Ο πιο δικός μας Ξένος – Δημήτρη Κοσμόπουλου.

Η παρανάγνωση της ποίησης εκκινεί από δύο αφετηρίες, συνήθως. Η πρώτη είναι η άγνοια. Μια πρόχειρη, αποσπασματική και επιφανειακή προσέγγιση ενός ποιητικού έργου, οδηγεί σε αντίστοιχες εκτιμήσεις και αποτιμήσεις. Η δεύτερη είναι περισσότερο ύπουλη, αφού στηρίζεται στη συνειδητή παραχάραξη – ακόμα και στην απόκρυψη. Στην περίπτωση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, συνέτρεξαν (και συντρέχουν εν πολλοίς και στις μέρες μας) και οι δύο παραναγνωστικές τάσεις, μάλιστα κατά συρροήν. Τόσο, ώστε ένα από τα υψηλότερα λυρικά κατορθώματα της ποίησής μας, από τον Σολωμό και μετά, να παραθεωρείται, να μένει τυλιγμένο σε συσκοτιστικήν αχλύ και, εντέλει, ν απωθείται από τη σκόπιμη σπουδή των ανίδεων ή και κακόβουλων ταξινομητών. Σε εποχές όπου η αποξήρανση των σημασιών και η ανθρωποκεντρική αυταπάτη της νεωτερικότητας αποτελούσαν την γκρίζα προοπτική του ανθρώπινου ορίζοντα, ο Γιάννης Ρίτσος απέδειξε δια του ποιητικού αποτελέσματος, ότι η φωνή του ανθρώπου δεν φυλακίζεται. Απέδειξε, επίσης, ότι η ποιητική πράξη μπορεί να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας υπαρκτικής καθολικότητας, υπερβαίνοντας τις ιδεολογικές προϋποθέσεις που συνοδεύουν το ποιητικό υποκείμενο. Απέδειξε, συνάμα, ότι «στην νεωτερική ποίηση, η ποσότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με την ποιότητα» (Γ.Π. Σαββίδης, εφημερίδα Το Βήμα, 1975). Το κυριότερο όμως, είναι ότι ο ποταμικός μείζων λυρικός της ποίησής μας, οικοδόμησε ένα έργο, στο οποίο – πέρα από τη χαρισματική σφραγίδα μιας απαρόμοιαστης ποιητικής ιδιοσυγκρασίας – ο παφλασμός των υπαρκτικών διερωτήσεων για τη φθορά, το χρόνο και την αγωνία του προσώπου έναντι του θανάτου οδηγούν στην φανέρωση της μεγάλης δίψας για το ιερό και για την πληρότητα της κοινωνικής αλλά και προσωπικής νοηματοδότησης.
Τα γραμματολογικά τερτίπια αλλά και η προκατάληψη ως προς τις ιδεολογικές τοποθετήσεις του Ρίτσου, συνδυασμένα με την αδυναμία της κριτικογραφίας να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πορείας του, τον επιμέρισαν φυλακίζοντάς τον στην ειρκτή μιας «δημόσιας εικόνας». Το αποσβολωτικά πολυποίκιλο εύρος της ποιητικής του, υποβιβάσθηκε σε κομματικό σύνθημα, που αφορούσε ή αφορά τις στρατωνισμένες αριστερές νεολαίες. Και η κατάφασή του στα κοινωνιοκεντρικά λαϊκά αιτήματα, κατάφαση που πληρώθηκε με φυλακές, εξορίες και θανατική απειλή, αποκόπηκε από την ποιητική του ενόραση. Κι όμως, ο ίδιος, βαθύς γνώστης των ανθρωπίνων, αλλά και σταυρικά υπομένων την αλλοίωσή του, είχε έγκαιρα προειδοποιήσει. Πρωτίστως ποιητικά, αλλά και με τις – λιγοστές – εξωποιητικές του τοποθετήσεις. Στα 1981, (σε συνέντευξή του στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 8, μηνός Οκτωβρίου) έλεγε: «Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν την ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις […]. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος […]. Μια αναμέτρηση μ΄αυτή την μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο «αταξικό γαλάζιο» […]. Στο βιβλίο μου Συντροφικά Τραγούδια (1931-1981), έχω περιλάβει ποιήματα περιστασιακά που προσφέρονται περισσότερο στην εκφώνηση παρά στην σιωπηλή ανάγνωση. Παρ΄όλα αυτά δεν τ΄αποκηρύσσω γιατί πιστεύω ότι διασώζουν ερεθισμούς, λέξεις, συγκινήσεις, χειρονομίες καθημερινές, σκηνές απ΄αυτή τη μάχη με τον κοινωνικό θάνατο […]». Αλλά και στον ποιητικό τόμο Αργά, Πολύ Αργά Μέσα στη Νύχτα, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατό του (Νοέμβριος 1991), περιλαμβάνοντας κάποιες από τις τελευταίες του ποιητικές συλλογές, ο Ρίτσος προειδοποίησε: «Τα πιο πολλά χρυσά σε νομίσματα / τα΄κρυψες στις οπές του τοίχου. / Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι / ίσως τα βρούν».

