Ο κυρ’ Γιαννακός ο Σεβίλης – Φώτη Κόντογλου.

ΛΕΓΑΝΕ για τ’ Αϊβαλί πως έβγαζε τους πιο μεγαλόκορμους και τους πιο καλοκανωμένους άντρες μαζί με την Κρήτη. Ήτανε κι οι πιο μερακλήδες στα ρούχα και στα φερσίματα. Εκείνο όμως που τους στόλιζε περισσότερο ήτανε η σεμνότητα κι η ευσέβεια. Έβλεπες παλικάρια θηρία, να στέκουνται στην εκκλησιά με φόβο Θεού, σαν τα μικρά τα παιδιά. Αθώες ψυχές μέσα σε κορμιά γερά. Και τρία λόγια!

Ο πιο παλικαρίσιος μαχαλάς ήτανε η Κάτω Χώρα. Εκεί πέρα ήτανε ένα σωρό καφενέδες και ταβέρνες, τ’ Ασημένιου ο καφενές, του Κονταρά, του Βαγγέλα κι άλλοι, οι ταβέρνες του Μπαγιώρη και του Στριγγάρου. Την Κυριακή ήτανε γεμάτες τέτοιον κόσμο.

Οι ταβερναροί ξεχωρίζανε στην παλικαριά, μα ήτανε ήμεροι στο πρόσωπο, γλυκομίλητοι, πλην λιγόλογοι και σοβαροί. Νοικοκυραίοι ανθρώποι, καλοφορεμένοι, με τ’ άσπρα τα πουκάμισα, καλοχτενισμένοι, καλοξουρισμένοι, αρχοντικοί ανθρώποι. Σα να ’χανε κάποιο αξίωμα. Αν τύχαινε να μαλώσουνε τίποτε μουστερήδες και να τραβήξουνε μαχαίρια, ο ταβερνάρης έμπαινε στη μέση δίχως χειρονομίες και δίχως πολλά λόγια και παρευτύς ειρηνεύγανε.

Το καλοκαίρι καθόντανε απέξω από τους καφενέδες, και σαν περνούσε κανένας παπάς, βγάζανε τις κατσούλες τους κι ανεσπαζόντανε το χέρι του. Κάθε βράδυ περνούσε ο Δεσπότης και πήγαινε περίπατο ίσαμε το Νοσοκομείο. Μπροστά πήγαινε ο καβάης, ο Νικόλας ο Γιακουπής, καμαρωτός, με το φέσι, με τα χρυσά τα κουμπιά, κι από πίσω ερχότανε ο Δεσπότης βαστώντας το μπαστούνι με τ’ ασημένιο το πόμολο, και βλογούσε το λαό. Μονομιάς σηκωνόντανε όλοι από τις καρέκλες και στεκόντανε ξεσκούφωτοι, ίσαμε να περάσει ο Δεσπότης.

Έπρεπε λοιπόν να δεις το μπάρμπα Γιαννακό το Σεβίλη, για να πάρεις μιαν ιδέα για τούτο το γένος που σου μιλώ. Όχι για την παλικαριά, γιατί ο μπάρμπα Γιαννακός ήτανε νοικοκύρης ειρηνικός και περασμένος, αλλά για το μεράκι.

Στο μπόγι ήτανε κανονικός, χοντρούτσικος, μορφοκανωμένος, στρογγυλοπρόσωπος, κοκκινομάγουλος, ολοένα γελαζούμενος, μ’ όλο που τόνα το μάτι του ήτανε βλαμμένο. Τα χέρια του ήτανε φουσκωτά σαν δεσποτικά, τα ποδάρια του μικροκανωμένα, όπως είναι στους περισσότερους ανατολίτες. Τα ρούχα του σαν χυτά καθόντανε απάνω του, τα γιλέκια του, τα σαλβάρια του, οι κάρτσες του, όλα ζωγραφιστά. Στο κεφάλι φορούσε ένα φέσι τουνεζλίδικο ίδιο με κορώνα, και γύρω – γύρω το στολίζανε τάσπρα κατσαρά μαλλιά του, σα γλάστρα βασιλικός. Τα σαλβάρια του ήτανε μακρυά, ίσαμε από πάνου από τ’ αστραγάλι, και το ζουνάρι του μεταξωτό ταράμπουλουζ τρία δάχτυλα στενό, όπως συνηθίζανε οι νοικοκυρέοι.

Το καλοκαίρι έβγαινε από το σπίτι και πάγαινε στο παζάρι δίχως σάκκο, πάντα κατακάθαρος, με το πουκάμισο και με το γιλέκι. Από τη μια τσέπη του γιλεκιού του κρεμότανε η χρυσή καδένα του ρολογιού του και στο λαιμό του το μαύρο κορδόνι με τα ματογυάλια, που τα ’χε στην απάνω τσέπη.

