Ο Καπετάν Γρίτσας – Φώτη Κόντογλου.

«Βίβλος Γεννέσεως»

ΕΔΩ μέσα έχω καταγραμμένους όπως λάχει, δίχως τέχνη, κάποιους ανθρώπους του τόπου μου, από κείνη τη βλογημένη τη γενιά που πέρασε κι έσβησε στην Ανατολή. Λογαριάζω πως πεθαίνοντας αυτοί, πέθανε κι ο αρχαίος ο κόσμος. Η Ανατολή σκοτείνιασε, κι απόμεινε το Βασίλεμα, για να φέγγει απάνω στον πονηρό τον κόσμο.
Η ιστορία του καθενός από δαύτους είναι απλή σαν ένα τίποτα, και πολλοί θα πούνε «τι είναι τούτα;» και δε θα τα καταδεχτούνε. Μακάριος όποιος ζεσταθεί από δαύτες κι όποιος νοιώθει τη χάρη που έχει ο απλός ο άνθρωπος. Οι απλοί κι οι καταφρονεμένοι μάς μαθαίνουνε κάποια πράματα, που δε θα μας τα μάθουνε ποτές οι σοφοί με τη σοφία τους.
Τα πολύπλοκα και τα μπερδεμένα ταράζουνε κι αγριεύουνε τη ψυχή μας, τα απλά την ειρηνεύουνε.
Ο Χριστός μάς παράγγειλε να’ μαστε απλοί, και να’ ναι τα λόγια μας ναι ναι, και όχι όχι, «το δε περισσόν τούτων, εκ του πονηρού εστίν».

Ο Καπετάν Γρίτσας

ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ ήτανε το παράνομά του, Νικόλας το βαφτιστικό του. Εγώ τον έφταξα ίσαμε εβδομήντα χρονώ.
Ήτανε κοντός, ξερόσαρκος, γερακομύτης, με βρακιά. Στενά δεν έβαλε ίσαμε που πέθανε, γιατί το’ χε σε ντροπή να βάλει φράγκικα, να φαίνουνται τα πισινά του. Παπούτσια έβαζε όποτε πάγωνε η θάλασσα στα μέρη της Βλαχιάς που ταξίδευγε.
Καπετάνεψε από πολύ νιος. Στα 1865 είχε μια μπομπάρδα και ταξίδευγε στην Πόλη, στο Γαλάζι και σ’ άλλα μέρη στη Μαύρη Θάλασσα. Πενήντα χρονώ μέρες δούλευε στη θάλασσα και δεν έπαθε ποτές, μπορεί να κιντύνεψε, μα μήτε ζημιές μεγάλες έπαθε, μήτε σιβιρτάρισε, μήτε αρρώστησε, μήτε πράμα έριξε ποτές στη θάλασσα, τόσο τυχερός άνθρωπος ήτανε.
Είχε έναν γέρο γεμιτζή μαζί του ίσαμε τριάντα χρόνια, που τον λέγανε Γουρσουζλεμέ, επειδής τη γουρσουζιά την κουβάλαγε μαζί του όπως κουβαλά η καμήλα την καμπούρα της. Σ’ όποιο καΐκι τον παίρνανε, κείνο το καΐκι γιά θα βούλιαζε, γιά θα πέθαινε ο καπετάνιος, γιά θα πάθαινε άλλο κατιτίς. Τόσο, που στο τέλος δεν τον έπαιρνε κανένας και κατάντησε να ζητιανεύει. Τον επήρε το λοιπόν ο Γρίτσας και τον είχε τριάντα χρόνια, ίσαμε που πέθανε, και δε φτάνει που δεν έπαθε τίποτα το καΐκι του, μόνε από τότες γύρισε κιόλας η τύχη του καπετάν Νικόλα και στα καλύτερα, κι έπιασε πολύν παρά στα χέρια του και παντρεύτηκε τη Ζαχαρώ και βλογήθηκε το σπίτι π’ ανοίξανε και φτυχήσανε.
