Η δικτατορία επεμβαίνει σκανδαλωδώς υπέρ φίλου της Μητροπολίτου και, αγών δια το Σύνταγμα του 1968 – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Η δικτατορία επεμβαίνει σκανδαλωδώς υπέρ φίλου της Μητροπολίτου.

Αλλά ισχυρά σύγκρουσις με την δικτατορίαν έλαβε χώραν εξ αφορμής του Μητροπολίτου Γρεβενών. Εναντίον του Μητροπολίτου τούτου είχαν γίνει σοβαραί καταγγελίαι εις την Ιεράν Σύνοδον, η οποία διέταξε να διεξαχθούν ανακρίσεις. Ο Μητροπολίτης όμως αυτός παρουσιάζετο εις τα Γρεβενά ως ένθερμος υποστηρικτής του καθεστώτος. Δι’ αυτό και όλοι οι ισχυροί παράγοντές του εσήμαναν συναγερμόν, δια να σώσουν τον φίλον των Μητροπολίτην με κάθε μέσον και τρόπον. Έτσι κατά την διεξαγωγήν των ανακρίσεων όλαι αι Αρχαί ετάχθησαν κατά τρόπον σκανδαλώδη υπέρ αυτού. Ο Νομάρχης, ο στρατιωτικός Διοικητής, ο Δήμαρχος, οι πάντες έκαναν το παν δια να δυσχεράνουν το έργον της ανακρίσεως. Όταν όμως είδαν, ότι αι προσπάθειαί των δεν ελαμβάνοντο υπ’ όψιν, έφθασαν μέχρι του να απελάσουν από τον νομόν Γρεβενών τον συνοδικόν ανακριτήν, Σεβ. Μητροπολίτην Ύδρας κ. Ιερόθεον, δια να παρακωλύσουν το έργον του.

Κατόπιν αυτών, ηναγκάσθην επί μίαν εβδομάδα να προβαίνω εις εντονώτατα διαβήματα και διαμαρτυρίας, τόσον προς τον Αντιπρόεδρον της Κυβερνήσεως και Υπουργόν Εσωτερικών κ. Παττακόν, όσον και προς τον ίδιον τον Πρωθυπουργόν κ. Γ. Παπαδόπουλον, δια να ματαιώνω τας σκανδαλώδεις επεμβάσεις των παραγόντων της δικτατορίας. Επί τέλους, μετά πολλάς και εντόνους ενεργείας μου, ο ανακριτής της Ιεράς Συνόδου ηδυνήθη να συνεχίση το έργον του. Αλλά και πάλιν δεν έλειψαν αι προσπάθειαι των κρατικών Αρχών από το ένα μέρος δια να τρομοκρατήσουν τους μάρτυρας κατηγορίας και από το άλλο δια να επιστρατεύσουν ψευδομάρτυρας υπερασπίσεως του φίλου των Μητροπολίτου. Ακόμη και μετά από αυστηρότατα και εντονώτατα έγγραφα της Ιεράς Συνόδου (αντίγραφα των οποίων ατυχώς δεν διαθέτω), εξηκολούθησαν τα όργανα της δικτατορίας, να προσπαθούν να παρακωλύσουν το έργον της ανακρίσεως. Μέχρις ακόμη και του Στρατοδικείου παρέπεμψαν τους κυριωτέρους μάρτυρας κατηγορίας, δια να τους τρομοκρατήσουν και να τους εμποδίσουν να καταθέσουν εναντίον
του κατηγορουμένου. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Στέργιος Σάκκος, ως μάρτυς κατηγορίας, ήταν ένα από τα πολλά εν λόγω θύματα.

