Οδυσσέα γύρισε σπίτι – Τάσου Λιγνάδη.

ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΩ το θέμα του σημερινού σημειώματος, πρέπει να καταφύγω σ’ ένα ανέκδοτο που μοϋ διηγήθηκαν τις προάλλες και που, όπως μου είπαν, ανήκει στα… κουφά! Η σκηνή στον ψυχίατρο: Ο ασθενής: «Γιατρέ, μου συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα. Μόλις πω ή κάνω κάτι, το ξεχνάω αμέσως». Ο Γιατρός: «Από πότε άρχισε να σας συμβαίνει αυτό το πράγμα;» Ο ασθενής: «Ποιό πράγμα;»! Έτσι ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του σημειώματος. Πριν αρχίσω να γράφω, ήξερα ποιά ήταν η αίτια του θέματος, μόλις όμως άρχισα, την ξέχασα! Αισθάνθηκα θολωμένος λοιπόν μέσα στην γνωστή εκείνη κατάσταση της ημιεγρηγόρσεως, του ξυπνητού ύπνου, όπου μοιραία με επισκέφθηκε αυτό το δόλιο, το απατηλό πλάσμα, που τόσο συχνά επιφαίνεται και στην δημόσια και στην ιδιωτική μας ζωή: δηλαδή ο ούλος Όνειρος του «Ομήρου, που μου ψιθύρισε τα μάταια και πλανερά του λόγια, να διατηρώ, λέει, τις φρένες μου και να μη με καταλαμβάνει η λήθη: «Αλλά συ σήσιν έχε φρεσι, μηδέ σε λήθη αιρείτω…» (ΙΑ. Β, 33). Απατηλά λόγια, έφ’ όσον η σχιζοφρένεια της ελληνικής μου ιθαγένειας οφείλεται έκπαλαι στους θείους ονείρους, με τους οποίους είναι υφασμένη, όχι μόνον η κατά Σαίξπηρ εφήμερη ζωή (Τρικυμία), αλλά όλος ο ιστορικός βίος μιας χώρας όπως η δική μας, που η Οδύσσειά της αποτελεί το υλικό μιας περιπλανήσεως άνευ Ιθάκης.

Στα καλά καθούμενα λοιπόν, από την Οδύσσειά ο συνειρμός με οδηγεί στον πρωταγωνιστή της. Φέρνω στον νου ξανά την ανοιχτή απορία: γιατί ο πολύτροπος Οδυσσέας, ο τόσο αντιπροσωπευτικός δράστης των μακρυγιαννικών Θαμάτων και «Οραμάτων, που «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», αυτός ο αγύρτης εραστής του νόστου, γιατί άραγε δεν έγινε ποτέ τραγικός ήρως των παθημάτων στην σύσταση των πραγμάτων στην ελληνική τραγωδία, σύμφωνα τουλάχιστον με τα υπάρχοντα στοιχεία; Μήπως ο μηχανισμός του δόλου, της άπατης, του ψεύδους ως εμπράγματη τεχνολογία της πολιτικής σκέψης, αντίκειται στην ηρωική αρετή, που χαρακτηρίζει το ήθος των βελτιόνων, κατά την αριστοτελική Ποιητική; Μήπως προσεγγίζει το αντι-τραγικό ήθος των φαύλων, συνορεύοντας με την φύση της Κωμωδίας; Δεν αναφέρομαι μόνο στην ομηρική προσωπογραφία του οδυσσεϊκού ήθους, αλλά στο πρόσωπο του θρύλου, όπως το έπλασε επισωρευτικά η μεθομηρική και μεταγενέστερη παράδοση: Ένας Οδυσσέας, που είναι εξώγαμο τέκνο του « κολασμένου» Σίσυφου, που έχει κάνει πλήθος παιδιών με την Κίρκη, την Καλυψώ, την Ευίππη και που ο βίος και η πολιτεία του τροφοδοτούν την θεματογραφία του δράματος, με ένα ρόλο πανουργίας απωθητικά αντιτραγικής αλλά οργανικά απαραίτητης για την διαλεκτική του ήθους και της διάνοιας στην Τραγωδία, μιας και οι «ρόλοι» του Οδυσσέα είναι αποκλίσεις από το τραγικό.

