυχώς, μετά την άλωση της Βασιλεύουσας, το 1453, ο Πορθητής, που μετέφερε την έδρα του σ’ αυτή, δεν μπορούσε να αφήσει στα νώτα του ελεύθερη μια έπαλξη ελληνική, που θα γινόταν, με τη συσσώρευση Ελλήνων από κάθε ελληνική περιοχή μια νέα Νίκαια, η οποία σε κάποια δύσκολη καμπή των Οσμανλήδων, θα έσπευδε να επωφεληθεί και ν’ αναστήσει την αυτοκρατορία, που τούτη τη φορά δεν θα λεγόταν κατά τους αρχαίους τύπους «Ρωμαϊκή» αλλά Ελληνική Αυτοκρατορία. Διότι, πέφτοντας η Πόλη, κάηκε το φάντασμα του Ρωμαϊσμού και εκ της τέφρας του άρχισε να γεννάται βασανιστικά ο νέος κόσμος του Ελληνισμού.
Ο ευφυής Μεχμέτ Β’ αφού κυρίευσε τα ανεξάρτητα μουσουλμανικά εμιράτα, που περιστοίχιζαν, θα έλεγα προστατευτικά, την Αρχόντισσα του Πόντου, στράφηκε εναντίον της κι άρχισε να την πολιορκεί από στεριά και θάλασσα. Τελικά, με την μεσολάβηση του πρωτοβεστιαρίου Γεωργίου Αμοιρούτζη, η πόλη παραδόθηκε στον μέχρι τότε ακατανίκητο σουλτάνο. Ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Δαβίδ, ο 20ός των Μεγαλοκομνηνών, αφού πήρε, ως αντάλλαγμα της υποταγής, την οικογένειά του και τους θησαυρούς του, εγκαταστάθηκε με έγκριση του σουλτάνου στην περιοχή του Στρυμόνος. Αλλά δεν άργησε και γι’ αυτόν ο καιρός του χειμώνος. «Δύο χρόνια αργότερα το 1463 ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντος βρήκε τραγικό θάνατο, όταν κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε κατά του Μωάμεθ Β’. Μαζί με τη διάλυση της τελευταίας ελληνικής αυτοκρατορίας ο Μωάμεθ πέτυχε και την οριστική απομάκρυνση όλων των ξένων εμπορικών στόλων από τον Εύξεινο Πόντο, μετατρέποντάς τον σε κλειστή οθωμανική θάλασσα».2 Η Δύση πλήρωσε και αυτή ακριβά την αδιαφορία της για τη σωτηρία της χριστιανικής Ανατολής. Αν ο Πορθητής ζούσε δέκα ακόμη χρόνια, θα την είχε καταλάβει κι αυτή. Είχε φθάσει στα πρόθυρά της, στις ακτές της Αδριατικής, σε απόσταση αναπνοής από τη Βενετία, όταν τον βρήκε ο θάνατος.
Έτσι στο χώρο όπου έδρασε κι έλαμψε ο ελληνικός κόσμος, στη Μικρά Ασία και στη Χερσόνησο του Αΐμου, απλώθηκε στο σκοτάδι της δουλείας. «Όλα τα ‘σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκων’ η σκλαβιά», κατά τον ποιητή. Άρχισαν τότε οι βίαιοι αλλά και οι εκούσιοι εξισλαμισμοί, που έφεραν τον ήδη συρρικνωμένο χριστιανικό κόσμο της Ανατολής σε βαθμό εξουθενώσεως. Οι εμμένοντες εις τα πάτρια κατέφυγαν στις πλέον απρόσιτες περιοχές του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Πισιδίας και δημιούργησαν νέες εστίες, που σταδιακά μεταβλήθηκαν σε οικονομικές – και «εν τίνι μέτρω» – σε πνευματικές κυψέλες. Κι άρχισαν σταδιακά, όταν χαλάρωναν τα απηνή μέτρα της σκλαβιάς, να μετακινούνται προς τ’ αστικά κέντρα, την Αδριανούπολη, την ΚΠολη, τις Κυδωνίες, τη Σμύρνη, την Αττάλεια και να μετατρέπονται σε μια νέα οικονομική ζύμη, σε μια κρίσιμη μάζα, που έδινε πολλαπλασιαστικές δυνατότητες αναπτύξεως στον Ελληνισμό αλλά και οικονομική ευρωστία στον ξεθυμασμένο Οθωμανισμό.
