Νικόλαος Κριεζώτης (13 Φεβρουαρίου 1885) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Λίγοι αγωνιστές του 21 μπορούν να συγκριθούν στην ανδρειωσύνη με το Νικόλαο Κριεζώτη. Δεν υπάρχει μεγάλη μάχη του μεγάλου Αγώνα που να μην πήρε μέρος και να μην έδειξε την παληκάρια του. Και έζησε και είδε την Ελλάδα λεύτερη και αναγνωρίστηκε η προσφορά του με τιμές και αξιώματα. Έγινε υποστράτηγος και βουλευτής. Και μέχρι το 1840 απολάμβανε την εύνοια του βασιλιά Όθωνα και της αυλής του.

Τότε όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο δαιμόνιος πρωθυπουργός
Κωλέτης
δεν μπορούσε να βλέπει τον αντίπαλο του πολιτικά Κριεζώτη να μπαινοβγαίνει στο παλάτι. Η απεριόριστη επιροή του στον κόσμο, τον βασάνιζε.
Στην Εύβοια κυριολεκτικά τον λάτρευαν γιατί εκτός από παληκάρι ήταν και άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Όλα αυτά ενοχλούσαν αφάνταστα τον Κωλέτη. Και επειδή δεν μπορούσε να αναμετρηθεί φανερά μαζί του, ακολούθησε τον προσφιλή του τρόπο που πολεμούσε τους αντιπάλους του, τη ραδιουργία.
Κατάφερε τους αυλόδουλους του παλατιού να παρασταίνουν στο βασιλιά τον Κριεζώτη ως επικίνδυνο για το θρόνο του. Άλλοτε τον διέβαλαν ως τυραννι¬κό, άλλοτε ως αυταρχικό και άλλοτε ότι επιδίωκε τη δικτατορία της Εύβοιας. Και έστειλαν αστυνομικούς να τον παρακολουθούν.
Μια μέρα μάλιστα άνθρωποι του Κωλέτη πλήρωσαν κάποιον Πετειναράκη να καταθέσει πως ο Κριεζώτης τον μαστίγωσε και έπαθε εντεροκοίλη, μια πάθηση που, όπως ομολόγησε αργότερα ο Πετειναράκης την είχε από μικρό παιδί. Και έτσι, σύμφωνα με το νόμο, ο ξυλοδαρμός ήταν κακούργημα και δεν επέτρεπε στον Κριεζώτη να εκτεθεί για βουλευτής. Αθάνατε Κωλέτη πως εξουθένωνες τους εχθρούς σου!
Δεκαεφτά μηνύσεις υποβλήθηκαν εναντίον του Κριεζώτη και, όπως γράφει εφημερίδα της εποχής «τον απήγαγαν δέσμιον εις το φρούριόν της Χαλκίδος. Τοιαύτη βανδαλική θέση κατά του Κριεζώτου, δεκατριών μαχών τροπαιούχο στρατηγό». Και στη φυλακή υπόφερε. Του φέρνονταν σαν το χειρότερο κακούργο. Σκέπτονταν μάλιστα να επαναλάβουν το πείραμα του Ανδρούτσου. Να τον δολοφονήσουν και να διαδώσουν πως προσπαθώντας να δραπετεύσει σκοτώθηκε.
Όταν ήρθε ο καιρός να δικαστεί, αν και το δικαστήριο της Χαλκίδος κηρύχτηκε με βούλευμα αναρμόδιο για την ποινική κατηγορία που τον κατηγορούσαν, εν τούτοις τον καταδίκασαν και του αφαίρεσαν και το βαθμό του.