Αγών δια το Σύνταγμα του 1968

Άλλο θέμα, που με έφερεν εις σοβαράν σύγκρουσιν με την δικτατορίαν, ήταν το της επιγραφής του Συντάγματος του 1968 και η διατύπωσις του 1ου άρθρου αυτού. Εις όλα τα ελληνικά Συντάγματα μέχρι το 1968, ως επικεφαλίς του κειμένου των ετίθετο η επιγραφή: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η επικεφαλίς αυτή, κατά εισήγησιν δεν γνωρίζω ποίου, είχεν απαλειφθή από το Σχέδιον του Συντάγματος του 1968. Επίσης, δια πρώτην φοράν εις το πρώτον Άρθρον του Σχεδίου του Συντάγματος εγίνετο διάκρισις των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας αφ’ ενός μεν εις διοικητικούς, αφ’ ετέρου δε εις δογματικούς και λατρευτικούς. Δια τα δύο αυτά θέματα είχαν προηγηθή εντονώτατα διαβήματα, τόσον εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου όσον και εμού προσωπικώς.

Την 12ην Σεπτεμβρίου 1968 σημειώνω επί λέξει εις το Ημερολόγιόν μου τα εξής: «Μία είδησις περί της στάσεως της Κυβερνήσεως εις το θέμα του 1ου άρθρου του Συντάγματος με ανησύχησε και μου έδειξεν ότι αύριον κατά την σύσκεψιν με τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως έχω να διεξαγάγω σκληράν μάχην». Την μεθεπομένην σημειώνω και πάλιν: «Η μάχη με τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως ήταν άνισος. Είχεν ήδη έτοιμον το κείμενον, τούτο δε παρά τας υποσχέσεις του». Σημειώνω αυτό εις το Ημερολόγιόν μου, διότι ο Πρωθυπουργός μου είχε δώσει σαφή υπόσχεσιν. Παρά την πρωθυπουργικήν υπόσχεσιν, ανησυχών δια την διατύπωσιν του κειμένου του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, απηύθυνα προς τον τότε Πρόεδρον της Κυβερνήσεως την κάτωθι επιστολήν:

«Ανησυχώ δια το θέμα του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, επί του οποίου συνωμιλήσαμεν επί παρουσία και του αξιοτίμου κ. Υπουργού. Εκ της διαπυστώσεως ωρισμένων σημείων του σημειώματός σας δια τον Καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας, μου δημιουργείται ο φόβος, καθ’ όλα δε τα φαινόμενα, ατυχώς, βάσιμος, ότι εις την τελικήν διατύπωσιν του κειμένου του πρώτου άρθρου του Συντάγματος δεν θα επικρατήσουν αι ορθαί αντιλήψεις… Συγκεκριμένως φοβούμαι την διατύπωσιν των παραγράφων 2 και 5 του πρώτου άρθρου του Κυβερνητικού Σχεδίου. Το θέμα είναι τόσον βασικόν, ώστε σας παρακαλώ θερμότατα, προ της τελικής διατυπώσεως του Σχεδίου, το οποίον θα τεθή υπ’ όψιν του ελληνικού Λαού προς ψήφισιν, να διαθέσετε και πάλιν ολίγον χρόνον προς μίαν επί του θέματος συνεργασίαν…».

Η εν τη επιστολή μνημονευομένη συνάντησις μετά του κ. Πρωθυπουργού έγινεν όντως την 22αν Αυγούστου. Κατ’ αυτήν, ούτος μου επανέλαβεν, ότι η δημοσίευσις του τελικού κειμένου του Συντάγματος θα γίνη μετά την 10ην Σεπτεμβρίου και ότι υπήρχε χρόνος δια νέαν επί του θέματος μεταξύ μας συζήτησιν και συνεργασίαν.