Εάν η πρόσληψη του Ρίτσου, από την κριτικογραφία και τους γραμματολόγους, έγινε με τον τρόπο που προσπαθήσαμε να δείξουμε, είναι προφανές ότι προεγράφη συστηματικά από τον χώρο των θρησκευόντων, ως «ιδεολογικά αντίπαλο μέγεθος». Άλλωστε, αγνοώντας ή περιφρονώντας το κάλλος ακόμα και της εκκλησιαστικής ποίησης – παρ΄ότι στη λειτουργική ζωή αποτελεί καθημερινό εκφραστικό ενδιαίτημα – ο φερόμενος ως «χριστιανικός» χώρος, το μόνο «ποιητικό» είδος που δείχνει ως σήμερα με αυτολειχόμενη άνεση να ανέχεται είναι ένα εξαμβλωματικό ιδίωμα. Αυτό που – τόσο εύκολα – ονομάζεται «χριστιανική ποίηση». Μ΄άλλα λόγια, την παθολογικότερη εκδοχή της ανώδυνης σιροπιασμένης ωραιολογίας. Κι έτσι, πάει περίπατο κάθε αληθινή ποιητική αναφορά στον Χριστό – εφόσον αυτή τρομάζει την επανάπαυση στη «δική μας» ιδιόλεκτο. Στις χίλιες περίπου σελίδες που έγραψε ο Παντελής Πρεβελάκης για τον Ρίτσο (Ο Ποιητής Γιάννης Ρίτσος: Συνολική Θεώρηση του Έργου του, 1981), προειδοποίησε: «[…] Οφείλω, ωστόσο, να ειδοποιήσω [τον αναγνώστη], πως σ΄όλα ανεξαιρέτως τα νεανικά ποιήματα του Ρίτσου – δηλαδή ως το 1940 – θα συναντήσει τον Χριστό. Η χάρη Του δεν απουσιάζει μηδέ στα μεταγενέστερα ποιήματα, μόνο που εμφανίζεται σπανιότερα. […]». Με ουσιαστικότερο, όμως τρόπο θα προσθέταμε. «Απόψε ακούμε πάλι / γύρω απ΄τη στέρνα του σπιτιού / το θρόισμα της χλόης απ΄το βήμα σου. Κρύβουμε τα μάτια μες στα χέρια / μη δούμε στα νερά τη λάμψη της μορφής σου. / Βράδυνε ακόμη, Κύριε. Βράδυνε. / Έχουμε ακόμη δάκρυα πολλά / στο μυστικό δοχείο που μας εδώρισες / έχουμε ακόμη δάκρυα πολλά / για να ποτίσουμε το χώμα των αγρών σου», γράφει ο Ρίτσος στο ποίημα «Μεγάλη Πέμπτη» του 1939. Να θυμηθούμε ένα από τα κεντρικά ποιήματα της πρώτης του ποιητικής συλλογής (Τρακτέρ, 1934), όπου μέσα στην εύρωστη ρυθμικότητα των διδαχών του Παλαμά και του Καρυωτάκη, υπό τον τίτλο «Στο Χριστό», διαβάζουμε μια απ΄τις πρώτες εκφάνσεις της προσευχής του ποιητή: «Χριστέ, που μου άνθισε η καρδιά κάτω απ΄τον ίσκιο τον φαιό / του Λόγου σου – άνθος σιωπηλό, της ευλογίας σου πλάσμα – / και μες στη φούχτα σου χολή κι όξος ρουφούσα το Θεό / μ΄επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα, το νέο μου άσμα. […]»