Πάντως, δεν πρέπει να υπερβάλλουμε ως προς τις πολιτικές δυνατότητες των Ελλήνων. Όσο ψηλά και αν έφθαναν σε πολιτικά αξιώματα, δεν έπαυαν να είναι δούλοι του σουλτάνου. Κι όποιος τολμούσε να έχει δική του σκέψη, την έχανε μαζί με το κεφάλι του. Και τα ακμαία οικονομικά κέντρα του Ελληνισμού στο χώρο της οθωμανικής Ανατολής, δεν ήσαν παρά μεγάλες φυσαλίδες μέσα στη θάλασσα του Μουσουλμανισμού. Οι Τούρκοι, όποτε ήθελαν, τις έσπαγαν και τις έσπασαν συχνά, με αφορμή κάποιο επαναστατικό κίνημα του ραγιά, του «φακίρ φουκαρά» (=φτωχού και δυστυχισμένου), όπως τον έλεγαν. Ας θυμηθούμε, με τι βαρύ τίμημα θυσιών πλήρωσαν το κίνημα της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821) ο χριστιανικός πληθυσμός της ΚΠόλεως, των Κυδωνιών, των Μοσχονησίων και της Σμύρνης. Πάνω από 10.000 ήσαν οι νεκροί. Χώρια οι πρόσφυγες. Ευτυχώς, οι ανεξάντλητες δεξαμενές του Ελληνισμού, ο Πόντος, η Καππαδοκία και η Πισιδία φρόντισαν γρήγορα να καλύψουν τα πληθυσμιακά κενά και παράλληλα με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, που κάλυπτε γρήγορα τα πληθυσμιακά του κενά (κατά τον 10ετή Αγώνα της Εθνεγερσίας είχαμε 800.000 νεκρούς), άρχισε η ανάπτυξη του μικρασιατικού Ελληνισμού, που σιγά – σιγά έβλεπε «αφ’ υψηλού» τον μουσουλμανικό κόσμο, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής χθαμαλότητας που τον έδερνε. Οι «Γιουνάν» αποκτούσαν ένα συναίσθημα φυλετικής υπεροχής.
Ιδίως με τους περίφημους νόμους του Τανζιμανίου,3 που εκφράστηκαν κυρίως μέσω του φιρμανίου της 14 Φεβρουαρίου 1856 (πρόκειται για το λεγόμενο «Σύνταγμα Ισότητος»), χορηγήθηκαν – τουλάχιστον τυπικά – δικαιώματα ισότητας σε όλους τους υπηκόους του σουλτάνου, ανεξάρτητα από θρήσκευμα ή εθνικότητα. Δικαιώματα ισότητας απέκτησαν και όσοι ξένοι αποκτούσαν ιδιοκτησία στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έκτοτε η ανάπτυξη του Ελληνισμού υπήρξε ραγδαία. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κάποιοι αιθεροβάμονες Έλληνες του Φαναριωτικού χώρου άρχισαν να κάνουν «Όνειρα Θερινής Νυκτός», πως τάχα ήταν δυνατόν η Οθωμανική αυτοκρατορία να μετασχηματισθεί σε Βυζαντινή όχι πια με μουσουλμανικό αλλά με χριστιανικό ένδυμα. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα ήταν ένα σύνθετο πρόβλημα, στο οποίο εμπλέκονταν παγκόσμια συμφέροντα, ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά αλλά και αμερικανικά. Δεν είναι τυχαίο ότι αμερικανοί ιεραπόστολοι, από την προεπαναστατική περίοδο, είχαν κατακλύσει το χώρο της Ανατολής και είχαν ιδρύσει σχολεία, που δύο εξ αυτών, το Κολλέγιο Αθηνών και το «Ανατόλια» μεταφέρθηκαν μετά την Καταστροφή του 1922 στην Ελλάδα.
Τα πράγματα λαμβάνουν δυσάρεστη τροπή, όταν στο χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αρχίζει να διεισδύει η ανερχόμενη δύναμη της Γερμανίας. Ύστερ’ από ένα ταξίδι που έκανε στα εδάφη της ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ (έφθασε ως την Ιερουσαλήμ), οι Γερμανοί τραπεζίτες και αξιωματικοί αύξησαν τη δράση τους: αναδιοργάνωσαν τον τουρκικό στρατό, έκαναν επενδύσεις, και, τέλος, Γερμανοί επιχειρηματίες, και τεχνικοί ανέλαβαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής ΚΠόλεως – Βαγδάτης. Εύλογα το Βερολίνο διατυμπανίζει με καμάρι την πολιτική των «Τριών Βήτα»: Βερολίνο – Βυζάντιο – Βαγδάτη! Έναντι των παροχών αυτών, δωρήθηκαν στον Κάιζερ τα ανυπέρβλητα γλυπτά της Περγάμου και πλείστα άλλα, που αποτελούν τον κυριότερο αρχαιολογικό πλούτο της Γερμανίας.
Η σημαντικότερη προσφορά των Γερμανών προς τους Τούρκους ήταν η προσπάθεια αναδιοργανώσεως του τουρκικού στρατού από τον Γερμανό αντισυνταγματάρχη Κολμάρ φον ντερ Γκόλτς4 (1843 -1916), που όσο κι αν δεν απέδωσε αρχικά, λόγω της γνωστής μοιρολατρίας των Τούρκων, ωστόσο ο στρατός αυτός μπόρεσε να νικήσει τον ανοργάνωτο ουσιαστικά ελληνικό στρατό το 1897. Πάντως, η παρασκευή του τουρκικού στρατού και τα σχέδια των επιχειρήσεων ήταν έργα του Γκόλτς, καθώς τουλάχιστον ο ίδιος διατείνεται. Άλλ’ ο ουσιαστικός αναμορφωτής του τουρκικού στρατού ήταν ο επίσης Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς (Liman von Saders, 1855 -1929), ο οποίος τον Ιανουάριο του 1914, αφού διορίστηκε από τον ηγέτη των Νεοτούρκων Εμβέρ πασά Γενικός Επιτελάρχης, φρόντισε να εκδιώξει από τον τουρκικό στρατό 1.100 ανίκανους και ανίδεους Τούρκους αξιωματικούς και να προωθήσει νέους και μαχητικούς. Στον Λίμαν φον Σάντερς προσγράφεται και η εισήγηση περί του πλήρους διωγμού των Ελλήνων της Μ. Ασίας5 ιδίως αυτών που κατοικούσαν στα δυτικά παράλια και βρίσκονταν, μετά την απελευθέρωση των νήσων του Αρχιπελάγους από τον ελληνικό στόλο (1912), σε αμεσώτερη σχέση με την Ελλάδα παρά με τη σουλτανική εξουσία.