Την ησυχία του δεν την έχανε ποτές, δεν ταραζότανε, δε συχυζότανε ποτές. Ο κόσμος χάλαγε, φουρτούνα κιγιαμέτι, ο καπετάν Νικόλας ήτανε ήσυχος και βλογημένος. Ή στον καφενέ καθότανε, ή στη Μαύρη Θάλασσα χαραπάλευγε, το ίδιο ήτανε. Βάλε μια πέτρα μέσα στο πάπλωμα κι ύστερα βάλ’ τηνε κατάκαβα να τη χτυπάνε οι θάλασσες Γενάρη μήνα. Αλλάζει ολότελα κείνη η πέτρα; έτσι ήτανε κι ο καπετάν Γρίτσας.
Άλλοι γεμιτζήδες γκρινιάζανε, αυτός καθότανε σαν πατριάρχης και βαστούσε το διάκι με το’ να το χέρι και το κομπολόγι με τ’ άλλο, δίχως να μιλήσει τίποτα. Μονάχα σαν τον ρωτούσε κανένας, έλεγε αδιάφορα «Καιρός του Θεού είναι, βρε. Ατμόσφαιρα είναι, θα μπουρινιάσει. Μηδέ μαχαίρια βαστά, μητέ πιστόλια τραβά».
Καθότανε ήσυχος, μα τα μικρά τα μάτια του ήτανε σαν τ’ αητού, καρφωμένα μπροστά του. Το ένα το ποδάρι του το’ χε διπλωμένο και καθότανε απάνω του, και με τ’ άλλο πάταγε στη σκότα ή στα σκοινιά της ράντας. Έλεγε πως ο γεμιτζής πρέπει να’ ναι πάντα ξυπόλυτος, χειμώνα καλοκαίρι, για να μη γλυστράνε τα παπούτσια του.
Μια χρονιά έκανε βαροχειμωνιά, και δυο – τρεις καπετανοί Αϊβαλιώτες, που βρεθήκανε να ταξιδεύγουνε στη Μαύρη Θάλασσα, όλοι τους πάθανε, μα ο Γρίτσας δεν έπαθε τίποτα. Οι δυο πνιγήκανε, κι ένας άλλος βγήκε μισοπεθαμένος στα καβάκια, απάνου σε μια σανίδα κι ήρτε στο Αϊβαλί ύστερα από καιρό με κομμένα και τα δυο τα ποδάρια του.
Σε καιρό που καζάντησε παράδες και παντρεύτηκε, φόρεσε σαλβάρια ραμμένα στον πιο καλόν τον ρωμηοράφτη, κι έβαλε και τσουράπια με τάκο, και παπούτσια καλά, τα λεγόμενα πάπιες. Πήρε στο σπίτι του κι έναν μάστορα Μυτιληνιό και του’ κανε ανάλια σ’ ούλο το κορμί του, δηλαδή πλουμίδια κεντημένα απάνου στο πετσί του. Τον πλέρωνε τρία μετζίτια τη βδομάδα, τον τάγιζε καλά, τον πότιζε. Απάνου στ’ αστήθια του παράστησε την Αγιά Σοφιά,
με δεκοχτώ καμπαναριά
κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς,
κάθε παπάς και διάκος.
