Ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών. Η Παναγία ως Παραμυθία και Μεσιτεία – Άγγελου Καλογερόπουλου.

Ο Παρακλητικός Κανών που ψάλλεται προς τιμήν της Θεοτόκου κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του Δεκαπενταυγούστου, είναι πολύ αγαπητός και δημιουργεί ξεχωριστή κατάνυξη. Κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταυγούστου βέβαια ψάλλονται δύο παρακλητικοί κανόνες εναλλάξ, ο Μικρός και ο Μέγας. Εδώ θα μας απασχολήσει ο Μέγας Παρακλητικός Κανών, ποίημα του Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως, τόσο για το ποιητικό κείμενο καθεαυτό όσο και για το πρόσωπο που τον συνέθεσε και την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία.
Ας σταθούμε πρώτα στο κείμενο:
Η πρώτη ωδή ξεκινά με την εικόνα της μωσαϊκής ράβδου που «σταυροτύπως πλήξασα» τη θάλασσα τη χώρισε στα δυο κι έτσι ο «πεζός και οδίτης» λαός του Ισραήλ κατάφερε να γλιτώσει από τον «Αρματηλάτη Φαραώ». Ζώντας σε ανάλογους κινδύνους ο Θεόδωρος, αλλά και ο λαός του, μεταφέρει την παράκληση στις δικές του δύσκολες περιστάσεις του βίου και ζητάει τη συνδρομή της Παναγίας για τις «επαγωγές των λυπηρών» και για τα νέφη των συμφορών. Ζητάει να τον προφυλάξει η Παναγία «εξ αμετρήτων αναγκών» και «εξ εχθρών δυσμενών» και κλίνει το γόνυ ενώ δοξάζει το μεγαλείο της. Στην Τρίτη ωδή μη βρίσκοντας πουθενά διέξοδο εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στη «φυσίζωο» Θεοτόκο. Ο Κύριος που χωρίς να εγκαταλείψει την πατρική αγκαλιά επισκέφθηκε και τη δική μας φτώχεια (δ’ ωδή) είναι η δική μας δύναμη, και η Πάναγνος είναι η μόνη μας παρηγοριά καθώς προσφέρει τον «ποταμόν τον γλυκερόν του ελέους». Αλλά κι όταν μας καλύπτει το «αλλότριον σκότος», η Μητροπάρθενος είναι το απόρθητον τείχος, κι όταν η ζωή μας προσεγγίζει τον Άδη, η Κόρη είναι η μόνη «ιατρός των νόσων», «ο παντελής συντριμμός του θανάτου» και ο «ποταμός της ζωής ο ανεξάντλητος». Έτσι δοξάζει και παρακαλεί, της απευθύνει το χαίρε και της ζητά να δει με καλό μάτι και του «σώματος την κάκωσιν» και «της ψυχής το άλγος», καθώς στη Θεοτόκο συντελείται το θαύμα και η γαστέρα της γίνεται ευρυχωροτέρα των ουρανών.
Σ’ όλο το ποίημα του Θεοδώρου Λασκάρεως κυριαρχεί η εικόνα μιας δύσκολης πραγματικότητας που εικονίζεται με την τρικυμία, τα σύννεφα, τις επιθέσεις των εχθρών αλλά και το ξένο σκοτάδι (το αλλότριον σκότος) – αφού η εν Θεώ πραγματικότης είναι μόνο το φως – κι από την άλλη ζητείται η συνδρομή της Παναγίας με τη μορφή του δροσερού νερού ή του ποταμού, του απόρθητου τείχους, και εντέλει ως η μόνη μεσίτρια για την οριστική νίκη όχι εναντίον των όποιων εχθρών, αλλά εναντίον του θανάτου, του κατεξοχήν εχθρού.
Σ’ ένα περιοδικό του 19ου αιώνα, στον Ανατολικό Αστέρα της Κωνσταντινουπόλεως είχε δημοσιευθεί μια μελέτη του Γεωργίου Λαμπάκη για τα επίθετα που αποδίδονται στη Θεοτόκο στον Ακάθιστο Ύμνο και στον Παρακλητικό Κανόνα. Αφού παραθέτει τα επίθετα, συμπεραίνει ο συγγραφέας: στον Ακάθιστο Ύμνο «ως νικήτριαν στρατηγόν δοξολογούσι την Θεοτόκον, ενταύθα γονυκλινώς ικετεύουσιν αυτήν. Εκεί εν ύμνοις χαράς τιμώσιν και αποδίδουσιν ευχαριστίας εις την μητέρα του Θεού, ενταύθα τούναντίον εν συντριβή καρδίας τα τέκνα αυτής ζητούσι την απ’ αυτής βοήθειαν, την θερμήν προστασίαν και την ταχείαν αντίληψιν».
