Η λέαινα και τα τυφλά λιονταράκια και, οι πέρδικες του ερημίτη – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Η λέαινα και τα τυφλά λιονταράκια

Δύο μοναχοί από την Νιτρία αποφάσισαν να πάνε να συναντήσουν ένα φημισμένο αναχωρητή, που είχαν γνωρίσει πριν από μερικά χρόνια σε κάποιο Μοναστήρι. Αν και έμεναν μακριά, ήθελαν πολύ να τον ξαναδούν, επειδή ο Γέροντας τους είχε οδηγήσει και στηρίξει με πολλή στοργή κι αγάπη στα πρώτα βήματα της ασκήσεώς τους.

Μετά από επτά μήνες αναζητήσεων, τον εντόπισαν στο ακρότατο σημείο της ερήμου, κοντά στην Μέμφιδα. Αν και ο ερημίτης εκείνος δεν επιθυμούσε την συναναστροφή με ανθρώπους, μόλις τους αναγνώρισε, τους ζήτησε να μείνουν για λίγο μαζί του.

Πράγματι οι μοναχοί έμειναν κοντά του τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα, όταν πια ήρθε η ώρα να φύγουν, ο ερημίτης θέλησε να τους ξεπροβοδίση. Βάδιζε, προπορευόμενος κατά λίγα μέτρα, όταν ξαφνικά πετάχθηκε μπροστά τους μία λέαινα. Χωρίς να διστάση, πλησίασε τον Γέροντα και κάθησε στα πόδια του. Τον κοίταζε στα μάτια, βγάζοντας βρυχηθμούς όλο απόγνωσι και κουνούσε το κεφάλι της περίλυπη, σαν κάτι να του ζητούσε. Οι τρεις άνδρες συγκινήθηκαν από το θέαμα και πιο πολύ ο αναχωρητής, στον οποίο εκείνη απευθυνόταν. Έτσι αποφάσισαν να την ακολουθήσουν.

Όταν έφθασαν στην σπηλιά της, είδαν πέντε μικρά λιονταράκια, τα οποία, αν και δεν ήταν πια μωρά, εξακολουθούσαν να είναι τυφλά. Η λέαινα τα έβγαλε ένα – ένα έξω και τ’ απέθεσε στα πόδια του αναχωρητή. Εκείνος, ανταποκρινόμενος αμέσως στο βουβό αίτημά της, προσευχήθηκε στον Θεό. Ύστερα, ακούμπησε τα χέρια του στα μάτια των μικρών λιονταριών και – ώ του θαύματος – στο άγγιγμά του ανάβλεψαν!

Οι μοναχοί αποφάσισαν να παρατείνουν για λίγο την παραμονή τους στον τόπο εκείνο, βέβαιοι πως η θαυμαστή επικοινωνία ανάμεσα στον Γέροντα και την λέαινα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Και πράγματι, πέντε ημέρες αργότερα, η λέαινα έκανε και πάλι την εμφάνησί της. Στο στόμα της κρατούσε τώρα το δέρμα ενός σπάνιου ζώου. Πλησίασε τον ερημίτη και το άφησε μπροστά στα πόδια του, σκύβοντας το κεφάλι, σαν να έκανε μετάνοια. Ο Γέροντας το κράτησε και έκτοτε το φορούσε ως μανδύα.

ΗΛΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΔΥΕΙ

Οι πέρδικες του ερημίτη

Ένας Γέροντας στο Σινά περνούσε μια περίοδο με στενοχώριες. Παρηγοριά του ήταν δύο πέρδικες, που του έκαναν συντροφιά. Όπου πήγαινε αυτός και τον άκουγαν, έτρεχαν κοντά του. Ανέβαιναν στους ώμους του και έτρωγαν από τα χέρια του τα σπόρια που κρατούσε για να τις ταΐση.

Κάποτε ο Γέροντας αρρώστησε. Έκανε μία εβδομάδα να βγη από το κελλί του. Όταν συνήλθε, πήγε στην κορυφή του λόφου, όπου συνήθιζε ν’ ανεβαίνη, και φώναξε τις πέρδικες για να τις ταΐση. Αυτές δεν παρουσιάσθηκαν. Άφησε το φαγητό εκεί και έφυγε.

Την άλλη ημέρα που πήγε, τα πουλιά τον προϋπάντησαν στον δρόμο, φτεροκοπώντας γύρω του. Δεν είχαν φάει το φαγητό τους. Περίμεναν εκείνον να τις ταΐση. Πράγματι, ο Γέροντας έσκυψε, πήρε τα σπόρια που είχε αφήσει την προηγούμενη ημέρα και τα πουλιά άρχισαν να ανεβαίνουν στους ώμους του, στην αγκαλιά του και στα χέρια του, για να φάνε.

-Τα άγρια ζώα είναι πολύ φιλότιμα, έλεγε ο ερημίτης. Συνάντησα φιλότιμο περισσότερο στα άγρια ζώα, παρά σε πολλούς ανθρώπους. Αν θέλης φίλο αληθινό, μετά τον Θεό, πιάσε φιλία με τους Αγίους. Αλλοιώς, με τ’ άγρια ζώα.

Κάποια άλλη φορά έφτιαχνε χυλό με ρύζι και, καθαρίζοντας το κονσερβοκούτι όπου είχε βράσει το ρύζι, πέταξε τ’ απομεινάρια στα ποντίκια. Από τότε, κάθε φορά που σκάλιζε εικόνες, τα ποντίκια, ακούγοντας το θόρυβο και βλέποντας τα ροκανίδια, νόμιζαν ότι είναι ρύζι και μαζεύονταν.

-Ακόμα και τα άγρια ζώα ημερεύουν κοντά σ’ εμάς, όταν ζούμε σωστή ζωή, έλεγε ο μακάριος αυτός ερημίτης.

ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.