Το ποτήρι τώρα ξεχείλισε. Η πίκρα και η αγανάχτηση τον έπνιγε. Και δεν ήταν δυνατόν ένας αδούλωτος και απροσκύνητος σ’ όλη του τη ζωή Κριεζώτης να σκύψει το κεφάλι άλλο και να εξευτελίζεται καθημερινά απ’ τις βρώμικες ραδιουργίες του Κωλέτη και των αυλόδουλων του Όθωνα. Η φιλοτιμία του δεν άντεχε άλλο. Άνοιξε μια σκοτεινή νύχτα μια τρύπα στη φυλακή και απόδρασε. Και τότε σήκωσε σημαία ανταρσίας. Με χίλιους πιστούς άνδρες πιάνει τη θέση Κοπανά. Χιλιάδες βασιλικός στρατός κινείται εναντίον του. Και πριν ακόμα αρχί¬σει η σύρραξη μια μπάλα από το κυβερνητικό πυροβολικό χτυπά τον Κριεζώτη στο χέρι στον καρπό.
Για να μην ιδούν οι συμπολίτες του και δειλιάσουν κρύβει το λαβωμένο αριστερό του χέρι μέσα στη φουστανέλλα του. Κείνοι όμως τον είδαν.
-«Γι τηράτε μωρέ; τους λέει νευρικά. Τη δουλειά σας, τη δουλειά σας εσείς!
Κι αποτραβήχτηκε παράμερα να δέσει τη λαβωματιά του. Κοιτάζει όμως καλύτερα και βλέπει πως το χέρι του ήταν ολότελα κομμένο και κρατιόταν από ένα νεύρο.
Φωνάζει σ’ ένα απ’ τα παληκάρια του και προτείνοντας το χέρι του λέει:
-Βρε, βγάλ’ το μαχαίρι σου και κόφτο!
-Α, καπετάνιε! έκαμε το παληκάρι κι απομακρύνθηκε για να μη βλέπει το κομμένο χέρι!
-Ού να χαθείς! του φώναξε ο Κριεζώτης και χωρίς άργητα βγάζει απ’ το σελάχι του ένα μαχαίρι και μόνος του κόβει το κρεμάμενο χέρι. Πλημμύ¬ρισε ο τόπος στο αίμα. Το είδαν πολλά παληκάρια και έτρεξαν κοντά του.
-Βράστε τώρα ένα τσουκάλι κατράμι, προστάζει.
Δυο τρεις ξεχύθηκαν στη σκηνή και γύρισαν σε λίγο φέρνοντας μια χύτρα γεμάτη πίσσα. Την έβαλαν πάνω στη φωτιά. Κι όταν άχνιζε και άρχισε να κοχλιάζει, πλησίασε ο Κριεζώτης και βύθισε το γεμάτο αίμα χέρι του μέσα.
Μόλις ήρθε σ’ επαφή το πληγωμένο χέρι του με την πίσσα τσίριζε, έτριζε, μαζεύτηκε, άπλωσε και σε λίγο η σκηνή γέμισε από μυρουδιές πίσσας και ψημμένου κρέατος. Και ο ήρωας δεν έβγαλε ούτε έναν αναστεναγμό.
Άφησε το χέρι του ίσαμε ένα τέταρτο της ώρας στην πίσσα, το κουνούσε μέσα σ’ αυτή και συνομιλούσε με τους στρατιώτες του.
Η αιμορραγία σταμάτησε εντελώς, το τραύμα καυτηριάστηκε και αποπετρωμένος και μαύρος έμεινε ο βραχίονας σαν καμμένο κλαδί δέντρου. Τον τύλιξε ύστερα μέσα σε ένα μαντήλι που έβγαλε απ’ το ζωνάρι του, έδεσε τις δυο άκρες του απ’ το λαιμό του και το κρέμασε στο στήθος του. Και τότε σκύβοντας πήρε απ’ το δάπεδο με τ’ άλλο χέρι του το κομμένο, το σήκωσε αιμόφυρτο και τρεμά¬μενο ακόμα, το κοίταξε λίγο και λυγίζοντας το στην παλάμη του λέει:
-Βρε του κερατά το χέρι βάρος που τόχει!..
Και ύστερα από λίγο λέει στα μαζεμένα γύρω του παληκάρια:
-Ορέ πωδίά, όλα τώρα τέλειωσαν. Προσκυνήστε το βασιλιά. Και θαρθεί καιρός να πετύχει ο τόπος εκείνο που επιθυμεί. Δεν ήταν της τύχης να το κάμω εγώ, αλλά δεν απελπίζομαι, θα το κάμουν άλλοι».
