Δημήτρης Μακρής: ο αρματολός του ζυγου – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Πέρασαν τα χρόνια του, βάραινε κι έπεσε στο στρώμα, όχι από αρρώστια, μα από βαθιά γεράματα. Τόσες και τόσες φορές είχε γλιτώσει απ’ του χάρου τα καρτέρια, όταν σφύριζαν γύρω του τα φαρμακερά τούρκικα βόλια κι όταν του στράγγιζαν το αίμα οι θανατικές λαβωματιές. Τώρα όμως, ο μαύρος μακελάρης χάρος θα τον έβρισκε αδύνατο απ’ τα γερατειά και θα τον έσερνε μαζί του στο ανήλιαγο βασίλειο του. Είχε φτάσει το τέλος του πρωτοκλέφτη του Ζυγού Δημήτρη Μακρή.
Έξι μέρες τώρα κείτονταν στο στρώμα. Και μέρα με τη μέρα βάραινε η κατάσταση του. Ούτε στιγμή σ’ όλες τούτες τις μέρες δεν ξεμάκρυνε από κοντά του η πιστή συντρόφισσα του, η γριά καπετάνισσα. Τον συντρόφευε ως τη στερνή την ώρα και μ’ ένα τάσι κρύο νερό δροσολογούσε τα φλογισμένα σωθικά του ετοιμοθάνατου καπετάνιου. Το ‘νιωθε κι ο ίδιος πως η ζωή αγάλια, αγάλια ξεμάκραινε από πάνω του, πως τα στερνά του ζύγωναν. Συχνά αναστέναζε κι έλεγε:
-Σώθηκαν οι μέρες μου, αρή γριά…
Και κείνη γύριζε απ’ την άλλη μεριά και σφούγγιζε τα βουρκωμένα μάτια της με το κεφαλομάντηλό της.
Μα τις πιο πολλές ώρες σώπαινε ο γεροκαπετάνιος. Βυθιζόταν σε βαθιές σκέψεις και γύριζε με τη θύμηση του στα περασμένα. Τι να πρωτοθυμηθεί; Τι πρώτο και τι δεύτερο να φέρει ο λογισμός του; Τότε που άγουρο παλικάρι, σωστό γερακόπουλο, τράβηξε για τα βουνά να γίνει κλέφτης κοντά στον πρωτοκλέφτη του Ζυγού, τον καπετάν Σφαλτό; Τότε που με το Θανάση Ραζηκότσικα γίνανε αρχηγοί στους ξεσηκωμένους Μεσολογγίτες; Τότε που μ’ αποκοτιά ριχνόταν με τα παλικάρια του στ’ ασκέρια του Ιμπραήμ και του Κιουταχή; Σε μια στιγμή ο νους του καρφωνόταν και στάθμευε για πολλή ώρα στο σπουδαιότερο γεγονός της ζωής του. Έπαιρνε το πρόσωπο του γλυκεία ημεράδα, γύριζε προς τη συντρό¬φισσα του και της ξαναθύμιζε εκείνο το περιστατικό:
-Θυμάσαι, αρή γριά, τη χαρά μας; Μ’ όλο που βάσταγαν το Μεσολόγγι κουλουριασμένο οι πασάδες, ξεσηκώθηκε ο τόπος απ’ το γλεντοκόπι μας… Σκέλεθρα απ’ την πείνα οι Μεσολογγίτες, δυο μερόνυχτα ξεφά¬ντωναν στη χαρά μας… Αντάριασε ο τόπος απ’ το ντουφεκίδι. Τι φουσέ¬κια κάψαμε στον αγέρα κείνες τις δυο μέρες!… Θυμάσαι, γριά;… Τόσο, που σαστίζανε απόξω οι Αρβανίτες και ρώταγαν τους δικούς μας.
«Τι καλά χαμπέρια πήρατε, ορέ Ρωμιοί, και ξεφωνίζετε έτσι και αδειάζετε στα χαμένα τα ντουφέκια σας. Και τα παλικάρια βγαίνανε πάνω στην ντάπια με τους ζουρνάδες και τα παιχνίδια και τους αποκρίνονταν χαρούμενα: «Αρβανίτες, παντρέψαμε τον καπετάνιο μας το Μακρή». Και κείνοι τότε ξαναφώναζαν: «Να σας ζήση και καλή προκοπή!» Τα θυμάσαι, αρή γριά;…».