Από το δεξί μέρος παρουσίασε τον Άγιο Νικόλα, κι από το ζερβί τον Άγι’ Αντώνη. Αυτά μου τάδειχνε ο ίδιος. Ύστερα ανεσκούμπωνε τα μανίκια του και μούδειχνε τα χέρια του. «Από δω, στο δεξί το χέρι, γλέπεις, Φωτάκη, τούτο το σκέδιο; Είναι ο Έρωντας με τη σαγίτα, και σαγιτεύγει (άφηνε το δεξί και ξεγύμνωνε τ’ αριστερό και μούδειχνε τ’ άλλο το σκέδιο) τη Ζαχαρώ, π’ αγαπιόμαστε από τότες που πάγαινε σκολείο». Από το γήρας, τα χέρια του είχανε γίνει σα ρίζες στριφτές, οι φλέβες παραμορφώσανε τα σκέδια κι ο Έρωντας είχε γίνει σα διάβολος, η δε Ζαχαρώ με τα ξέμπλεκα τα μαλλιά, ήτανε σαν ανθρωποφάγος. Ο Μυτιληνιός ο αναλιτζής τον τυράγνησε ίσαμε τρεις βδομάδες, κι ο Γρίτσας μούγκριζε σα θεριό. Άναβε μπαρούτι και λιβάνι κάτου απόναν κεσέ κι έπαιρνε την κάπνα και κεντούσε τα σκέδια με τη βελόνα, κι ο Γρίτσας δάγκανε το ζουνάρι του απ’ τον πόνο.
Μ’ όλο που γεννήθηκε σκληρός άνθρωπος, πάντα του ήτανε γλυκομίλητος και χωρατατζής. Βιβλίο να ’χες, να γράφεις τα λόγια του, τέτοιο χάρισμα είχε από Θεού αυτός ο απελέκητος ο άνθρωπος, που δεν το ’χουνε μήτε δασκάλοι, μήτε γιατροί, μήτε λογής – λογής σπουδαγμένοι. Πίκρα δεν τον άγγιξε, εξόν αν είναι πίκρα ένα παράπονο οπού’ χε, πως δεν έκανε αρσενικά παιδιά, μόνο έκανε ούλο κορίτσια. Κι επειδής ήθελε νάχει στο καΐκι του έναν δικό του άνθρωπο να τον αφήνει στο ποδάρι του, πήρε τη μεγάλη την κόρη του, τη Ρήνη. Η Ρήνη λοιπόν, ίσαμε να γίνει δεκαοχτώ χρονώ, ήτανε ντυμένη με βρακιά, και δούλευε σα να ’τανε γεμιτζής ασερνικός. Ανέβαινε στα ξάρτια, στιγκάριζε τα πανιά καβαλλικεμένη στις αντένες, κυβερνούσε το καράβι, μ’ έναν λόγο δεν ξεχώριζε από άντρας.
Μια μέρα, γυριζάμενος απ’ τη Βλαχιά, φουντάρισε στο Ταλιάνι, ίσαμε να γυρίσουνε τα ρέματα για να μπει μέσα στο μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού. Όπου ακούγει και τον χουγιάζανε από τη στεριά δυο τρεις τούρκοι ζαπτιέδες αρματωμένοι, και ρίξανε και στον αγέρα. Ο Γρίτσας έστειλε τη φελούκα, και μπήκανε μέσα οι τούρκοι, και πήγανε απάνου στη μπομπάρδα, κι ήτανε ματοχωμένοι κι αγριεμένοι. Σαν ανεβήκανε απάνου, πετάξανε στην κουβέρτα δυο κομμένα κεφάλια. Ύστερα τούπανε να σαλπάρει και να τους πάγει στ’ Αϊβαλί. Τα κεφάλια ήτανε τ’ Αλέξη του Νταλακλή και του Γιάννη του Κεφάλα, που τους είχανε σκοτώσει πριν από λίγη ώρα στ’ Αγιού Γιαννιού τη Λαγκάδα, κι είχε γίνει μεγάλος θρήνος, σκοτωθήκανε τέσσερις – πέντε τούρκοι μαζί με τον όνμπαση. Την άλλη μέρα τα μπαλσαμώσανε και τα κρεμάσανε στο Κονάκι.