Και σηκώνοντας το κομμένο χέρι του πρόσθεσε:
«Το έργο ετελείωσες, ανάπαυση σου χρειάζεται τώρα. Εάν ό,τι έκαμες εσύ, κάμει κάθε ελληνικό χέρι, η Ελλάδα θα γίνει κοσμοκράτωρ».
Τραπέζι είχε στρωθεί στο παλάτι και προσφερόταν σούπα όταν μαθεύτηκε το ατύχημα του Κριεζώτη. Όλοι πέταξαν απ’ τη χαρά τους που την εκδήλωσαν με διάφορους τρόπους.
Συνέπεσε όμως να είναι υπασπιστής της υπηρεσίας ο στρατηγός Χατζηχρήστος που μόλις άκουσε την είδηση και είδε όλους γύρω του να χαίρονται τόσο ταράχτηκε που του έφυγε από το χέρι το κουτάλι, έπεσε πάνω στο πιάτο και το έσπασε κάνοντας κρότο.
Το παρατήρησε η βασίλισσα, κατάλαβε την αιτία από την έκφραση του προσώπου του στρατηγού και του λέει:
-Τί τρέχει, στρατηγέ; Πώς; Σου κακοφάνηκε η είδηση; Αυτό του έπρεπε.
Τότε ο περήφανος Χατζηχρήστος, παλιός συμπολεμιστής του Κριεζώτη, που καταγόταν απ’ τη Σερβία και με δυσκολία μιλούσε τα ελληνικά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και φώναξε:
-«Κρίμα παιντί μου βασίλισσα. Κείνο το χέρι κόψει Τούρκους, δώσει ελευθερία, να τρώμε εντώ σήμερα και αμαρτία να γελάει για το μαντάτο».
Τα γέλια πάγωσαν αμέσως στα χείλη όλων και ο βασιλιάς σκυθρωπός πρόσταξε ν’ αλλάξουν κουβέντα.
Δεν τον χώραγε πια άλλο η Ελλάδα τον Κριεζώτη. Έπρεπε να φύγει μακριά για να γλιτώσει. Και πρίν αποχωριστεί τα παλικάρια του τους λέει:
-«Μη νομίσετε πως φεύγω γιατί φοβούμαι, αλλά φεύγω γιατί λυπάμαι σας, τις οικογένειες σας και την πατρίδα μου. Δεν θέλω να την ιδώ έρημη σήμερα. Δια των εχθρών της με πολεμά αλλά θα ‘ρθει ημέρα να με θυμηθή».
Αφήνει την πατρίδα που τόσο αγωνίστηκε για τη λευτεριά της και φεύγει με λίγους συντρόφους του για την Τουρκιά. Πάει να βρει καταφύγιο στον Τούρκο, τον εχθρό του Γένους, που μ’ αυτόν πάντα δεν ήθελε κουβέντες παρά μονάχα πόλεμο. Πιο πολύ απ’ το πληγωμένο κορμί του πονούσε η ψυχή του για τη μοίρα του. Μα τι να ‘κανε. Μακάριζε τους συναδέλφους του που είχαν πέσει στις μάχες και δεν έζησαν να ιδούν τέτοια κατάντια. Δεν του βάσταγε η καρδιά να κάμει κακό στην Πατρίδα που τόσους αγώνες έκαμε γι’ αυτήν. Αυτήνοι οι άνθρωποι», όπως θα πει ο Μακρυγιάννης, «κι όλοι οι άνθρωποι οπούχαν αίστηση, κλαίγανε. Και οι απατεώνες και χαίρονταν, ότι στείλαν τους Αγωνιστάς εις τους Τούρκους να ζή¬σουν». Ας είναι.
Τα Ψαρά φιλοξένησαν για λίγο τον παραδαρμένο ναυαγό όπου έφτασε στις 9 Αυγούστου 1847. Ύστερα πήγε στη Χίο, όπου τον φιλοξενούν με μεγάλη προθυμία. Και από κει περνά στην Τουρκία.
