Ανδρίτσος Σάφακας – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Τότε που η Ρωμιοσύνη στέναζε κάτω απ’ το ζυγό της τούρκικης τυραν¬νίας, γεννήθηκε ο Ανδρίτσος Σαφάκας. Μα στάθηκε πιο τυχερός από άλλα Ελληνόπουλα, παρόλο που η ζωή του και η ζωή της φαμελιάς του ήταν γεμάτη πόνο, ιδρώτα και αίμα. Κι αυτό γιατί τη γενέτειρα του, την Αρτοτίνα της Δωρίδας, μια αετοφωλιά κουρνιασμένη πάνω σε ψηλές βουνοκορφές, δύσκολα τη ζύγωναν οι Αγαρηνοί. Όλη η κοντινή περιοχή με τα ψηλά βουνά, τα τρομερά φαράγγια και τις βαθειές ρεματιές ήταν μια κοιτίδα ελεύθερων ανθρώπων.

Τον καθαρό αέρα της λευτεριάς ανάπνεε μικρό παιδί ο Σαφάκας. Έβλεπε καθημερινά τριγύρω τα κλεφτολήμερα της Οξυάς και των Βαρδουσίων και γαλουχήθηκε με ιστορίες απ’ τα κατορθώματα των ξακουσμένων κλεφταρματολών των γύρω βουνών, του Τσάμ Καλόγερου, του Γούλα, του Διάκου, του Σκαλτσοδήμου, που δεν υπάρχει τόπος και ραχούλα που να μη μολογάει και κάποιο ανδρα¬γάθημα τους. Τα βουνά γύρω του μύριζαν μπαρούτη και τα λαγκάδια αντιλαλού¬σαν απ’ τα ντουφέκια και τα κλέφτικα τραγούδια. Πώς λοιπόν ήταν δυνατό να μη ζηλέψει και ο Σαφάκας την κλέφτικη ζωή;

Γρήγορα, νέος ακόμα, βγήκε στο κλαρί κι έγινε καπετάνιος στα Κράβαρα. Αργότερα έγινε και χιλίαρχος κι «έκαμε κατορθώματα μεγάλα». Ξακουσμένος έμεινε και ο ζήλος του και η συμπαράσταση του για τη ζωή των κατοίκων των Κραββάρων.
Κάποτε όταν οι κάτοικοι των χωριών αυτών αποτραβήχτηκαν στην «αποκλείστρα» της Κλεπάς, «αυτός ευρέθη, όταν τα βρήκε η σφίξη τα χωριά και αποφάσισε να κλειστή μαζί τους». Και όλα τα Κραββαριτοχώρια γι’ αυτό, στις 7 Ιουλίου 1823, γράφουν σε ομολογία τους πως «αυτόν θε νάχουν καπετάνιο σ’ όλη τους τη ζωή, μ’ αυτόν αντάμα θα πεθάνουν».
Μαζί με τους Κραββαρίτες πολέμησε και κατατρόπωσε τους Τούρκους στη θέση Παπαδιά των Κραββάρων, στη Ναύπακτο, στο Αντίρριο και αλλού. Μπήκε στο πλευρό του Καραϊσκάκη κι έγινε απ’ τους πιο καλούς του φίλους. Εκείνος τον διόρισε καπετάνιο του Λιδωρικιού με εξουσία στους καπετάνιους των Κραβ¬βάρων, του Μαλανδρίνου και του Αποκούρου. Όλοι οι Λιδωρικιώτες μικροί και μεγάλοι «ιδιοθελήτως και κοινή γνώμη» τον δέχτηκαν για αρχηγό τους και ο Καραϊσκάκης του γράφει από το Δίστομο πως τον θεωρεί έναν απ’ τους καλύτε¬ρους συνεργάτες του και του συσταίνει «να σταθή καθώς και πρότερον με την συνηθισμένην του φρόνησιν και να στέκει άγρυπνος με ανοικτόν το όμμα».

Ήρθαν όμως χρόνια δύστυχα και καιροί οργισμένοι. Ο Σαφάκας παίρνει γράμμα του Κίτσου Τζαβέλα απ’ τον Πειραιά που του εξιστορεί το θάνατο του
Καραϊσκάκη και την καταστροφή στο Φάληρο. Ήταν αλήθεια μεγάλη και διπλή συμφορά και ο καθένας καταλαβαίνει το τι θα ακολουθούσε. Και πραγματικά δεν περνούν πολλές μέρες και ολόκληρη η Ρούμελη κατακλύστηκε από τούρκικα φουσάτα. Τα χωριά του Λιδωρικιού εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι πιάνουν τις σπηλιές. Όλοι ζητούν τη βοήθεια του Σαφάκα. Εκείνος θέλει να βοηθήσει, μα δεν μπορεί ν’ αντιβγεί σε τόσα τούρκικα ασκέρια. Και καταφεύγει πάλι στο παλιό κόλπο , τα «καπάκια» με τους Τούρκους, ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός. Παίρνει «το ράγι μπουγιουρδί» απ’ τον πασά του Ευρίπου, ο οποίος τον αναγνωρί¬ζει και καπετάνιο του Λιδωρικιού και του Μαλανδρίνου.
Ο Κιουταχής όμως δεν κοιμάται ήσυχος, έχοντας έναν τέτοιο παλιό φοβερό εχθρό να κυκλοφορεί με τ’ ασκέρια του λεύτερος. Δυο φορές τον είχε αμνηστέψει και πάλι ο ίδιος ήταν. Και προστάζει να τον συλλάβουν και τον στέλνει ριέμι στα Γιάννενα.
«Φθάσαντος του αείμνηστου Κυβερνήτου (Καποδίστρια)», γράφει η εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 5 Απριλίου 1844, «κατά το 1828, ο στρατη¬γός Σαφάκας ευρισκόμενος ενέχυρονπαρά τοις Οθωμανοίς εις Ιωάννινα, έφυγεν κρυφίως με τον σκοπόν να στρατολόγηση κατά του εχθρού. Διερχόμενος ούτος από διαφόρους Τουρκικάς επαρχίας ελάμβανεν μυστικώς συνδρομήν από τους Έλληνας, εξ ων προεθυμήθηκαν να τον ακολουθήσουν, απήλθεν εις τα σύνορα των Αγράφων, όπου ήλπιζε να λάβη την μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Σωτήρη Στράτον, όντα αδελφοποιτόν του και παλαιόν φίλον του. Αλλ’ ούτος δια να δείξη αφοσίωσιν και πίστιν εις τους Τούρκους, και ιδίως εις τον Κιουταχήν, έσπευσε να δολοφονήση δια της αισχρότερας απάτης τον δυστυχή Σαφάκα, μη φεισθείς ουδέ της ζωής του ανεψιού τούτου και των λοιπών συντρόφων του».