Στα 98 αγόρασε ένα τσερνίκι, που ’ναι καΐκι φαρδομάγουλο με πανί σακολεβίσο και με γάμπια στ’ άλμπουρο. Τότες ήτανε πενηνταέξη χρονώ. Ταξίδευγε στην Πόλη, φορτωμένος λάδια και σαπούνια. Κάμποσα χρόνια δούλεψε με το Στέλιο τον Καρνιαγούρο, που ήτανε και κείνος γεμιτζής και ταξιδεύγανε μαζί στη Μπραΐλα. Ύστερα πλούτισε κι άνοιξε μαγαζί στην Πόλη, κι έγινε λαδέμπορας. Τότες που ήτανε ακόμα καπετάνιος, είχε συνήθειο να φουμάρει αργκιλέ κι απάνου στο καΐκι. Με τόνα χέρι βαστούσε το διάκι, και με τ’ άλλο το μαρκούτσι, ας έκανε και θάλασσα. Μορφάνθρωπος, μεγαλάνθρωπος, είχε βάλει και φράγκικα άμα παράτησε τη θάλασσα. Οι τούρκοι τον βαστούσανε σε μεγάλη υπόληψη.
Μια μέρα, ο Γρίτσας ήτανε στο Χαβιαρόχανο της Πόλης, μαζί με τον Καρνιαγούρο και μ’ έναν τούρκο Βασίφ εφέντη, που τον λέγανε Λουκμά, και πίνανε καφέ. Όπου άξαφνα ο Καρνιαγούρος γίνηκε αλλοσούσουμος, έγειρε, έγειρε, κι έπεσε χάμω με την καρέκλα. Ίσαμε να τον σηκώσουνε, ήτανε πεθαμένος, νταμλάς τον χτύπησε.
Ύστερα από’ να δυο χρόνια έπιασε άλλη γραμμή και ταξίδευγε στη Σμύρνη. Το τσερνίκι το’ κανε πένα, που’ ναι αρματωσιά πιο βολική στο κουμαντάρισμα, μ’ ένα ίσιο άλμπουρο. Αυτό το καΐκι το δούλεψε ίσαμε που γεράσανε μαζί κι οι δυο τους.
Στα τελευταία, αγόρασε ένα πέραμα και δούλευε μέσα στο μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού. Δυο τρεις φορές μονάχα πήγε ίσαμε τη Μυτιλήνη. Στην αρχή είχε μαζί του έναν άλλο γέρο, ύστερα δούλευε μοναχός του. Η Ρήνη είχε γίνει μοδίστρα.
Είπε πια να γεροκομηθεί στην Αγία Παρασκευή, στο Μοναστήρι. Κουβαλούσε τους προσκυνητές, τις κουμπάνιες, το γάλα π’ αρμέγανε από τα πρόβατα, και το’ να και τ’ άλλο. Τα κότσια του βαστούσανε καλά, το φως του δεν κόντηνε, τα δόντια του ήτανε στον τόπο τους. Σαν έκοβε καμμιά φορά το χέρι του ή το ποδάρι του με το σκεπάρνι, το βούταγε στη θάλασσα, τόδενε μ’ ένα λουρίδι και σε δυο μέρες έραβε η πληγή.
Το καλοκαίρι έπαιρνε μαζί του στο πέραμα και τη Ζαχαρώ. Μαγειρεύγανε μέσα στο καΐκι, ή στην ακρογιαλιά. Σαν ήτανε μπουνάτσα κι έκανε ζέστη, έβλεπες τον Γρίτσα να τραβά κουπί με το σώβρακο, αγάλια κι ήσυχα, και να καπνίζει η φουφού π’ άναβε κοντά στην πρύμνη. Της Ζαχαρώς φαινότανε μονάχα τ’ αράπικο το κεφάλι, γιατί καθότανε χαμηλά στ’ αμπάρι και μαγείρευε, με μια τέντα αποπάνω τους, κι έλεγες πως βλέπεις από μακρυά κανένα από κείνα τα μονόξυλα που διαβάζεις στο βιβλίο του Ρομπινσώνα.