Οι Τούρκοι τον υποδέχτηκαν με θαυμασμό. Ο σουλτάνος του πρόσφερε 15 χιλιάδες γρόσια το μήνα και 300 σε καθένα απ’ τους συντρόφους του, και του είπε πως είναι λεύτερος να κινείται σ’ όλη την επικράτεια.
Ζούσε στα περίχωρα της Σμύρνης, μόνος, μακριά απ’ τη γυναίκα του και τον γιό του, πίνοντας το πικρό ποτήρι της θλίψης.
Έγινε μια προσπάθεια να δοθεί αμνηστεία. Το παλάτι όμως επιφυλάχτηκε. Ήθελε πρώτα να προσκυνήσει τον Όθωνα ο Κριεζώτης. Αυτός όμως απάντησε στους μεσολαβητές:
-«Τι λέτε, ορέ βελιάκιμ. Ο Κριεζώτης δεν προσκυνά το βαυαρό, αλλά θα πεθάνω εδώ στην ξενητιά. Τι με μέλλει • την τιμήν δε θα την χάσω και μια μέρα η πατρίδα μου, όταν βάλει γνώση, τα κόκκαλά μου θα τα πάρει από την ξενιτιά και θα τα τιμήσει. Θα μου δώσει και τρεις πήχεις τόπο γιατί έχω δίκιο κι ας φωνάζουν τώρα τα κοράκια. Ο Όθωνας, ορέ, δε θα μείνει, αργά ή γρήγορα θα φύγει. Λέγουν πως μια φορά και ένας κάποιος Θεμιστοκλής έτσι σαν και μένα εξορίστηκε και πέθανε σε τούτα τα χώματα και κατόπιν του δώσανε δίκιο, του έκαμαν κι ένα μεγάλο άγαλμα. Οι Ρωμιοί έτζι είναι, κατόπιν τους έρχεται γνώση…».
Και ένα πρωί εκεί στην ξενητειά του ήρθε ο θάνατος ύστερα από ολιγοήμερη αρρώστια. Ήταν ακάλεστος ή σταλμένος απ’ το παλάτι της Αθήνας; Πολλοί υποστηρίζουν πως κάποιος αποσταλμένος απ’ το παλάτι τον πότισε δηλητήριο. Το αγγελτήριο του θανάτου του έλεγε:
«Την νύκτα της Τετάρτης προς την Πέμπτην απεβίωσεν εις το χωρίον Γωνιά (Μπουτζά) ο γέρων στρατηγός Κριεζώτης μετά ολιγοήμερον νόσον. Επιμέλεια δετινών συγγενών και φίλων του στρατηγού, κατεβιβάσθη ο νεκρός εκ του χωρίου εις την πόλιν δια να κηδευθή σήμερον (13-2-1853) μετά της ανηκούσης πομπής.