Πράγματι, την πρωΐαν της 13.9.1968 έγινεν η μετά του κ. Πρωθυπουργού συνάντησις, μετεχόντων κατ’ απόφασιν της Ιεράς Συνόδου και των Σεβ. Συνοδικών Συνεδρίων, του τότε Πατρών Κωνσταντίνου και του Ξάνθης κ. Αντωνίου. Ατυχώς, εν προκειμένω, ο κ. Πρωθυπουργός δεν έδειξε σταθερότητα έναντι των όσων επί του θέματος της διορθώσεως του περιεχομένου του πρώτου άρθρου του Συντάγματος είχεν υποσχεθή εις εμέ. Τούτο έγινε φανερόν ευθύς ως οι τρεις Αρχιερείς εκαθήσαμεν και ο κ. Πρωθυπουργός επέδειξεν εις ημάς έντυπον φυλλάδιον, που περιείχε το κείμενον του υπό ψήφισιν Συντάγματος. Είδα αμέσως, ότι τούτο εδημοσιεύετο χωρίς την επίκλησιν του Ονόματος της Αγίας Τριάδος και με μοναδικήν βελτίωσιν την απάλειψιν του περί σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εδαφίου του Κυβερνητικού Σχεδίου. Επηκολούθησε συζήτησις εις λίαν έντονον ύφος, χωρίς όμως οιοδήποτε αποτέλεσμα. Απλώς εδέχθη ο κ. Πρωθυπουργός να του αποστείλωμεν εκ νέου σημείωμα, που να περιέχη τας επί των επιμάχων θεμάτων απόψεις της Εκκλησίας, χωρίς ουδεμίαν υπόσχεσίν
του, ότι αύται θα ελαμβάνοντο υπ’ όψιν. Είχα εντεύθεν τον φόβον, ότι τούτο θα εγίνετο επί ματαίω.

Επειδή όμως επιθυμώ να είμαι προς πάντας ειλικρινής, ιδιαιτέρως δε προς τους διαχειριζομένους υπευθύνως τα κοινά, εθεώρησα καθήκον μου να απευθύνω προς τον κ. Πρωθυπουργό την εξής προσωπικήν επισττολήν.

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,

Επειδή, όπως και το πρωί σας είπα, θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής απέναντί σας, πρέπει να μη σας αποκρύψω, ότι έφυγα χθες από το Γραφείον σας καταπικραμένος και με το αίσθημα του καταπροδομένου φίλου.

Όταν μου εδώσατε το τεύχος του νέου Συντάγματος, τότε κατενόησα διατί οι άνθρωποι του Γραφείου σας εταλαιπώρουν και κατεξηυτέλιζον τον Προκαθήμενον της Εκκλησίας της Ελλάδος επί εν ολόκληρον δεκαήμερον τόσον, ώστε προχθές να με αναγκάσουν να τους διαμηνύσω, ότι αυτόκλητος θα ηρχόμην εις τας 10.30 το πρωί εις το Γραφείον σας. Τα μεσολαβήσαντα δεν ήτο δυνατόν να τα φαντασθώ, πολύ δε περισσότερον να πιστεύω, ότι είχαν συμβή. Εξ υστέρου όμως είμαι ηναγκασμένος να ομολογήσω, ότι οι του ιδιαιτέρου Γραφείου σας, επειδή τους είχεν εξηγηθή το αντικείμενον της συναντήσεώς μας, ορθώς διείδαν, ότι αύτη ήτο απολύτως περιττή, αφού το κείμενον είχεν ήδη διατυπωθή οριστικώς.