Τα χρόνια αλλάξανε, οι ανθρώποι πονηρέψανε, μα ο Γρίτσας δεν άλλαξε ολότελα. Απόμεινε απλός και μονοκόμματος σαν που ήτανε πρωτύτερα. Πολλές φορές που ταξιδεύαμε μαζί, τον έπαιρνε ο νύπνος και καθόμουνε εγώ στο τιμόνι, και τον ξύπναγα όποτε ήτανε για να γυρίσουμε τα πανιά, σαν ήτανε ο καιρός από μπροστά και βολτατζέρναμε, βοριάς καργάδος. Αλλά τις πιο πολλές φορές κουβεντιάζαμε, κει που σκαμπανέβαζε το πέραμα και μας ραντίζανε οι θάλασσες που χτυπούσανε στη μάσκα και μοσκοβολούσανε.
Πριν λίγο καιρό είχε γυρίσει στ’ Αϊβαλί τ’ ανήψι του ο Θρασύβουλας, με φράγκικα ρούχα και με πολλά λεφτά, που τα ’χε κάνει στο Μούδρο στα χρόνια του πολέμου. Αγόραζε τα τομάρια από τα βόδια που σφάζανε οι Εγγλέζοι. «Ήφερε πολλά πράματα, ήφερε κι έναν καφενέ ξυλένιον, βιδωτό, κι έχει μέσα τ’ πουλιού το γάλα. Έχει καφέ. Σα δε θέλεις καφέ, έχει λουκούμι. Σα δε θέλεις λουκούμι, έχει πιοτό. Σα δε θέλεις πιοτό, έχει και κομπόστα, με το κουτάλι».
Μια βραδιά του καλοκαιρού καθόμαστε και κουβεντιάζαμε ίσαμε τα μεσάνυχτα, και λόγο με το λόγο ήρτε η κουβέντα για το Ματσούκα, που πήγε στην Αμερική και μάζεψε λεφτά κι έκανε ένα πολεμικό καράβι. Ο μπάρμπα Νικόλας θάμαξε
«Μπρε!… τέτοιος άνθρωπος ξακουσμένος και να μην τον ξέρουμε. Θα τον ξέρει ο Θρασύβουλας κι η δημογεροντία που πάνε στον ξυλένιον τον καφενέ». Την άλλη μέρα
πήγε στ’ Αϊβαλί, κι ύστερα από δυο μέρες, σα γύρισε στην Αγία Παρασκευή, μου λέγει «Ψες γίνηκε κουβέντα στον καφενέ γι’ αυτόν το Ράβδα, και δεν τον ήξερε κανένας».
Κουβέντιαζε με δικό του τρόπο, τα λόγια του ήτανε σαν πετράδια.
«Μια φορά ήταν ένας βασιλές, κι έβγαλε ντελάλη κι είπε «Όγοιος (όποιος) ποιγητής κάνει το γιο (πιο) καλό ποίγημα, θα πάρ’ από τα χέρια τ’ βασιλέ τούτο το μαλαματένιο τ’ αραμπαδάκι». Πήγε ένας ποιγητής, είπε το ποίγημά τ’. Δεν είπε τίποτα ο βασιλές. Πήγε άλλος ποιγητής, είπε το ποίγημά τ’. Δεν είπε τίποτα ο βασιλές. Πήγε κι ένας άλλος ποιγητής κι είπε το ποίγημά τ’:
«Αν κάν’ ο Μάρτης δυο νερά
κι Απρίλης άλλο ένα,
χαρά σε κείνον το ζεβγά,
πο’ χει στη γης σπαρμένα».
Τότες λέγεις ο βασιλές «Πάρτο, πάρτο, δικό σ’ είναι τ’ αραμπαδάκι».
Πέθανε ίσαμε ογδονταπέντε χρονώ, στον κόρφο της Γέρας. Και δεν πέθανε μέσα σε σπίτι, μόνο μέσα στο πέραμα, πρόσφυγας, γυμνός κι αραγανός.

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Βίβλος Γενέσεως. Ιστορίες απλές σαν τίποτα. Γραμμένες από το Φώτη Ν. Κόντογλου

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.