Ωστόσο, η πολιτική των γενοκτονιών είχε αρχίσει στην Τουρκία πολύ ενωρίτερα, από το 1894, αρχής γενομένης από την επίθεση κατά των Αρμενίων, που διεκδικούσαν ό,τι προέβλεπε το «Χάττι χουμμαγιούν»: πολιτική ισότητα6 . Αρκεί να σημειωθεί ότι εντός μιας ημέρας, στις 17/29 Αυγούστου 1896, στην ΚΠολη εσφάγησαν 6.000 (κατ’ άλλους 10.000 Αρμένιοι και άλλοι 25.000 στις αρμενικές επαρχίες.
Αλλά τα σχέδια κατά των Ελλήνων, με εισηγήσεις Γερμανών συμβούλων, είχαν αρχίσει παλαιότερα πιο μεθοδικά, για να μην προκληθεί αντίδραση. Από το 1895 άρχισε να χτυπιέται, με ειδικούς νόμους το επιχειρηματικό και εργατικό7 κεφάλαιο των Ελλήνων και να μπαίνει «σουρντίνα» στην πνευματική δραστηριότητα. Αξιόλογα πνευματικά κεφάλαια (όπως ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος και πλείστοι άλλοι) λόγω της αρθρογραφίας τους, διώχθηκαν από την Τουρκία. Οι διωγμοί πήραν τραχύτερο χαρακτήρα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912- 1913, όταν ολόκληρα χωριά εξοντώθηκαν στο εσωτερικό και οι κάτοικοι αναζήτησαν καταφύγιο στα παράλια. Ευτυχώς, που τότε στο τιμόνι της εκκλησίας της Σμύρνης βρισκόταν ο περίβλεπτος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο μετέπειτα εθνοϊερομάρτυς, ο οποίος κινητοποίησε την ευρωπαϊκή και διεθνή γνώμη υπέρ των καταδιωκομένων και σφαγιαζομένων Ελλήνων. Οι Νεότουρκοι είχαν εκπονήσει πλήρες σχέδιο αφανισμού, με δημοκρατικό μανδύα. Όλοι οι κάτοικοι της Τουρκίας, ανεξάρτητα από θρήσκευμα, ήσαν Τούρκοι υπήκοοι. Άρχιζε μια άλλη πολιτική, πιο ύπουλη και αφανιστική. Αντί του παλαιού εξισλαμισμού τώρα επιδιωκόταν ο βίαιος εκτουρκισμός. Η άρνηση ισοδυναμούσε με φυλάκιση, εξορία, αποπομπή.8 Τότε ήλθαν οι πρώτοι Έλληνες από την Τουρκία στην Ελλάδα, η πρώτη «μαγιά» της προσφυγιάς. Ακολούθησε η εξόντωση με τα περίφημα «Αμελέ Ταμπουρού» (=τάγματα εργασίας). Ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, αφού είχε «βαφτισθεί» κι αυτός τουρκικός, υπέκειτο σε στράτευση. Η στράτευση, όμως, αυτή ήταν η πρώτη μορφή «Γκουλάκ». Στις ερήμους της Ανατολίας, υπό συνθήκες άγριας εργασίας, χάθηκαν πάνω από 250.000 Έλληνες «στρατευμένοι». Άλλοι γύρισαν σακατεμένοι. Κι αυτό εξηγεί, ως ένα βαθμό, τα έκτροπα που συνέβησαν, όταν αποβιβάστηκε στη Μ. Ασία ο ελληνικός στρατός.