Η πρώτη μου σκέψις, μόλις μου εδώσατε το τυπωθέν κείμενον του νέου Συντάγματος, ήτο να σας άφηνα να χρησιμοποιήσετε τον χρόνον σας καλύτερον. Και θα έπρεπε ίσως να το είχα κάμει. Με ημπόδιζεν όμως η παρουσία των δύο άλλων Μητροπολιτών. Επειδή είχα ανακοινώσει και εις την Ιεράν Σύνοδον και εις άλλους πολλούς Ιεράρχας, ότι την 22αν Αυγούστου μου είχατε υποσχεθή, ότι προ της τελικής διατυπώσεως του πρώτου άρθρου του Συντάγματος θα συναντώμεθα και πάλιν, δια να συζητήσωμεν επί του κειμένου, δι’ αυτό δεν ηθέλησα να υπογραμμίσω περισσότερον την παράβασιν της υποσχέσεώς σας. Ηρκέσθην μόνον να σας είπω, ότι δεν επερίμενα, ότι θα ετελειώνατε αυτό το κείμενο πίσω από την πλάτην μου, όπως εκάματε και με την ματαίωσιν της λειτουργίας, τουλάχιστον δια το 1968-69 της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
Φοβούμαι ότι ο καλύτερος τρόπος, δια να με βοηθήσετε εις το δυσκολώτατον έργον, το οποίον έχω επωμισθή, δεν είναι η καταρράκωσις του κύρους μου. Και το έθεσα μεν απολύτως εις την διάθεσιν της Εκκλησίας και του Έθνους, όταν όμως τούτο κατασπαταληθή, καθ’ όν τρόπον κατασπαταλάται, συντόμως θα καταστήση περιττήν την παρουσίαν μου εις την θέσιν του Αρχιεπισκόπου. Διότι η Εκκλησία, πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως δε σήμερον, έχει ανάγκην Κυβερνήτου, όχι δε κατεξηυτελισμένου ράκους, ή αχρήστου τινός σκιάς. Κατόπιν των ως άνω δεν θα έπρεπε να σας γράψω τα όσα ακολουθούν, τα γράφω όμως μόνον και μόνον επειδή σας το υπεσχέθην και θέλω να είμαι ακριβής εις την εκπλήρωσιν των υποσχέσεών μου.

Προσωπικώς, είμαι απολύτως πεπεισμένος και το είχα παλαιότερα διακηρύξει πολλάκις, από της πανεπιστημιακής έδρας, αλλά και δημοσιώτερον, ότι εις την Εκκλησίαν, και επομένως και το Έθνος (διότι ό,τι είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας είναι και προς του Έθνους το συμφέρον), συμφέρει να αποδεσμευθή από την Πολιτείαν. Εφρόνουν μόνον, ότι ως Εκκλησία δεν είμεθα ακόμη ώριμοι δια μίαν τοιαύτην ανεξαρτησίαν. Η δεκατετράμηνος όμως υπεύθυνος διαχείρισις των πραγμάτων της Εκκλησίας μ έπεισεν ακραδάντως, ότι αύτη δεν είναι δυνατόν να ορθοποδήση, αν δεν απαλλαγή από τα δεσμά, τα οποία την έχουν καταντήσει ένα μη εισακουόμενον εισηγητήν όχι καν από τους υπουργούς, αλλά και από τους διαφόρους υπαλλήλους και υπαλληλίσκους της Πολιτείας. Εντεύθεν σας εζήτησα, όπως η ανεξαρτησία αύτη κατοχυρωθή και συνταγματικώς. Δεν το ηθελήσατε. Όχι μόνον δεν το ηθελήσατε, αλλά και δεν με ηξιώσατε καν της προσοχής σας, να με ακούσετε προτού λάβητε τας τελικάς αποφάσεις επί θέματος, το οποίον είναι τόσον βασικόν δια την Εκκλησίαν.
Ιδού και μία επί πλέον απόδειξις, δια την απόλυτον ανάγκην ανεξαρτοποιήσεως της Εκκλησίας.

Μου αντετείνατε, ότι φοβείσθε μήπως και πάλιν φθάσωμεν εις νέα Ιακωβικά. Επ’ αυτού σας ερωτώ; Επί ποίου καθεστώτος εφθάσαμεν εις τα Ιακωβικά; Επί δεκάδας ετών πως παρασκευάσθησαν; Η Πολιτεία δεν ήτο όλα αυτά τα έτη τουλάχιστον συνένοχος;

