Το τέταρτον Αναστάσιμον εωθινόν – Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.

Το τέταρτον Αναστάσιμον εωθινόν Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα του όρθρου της Κυριακής.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΚΔ.1 – 12.

ΤΗ μιά των σαββάτων, όρθρου βαθέος, ήλθον επι το μνήμα φέρουσαι ά ητοίμασαν αρώματα, και τινες σύν αυταίς. Εύρον δέ τον λίθον αποκεκυλισμένον απο του μνημείου, και εισελθούσαι, ουχ εύρον το σώμα του Κυρίου Ιησού. Και εγένετο εν τω διαπορείσθαι αυτάς περι τούτου, και ιδού άνδρες δύο επέστησαν αυταίς εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις. Εμφόβων δέ γενομένων αυτών και κλινουσών το πρόσωπον εις την γήν, είπον προς αυτάς: «τί ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών? Ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη. Μνήσθητε ως ελάλησεν υμίν έτι ών εν τη Γαλιλαία, λέγων, ότι δεί τον υιόν του ανθρώπου παραδοθήναι εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών και σταυρωθήναι, και τη τρίτη ημέρα αναστήναι.» Και εμνήσθησαν των ρημάτων αυτού. Και υποστρέψασαι απο του μνημείου, απήγγειλαν ταύτα πάντα τοις ένδεκα και πάσι τοις λοιποίς. Ήσαν δέ η Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ιακώβου και οι λοιπαί σύν αυταίς, αι έλεγον προς τους αποστόλους ταύτα. Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς. Ο δέ Πέτρος αναστάς, έδραμεν επι το μνημείον, και παρακύψας βλέπει τα οθόνια κείμενα μόνα, και απήλθε προς εαυτόν θαυμάζων το γεγονός.

Απόδοση.

Την επομένη ημέρα μετά το Σάββατο, από τα βαθιά χαράματα ήρθαν οι γυναίκες στον τάφο έχοντας τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει• ήρθαν και μερικές άλλες μαζί τους. Βρήκαν τότε την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα καί, όταν μπήκαν σ’ αυτό, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Καθώς απορούσαν γι’ αυτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες με αστραφτερές στολές. Κι ενώ κατατρομαγμένες είχαν σκυμμένο το πρόσωπό τους προς τη γη, τις ρώ¬τησαν: “Τι ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε! θυμηθείτε τι σας είπε, όταν ακόμα ήταν στη Γαλιλαία. Σας είπε ότι ο Υιός του Ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών του Θεού, να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα ν’ ανα¬στηθεί». Θυμήθηκαν τότε τα λόγια του. Επέστρεψαν απ’ το μνήμα και ανάγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα μαθητές και σ’ όλους τους άλ¬λους. Αυτές που τα έλεγαν αυτά στους αποστόλους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοι¬πες που ήταν μαζί τους. Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν σαν φλυαρίες και δεν τις πίστευαν. Ο Πέτρος όμως σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα. Όταν έσκυψε, είδε τα σάβανα μόνα και γύρισε σπίτι του γεμάτος απορία γι’ αυτό που έγινε.

Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.

Το τέταρτον αναστάσιμον εωθινόν εξαποστειλάριον, Ποίημα Κωνσταντίνου του βασιλέως. Ήχος Β. «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν.»

Ταις αρεταίς αστράψαντες, ίδωμεν επιστάντες, εν ζωηφόρω μνήματι, άνδρας εν αστραπτούσαις, εσθήσεσι Μυροφόροις, κλινούσαις εις γήν όψιν, του ουρανού δεσπόζοντος, έγερσιν διδαχθώμεν, και προς ζωήν, εν μνημείω δράμωμεν σύν τω Πέτρω, και το πραχθέν θαυμάσαντες, μείνωμεν Χριστόν βλέψαι.