Συχνά έχει τεθεί το ερώτημα: γιατί ο ελληνικός στρατός πήγε στη Μ. Ασία; Το ερώτημα είναι ατελές. Την ιστορία δεν την πας, σε πάει. Τα γεγονότα έχουν μια δυναμική, που ξεπερνούν σε δύναμη τελικά κι αυτούς που τα δημιουργούν. Από το 1844 (μετά το θρυλικό λόγο του Κωλέττη στη Βουλή) ως το 1922, άξονας της εκπαιδευτικής και της εξωτερικής μας πολιτικής ήσαν η Μεγάλη Ιδέα9, που λειτουργούσε σε δύο επίπεδα: ένα φαντασιακό, ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι ένα απόλυτα θετικό: απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Όπως είχαν δικαίωμα οι Μοραΐτες και οι Ρουμελιώτες να απελευθερωθούν, είχαν δικαίωμα και οι Μικρασιάτες. Άλλωστε, ο Βενιζέλος το είχε διακηρύξει ρητώς: «Η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί όπου της λείπει η εθνολογική της βάσις». Απλώς, για να ξέρουμε γιατί μιλάμε, δίνω τα ακόλουθα αριθμητικά στοιχεία: όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη όλος ο πληθυσμός της ήταν 270.000 κάτοικοι. Από αυτούς οι 165.000 ήσαν Έλληνες, οι 63.000 Τούρκοι και οι λοιποί ήσαν Εβραίοι, Αρμένιοι και Φραγκολεβαντίνοι. Η πόλη διέθετε 3.315 εργοστάσια και εργαστήρια που κατά 75% ανήκαν σε Έλληνες. Ας μη μιλήσουμε για το Αϊβαλί (Κυδωνίες) και την Πόλη. Άρα, ο ελληνικός στρατός, ανεξάρτητα από αποστολή, δεν έφθανε ως κατακτητής αλλά ως τοποτηρητής, πλην όμως οι Μικρασιάτες – καλώς ή κακώς – τον έβλεπαν ως ελευθερωτή.
Βέβαια, θα μπορούσαν να γίνουν άλλες επιλογές. Π. χ. αντί για τη Σμύρνη, να κρατούσαμε τη Β. Ήπειρο, κάτι που θα ισχυροποιούσε προς Β. τον ελληνικό κορμό. Να περιορισθούμε στην Αν. Θράκη κ.λπ. Άλλ’ ο Βενιζέλος – κι αυτό το είχε αποφασίσει από την αρχή της εμπλοκής μας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο – είχε βάλει στόχο τη Σμύρνη, την «Γκιαούρ Ιζμίρ», όπως την έλεγαν οι Τούρκοι. Αυτό φαίνεται και από τη συμμετοχή του στην εκστρατεία της Κριμαίας. Στόχος του δεν ήταν το κτύπημα των Μπολσεβίκων άλλ’ η παροχή εκδουλεύσεων προς τους συμμάχους και η προετοιμασία ειδικού εκστρατευτικού σώματος, σε συνεχή ετοιμότητα, το οποίο occasione data (=δοθείσης ευκαιρίας) θα έφθανε στη Σμύρνη. Αυτό το ήξεραν και οι απλοί στρατιώτες που περνώντας τα Στενά για να βγουν στην Κριμαία, τραγουδούσαν ρυθμικά:
Από την Κριμαία σύρνει ίσα ο δρόμος για τη Σμύρνη…
Επαναλαμβάνουμε : θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερες επιλογές, αλλά το λεγόμενον ότι ο Βενιζέλος παραπλανήθηκε από τον Λόυντ Τζώρτζ, για να τραβήξει η Ελλάς προς το μέρος της όλη την μήνιν των Τούρκων εθνικιστών και ν’ αφήσουν ανενόχλητους τους Άγγλους, που είχαν ως βάση το Τσανάκ Καλέ, κι έτσι ν’ αφήσουν οι Τούρκοι αφύλακτα τα πετρέλαια της Μοσούλης, είναι αφελές. Όχι πως δεν είναι σωστό πως γι’ αυτό το σκοπό μας επέτρεψαν οι Άγγλοι να αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη και αργότερα να ευρύνει το πεδίο των πολεμικών του επιχειρήσεων. Όχι πως δεν είναι σωστό ότι ο Λόυντ Τζώρτζ επιθυμούσε το φθάσιμο του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη εγκαιρότερα από την άφιξη του ιταλικού στρατού που με βάση τη Ν.Δ. Μικρά Ασία είχε σαν στόχο να σφετεριστεί και το πολυθρύλητο διαμάντι της Ανατολής, την χιλιοτραγουδισμένη Σμύρνη. Οι Ιταλοί μετά την απόσπαση από τους Τούρκους, το 1911, της Λιβύης και των Δωδεκανήσων, ήθελαν να επεκτείνουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια και προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Η αδιαλλαξία του Ιταλού πρωθυπουργού Βίκτωρος Ορλάνδο σχετικά με το Φιούμε, και η απουσία του – ως έκφραση διαμαρτυρίας – από τις συσκέψεις των Μεγάλων, επέτρεψε στους άλλους τρεις (Λόυντ Τζώρτζ, Κλεμανσώ και Ουΐλσον) να αναθέσουν στους Έλληνες την επιβολή της τάξεως (από αυτό ξεκινούν όλες οι παρεξηγήσεις) στην περιοχή της Σμύρνης. Δηλαδή σε μια έκταση 17.000 τ.χλμ. που έφθανε ως το Αϊβαλί (αρχαίες Κυδωνίες).