Το πρωί, με την ταραχήν, η οποία με κατέλαβεν εκ της όλης καταστάσεως, δεν σας υπεγράμμισα μίαν ουσιωδεστάτην παράλειψιν, εκ της οποίας ικανοποιούνται μόνον ελάχιστοι λεπτολογούντες ειδικοί. Είναι η παράλειψις της επικλήσεως του ονόματος της Αγίας Τριάδος. Τούτο προδίδει επικίνδυνον ως προς την πίστιν φιλελευθερισμόν της Κυβερνήσεως και αποτελεί αντίφασιν προς την διακήρυξιν περί Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών. Την αντίφασιν ταύτην δεν εξαλείφει η φράσις περί «Χριστιανικού πολιτισμού», αλλά τουναντίον την εξαίρει περισσότερον, διότι δίδει την εντύπωσιν, ότι η Κυβέρνησις αρκείται εις αυτό μόνον. Εάν η επίκλησις εις τα προηγούμενα Συντάγματα, και δη το του 1952, δεν υπήρχε, η παράλειψις εκ του υπό της Κυβερνήσεως προβαλλομένου προς ψήφισιν δεν θα ήτο τόσον κτυπητή. Άλλ’ όταν η επίκλησις υπήρχεν όχι μόνο εις το Σύνταγμα του 1952, αλλά και εις το Σχέδιον Μητρέλια, παρελείφθη δε υπό της Κυβερνήσεως, τότε προδίδεται εν υπόβαθρον (τουλάχιστον αυτή η εντύπωσις δίδεται) ερχόμενον εις πλήρη αντίθεσιν προς τας
προσωπικάς σας διακηρύξεις.

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
Ως υπεύθυνος διαχειριστής των της Εκκλησίας της Ελλάδος, εθεώρησα καθήκον, να επισημάνω τα ανωτέρω εις τον υπεύθυνον Κυβερνήτην της χώρας, διότι πρόκειται περί βασικών αρχών και πρωταρχικής σημασίας ζητημάτων. Ελπίζω και εύχομαι το παρόν να χρησιμεύση, ώστε αι ως άνω πικρίαι μου να είναι αι τελευταίαι.

Διάπυρος προς Κύριον ευχέτης
Ο Αθηνών Ιερώνυμος.

Την 16 Σεπτεμβρίου σημειώνω εις το Ημερολόγιόν μου μεταξύ άλλων και τα εξής: «Δυστυχώς η επίκλησις της Αγίας Τριάδος δεν εισήχθη ακόμη εις το νέον Σύνταγμα. Έχω να αγωνισθώ ακόμη».

Νίκη… «επί του Πιεστηρίου».

Και πράγματι, έπρεπεν ακόμη να διεξαγάγω σκληρότατον αγώνα. Την 18 Σεπτεμβρίου, μετά από μίαν σύσκεψιν, όπου μετείχε και ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Εσωτερικών κ. Παττακός, επωφελήθην της ευκαιρίας της συναντήσεώς μου με αυτόν, δια να επανέλθω δριμύτερος εις το θέμα του Συντάγματος. Ησθανόμην όμως τόσην αγανάκτησιν, λόγω της διαγωγής της Κυβερνήσεως εις το ζήτημα αυτό, ώστε μου ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Εξέσπασα, λοιπόν, με τόσην οργήν εναντίον της, ώστε ο κ. Αντιπρόεδρος ενώ προσεπάθει να με κατευνάση, ετηλεφώνησεν εις τον κ. Πρωθυπουργόν και του εζήτησεν να συναντηθώμεν αμέσως οι τρεις δια ζήτημα, που, όπως του είπε, δεν επεδέχετο ουδέ στιγμής αναβολήν. Πράγματι, καίτοι ήτο πολύ περασμένη, μετά το μεσημέρι, η ώρα, ο κ. Πρωθυπουργός μας εδέχθη αμέσως. Είχα όμως ομιλήσει εις τον κ. Αντιπρόεδρον με τόσην σφοδρότητα, ώστε ούτος εφοβήθη μήπως ομιλήσω και εις τον κ. Πρωθυπουργόν με την ιδίαν αγανάκτησιν. Δι’ αυτό, ενώ μετεβαίναμεν από το Υπουργείον Εσωτερικών εις τα Παλαιά Ανάκτορα, με
παρεκάλεσε, να μη απευθυνθώ και εις τον κ. Πρωθυπουργόν κατά τον ίδιον τρόπον, διότι εφοβείτο, ότι θα τον επείσμωνα περισσότερον. Κατόπιν από την φιλικήν αυτήν παράκλησιν και αφού κατέβαλα μεγάλην προσπάθειαν, κατώρθωσα να συγκρατήσω κάπως την αγανάκτησίν μου και ωμίλησα εις τον κ. Πρωθυπουργόν ηρεμώτερα.