Η παρατήρηση αυτή μας επισημαίνει πως τα εκκλησιαστικά και υμνογραφικά ποιήματα, παρόλο που δεν επιδιώκουν να το προβάλλουν – διότι δεν ενδιαφέρονται να προσκολληθούν στο επίκαιρο και το πρόσκαιρο, αλλά πάντοτε ανάγονται στη βαθύτερη ανάγκη για τη σωτηρία του ανθρώπου από το κράτος του θανάτου –πάντως γράφονται σε συγκεκριμένες περιστάσεις από συγκεκριμένους ανθρώπους και αντανακλώνται σ’ αυτά οι ιδιαίτερες της εποχής τους συνθήκες. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόδωρος έγραψε τον κανόνα του γονυκλινής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ενώ είχε χάσει το θρόνο του. Ο Θεόδωρος υπήρξε μαθητής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, έγινε αυτοκράτορας Νίκαιας και αφού προηγουμένως αντήλλαξε τους αυτοκρατορικούς χιτώνας με το ένδυμα του μοναχού, πέθανε νεότατος σε ηλικία 36 ετών στα 1269. Η Νίκαια του 13ου αιώνα δε ήταν μια «αρχαία Αθήνα» με πολλούς λογίους και καλλιτέχνες, και ο ίδιος ο Θεόδωρος έδειξε πραγματική αγάπη για τη γνώση, την επιστήμη και την τέχνη.
Μια αξιοσημείωτη σύμπτωση είναι ότι λίγα χρόνια αργότερα από τον Θεόδωρο Λάσκαρι γεννιέται στη Δύση ένα έργο που εγκαινιάζει θα λέγαμε τη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία: η Θεία Κωμωδία του Δάντη. Ο Δάντης (1265 – 1321) στο τελευταίο μέρος του έργου του, τον Παράδεισο, στο 33ο άσμα του τελειώνει με μια επίκληση στην Παναγία που την αποκαλεί «Παρθένα Μάνα, κόρη του γιού σου». Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της συμπτώσεως είναι ότι έχουμε δύο ποιήματα που νίκησαν το χρόνο˙ το ένα επηρεάζοντας την παγκόσμια λογοτεχνία, το άλλο παραμένοντας ζωντανό μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Αλλά παράλληλα έχουμε και δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις καλλιεργεί το ίδιο χωράφι που βρήκε από τους προγενέστερους. Ο Δάντης ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο. Θέλει να κάνει ένα ταξίδι που δεν επιτρέπεται στα ανθρώπινα μέτρα, θέλει να ταξιδέψει στον άλλο κόσμο. Ένα ταξίδι που καταλήγει σε μια κοινή αλήθεια, ότι αυτό που είναι ο Θεός δε λέγεται και το μόνο που λέγεται είναι ο αδιέξοδος δρόμος αυτής της ανθρώπινης θέλησης και επιθυμίας. Ο Θεόδωρος δεν επιχειρεί ένα τέτοιο ταξίδι. Γι’ αυτόν ο ανεξερεύνητος βυθός αντιμετωπίζεται με τη δοξολογία.
Αλλά αν ο Δάντης, όπως παρατήρησε ο Έλιοτ, μας δίδαξε ότι το καλό μπορεί να είναι η πρώτη ύλη της ποιήσεως, ο Παρακλητικός Κανών θα επιμένει – παραμένοντας έξω από τον λογοτεχνικό κανόνα – να μας δείχνει ότι η αισθητική ως ατομικός τρόπος εκφράσεως είναι μέσο και όχι σκοπός, και ο μόνος διαρκής και διακαής σκοπός και πόθος του ανθρώπου είναι η νίκη επί του θανάτου. Για τη νίκη αυτή η Υπεραγία Θεοτόκος θα παραμένει η κατεξοχήν παραμυθία και μεσιτεία.

Κείμενο του Άγγελου Καλογερόπουλου
Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨
Τεύχος 1ο (σελ.88- 89).

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ακολουθία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος στην Υπεραγία Θεοτόκο – το Λειτουργικό κείμενο με Νεοελληνική απόδοση.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.