Ο Μαυρουδής.

Ενα παλιό, ξεχασμένο τραγούδι από τις Σερρες

Στις Σερρες, όπως άλλωστε και σε όλη τη Μακεδονία, η τουρκοκρατία διήρκεσε εκατό περίπου χρόνια περισσότερο από ο,τι στη Νοτια Ελλάδα. Κατ’ εκείνα τα χρόνια, ο ελληνισμός της περιοχής, ακμαίος και ζωντανός, ακόμα και μέσα στις ποικίλες διώξεις που υφίστατο, εμπορευόταν, μορφωνόταν, αγωνιζόταν, έλπιζε για το «ποθούμενο», τραγουδούσε.

Ενα από τα γνωστότερα, («του συρμού»1), δημοτικά τραγούδια, που μέχρι το 1912, τουλάχιστον, τραγουδιόταν «σε κάθε γάμο, χαρά ή διασκέδαση», είναι ο Μαυρουδής. Μετά την απελευθέρωση άρχισε να λησμονιέται, πράγμα που συνηγορεί υπέρ της απόψεως1 ότι, επί τουρκοκρατίας, το αντιστασιακό πνεύμα ήταν που το κρατούσε στο στόμα των χαροκόπων. Το πρωτοπαρουσίασε, στα «Σερραϊκά χρονικά», (σε παραλλαγή διαφορετική από την παρούσα), το 1957 ο Νατάλη Πέτροβιτς, σε μία μελέτη του2 για τούς εξισλαμισμούς στην περιοχή Σερρών.

Το θέμα του τραγουδιού είναι η αντίσταση του Μαυρουδή και της γυναίκας του στη βία του εξισλαμισμού. Οταν το πρωτοπροσεγγίζει κανείς αυτό το κείμενο, είναι σημαντικό να μη ξεχνάει πως πρόκειται για τραγούδι, λόγος που φτιάχτηκε για να ακούγεται, καλύτερα να άδεται, και όχι να διαβάζεται.

Μαυρουδής
1. Κατω στην Ανατολή
Μαυρουδής πουλεί κρασί
ολ οἱ Τούρκοι τούπιναν
μα παρά δεν έδουναν.

2. Θυμουσι κι (ο) Μαυρουδής
τσ ἔβρισι την πίστη τους.
Πιάστι τουν τούν …………
ρίξτι τουν μες στη φουτιά.

3. Ετριξαν τούν άρπαξαν
κινησαν και τούν πάηναν•
κει που τούν ιτοίμαζαν
όλνοι τούν ανέγκαζαν•

4. Γενου Τούρκους Μαυρουδή
να χαρείς τα νιάτα σου.
Σταθείτε μπρε σκυλότουρκοι
ως να ερτ’ η Μανα μου.

5. Να κι η Μανα τ’ έρχητι
κλαίουντας θρηνίζουντας
κλαίουντας θρηνίζουντας
τα μαλλιά τραβίζουντας.

6. Τι μι λες μπρε Μανα μου
τι μι λες και συ να γεν’;
Θελεις Τούρκους να γραφτώ
ή μες στη φουτιά να μπω;

7. Καλλιο Τούρκους να γραφτείς
παρά στη φουτιά να μπεις.
Σταθείτε μπρε σκυλότουρκοι
ως να ερτ’ κι Αγάπη μου.

8. Να κι Αγάπη πόρχητι
κλαίουντας θρηνίζουντας,
κλαίουντας θρηνίζουντας
τα μαλλιά τραβίζουντας.

9. Τι μι λες Αγάπη μου,
Τι μι λες κι συ να γεν’;
Θελεις Τούρκους να γραφτώ
ή μες στη φουτιά να μπω;

10. Καλλιο στη φουτιά να μπεις
παρά Τούρκους να γραφτείς.
Κι αγκαλιάζουντι κι οι δυο
ρίχνοντι μες στη φουτιά.

11. Σα λαμπάδες έκιγαν
Σα θυμιάμα μύριζαν
Πιριστέργια έγιναν
στα Ουράνια πέταξαν.

Στο τραγούδι αυτό παρατηρούμε την ξεχωριστή θέση που έχει μέσα στη συγκεκριμένη παραδοσιακή κοινωνία η γυναίκα, ως μάνα και ως σύζυγος, αφού στην πιο κρίσιμη στιγμή ο ήρωας σ’ αυτήν καταφεύγει. Το ήθος των ηρώων αποδίδεται ρεαλιστικά και ανθρώπινα, όσο και δραματικά, με απλούστατα εκφραστικά μέσα, (π.χ. την επανάληψη του στίχου «κλαίουντας θρηνίζουντας» και την ασυνήθιστη για τα συγκεκριμένα ρήματα και —στη ντοπιολαλιά — χρήση της κατάληξης -ίζουντας, που εξυπηρετεί βέβαια μετρικές ανάγκες, αλλά συμβάλλει και στο αισθητικό αποτέλεσμα, με την οξύτητα του ήχου και την επιμήκυνση των θρηνητικών λέξεων). Γενικά ο λόγος κρατά την απλότητα και φυσικότητα του προφορικού.