Η Α’ Μεραρχία στρατού με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικ. Ζαφειρίου, ξεκινώντας ατμοπλοϊκώς από το Πράβι (Ελευθερές) της Καβάλας, η οποία Μεραρχία υποτίθεται προοριζόταν κι αυτή για την εκστρατεία της Ουκρανίας, έφθασε στο λιμάνι της Σμύρνης στις 2/15 Μαΐου 1919, όπου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον ελληνικό πληθυσμό, με προεξάρχοντα τον επιβλητικό μητροπολίτη Χρυσόστομο. Αμέσως, όμως, άρχισαν τα λεγόμενα «έκτροπα». Ένας νεοϊστορικός, Άγγλος την καταγωγή, ο Γκάις Μίλτον στο βιβλίο του «Χαμένος Παράδεισος – Σμύρνη 1922», που δεν θα έλεγα ότι τοποθετείτε θετικά υπέρ των Ελλήνων (άλλωστε, αγνοεί παντελώς σχεδόν την ελληνική βιβλιογραφία), επιρρίπτει την επικρατήσασα αταξία στην αδυναμία της ελληνικής διοικήσεως και του ελληνικού στρατού να επιβάλουν την τάξη. Ωστόσο, για το ποιος «ήρξατο χειρών αδίκων», αναγκάζεται να το ομολογήσει στη σελ. 172:
«Μόλις το σύνταγμα των ευζώνων πέρασε μπροστά από τον τουρκικό στρατώνα, κάποιος πυροβόλησε. Αργότερα θα ακολουθούσε μεγάλη διαμάχη σχετικά με το ποιος τράβηξε πρώτος τη σκανδάλη. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι ήταν Έλληνας˙ άλλοι έπαιρναν όρκο ότι ήταν Τούρκος. Σύμφωνα με μια πολύ σκοτεινή εκδοχή, αυτός που πυροβόλησε ήταν Ιταλός – ο ταγματάρχης Καροσσίνι, ο οποίος έδωσε με αυτό τον τρόπο το σύνθημα για μια τουρκική επίθεση. Αργότερα, Τούρκοι μάρτυρες υποστήριξαν ότι ένα ιταλικό ατμοκάικο πλεύρισε το στρατώνα τη στιγμή που έπεσε ο πυροβολισμός˙ ιταλικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι σ’ αυτό επέβαινε ο Καροσσίνι».10
Από τη στιγμή που χύθηκε το πρώτο αίμα, η σύγκρουση έπαψε να είναι υπόθεση Τούρκων και συμμαχικών δυνάμεων˙ έγινε υπόθεση Τούρκων και Ελλήνων που πήρε διαστάσεις ολοκληρωτικού πολέμου. Κάτι που ήθελαν οι Ιταλοί, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν όχι μόνο τη Βόρεια αλλά και τη Νότια, μέχρι τα Ιωάννινα, Ήπειρο, κι ακόμη μια ζώνη στη Μικρά Ασία, από την Αττάλεια ως τη Σμύρνη.
Αμέσως μετά το ύπουλο κτύπημα, που οφείλεται όχι μόνον στην ιταλική «προβοκάτσια» αλλά και στις ενδιάθετες τάσεις του τουρκικού όχλου και των τουρκικών εθνικιστικών κύκλων, ο συνταγματάρχης Ζαφειρίου έλαβε σκληρά μέτρα όχι μόνον κατά των Τούρκων στρατιωτικών αλλά και κατά των Ελλήνων μαχητών. Συστήθηκε πάραυτα στρατοδικείο και δύο εύζωνοι – περισσότερο για λόγους σκοπιμότητας – εκτελέστηκαν. Πάντως, άνωθεν εντολή, πολιτική ή στρατιωτική, για άσκηση βίας εις βάρος του τοπικού μουσουλμανικού πληθυσμού δεν υπήρξε. Απεναντίας, ο πρώτος Αρχιστράτηγος της ελληνικής Στρατιάς στη Μικρά Ασία Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, μια από τις πλέον επιβλητικές στρατιωτικές φυσιογνωμίες, στην πρώτη ημερήσια διαταγή που εξέδωκε, όταν έφθασε στη Μ. Ασία, τόνιζε τα ακόλουθα:
«Η ζωή, η τιμή και η περιουσία παντός κατοίκου, εις οιανδήποτε φυλήν και αν ανήκει ούτος και οιονδήποτε θρήσκευμα κι αν πρεσβεύει, θα είναι δι’ ημάς ιερά».