Τον πήρε στο σπίτι του ο Σωτήρης Στράτου για να τον φιλοξενήσει τάχα από αγάπη. Όταν όμως την άλλη μέρα περνούσε με τους συντρόφους του από τον Άσπρο ποταμό, εκεί κοντά στη Μαρδάχα που είναι το γεφύρι της Τατάρνας, ο Στράτος έστειλε από πριν ανθρώπους του και του έστησαν χωσιά. Διαβαίνοντας από κει ο Σαφάκας με τους συντρόφους του, τους έρριξαν και τους σκότωσαν. Μόνο ένας γλίτωσε τρέχοντας.
«Ένας Παλιοκατουνιώτης (απ’ το χωριό Παλιοκατούνα) – γράφει ο Α Λουκόπουλος, του διηγήθηκε πως «οΔυώτης, πήρε το Σαφάκα για να τον περάση στα Άγραφα, να διαβή να πάη στο Λιδωρίκι. Αυτός ήταν προδό¬της. Όταν έφτασαν στην Τατάρνα (μοναστήρι) δεν τον έκαμε από την ραχούλα, το δεντριά, οπού θα περνούσε ασφαλής. Τον οδήγησε απ’ τη λαγκαδιά στη θέση Κουμάσια. Ήτανλόγγια σε κείνο το μέρος. Ανάμεσα απ’ αυτά περνώντας κανείς, φτάνει στο μετόχι της Τατάρνας, Αι-Γιώργης».
Σ’ αυτή τη λαγκαδιά το είχαν πιασμένο οι άνθρωποι του Σωτήρη Στράτου. Έρριξαν και βάρεσαν το Σαφάκα. Λάβωσαν και το Δυώτη. Παραπονέθηκε αυτός τότε, γιατί να γίνη αυτό.
-Βαρέσαμε το λεβέντη- τι ήθελες να λυπηθούμε εσένα τον προδότη; τ’ αποκρίθηκαν.

Και συνεχίζει η εφημερίδα «Αιών».
«Δια να κάμη δε περιφανεστέραν την απιστίαν και το έγκλημα του (ο Στράτος) απέκοψεν όλων τούτων τας κεφάλας και τας επρόσφερεν δώρον εις τον αρχηγόν του Κιουταχή, όπως, εις ανταμοιβήν, τον διόρισεν καπετάνιον εις όλην την επαρχίαν Αγράφων κατά το τέλος του 1829».
Το πτώμα του Σαφάκα το έθαψαν στο μετόχι της Τατάρνας Αϊ-Γιώργη. Η δημοτική μούσα τραγούδησε το θάνατο του με τους παρακάτω στίχους:
«Τ’ είν’ το κακό που γίνηκε στον καπετάν Σαφάκα
Προχθές από τα Γιάννενα μέσ’ απ’ το κάστρο βγήκε
Και πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
Νύχτα και μέρα περπατεί δρόμους και μονοπάτια
Μονάχος, ολομόναχος, γυμνός και πεινασμένος
Εις την Τατάρνα έφτασε, στην εκκλησιά εμπήκε
Κι έταξε χρυσοκάντηλο να φέρη να κρέμαση
Αν φτάσει πέρα στ’ Άγραφα πούχε δικούς του φίλους
Κι είχε και φίλο γκαρδιακό τον καπετάν Σωτήρη
Φίλον από μικρά παιδιά και βλάμην στο Βαγγέλιο
Έφτασε και τον βρήκε και γλυκοφιλήθηκαν
Και τι τα θέλει τα φιλιά και τα γλυκά τα λόγια;
Την άλλη μέρα πέσανε τρία πικρά τουφέκια
Εκεί που τρώγαν κι έπιναν με το Σωτήρη Στράτο
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε με ματωμένη γλώσσα:
-Βλάμη γιατί μ’ εσκότωσες, με πήρες στο λαιμό σου
Λόγγοι, βαΐστε τα κλαριά, βουνά χαμηλωθήτε
Να πάη στη μάνα μ’ η φωνή, στη δόλια μου γυναίκα
Και συ αγέρα πάρε την, ν’ ακούση ο κόσμος όλος
Να μάθη πως εγλύτωσα απ’ των Τούρκων τα νύχια
Και μ’ έφαγεν ο Βλάμης μου, ο άπιστος ο Στράτος».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.