Ας σταθούμε κοντά στο ζωηφόρο μνήμα του Χριστού, και ας δούμε άνδρες με αστραφτερές και φωτεινές στολές, ενώ οι μυροφόρες σκύβουν την όψη στη γη Και Αφού κυριαρχεί ο ουρανός, δηλαδή η παντοδυναμία του Θεού, ας διδαχθούμε την ανάσταση του Χριστού Και ας τρέξουμε στο μνημείο να συναντήσουμε τη Ζωή, μαζί με τον Πέτρο. Θαυμάζοντας δε το γεγονός αυτό, ας μείνουμε ατενίζοντας τον Χριστό.

Θεοτοκίον όμοιον.

Το χαίρετε φθεγξάμενος, διημείψω την λύπην, των Προπατόρων Κύριε, την χαράν αντεισάγων , εγέρσεώς σου εν κόσμω, ταύτης ουν ζωοδότα, δια της Κυησάσης σε, φώς φωτίζον καρδίας, φώς οικτιρμών, των σών εξαπόστειλον του βοάν σοι: Φιλάνθρωπε, Θεάνθρωπε, δόξα τη σή Εγέρσει.

Όταν απήγγειλες το: Χαίρετε, στις μυροφόρες, αντικατέστησες την λύπη των προπατόρων, Κύριε, φέρνοντας αντί γι’ αυτήν τη χαρά της αναστάσεώς Σου στον κόσμο. Συ λοιπόν που χαρίζεις τη ζωή, στείλε με της πρεσβείες της Μητέρας Σου από τον ουρανό το φως της αναστάσεώς Σου αυτής, το φως που φωτίζει τις καρδιές μας, το φως των οικτιρμών Σου, για να Σου ψάλλομε με βοή: Δόξα στην ανάστασή Σου, φιλάνθρωπε Θεάνθρωπε.

Το τέταρτον Αναστάσιμον εωθινόν δοξαστικόν ιδιόμελον. Ποίημα Λέοντος βασιλέως του σοφού. Ήχος Δ’

Όρθρος ήν βαθύς, και αι Γυναίκες ήλθον επί το μνήμά σου Χριστέ, άλλά το σώμα ουχ ευρέθη, το ποθούμενον αυταίς. Διό απορουμέναις, οι ταις αστραπτούσαις εσθήσεσιν επιστάντες, Τί τον ζώντα μετά των νεκρών ζητείτε; Έλεγον. Ηγέρθη ώς προείπε, τί αμνημονείτε των ρημάτων αυτού; Οίς πεισθείσαι, τα οραθέντα εκήρυττον, αλλ’ εδόκει λήρος τα ευαγγέλια. Ούτως ήσαν έτι νωθείς οι Μαθηταί. Αλλ’ ο Πέτρος έδραμε, και Ιδών εδόξασέ σου, προς εαυτόν τα θαυμάσια.

Ηταν ακόμη βαθειά χαράματα, όταν οι γυναίκες μυροφόρες ήλθαν στο μνήμα Σου, Χριστέ, αλλά δεν βρήκαν το σώμα Σου που ποθούσαν. Γι’ αυτό, ενώ απορούσαν, οι άγγελοι με τις αστραφτερές φωτεινές στολές στάθηκαν κοντά τους και τους έλεγαν: ΓΙΑΤΊ ΖΗΤΆΤΕ ανάμεσα στους νεκρούς Αυτόν που ζη? Αναστήθηκε όπως σας είπε. Γιατί λησμονείτε όςα σας είπε? Αφού λοιπόν οι γυναίκες πείσθηκαν απ’ τους αγγέλους, διακήρυτταν όσα είδαν. Κι όμως, φαινόταν σαν ανόητες φλυαρίες όλα αυτά τα χαρμόσυνα νέα. Τόσο νωθροί και σκοτισμένοι ήταν οι μαθητές! Αλλά ο Πέτρος έσπευσε προς το μνήμα και αφού διαπίστωσε αυτοπροσώπως, δόξασε τα θαυμάσια Σου.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.