Ο Γκάις Μίλτον – τον μνημονεύσαμε παραπάνω – , παραθέτει μια φράση του μεγάλου ιστορικού Άρνολντ Τόυμπη, που υπήρξε μάλιστα αυτόπτης μάρτυς των όσων περιγράφει, φράση η οποία δείχνει ότι ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης επέδειξε «μεροληπτική συμπεριφορά υπέρ των Τούρκων, σε περιπτώσεις διαμάχης Ελλήνων και Τούρκων» (όπ. π. σσ’. 191 – 192). Γι’ αυτό και συγκέντρωσε πάνω του όλη την μήνιν του μικρασιατικού Ελληνισμού μετά την καταστροφή. Όμως ο Στεργιάδης δεν πήγε στη Σμύρνη ως Ύπατος Αρμοστής, με την ιδιότητα του κατακτητή. Θέλησε στο αξίωμά του να δώσει στοιχεία εκπολιτιστή. Γράφει γι’ αυτόν ο Γκάις Μίλτον:
«Ο Στεργιάδης επίσης εισήγαγε μεγάλο αριθμό τρακτέρ και αρότρων από την Αμερική, καθώς φιλοδοξούσε να εγκαινιάσει σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας των ευφόρων γαιών γύρω από τη Σμύρνη. Ίδρυσε μια πρότυπη πειραματική αγροκαλλιέργεια στο χωριό Τεπέκιοϊ, μέσω της οποίας παρέχονταν οδηγίες για τη χρήση των νέων μηχανημάτων. Ένα άλλο βήμα – εντελώς διαφορετικής κλίμακας – ήταν η ίδρυση του Ιωνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Σκοπός του ήταν να παράσχει εκπαίδευση σε όλους τους νέους – ανεξαρτήτως φυλής ή εθνικότητας – και να αποδείξει ότι ¨Η Ελλάδα δεν πήγε στη Μικρά Ασία για να υποδουλώσει ξένους πληθυσμούς, αλλά για να τους φέρει στον ανώτερο πολιτισμό της¨».11
Την οργάνωση και διεύθυνση του πανεπιστημίου, ύστερα από έκκληση του Βενιζέλου, ανέλαβε ο κορυφαίος μαθηματικός, δάσκαλος του Αϊνστάιν, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. Όλα αυτά, όμως έμοιαζαν σαν να «σπέρνεις αλάτι» σε μια γη, όπου δεν είχε απόλυτα επιβληθεί στρατιωτικά και πολιτικά η ελληνική παρουσία. Κι όμως η δυνατότητα για μια τέτοια επιβολή υπήρχε, αν ο ελληνικός στρατός είχε αφεθεί από την πρώτη στιγμή ελεύθερος να δράσει. Κι αυτό το είχε εκτιμήσει σωστά ο Βενιζέλος. Γράφει νεώτερος ιστορικός:
«Ουδέποτε, όμως, έδειξε ότι αμφιβάλλει για την ικανότητα του ελληνικού στρατού να αντιμετωπίσει, έστω και μερικά αυξημένες ή καλύτερα οργανωμένες, τις μάχιμες δυνάμεις του Κεμάλ. Διαθέτοντας δώδεκα εμπειροπόλεμες μεραρχίες, τι είχε να φοβηθεί από 60.000 ή και 70.000 ένοπλους αντάρτες, όταν μάλιστα η επιρροή του Κεμάλ φαινόταν να είναι περιορισμένη στον αγροτικό κόσμο;».12
Τότε γιατί τελικά ηττηθήκαμε; Θα μου ήταν εύκολο να επιρρίψω την ευθύνη στην εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου και στην ανεμώλια πολιτική των αντιπάλων του να συνεχίσουν, αντί να τερματίσουν τον πόλεμο, και, παρασυρμένοι από τους Άγγλους, να διευρύνουν το μέτωπο και να επιχειρήσουν την απεγνωσμένη εκστρατεία εναντίον της Άγκυρας. Θα μου ήταν εύκολο να μιλήσω για δολιότητα των συμμάχων που άλλα έταξαν και άλλα έπραξαν. Θα μου ήταν εύκολο να κατηγορήσω τους Μπολσεβίκους που βοήθησαν τον Κεμάλ κι όχι εμάς. Θα μου ήταν εύκολο να επιρρίψω ευθύνες στο Στεργιάδη και στους «Αμυνίτες» της ΚΠόλεως, που, αντί να προσφέρουν τη στρατιωτική συμβολή τους, άθελά τους προσέφεραν πολλαπλές υπηρεσίες στον Κεμάλ, κάνοντας σχέδια επί άμμου για τη δημιουργία αυτόνομης ιωνικής πολιτείας, με αποχωρισμό της Μ. Ασίας από την Ελλάδα. Ένα θα πω: ο πόλεμος είναι πάντα άθροισμα λαθών. Νικά τελικά όποιος κάνει λιγώτερα λάθη. Η Ελλάς με άριστο στρατό και αρίστη διπλωματία, με απόλυτη υπεροχή και ναυτικό και αεροπορία ηττήθηκε στη Μ. Ασία. Όχι από τον Κεμάλ. Αυτός έδωσε τη χαριστική βολή. Όπως ομολόγησε ο ίδιος, η Ελλάς δεν ηττήθηκε˙ αυτοηττήθηκε. Πήγε διχασμένη στη Μ. Ασία και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έμεινε διχασμένη. Αρχικά, πήγε ως Βενιζελική με αντιδρώντες τους Βασιλικούς και μετά ως Βασιλική με αντιδρώντες τους Βενεζελικούς.
Η ήττα ενός στρατού, που επί μία τριετία νικούσε παντού, εξ αιτίας του ρήγματος που προκλήθηκε στις 13/26 Αυγούστου 1922, είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του στρατού, αλλού τακτικά κι αλλού άτακτα σε όλα τα μέτωπα. Μαζί με τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό υποχωρούσε και ο μικρασιατικός πληθυσμός. Η Σμύρνη μεταβλήθηκε σε κόλαση. Άνω των 70.000 προσφύγων είχαν συγκεντρωθεί στην προκυμαία, στο περίφημο «Και», που μαζί με τον τοπικό πληθυσμό σχημάτιζαν μια μάζα αλλοφρόνων ανθρώπων, με τα γνωστά αποτελέσματα του… «ρεπούσειου συνωστισμού». Η καταστροφή της Σμύρνης εντάσσεται στα ευρύτερα σχέδια του Κεμάλ. Ήταν μια μορφή πολλαπλής γενοκτονίας.