Στη Σμύρνη και στο ναό της Αγίας Φωτεινής έγινε μεγαλόπρεπα η κηδεία του. Την παρακολούθησε ο αδούλωτος ψυχικά ελληνικός πληθυσμός της Σμύρ¬νης και απέδωσε τιμές στρατηγού στρατιωτικό τουρκικό απόσπασμα. Η επίσημη Ελλάδα απουσίαζε. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Θωμάς Τιμαγένης. Ήταν ένας εξαίσιος ύμνος κι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που συνόδεψε το νεκρό στην αθανασία. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ μερικά κομμάτια του:
«Και έπεσεν ο δυνατός του Ισραήλ. Και ο δυνατός του Ισραήλ φέρεται άπνους εις την κοινήν αποθήκην του ανθρωπίνου γένους… Έλα κατέβα συ γέρε απόμαχε στρατιώτα, κατέβα από των υψικαρήνων ορέων της Ελλάδος, έλα, κατέβα να ιδής, αν γνωρίζης, οποίον άνδρα δέχεται σήμερον εκείνος ο χαίνων εκεί τάφος. Έλα κατέβα, Σύ των Ευβοϊκών ορέων ορεσίστροφε Αρματολέ να ιδής οποίον μεγάνορος φέρετρον περιστοιχεί σήμερον η Σμυρναίων πόλις, πηλίκου ανδρός νεκρόν χωρεί ο μικρός εκείνος τάφος…
«Μόλις ηκουετο όπλων κλαγγή και πάταγος ίππων, ανδρών πολεμούντων, και ο λεοντόκαρδος Κριεζώτης, με υψιπέτου αετού και τόλμην και ταχύτητα, επήρχετο εκεί ως καταιγίς φερομένη μετά βροντής και σει¬σμού και φωνής μεγάλης και ως φλόξ πυρός κατεσθίουσα μυριάνδρους φάλαγγας εις προς χίλιους και δυο μετακινούντες μυριάδας…
«Ο πρόμαχος της Ελλάδος και Υποστράτηγος Νικόλαος Κριεζώτης ο φυράσας την γην της Ελλάδος με το αίμα του, αποθνήσκει σήμερον ως ένας των ιδιωτών, ξένος εν ξένη… Αλλ’ όσοι, στρατηγέ της Ελλάδος, κατώρθωσαν όσα σύ, έχουν τιμάς ικανός τας πράξεις των, το όνομα των…
«Και αν άπαξ ο Θεμιστοκλής έπιε το κώνειον χάριν της πατρίδος του, ο Κριεζώτης έπινε το πικρόν ποτήριον της προσβεβλημένης φιλοτιμίας του καθ’ εκάστην και η αδιάλειπτος ανάμνησις της πατρίδος του έφερε τον θάνατον εις τον Στρατάρχην της Ελλάδος. Έως και αυτή η τελευταία πνοή του εξήρχετο με το όνομα της φιλτάτης πατρίδος… Ετελεύτησας τον βίον εξόριστος, ατυχής και ως ο αρχαίος Ισραήλ, καθήμενος επί της ξένης γης έψαλλες με την παλληκάρια σου. «Επίτονποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημών της Σιών…
«Σήμερον λύονται αι βαρείαι της εξορίας σου αλύσεις και σήμερον παύει ο γύψ της ιδίας σου φιλοτιμίας να κατατρώγει τα σπλάχνα του γέρου τούτου αρματολού, διότι απέθανε πλέον.
Κατάβα, κατάβα Στρατάρχα της Ελλάδος, εις τον χοίνοντα τάφον και ανάμενε εκεί την εσχάτην σάλπιγγα της κοινής αναστάσεως. Φέρε μαζί σου και θάψον εν τω αυτώ σου τάφω, τας αλγηδόνας, τας θλίψεις, τας πληγάς σου. Η δε αδέκαστος ιστορία, ταχέως ή βραδέως, θέλει σε ανελκύσει από τον σκοτεινόν σου τάφον και θέλει σε ανυψώσει εις την αξίαν περιωπήν, αποδίδουσα εις την μνήμην σου το δίκαιον σέβας και τους πρέποντος επαίνους…».
Αυτόν τον επιτάφιο λόγο καταχώριζε σε λίγες μέρες στις στήλες της η εφημερίδα «Ελπίς» αντί νεκρολογίας και πρόσθετε:
«Αν οι υπουργοί μας έχουν αίσθημα τιμής ας αισχυνθώσι. Αν οι βουλευταί
έχουν αίσθημα τιμής ας αισχυνθώσι και αυτοί. Ο Στρατηγός Κριεζώτης
εις ξένην γην απέθανε, εις ξένην γην ετάφη, μακράν της πατρίδος, εις
την απελευθέρωσιν της οποίας έλαβεν τόσον ενεργητικόν μέρος και οι
συνεταίροι του εν τη ανταρσία έχουσι χαρτοφυλάκια, κάθηνται εις βου
λευτικός και γερουσιαστικάς θέσεις!!». –
Με το θάνατο του Κριεζώτη προστέθηκε στην ελληνική ιστορία ένα ακόμα στίγμα αχαριστίας.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.