Το πρόσωπο του Χριστού στην ποίηση του Ρίτσου, εξακολουθητικά παρόν, είναι που φωτίζει το σκότος του βίου του. Απανωτοί θάνατοι μελών της οικογένειάς του από τη φυματίωση, η οικονομική καταστροφή του πατέρα του, ο εγκλεισμός του πατέρα του στο ψυχιατρείο του Δαφνίου, η τρέλα της αδελφής του και η δική του προσβολή από τη φυματίωση. Ύστερα οι εξορίες, οι υποτροπές της ασθένειάς του. Ο Ρίτσος διαλέγεται με τον Χριστό συνεχώς. Κι άλλοτε, με βαθιά βιωμένη την εμπειρία της λαϊκής ευσέβειας, αντλεί από το ήθος και την υπομονή του ορθόδοξου αγροτικού κόσμου που τον εξέθρεψε. Η Μονεμβασιά των βυζαντινών εκκλησιών και του Ελκομένου Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, αποτελεί φάρο παραμυθίας για τα μαρτύριά του. «Όταν νυχτώνει κι ο μεγάλος ίσκιος δροσίζει τα λιθάρια, / ακούμε τον Θεό να περπατάει ξυπόλυτος κάτου απ΄τα δέντρα κ’ οι πατούσες του γεμίζουν ρετσίνι […]» γράφει στα 1939, ενώ αργότερα ομολογεί (1956): «Εκείνος βλέπει / Εκείνος ξέρει / όταν ακούει την καρδιά Του στο έργο σου». Και στις Μονεμβασιώτισσες (1975), διαβάζουμε: «Το γράφει, γιε μου, κι η παλιά γραφή: «Άρ’ ακούσει φωνής Χριστού του Ελκομένου / βοώσης μέγα, που πορεύεσθε λαός μου; Μείνετε εν τη πατρίδι / οι καλοί του Χριστού αγωνισταί» […]». Κι αν έτσι συνομιλεί με τον Χριστό, τραγουδώντας του «Απ΄την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή», με τη λαχτάρα παιδιού προς τη Μητέρα, ο Ρίτσος μιλά στην Παναγιά. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς; Γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στα χέρια της. Στη Μονεμβάσια: «[…] Σ΄αυτό εδώ το σπίτι γεννήθηκα, το λέγανε «τα κελλιά». Από κάτω έμεναν οι καντηλανάφτες της εκκλησιάς εδώ, της Χρυσαφίτισσας. Έμεναν οι κηροπλάστες […] Μοσκοβολούσε όλη η περιοχή αλμύρα, ξερό χόρτο και μελισσοκέρι […] Εδώ είναι η εκκλησιά η Χρυσαφίτισσα. Λένε ότι είχε έρθει από μόνη της η Παναγία, η εικόνα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, απ΄τα Χρύσαφα και βρέθηκε μέσα σ΄ένα φρέαρ που υπάρχει. […] Ήρθαν την πήραν πίσω, αλλά η Παναγία, λένε, ξανάφυγε και ξαναγύρισε στο φρέαρ. […] Έφερναν τους ανάπηρους, έφερναν τους αρρώστους, τους έφερναν και ξενυχτούσαν. […] Επίσης, όταν ήταν ένας νέος άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει λέγανε: «Παναγία μου Χρυσαφίτισσα, κάνε μου καλά το παιδί μου και θα σου φέρω μια λαμπάδα στο μπόι του». […] Γινότανε προσευχές, δεήσεις, κραυγές απελπισμένες. Ύστερα, κάτι ξαφνικές σιωπές αναμονής κι έτσι γνώρισα αυτή τη μεγάλη σιωπή της αναμονής ενός κινδύνου και τη μεγάλη σιωπή, θαυμαστική και θαμπωτική, όταν ο κίνδυνος περνάει σαν να εισακούστηκαν οι προσευχές. […]» (από το λεύκωμα Γιάννης Ρίτσος: Αυτοβιογραφία, 2008, των Γιώργου και Ηρώς Στουράκη). Αργότερα στην ποιητική ενότητα Μονοβάσια (1982), βλέπουμε: «Ο Ελκόμενος / ύψωσε τα γερμένα του βλέφαρα […] Γαβριήλ, Γαβριήλ / τόσο γυμνοί γυρίσαμε πίσω – / γυμνή η ουσία, γυμνό το σχήμα […] Θεμέλια κάτω απ΄τα θεμέλια. Οι Εκκλησίες κάτω από τα σπίτια / σε ποιο κλαδί του αγέρα / κρατιέται ο χρυσοφτέρουγος Αρχάγγελος; […]». Στο έργο του Ρίτσου Η Κυρά των Αμπελιών, εκδεδομένο το 1975, αλλά γραμμένο παράλληλα με τη Ρωμιοσύνη (1945-47), το πρόσωπο της Θεοτόκου σκιάζει ευλογητικά όλη τη σύνθεση, διακρινόμενη από την υψηλή εικονοποιία, την απροσδόκητη συγχώνευση των μοντερνιστικών τρόπων με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, αλλά και των λαϊκών ασμάτων για την Παναγία, που ταυτίζεται με την ελευθερία. Το ποίημα αποτελείται από είκοσι τέσσερα άσματα: «Κυρά των Αμπελιών, που σ΄είδαμε πίσω απ΄το δίχτυ του πευκόδασου / να συγυρίζεις με το χάραγμα τα σπίτια των αητών […] / Η μάνα μας κοιτούσε τ’ απογέματα τ’ άσπρο τετράγωνο του φεγγαριού να σέρνεται στο πάτωμα / […] ο πατέρας μας κάθονταν στου κρεββατιού την άκρη […] σα ν’ άνοιγε της Πλάσης τη μεγάλη Βίβλο / και να διάβαζε μονάχος τους ψαλμούς του Δαυϊδ μπροστά σε Σένα […] Το σπίτι είναι ήσυχο, βαθύ, σαν Επιτάφιος το Μεγάλο Σάββατο / και μόνη εσύ, Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο χάραμα / […] σάμπως ένα άγιο περιστέρι που κρατάει στο ράμφος του / μια δέσμη φως ισοζυγιάζοντας την ζυγαριά του κόσμου».

Στο τελευταίο ποίημα-σύνθεση της Τέταρτης Διάστασης, το Όταν έρχεται ο Ξένος (1958), ένα από τα εξοχότερα δείγματα μελέτης θανάτου της νεότερης ποίησης, «έρχεται Εκείνος / με την συγκατάνευση της αρχαίας δοκιμασίας του». Ο Ξένος. Ακάλεστος, φθάνει στο σπίτι μιας χαροκαμένης οικογένειας, με τους σκεπασμένους καθρέφτες. «Είναι πάντα μια γέννηση – έλεγε ο Ξένος, – / κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. / […] Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει θάνατος […]». Στο τέλος του ποιήματος, ο αφηγητής για λογαριασμό όλων των βουβών προσώπων καταλήγει: «Κι αυτός ο Ξένος, είταν ο πιο δικός μας. […]». Τηρουμένων των αναλογιών, (αφού ο αναγνώστης ξέρει και νιώθει ποιος είναι ο Ξένος του ποιητή), ο Ρίτσος παραμένει για την ποίησή μας «ο πιο δικός μας Ξένος». Επείγει να τον διαβάζουμε – όπως και τον Παλαμά – στην προοπτική της ενότητας της ποιητικής μας παράδοσης. Αυτού του ευρύκλαδου δέντρου, που κρύβει την αλήθεια: τον αέρα της ψυχής μας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨
Τεύχος 1ο σελ. 109-111

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.