Κι αν δεν υπήρχε το «κακοκέφαλο» στοιχείο των Ποντίων, που ξεπερνά σε ξεροκεφαλιά και μας τους Μανιάτες (άλλωστε ένας άγιος πέρασε από τα χώματά μας, ο όσιος Νίκων, που κι αυτός ήταν Πόντιος), το θέμα της γενοκτονίας θα είχε περάσει στα «αζήτητα» της ιστορίας. Εύχομαι το παράδειγμα των Ποντίων (κι έχω μιλήσει άπειρες φορές γι’ αυτό) να το μιμηθούν κι άλλοι Μικρασιάτες, ώστε να αναγνωρισθεί η Γενοκτονία των Μικρασιατών.
Όλα αυτά δεν τα θέλουμε για να ξύνουμε πληγές. Οι Τούρκοι άνοιξαν τις πιο φριχτές πληγές στο σώμα της Ασίας, της Ευρώπης και της Αφρικής. Και ποτέ δεν ζήτησαν, όπως οι Γερμανοί, οι καθόλα μιμητές τους, ένα «συγγνώμη» από τους λαούς που επί αιώνες κράτησαν στη σκλαβιά. Απεναντίας, με πληρωμένους κονδυλοφόρους, ακόμη και στην Ελλάδα, επιχειρούν να ωραιοποιήσουν αυτή τη σκλαβιά μέσα στη θερμή σουλτανική αγκαλιά. Εμείς, από το 1930 επιχειρούμε να στεριώσουμε μια γέφυρα φιλίας. Η φιλία όμως αυτή, είναι πιο εύθραυστη και από ένα λεπτό γυάλινο βάζο. Ας μη θυμηθούμε το «βαρλίκ»13 του 1942. Ας μείνουμε στα θλιβερά γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955, που ήταν αφετηρία ξεριζωμού του εναπομείναντος πληθυσμού στην Πόλη. Λίγε ημέρες νωρίτερα, στις 19 Αυγούστου 1955, σε μια αναφορά του ο Άγγλος πρεσβευτής προς την κυβέρνησή του έγραφε:
«Η ελληνοτουρκική φιλία είναι πολύ εύθραυστη. Ακόμη κι ένα μικρό σοκ θα ήταν αρκετό. Ακόμη και μια ασήμαντη αφορμή, όπως το να γράψουν με κιμωλία στον τοίχο όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, θα ήταν αρκετό να προκαλέσει αναστάτωση…».
Κι όλα έγιναν όπως τα είχε προβλέψει ο πρέσβυς, δηλαδή όπως τα είχαν σχεδιάσει οι Άγγλοι, που για να μη υποχρεωθούν να δώσουν την Κύπρο, εξήψαν με τη γνωστή «προβοκάτσια» της κιμωλίας στη Θεσσαλονίκη τον μουσουλμανικό φανατισμό. Ας είμαστε στο εξής προσεκτικοί. Ας μη βαφτίζουμε τα παζάρια, φιλίες. Ο Τούρκος φίλος δεν γίνεται. Είναι φτιαγμένος για αφέντης. Σε σέβεται, όταν του φέρεσαι ως αφέντης και όχι ως υπηρέτης. Ο λαός το ‘χει πει επιγραμματικά: «Τούρκο φίλευε, τον κ… σου φύλαγε». Άλλωστε, η παροιμιακή σοφία των γειτόνων μας είναι επ’ αυτού απολύτως ειλικρινής: «Βesle kargayi, gojunu oysem” (=Θρέψε κόρακα, το μάτι να σου βγάλει).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Β. Χ. Λυμπερόπουλος: «Ο Βυζαντινός Πόντος – Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204 -1461)», εκδ. Δημιουργία 1999, σ. 239.
2. Β. Χ. Λυμπερόπουλος, όπ. π. σ. 237.
3. Τανζίμ στην τουρκική σημαίνει νομοθετώ. Από ιστορική άποψη, με τον όρο αυτό δηλώνεται η προσπάθεια εισαγωγής νέων θεσμών στη μουσουλμανική νομοθεσία, πάντα βάσει των αρχών του Κορανίου. Η τάση αυτή εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στις 3 Νοεμβρίου 1839 με το Χάττι – Χουμαγιούν του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ.
4. Μετά την ήττα των Ελλήνων το 1897 ο Γκόλτς προήχθη σε στρατηγό. Το 1903 ως το 1912 είχε σταλεί εκ νέου στην Τουρκία ως στρατιωτικός σύμβουλος. Άλλ’ οι εισηγήσεις του δεν εισακούσθηκαν. Συνέχισε την πολεμική του δράση, ως στρατηγός του γερμανικού στρατού, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέθανε στη Βαγδάτη. Από τις στρατιωτικές μελέτες του φαίνεται πως ήταν οπαδός του Κλαούζεβιτς.