Το χειμώνα έβαζε μια γούνα ακριβή, δουλεμένη με πολλή ψιλοδουλειά. Φορούσε τσουράπια κάτασπρα, και στα ποδάρια του έβαζε κάτι παπούτσια, τα λεγόμενα πάπιες, με πατημένη φτέρνα σαν παντόφλες. Αυτά τα παπούτσια τα λέγανε πάπιες, γιατί είχανε κάτι μύτες πλατιές και στρογγυλές σαν τη μύτη της πάπιας, και τις φορούσανε οι γεροντότεροι κι οι καλοί – καλοί. Και τα βάζανε με πατημένη φτέρνα οι μερακλήδες, έτσι τόχανε μανία, να πατάνε στο λασπωμένο καλντερίμι το χειμώνα και να μη λασπώνονται τα τσουράπια.

Ο μπάρμπα Γιαννακός περπατούσε αλαφρά σαν παλικαράκι. Την πρωτοχρονιά πάγαινε να χαιρετίσει στον Απάνω Μαχαλά, πρόφταινε από τα Ταμπακαριά ίσαμε την Κάτω Χώρα. Πολλές φορές τα καλντερίμια ήτανε λασπωμένα και γλυτζερά, μολαταύτα οι φτέρνες τού μπάρμπα Γιαννακού ήτανε κατακάθαρες, με τέτοια προσοχή και πιδεξοσύνη περπατούσε.

Στην τσέπη του γιλεκιού του είχε κι ένα κουτάκι στρογγυλό ασημοπλουμισμένο κι έβαζε μέσα τον ταμπάκο του, είχε κι ένα άλλο κουτάκι τεφαρίκι, στο ζουνάρι του, κι είχε μέσα ένα κομμάτι τεμπεσίρι το λεγόμενο κιμωλία. Σα τύχαινε να πιτσιλιστεί πουθενά η κάρτσα του, ο μπάρμπα Γιαννακός ανεσήκωνε το καλαμοβράκι του, έβγαζε το τεμπεσίρι και καλλιγραφούσε όπου λάχαινε να ’ναι πιτσιλισμένο τ’ άσπρο το τσουράπι του.

Στον Άγιο Γιώργη ήτανε η ενορία του. Ήτανε μιαν εκκλησιά πολύ μεγάλη κι ακριβοχτισμένη στ’ όνομα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη που μαρτύρησε στο Αϊβαλί στα 1807, σε καιρό που ήτανε παλικάρι ο πατέρας του μπάρμπα Γιαννακού, κι είχε δει με τα μάτια του τον αποκεφαλισμό του.

Ίσαμε που γέρασε, έψελνε σε κείνη την εκκλησιά, αριστερός ψάλτης. Δεξιός ήτανε ένας Γιώργης Ρίνας, ο λεγόμενος Τρίφτης, επειδής ήτανε βλογιοκομμένος.

Κάνανε μεγάλο πανηγύρι οι Αϊβαλιώτες. Αποβραδύς κουβαλούσανε στο παζάρι ένα αγκωνάρι ματωμένο, μια σαρμουσακόπετρα, στο μέρος που μαρτύρησε ο Άγιος Γιώργης, κι ο κόσμος άναβε κεριά και τα κολλούσε σε κείνη την πέτρα και στα μεγάλα τα μανάλια που τα ’χε μαστορέψει με πολλή τέχνη ο Νικόλας ο Μπακιρνάκας. Οι τούρκοι τα βλέπανε και δε μιλούσανε.

Ανήμερα, γινότανε η λειτουργία με μεγάλη κατάνυξη, δεν απόμνησκε σε σπίτι κανένας, μηδέ μικρός μηδέ μεγάλος, μόνε γέμιζε κείνη η μεγάλη εκκλησιά από μέσα κι απόξω. Ο Δεσπότης κι οι παπάδες ήτανε δακρυσμένοι, οι γυναίκες και τα μωρά κλαίγανε. Κείνη την ημέρα, από τις έντεκα εκκλησιές που ’χε τ’ Αϊβαλί, μαζευόντανε στον Άγιο Γιώργη όλοι οι παπάδες κι οι ψαλτάδες. Εκειπέρα έβλεπες ελληνισμό και χριστιανωσύνη! Εκειπέρα ανετρίχιαζε κι ο πιο αναίσθητος άνθρωπος, κι όποιος ήθελε να κλάψει, εκειπέρα έπρεπε να βρεθεί. Να κλάψει και μαζί ν’ αναγαλλιάσει, όπως θωρούσε κείνο το μεγαλείο πο’χει η ορθοδοξία, η κατατρεγμένη κι η ματωμένη, κι άκουγε είκοσι ψαλτάδες και πενήντα κανόναρχους, να ψέλνουνε μια παλικαρίσια ψαλμωδία. Ακόμα κι οι τούρκοι φαινόντανε στεναχωρημένοι, γιατί ήτανε και κείνοι γεννημένοι από την ίδια τη μάνα, που μεταδίνει στα παιδιά της το πάθος της καρδιάς και κείνη τη σπλαχνικιά αθωότητα που δε βρίσκεται σ’ άλλον τόπο.

Αυτά τα πανηγύρια γινόντανε από ανθρώπους θλιμμένους, απάνω σε μνημούρια ματωμένα. Η ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάνα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη πούνε πονεμένη αγάπη, απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμέλιωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του.