Πικροχαμογελούσε και κούναγε θλιμμένα το κεφάλι της η καπετάνισσα. Θυμόταν και κείνη… Κι ο ανήμπορος καπετάνιος σταμάταγε για λίγο. Ο νους του καρφωνόταν τώρα σ’ άλλο μεγάλο περιστατικό. Στεκόταν σε κείνη τη μεγάλη νύχτα, στο Σάββατο του Λαζάρου πούγινε η Μεγάλη Έξοδος. Νεράιδα σωστή ήταν η καπετάνισσα. Κι έβγαλε τα φουστάνια της και φόρεσε φουστανέλλα για να ξεγελάσει τον οχτρό, αλλά και να κινείται με περισσότερη ευκολία. Και σαν ξεκίνησαν να βγούνε ήταν ανάμεσα στους πρώτους, πλάί στον καπετάνιο κι άνοιγε δρόμο με το γιαταγάνι της. Και διάβηκαν και οι δυο αντίπερα. «Τη θυμάσαι, αρή γριά;» Ποιος μπορούσε ν’ αστοχήσει κείνη τη μεγάλη νύχτα!
Ξανά το γέρικο πρόσωπο του καπετάνιου έπαιρνε την πονεμένη όψη. Ο νους του σταμάταγε την περιπλάνηση, τα μάτια του έκλειναν κι αγκομαχούσε. Ύπνος δεν τον κόλλαγε και η φωνή του όσο πήγαινε κι έσβηνε. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε βραχνή κι αδύνατη:
-«Γριά, έρχεται ο Τάταρης (ο χάρος) να πάρη την ψυχή μου… Τον γνωρίζω απ’ άλλοτε… Πολλές βολές τον είδα απ’ αλάργα να διαβαίνη… Τώρα όμως με κοντοζύγωσε… Μην κλαις χλιμμένη γριά!… Ο Τάταρης…».
Κι έπεσε πάλι σε συλλογή, ενώ τώρα τη σιγαλιά τριγύρω τάραζαν οι σιγανοί λυγμοί της καπετάνισσας.
Κόντευε το γλυκοχάραμα της άλλης μέρας όταν ξανάνοιξε τα μάτια του ο καπετάνιος. Τα κάρφωσε απέναντι στον τοίχο που ‘ταν κρυμμένα τ’ άρματα του. Εκεί αντάμα με τα εικονίσματα. Βάζει όλη τη δύναμη που του απόμεινε και προστάζει:
-«Δος μου το Λιάρο και το Φονιά. Και το νου σου. Ο Λιάρος είναι γιομάτος. Τ’ άκουσες γριά;»
Χωρίς αντίλογο, όπως πάντα, σηκώθηκε η καπετάνισσα, ανέβηκε στο σκαμνί και ξεκρέμασε το Λιάρο, το ασημοντουφέκι και το γιαταγάνι το Φονιά. Άπλωσε τα χέρια του ο καπετάνιος και τα πήρε με ευλάβεια λες κι έπιανε τα άγια κειμήλια. Γλύκανε πάλι η μορφή του κοιτάζοντας τα για πολλή ώρα αμίλητος. Ύστερα τ’ απίθωσε στο στρώμα και τα χαϊδολογούσε με τα δάχτυλα του ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. Ποιος ξέρει τι οράματα έβλεπε μπροστά του! Τι κεφάλια είχε γκρεμίσει ο Λιάρος και τι κόκκαλα είχε τσακίσει ο Φονιάς!
Έμεινε σε κείνη τη θέση κάμποση ώρα. Ύστερα γυρίζει πάλι κατά τη μεριά της γριάς και με σβησμένη φωνή της λέει:
-«Γριά, σαν θά ‘ρθη εκείνη η ώρα, τήρα μη σκούζης, κουρούνα!… Θα βγης στο χαγιάτι και θ’ αδειάσεις το Λιάρο στον αέρα… Έτσι θέλω να με ξεπροβοδίσεις σαν θα καβαλήσω το μαυράλογο αντάμα με τον Τάταρη, για το υστερνό μου ταξίδι… Τ’ ακούς, αρή γριά!…».