5. Νεώτερος συγγραφέας, αναφερόμενος στους διωγμούς των Ελλήνων, γράφει: «Οι πραγματικοί όμως λόγοι ήταν, όπως συνοπτικά θα μπορούσε να πει κανείς, ότι οι Γερμανοί , Γκόλτς Πασάς και Λίμαν φον Σάντερς, είχαν συμβουλέψει τους Νεοτούρκους πως αν ήθελαν να είναι αφέντες στα εδάφη τους θα έπρεπε να εκδιώξουν τους Έλληνες και τους Αρμενίους από τους τόπους τους και να εγκαταστήσουν καθαρώς αμιγές μουσουλμανικό στοιχείο» (Άρης Κυριαζής «Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες: 1918 -1922», εκδ. Φανάριον 2003, σσ’. 25-26). Κατά τον ίδιο συγγραφέα, «από την αρχή των διωγμών, και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, έχασαν τις εστίες και τις ψυχές τους (προ του 1914- 1918) 985.898 άτομα» (όπ. π. σ’. 23).
6. Οι Τούρκοι για να το πούμε χιουμοριστικά έβλεπαν την ισότητα μεταφυσικά. Πίστευαν σ’ αυτό που μαθαίναμε στα παλιά γαλλικά: «Apres la motr on est egauxz (= Μετά θάνατον όλοι είναι ίσοι). Εν ζωή κάποιοι είναι πιο… ίσοι. Κι όχι μόνον στην Τουρκία. Part out. Δηλαδή παντού…
7. «Εις τας Αγγλικάς Εταιρείας, τας σιδηροδρομικάς, ειργάζοντο χιλιάδες ομογενών, εις ανωτέρας και κατωτέρας θέσεις. Από της Γερμανικής όμως αρπαγής, εξεδιώχθησαν οι σταθμάρχαι, οι τηλεγραφικοί υπάλληλοι, οι εισιτηριοπώλαι και οι αποθηκάριοι» (Μιχαήλ Ροδάς: «Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας», εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995, σσ’. 20-21).
8. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Μπουρνόβα ο Νεότουρκος Ναζήμ στον Μιχαήλ Αργυρόπουλο, και η οποία δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1908 στην εφημ. «Αθήναι», του δήλωσε σαφώς σε ότι αφορά στη χρήση της γλώσσας μέσα στα όρια του Νεοτουρκικού κράτους:
«Βεβαιότατα αυτή δεν δύναται να είνε παρά η επίσημος Οθωμανική, την οποίαν άλλως θα επιβάλη ο αυτός Φυσικός Νόμος. Τον νέον Κράτος (…) εννοεί να ζήση ως τοιούτον. Ομοειδές και ομόγλωσσον και συμπαγιωμένον» (στον Μιχ. Ροδά, όπ. π. σ’. 46).
9. «Το πρόβλημα του αλυτρωτισμού υπήρξε ένα από τα ουσιαστικά προβλήματα, τα οποία αντιμετώπιζε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημιουργίας του. Η τόνωση της εθνικής συνείδησης των ελληνικών πληθυσμών και μέσα και έξω από αυτά τα γεωγραφικά σύνορα της χώρας και η τελική απελευθέρωση των υποδούλων Ελλήνων απέκτησε μέγεθος βασικής εθνικής ανάγκης, και εξελίχτηκε στην ιδεολογία του μεγαλοϊδεατισμού, η οποία επηρέασε την πολιτική της Ελλάδας, από το 1843, οπότε ο τότε πρωθυπουργός Κωλέττης χρησιμοποίησε τον όρο «μεγάλη ιδέα» στη Βουλή των Ελλήνων, μέχρι την καταστροφή του 1922» (Μαρία Αναστασοπούλου: «Η συνετή απόστολος της γυναικείας χειραφετήσεως Καλλιρρόη Παρρέν – Η Ζωή και το Έργο», εκδ. Ηλιοδρόμιον, Αθήνα 2003 σ’. 322, με παραπομπή στο έργο κάποιου G. Augustinos που την παρασύρει σε λάθη. Πρώτον, η αγόρευση του Κωλέττη έγινε το 1844, δεύτερον ο Κωλέττης τότε δεν ήταν πρωθυπουργός και τρίτον, δεν επρόκειτο περί αγορεύσεως σε μια συνήθη Βουλή, άλλ’ ενώπιον Εθνοσυνελεύσεως που κατήρτισε το πρώτο μεταπελευθερωτικό Σύνταγμα.
10. Γκάις Μίλτον: «Χαμένος Παράδεισος – Σμύρνη 1922» εκδ. Μίνωας, 7η έκδοση 2009, σ’. 172.
11. Γκάις Μίλτον: όπ. π. σσ’. 197 – 198.
12. Κων/νος Δ. Σβολόπουλος: «Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας», Ίκαρος 2009, σ. 69.
13. Επαχθής φορολογία – μέχρι εξοντώσεως – που επιβλήθηκε στις ελληνικές επιχειρήσεις της ΚΠόλεως στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 – 1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Α.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.