Αυτοί οι άνθρωποι βρέχανε το γιατάκι τους με δάκρυα και πηγαίνανε στην εκκλησιά και δοξολογούσανε το Θεό π’ αξίωσε ν’ αγιάσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που ζούσε ίσαμε ψες ανάμεσά τους, και παράδωσε το κορμί του κουρμπάνι για την πίστη μας, όπως ο Χριστός παράδωσε το δικό του το κορμί για να μας δείξει την αληθινή την αγάπη.

Τον Άγιο Γιώργη τον τυράγνησε ο μπόγιας πολλές ώρες και τον αποκεφάλισε τα μεσάνυχτα στις 26 Νοεμβρίου 1807. Κανένας δεν κοιμήθηκε κείνη τη νύχτα, κανένας δεν ανάπαψε το κορμί του, κι οι αρρώστοι αγρυπνούσανε στο γιατάκι τους και κλαίγανε και λέγανε «Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!». Αλλά κι ύστερ’ από τόσα χρόνια, κάθε παραμονή, λιγοστοί σφαλούσανε μάτι, κι ο καιρός ήτανε πάντα μπουρινιασμένος και κλαμμένος κείνη την ημέρα.

Αφού για όλον τον κόσμο ήτανε κατανυχτική κείνη η μέρα, για τον μπάρμπα Γιαννακό ήτανε ακόμα παραπάνου. Μ’ όλο το πλήθος τούς ψαλτάδες, τα πιο θλιβερά τα τροπάρια τάψελνε ο μπάρμπα Γιαννακός. Είχε γλυκιά φωνή, ήτανε σπινόφωνος, όπως λέγανε οι ψαλτάδες, κι έψελνε μ’ ένα πάθος και μ’ έναν τέτοιον ενθουσιασμό, που τον συγκλόνιζε από τα ριζοκάρδια του.

Μια χρονιά, έτυχε να γυρίσει στ’ Αϊβαλί κείνες τις μέρες ένας οπλαρχηγός Αϊβαλιώτης που πολέμαγε στη Μακεδονία και που τον λέγανε καπετάν Παλαμίδα, πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Πούλακη. Ήτανε ντυμένος με μαύρον ντουλαμά, ένας άνθρωπος θεόρατος, με μαύρη γενειάδα, σαν κόρακας, γιατί ήτανε καλόγερας. Είχε φωνή βροντερή σα λιοντάρι, κι είπε τον Απόστολο που κουνιόντανε τα στασίδια, «εγένετο πάση ψυχή φόβος». Τα λόγια τα ’βγαζε από το στόμα του ίδια βόλια, σα να βάραγε με μια βαριά απάνου στ’ αμόνι: «Πράξεων των Αποστόλων το ανάγνωσμα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν επέβαλεν Ηρώδης ο βασιλεύς τας χείρας κακώσαι τινάς των από της εκκλησίας▪ ανείλε δε Ιάκωβον τον αδελφόν Ιωάννου μαχαίρα». Μαχαίρα! Θάρριες πως έβλεπες μπροστά σου την ακονισμένη μαχαίρα που έκοψε το κεφάλι τ’ Άγιου Γιώργη.

Σάλπιγγα αρχαγγελική ήτανε η φωνή του καπετάν Παλαμίδα πο ‘τρεμε ο κόσμος. Μα του μπάρμπα Γιαννακού η φωνή ήτανε γλυκιά, πανηγυρική και κελαϊδιστή. Και την πιο μεγάλη τέχνη του την έβαζε ο καημένος σαν έλεγε το τροπάρι τ’ Άγιου Γιώργη, που το ’χε συνθεμένο ένας παπάς γέρος κι αγιασμένος, Κατσαρέλι λεγόμενος:

«Πλυθύς Κυδωνιέων, εν ωδαίς ευφημίσωμεν, ημών τον πολιούχον και της Χίου το βλάστημα, της πίστεως πρόμαχον θερμόν. Γεώργιον οπλίτην τον στερεόν. Επλάκη γαρ γενναίως τω δυσμενεί, και τούτω κατηκόντισεν. Όθεν εν ουρανοίς στεφηφορών, μάρτυσι συναγάλλεται εις ημίν εξευμενίζεται τον μόνον φιλάνθρωπον».

Στα 1922, σα γίνηκε ο καταραμένος ο διωχμός, πέρασε στα ελληνικά τα μέρη κι ο μπάρμπα Γιαννακός. Ίσαμε που πέθανε δεν αλλάξανε μηδέ τα σαλβάρια του, μηδέ το φέσι του, μηδέ τα τσουράπια του. Μα το πιο παράξενο είναι πού πήγε και τα κονόμησε κείνα τα παπούτσια, τις πάπιες, που σκανταλίζανε τους παλιοελλαδίτες;

Πέθανε στην Αθήνα στα 1923. Τον σκότωσε ένα αυτοκίνητο.

«Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος».

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Βίβλος Γενέσεως. Ιστορίες απλές σαν τίποτα. Γραμμένες από το Φώτη Ν. Κόντογλου

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.