Διεκδίκηση ή υπομονή; (σχόλια στο διήγημα, η δασκάλα, του Αντων Τσέχωφ) π. Δημητρίου Μπόκου.

Ο Τσέχωφ με το αφίγημά του:
Η δασκάλα, «Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου;» – Αντων Τσέχωφ (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3)
μας έβαλε σε προβληματισμό. Πώς πρέπει να ενεργεί ο Χριστιανός; Να διεκδικεί το δίκιο του ή όχι; Να πατάει πόδι ή να υπομένει την αδικία;
Μερικές σκέψεις ίσως μας βοηθήσουν.

α. Ο Ιησούς Χριστός υπέμεινε τα πάντα. Την πιο ολοκληρωτική αδικία. Ενώ ήταν εντελώς αθώος. Αυτό είναι η τελειότητα. Αυτό πρέπει να επιδιώκουμε κι εμείς, γιατί ό,τι έκαμε ο Χριστός, το έκαμε για δικό μας παραδειγματισμό, όπως λέγει ο απόστ. Πέτρος: «Υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πέτρ. 2, 21).

β. Οι άγιοι μιμήθηκαν τον Χριστό και κατάφεραν να υπομείνουν τις αδικίες. Στο Γεροντικό έχουμε πολλά παραδείγματα ασκητών που, ενώ τους λήστευαν, όχι μόνο δεν αντιδρούσαν, αλλά και βοηθούσαν τους ληστές στο φόρτωμα και τους παρέδιδαν μόνοι τους ό,τι εκείνοι ξεχνούσαν πίσω τους.
Και ο Χριστός και οι άγιοι υπέμειναν την αδικία από δική τους ελεύθερη επιλογή. Όχι από αδυναμία να αντιδράσουν διαφορετικά.

γ. Για μας όμως δεν είναι τόσο εύκολο να φτάσουμε στο μέτρο του Χριστού και των αγίων. Τί πρέπει να κάνουμε;
Φυσικά και θα πρέπει να προσπαθούμε να φτάσουμε στο τέλειο, στην πλήρη δηλαδή υπομονή της αδικίας, από δική μας ελεύθερη επιλογή και όχι από αδυναμία αντίδρασης. Αν όμως δεν έχουμε τόση δύναμη;
Στην περίπτωση αυτή δεν απαγορεύεται να χρησιμοποιήσουμε κάποια νόμιμα (και μόνο) μέτρα, για να μετριάσουμε τη ζημία από την αδικία ή για να προφυλαχθούμε από κακοήθεις ενέργειες των ανθρώπων. Αλλά υπό μία αναγκαία πρϋπόθεση: ότι η οποιαδήποτε ενέργειά μας θα γίνεται χωρίς καθόλου εμπάθεια, έχθρα, μίσος, θυμό κ. λ. π. εκ μέρους μας. Η εμπλοκή σε έναν εμπαθή και ψυχοφθόρο αγώνα διεκδίκησης δεν έχει για τον Χριστιανό κανένα νόημα. Η πνευματική ζημία από τις αντιδικίες δεν αντισταθμίζεται από κανένα υλικό όφελος.

Όταν κάποιος δεν μπορεί να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, χωρίς εμπάθεια, καλύτερα να απέχει από κάθε προσπάθεια διεκδίκησης. Οι Χριστιανοί πρέπει να ασκούμεθα στην υπομονή της αδικίας και στη συγχώρηση. Αλλιώς δεν πιάνουμε ούτε τη βάση, δεν θεωρούμαστε καν Χριστιανοί. Κάνουμε ό,τι και οι μη Χριστιανοί, όπως λέει ο Χριστός στο Λουκ. 6, 31-36.

δ. Ώστε λοιπόν το τέλειο είναι να μη διεκδικεί τίποτε κανείς. Η πλήρης παραίτηση. Κατά συγκατάβαση, επειδή αυτό για μας είναι σχεδόν ανέφικτο, μπορούμε να προβούμε σε αυστηρώς μετριοπαθή χρήση νόμιμων (και μόνο) μέσων. Χωρίς εμπάθεια μέσα μας και χωρίς να προκαλούμε κακό σε τρίτον. Αλλιώς προτιμητέα η αποχή από κάθε, έστω και νόμιμη, ενέργεια. Και οπωσδήποτε πρέπει να πιάνουμε το κατώτατο όριο, τη βάση που βάζει ο Χριστός για να είμαστε Χριστιανοί: Τη συγχώρηση του άλλου. Για να έχουμε την ελπίδα ότι θα φτάσουμε κάποτε και στο άριστα, την αγάπη (και όχι απλώς τη συγχώρηση) προς τον εχθρό μας.