Η πληθωρική αυτή προσωπογραφία, που οφείλεται στην γονιμική ασωτεία του οδυσσεϊκού θρύλου, εξηγεί γιατί ο ρόλος του Οδυσσέα φιλοξενήθηκε τόσο φυσιολογικά στο σατυρικό δράμα. Ο Οδυσσέας ως πλεκτάνη της λογικής (όπως ο «Ηρακλής ως άλογη δύναμη) είναι σατυρικός ήρωας, που πρωταγωνιστεί σε μια μίμηση πράξεως, η οποία αντιστρέφει τους όρους του παιχνιδιού, προσδίδοντας στον μύθο το υπερπραγματικό αλλά χαρίεν τέχνασμα της παρωδίας.

Ο δικός μας Οδυσσέας λοιπόν είναι μία δημόσια ζωγραφιά του ελληνικού χρόνου και μας εκπροσωπεί (και ως πρόσωπο και ως persona στις αυτοαναγνωρίσεις μας) είτε στο ηρωικό μας παραμύθι, είτε στην καρικατούρα του. Εξάλλου, αυτό είναι το κέρδος του ταξιδιού, σύμφωνα με την εξαίσια καβαφική γνωμάτευση: Η επιστροφή στην «πραγματικότητα» μιας Ιθάκης, που μέσα στην ρευστότητα του συμβόλου της, το μόνο της πραγματικά πραγματικό είναι ο προορισμός του ωραίου ταξιδιού που μας χάρισε, δηλαδή η πλάνη και η επιστροφή. Το νόστιμο ήμαρ είναι μία καθαρώς πολιτική ηδονή, δηλαδή δημόσιο πάθος, που κάνει υπαρκτή την γεωγραφία του θρύλου, ως τόπο ψυχής του ριζικού μας. Από την άποψη αυτή η Ιθάκη του Καβάφη είναι ένα απόκρυφο αλλά δριμύ πολιτικό μανιφέστο.

Εξηγήθηκα ήδη ότι έχοντας ξεχάσει τον λόγο της καταγραφής αυτού του σημειώματος, χάνω τον ειρμό της πλοκής του θέματος του. «Ωστόσο ο συνειρμός ο σατυρικός του Όδυσσέα Λαερτιάδη, μου ανακαλεί στην μνήμη ένα σχετικά σύγχρονο ελληνικό έργο, το ΟΔΥΣΣΕΑ, ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το έργο αυτό, που γράφθηκε κάμποσες φορές και παίχθηκε για πρώτη φορά από το ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ (1966), θα μπορούσαμε να πούμε -και όχι με ελαφράν καρδίαν- ότι επέχει θέσιν σατυρικού δράματος στη σύνολη παραγωγή του συγγραφέα. Με ελάχιστες δραματουργικές προσαρμογές στα επεισόδια και με μετατροπή του φαύλου τσούρμου (προλεταριακό πλήρωμα) του καραβιού σε χορό σατύρων, οδόντων και όρχουμένων, θα είχαμε ένα σύγχρονο σατυρικό δράμα.

Πάντως, το ζήτημα που θίγεται εδώ δεν σχετίζεται τόσο με την μορφολογία όσο με την θεματική, ηθογραφική και συλλογιστική συμπεριφορά του έργου. Ο Καμπανέλλης, με το δάκτυλο του στην γενικότατη επική πλοκή, με εργαλείο του μια αλληγορική παρωδία, με καρύκευμα φειδωλό την μπρεχτική τεχνική των αλλεπαλλήλων εικόνων και με εγκόλπιο το καβαφικό συμπέρασμα, μας δίνει ένα κυριολεκτικά πολιτικό έργο, λίαν αξιοποιήσιμο για σύγχρονες αντιστοιχίες.