Αξιοπρόσεχτη η εκφορά του ερωτήματος• «τι μι λες και συ να γεν’;» («όχι τι να κάνω;»). Σ’ έναν κόσμο με απαρασάλευτη τάξη και κεντρικό νόημα, που τα άτομα αποδέχονται, οι παράγοντες που επιδρούν στη λήψη της κρίσιμης απόφασης διευρύνονται, ξεπερνούν την ατομική κρίση, την ατομική προτίμηση. Η απάντηση του ήρωα θα είναι απάντηση όλης της κοινότητας. Η μη ηρωική στάση της μάνας δείχνει την εσωτερική σύγκρουση και τη δραματική ένταση που μια τέτοια οριακή στιγμή δημιουργεί στα πρόσωπα και στην κοινωνική ομάδα: πάνω στο αρνητικό φόντο της πρώτης απάντησης, θα προβάλλει ζωηρά η γενναία στάση της καλής του. Το όνομά της ή η επίσημη ιδιότητά της (σύζυγος ή αρραβωνιαστικιά — ας μη ξεχνούμε πως είναι ένα τραγούδι που τραγουδιέται από παραδοσιακή κοινωνία στούς γάμους και στις άλλες οικογενειακές χαρές), δεν αναφέρεται: αντ’ αυτού, με αιδημοσύνη σχεδόν — χωρίς οριστικό άρθρο — αποκαλείται «αγάπη». Γεγονός είναι πως χωρίς καθαρότητα βίου, σπάνια φτάνει κανείς στο μαρτύριο. Αντίθετα, η έλλειψη συνέπειας στις επιταγές της χριστιανικής ζωής, σπρώχνει στον εξισλαμισμό. Στο «χρονικό του παπα-Συναδινού» (σερραϊκό χρονικό του 17ου αι.) αναφέρονται δύο περιπτώσεις Χριστιανών — εκ του κλήρου — που τούρκεψαν για την «πορνεία και ακολασία τους».

Η λέξη «αγάπη» υπογραμμίζει τη γνησιότητα και την ποιότητα του συνδέσμου τους. Δεν πρόκειται για αγάπη εγωιστική, αλλά για κοινωνία αλήθειας, σε μια ζωη έντιμη, νοηματισμένη από την πίστη τους. Γι αυτό και, τελικά, δεν νοιάζονται να «γλυτώσουν το τομάρι τους», αλλά, με την παρακίνηση της γυναίκας, που ξεπερνάει και αυτές τις συζύγους των αρχαίων μαρτύρων, και τη θυσιαστική συμμετοχή της, ρίχνονται μόνοι τους, πριν τούς σπρώξει ο δυνάστης, στη φωτιά. Κι από σκλάβοι λευτερώνονται προς τα ουράνια. Δεν αφήνουν πίσω τους δυσοσμία καμένης σάρκας — που την αναδίνουν όχι μόνο οι δια πυράς θάνατοι, αλλά και η εν πυρί των παθών ζωη και τα τραγούδια της. Αφήνουν φως και οσμή, άρωμα ευωδίας πνευματικής!

«Σα λαμπάδες έκιγαν,
σα θυμιάμα μύριζαν,
πιριστέργια έγιναν
στα Ουράνια πέταξαν».

Η παράδοση λέει πως είναι όλα αλήθεια. Αλήθεια, μέσα στο πειρατήριο του βίου, όπου συχνά καλούμαστε να ομολογήσουμε εμπράκτως, και «εν τη συζυγία», την πίστη μας στο Χριστό, για πόσα από τα ζευγάρια που άρχισαν τη ζωη τους χορεύοντας το « Αγιοι Μαρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες …» θα μπορέσει κάποτε να ειπωθεί η τελευταία στροφή του παλιού, ξεχασμένου πια, σερριώτικου τραγουδιού;

Ψ.Ω.
___________
Σημειώσεις
1. Αστ. Θηλυκού• «το τραγούδι ο Μαυρουδής» Σερραϊκά Χρονικά 1959.
2. Νατάλη Πετροβιτς: Εξισλαμισμοί, Σερραϊκά Χρονικά 1957.

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Ιουνίου – Ιουλίου 2006.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.