-Ναι, τ’ αποκρίθηκε η γριά μ’ ένα νεύμα. Κι ο καπετάνιος έπεσε πάλι σε βαθειά βύθιση και άρχισε το παραμιλητό ώσπου έφτασε το δειλινό. Σε κάποια στιγμή ανοίγει πάλι τα μάτια του, απλώνει και πιάνει το χέρι της γριάς και αρχίζει να σιγοψιθυρίζει:
-«Γοιά, θέλω ένα στερνό χατήρι από λόγου σου. Θέλω να με μοιρολογή¬σεις τώρα. Να τ’ ακούσω όσο θα είμαι ζωντανός.»
-«Μπα, Χριστός και Παναγιά! Τι είναι τούτο!»… έκαμε ταραγμένη η γριά και σταυροκοπήθηκε.
-«Άκουσες, αρή γριά! Δε θέλω κλαψιάρικα μοιρολόγια… Θέλω κείνο… Το ξέρεις, ντε, κείνο που τόσες βολές τραγούδαγες… Αί, τώρα, πες το μοιρολόγι… Αιντε γριά.»
Τάχασε η γριά. Πως να κάμει ένα τέτοιο πράμα; Ζωντανό να τον μοιρολογή¬σει; Ματακούστηκε ποτέ αυτό; Ο κόσμος θα πει πως έχασε τα συλλοϊκά της… Τι του ‘ρθετου βλογημένου;
-«Αιντε, γριά!… Τι ντεριέσαι; Ο Τάταρης δεν καρτεράει. Θα μ’ αφήσεις παραπονεμένο να μισέψω;» της διακόπτει τη σκέψη ο καπετάνιος.
Μια ζωή δεν του χάλασε ποτέ χατήρι και τώρα… Πώς να τον κακοκαρδίσει σε τούτη τη θλιβερή την ώρα; Βάζει τα δυνατά της και με βραχνή σιγανή φωνή αρχίζει να λέει το παρακάτω τραγούδι σε σκοπό μοιρολογιού:
«Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου,
ν’ αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι,
πως πολεμά με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες».
Ο γερο-καπετάνιος την κοίταζε σιωπηλός κι αφουγκραζόταν. Μόλις που ανάσαινε. Η καπετάνισσα κόμπιασε λίγο, την πήρε το παράπονο, σκούπισε με την άκρη του μαντηλιού της τα κλαμένα μάτια της κι εξακολούθησε με αργόσυρτο ρυθμό το μοιρολόι.
«Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου
πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος, σα χαλάζι.
Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής φωνάζει:
«Παιδιά βαστάτε τ’ άρματα και τα βαριά ντουφέκια…».
«Ο ήλιος – συνεχίζει η γλαφυρή πένα του Τάκη Λάππα – είχε γύρει πίσω απ’ τα καταράχια του Ζυγού, μα η αποφεγγιά του δεν είχε χαθεί ακόμα.
Απ’ την πλαγιά του λόγγου κατέβηκε αναπάντεχα αγέρας. Σήκωσε σύγνεφο τον κουρνιαχτό και γοργά το σύγνεφο αλάργεψε μέσα στον κάμπο… Αντάριασε ύστερα και χάθηκε… Και τη γαλήνη του δειλινού ανατάραξε η βρονταριά του Λιάρου. Οι χωριανοί, ξαφνιασμένοι, αγνά¬ντεψαν κατά το κονάκι του πρωτοκλέφτη. Και είδαν στο χαγιάτι τη γριά καπετάνισσα, ορθόστητη, να βαστάη στα χέρια της τ’ αργυρό ντουφέκι. Από κει ξεπροβόδισε το ταίρι της τ’ αγαπημένο. Κι ο Λιάρος άστραψε και βρόντηξε στερνή φορά, για να σκορπίσει το μήνυμα ότι ορφάνεψε πια από τον πρωτοκλέφτη του Ζυγού, του Μεσολογγίου τον καπετάνιο, το Δημήτρη το Μακρή».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.