Το αποτέλεσμα του αγώνος ήταν, ότι, αν και είχαν ήδη εκτυπωθή δέκα χιλιάδες αντίτυπα του Σχεδίου του νέου Συντάγματος, χωρίς την επικεφαλίδα με την επίκλησιν της Αγίας Τριάδος, πρώτον μεν να σταματήση η περαιτέρω εκτύπωσίς των, δεύτερον δε, όπως ύστερα από ολίγην ώραν μου ετηλεφώνησεν ο Παττακός, να δεχθή ο κ. Πρωθυπουργός όπως το Σχέδιον του νέου Συντάγματος τυπωθή με την επίκλησιν. Είχα όμως χάσει πλέον τόσον πολύ την εμπιστοσύνην μου εις τας διδομένας υποσχέσεις, ώστε την ημέραν εκείνην σημειώνω εις το Ημερολόγιόν μου: «Παρά το ότι ο κ. Παττακός μου ετηλεφώνησεν, ότι ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εδέχθη την πρότασίν μου, είμαι πεπεισμένος, ότι ούτος δεν θα κάμη τίποτε». Αλλά παρά ταύτα την επομένην σημειώνω και πάλιν εις το Ημερολόγιόν μου: «Επί τέλους! Σήμερα, διαρκούσης της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου, επανέθεσεν επί κεφαλής του κειμένου του νέου Συντάγματος την επίκλησιν της Αγίας Τριάδος. Ημείς όμως (δηλαδή η Ιερά Σύνοδος) είχαμεν ήδη λάβει την απόφασιν, όπως εκδοθή μία Εγκύκλιος εναντίον του
Συντάγματος». Άλλ’ η Ιερά Σύνοδος, μετά την υποχώρησιν αυτήν της Κυβερνήσεως, απεφάσισεν, όπως μη αποσταλή η Εγκύκλιος εκείνη, καίτοι δια την άλλην επίμαχον φράσιν του 1ου άρθρου του Συντάγματος η Κυβέρνησις έμεινε, δυστυχώς, ανένδοτος.

Το θέμα της διακρίσεως των Ιερών Κανόνων.

Το θέμα της διακρίσεως των Ιερών Κανόνων ήταν ένα από εκείνα, δια τα οποία ωρισμένοι Ιεράρχαι με κατηγόρουν, διότι εάν είχα παραιτηθή ή δεν είχα συγκαλέσει προς τούτο την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας. Και έχυναν «μαύρα δάκρυα», διότι τάχα «η Εκκλησία επροχώρει χωρίς πηδάλιον» και τα όμοια. Ότι όμως αυτά ήσαν μόνον ευκαιρία δι’ εύκολον αντιπολίτευσιν, αποδεικνύεται και από τα εξής: Πρώτον, οι διάδοχοί μου είχαν την δυνατότητα να εκδίδουν με ευκολίαν και Συντακτικάς Πράξεις, δεύτερον είχαν ως Υπουργόν ένα Καθηγητήν της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου, που υποτίθεται, ότι κατενόει το ζήτημα καλύτερα από μη Θεολόγους Υπουργούς, και, τέλος, τρίτον, συνεδρίαζεν η Σύνοδος υπό την μορφήν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Παρά ταύτα, ουδείς από αυτούς παρητήθη, όταν η Κυβέρνησις Ανδρουτσοπούλου ουδέν ηθέλησε να πράξη ως προς το θέμα της διακρίσεως των Ιερών Κανόνων και να διορθώση το Σύνταγμα. Και ουδείς εκ των Ηρακλέων εκείνων παρητήθη όχι από Αρχιεπίσκοπος ή Μητροπολίτης, άλλ’ ούτε απλώς από συνοδικός
σύνεδρος!!!

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.