Κάθε άνθρωπος, πιστεύει ο συγγραφέας, έχει ένα μερίδιο στην επιτυχία, δηλαδή μια δική του κατακτημένη Τροία. Η επιτυχία είναι μία νίκη, που συχνά οι ανάγκες που δημιουργεί, μεταμορφώνουν τον νικητή σε «έμπορο της ίδιας του της δόξας». Η επιτυχία κατασκευάζει ένα θρύλο, που για να συντηρηθεί χρειάζεται να θυσιασθεί το ‘ίδιο το υποκείμενο που προκάλεσε την ύπαρξη του. Το ίδιο το περιβάλλον του «ήρωα», η ίδια η αλληγορική Ιθάκη που εδραίωσε τα συμφέροντα της επάνω στην δόξα και στην αίγλη κάποιων περιστατικών, τα όποια η ομαδική φαντασία τα έντυνε με την υπερβολή του παραμυθιού, δεν έχουν τόση ανάγκη τον ‘ίδιο τον φορέα της φήμης όσο την διαφήμιση ενός «ονόματος» άδειου από τον άνθρωπο που τον κατοικούσε. Ο καμπανέλλειος Οδυσσέας, ως διαφημιστής του ονόματος του ομολογεί: «Ο κοσμάκης κάνει κι αυτός το κέφι του. Αν δεν του αρέσανε όλα αυτά δεν θα τα πίστευε. Εσύ μπορείς να νομίζεις ότι εγώ εξαπατώ τους αφελείς. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε ποιος εξαπατά τον άλλον».

Όταν ο πραγματικός Οδυσσέας Λαερτιάδης, προδομένος από το τσούρμο του, απαρνημένος από κάποια Πηνελόπη και κάποιο Τηλέμαχο, διαψευσμένος από κάποια Κίρκη που πιστεύει ότι αυτό που λέμε «ιδεώδες» είναι μάρκα κολώνιας, ανεπιθύμητος από μία μεταμορφωμένη Ιθάκη της νίκης, όταν συμβούν όλα αυτά τα «όταν», τότε ο γιος του Λαέρτη, ο εγγονός του Αύτόλυκου, ο πορθητής της Τροίας, για να κρατήσει από ένστικτο αυτοσυντήρησης την ταυτότητα του, δηλαδή την σχέση του προσώπου του με το όνομα που δημιούργησε με την πράξη του, θα προβεί στην τελική ομολογία: Ήταν ένας τολμηρός πλάνης και ένας πλάνος της σκέψης και της γλώσσας, ένας ταξιδευτής, που εισέπραξε με την πανουργία του την αίγλη της τρωικής επιχείρησης, που το τέχνασμα του δούρειου ίππου ήταν επινόηση ενός απλού φαντάρου, και που η Ιθάκη, στην οποία αφιέρωσε τον νόστο του, ως προορισμό της ύπαρξης του, ήταν ανύπαρκτη γεωγραφικά, εφ’ όσον την έσβησε από τον ναυτικό χάρτη μία άλλη πραγματικότητα: Η ανάγκη της Ιστορίας να γίνει ο Οδυσσέας άγαλμα, για να περισωθεί ο Μύθος, δηλαδή να εξουθενωθεί το ανθρώπινο μέσα στο ηρωικό.

Δεν προσπαθώ να βυθομετρήσω την διάνοια και το ήθος του αλληγορικού σατυρογραφήματος του Καμπανέλλη, ΟΔΥΣΣΕΑ, ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ. Ο δικός μας, ο ιδιωτικός και δημόσιος Οδυσσέας, που κάθε φορά γυρίζει τελειωτικά στο σπίτι του, για να γίνει άγαλμα, το μόνο που σίγουρα έμαθε είναι ότι η ‘ Ιθάκη του έδωσε το ωραίο ταξίδι. Άλλα δεν έχει να του δώσει πια, κατά την καβαφική γνωμοδότηση. Είτε τραγικός είτε σατυρικός, ο μέσα και έξω ήρως μας, έχει το πέρας του δράματος του.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9 Οκτωβρίου 1988

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.