Πολύ διαφωτιστικό επί του προκειμένου είναι και το κείμενο του αγίου Παϊσίου που ακολουθεί:
Γέροντος Παϊσίου του ῾Αγιορείτου:
Πότε ο θυμός είναι «δικαιότατος» (θείος ζήλος): Η υπεράσπιση του δικαίου…

– Γέροντα, λέει σε ένα τροπάριο: «Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον» (Αίνοι της εορτής των Αγίων Πατέρων).
– Ποιος θυμός είναι δικαιότατος;
– Όταν αδικούνται άλλοι και φωνάζει κανείς και θυμώνει από πόνο πραγματικό, τότε είναι «δικαιότατος ο θυμός». Όταν αδικείται ο ίδιος και θυμώνει, τότε δεν είναι καθαρός ο θυμός.
Όταν βλέπεις έναν να υποφέρει για ιερά πράγματα, αυτός έχει θείο ζήλο. Από αυτό μπορείς να καταλάβεις και τον διά Χριστόν σαλό. Αν πάρεις λ.χ. μια εικόνα και την βάλεις μπροστά του ανάποδα, θα τιναχθεί επάνω ο διά Χριστόν σαλός: έτσι τού κάνεις τεστ. Υπάρχει δηλαδή και δικαία, θεία αγανάκτηση, και μόνο αυτή η αγανάκτηση δικαιολογείται στον άνθρωπο. Ο Μωυσής, όταν είδε τον λαό να θυσιάζει στο χρυσό μοσχάρι, αγανάκτησε και πέταξε κάτω τις πλάκες με τις εντολές που τού έδωσε ο Θεός, και έσπασαν (Εξ. 32, 1-20).

Ο Φινεές, ο εγγονός του αρχιερέα Ααρών, δύο φόνους έκανε και ο Θεός έδωσε εντολή από την γενιά του να βγαίνουν οι ιερείς του Ισραήλ! Όταν είδε τον Ισραηλίτη Ζαµβρί να αμαρτάνει με την Μαδιανίτιδα Χασβί μπροστά στον Μωυσή και σε όλους τους Ισραηλίτες, δεν κρατήθηκε: σηκώθηκε από τη συναγωγή και τους φόνευσε, και έτσι σταμάτησε η οργή του Θεού. Αν δεν τους σκότωνε και τους δύο, θα έπεφτε οργή Θεού σε όλον τον λαό του Ισραήλ (Αριθµ. 25, 1-15). Φοβερό!

Εγώ, όταν διαβάζω στο Ψαλτήρι τον στίχο «και έστη Φινεές και εξιλάσατο, και εκόπασεν η θραύσις» (Ψαλµ. 105, 30), ασπάζομαι πολλές φορές το όνομά του. Αλλά και ο Χριστός, όταν είδε να πουλούν μέσα στον περίβολο του Ναού βόδια, πρόβατα, περιστέρια, και τους κερματιστές να ανταλλάσσουν χρήματα, πήρε το φραγγέλιο και τους έδιωξε (Ιω. 2, 14-15).

Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν πάει με αγανάκτηση να υπερασπίσει τον εαυτό του για ένα ατομικό του θέμα, αυτό είναι καθαρά εγωιστικό, είναι ενέργεια του πειρασμού. ∆έχεται επιδράσεις δαιμονικές εξωτερικές. Αν κάποιον τον αδικούν ή τον κοροϊδεύουν, αυτόν πρέπει οι άλλοι να τον υπερασπίζονται, για το δίκιο, όχι για προσωπικό τους συμφέρον. Δεν ταιριάζει να μαλώνεις για τον εαυτό σου.

Άλλο το να αντιδράσεις για να υπερασπισθείς σοβαρά πνευματικά θέματα, θέματα πού αφορούν στην πίστη μας, την Ορθοδοξία. Αυτό είναι καθήκον σου. Όταν σκέφτεσαι τους άλλους και αντιδράς για να τους βοηθήσεις, τότε αυτό είναι καθαρό, γιατί γίνεται από αγάπη. Όταν πήγα στο Σινά, κατέβαινα στο Μοναστήρι κάθε εβδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, για να κοινωνήσω. Μία φορά μου λέει ένας πολύ απλός δικαίος [=επί κεφαλής σκήτης ή κοινοβίου, επί θητεία ή ισόβιος] που ήταν εκεί: «Α, όχι κάθε εβδομάδα – τέσσερις φορές τον χρόνο πρέπει να κοινωνούν οι καλόγεροι». Τότε είχαν τυπικό να μην κοινωνούν συχνά. Φορούσα και το επανωκαλύμαυχο. «Ούτε επανωκαλύμμαυχο», λέει. Αυτοί το έβαζαν μόνο στις τελετές. «Να ’ναι ευλογημένο», λέω. Και το είχα και εγώ ριγμένο στον ώμο σαν κασκόλ και δεν με απασχόλησε ξανά. Τί; Να μαλώσω;
Ετοιμαζόμουν εν τω μεταξύ κάθε φορά για τη Θεία Κοινωνία και πήγαινα στην Εκκλησία. Την ώρα που ο παπάς έλεγε «Μετά φόβου Θεού…», έσκυβα το κεφάλι και έλεγα: «Εσύ γνωρίζεις, Χριστέ μου, πόση ανάγκη έχω», και ένιωθα τέτοια αλλοίωση, που δεν ξέρω αν θα την ένιωθα, αν κοινωνούσα.
Αφού πέρασαν κάµποσοι μήνες, ήρθαν στο Μοναστήρι τέσσερα-πέντε παιδιά, που από μένα παρακινήθηκαν να έρθουν στο Σινά. Είπαν λοιπόν και σ’ αυτά να μην κοινωνούν.

Ε, τότε μίλησα και τακτοποιήθηκε το θέμα [για τον εαυτό του δηλ. ο άγιος Παΐσιος δεν μίλησε, ενώ τους άλλους τους υπερασπίσθηκε].
[Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, ΛΟΓΟΙ, Πνευματική αφύπνιση, σσ. 51- 53.

Πηγή: http://gpaisioskappadokis.blogspot.gr/2014/02/blog-post_727.html]

Επιμέλεια: antiyli.gr@gmail.com

Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/6980 898 504
e-mail: antiyli.gr@gmail.com

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.