Ο π. Γιάννης Ματωνάκης – Νικολάου Δασκαλάκη, Αντιδημάρχου Δήμου Πλατανιά.

Ποιμαντικές συμβουλές από έναν άνθρωπο του Θεού

Παροτρύνει  τους ενορίτες του να εξομολογούνται τακτικά λέγοντας: «Πρέπει να λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας και να ζητάμε συγχώρεση γι αυτές. Πρέπει να πασχίζουμε να φέρουμε το Θεό στις καρδιές μας. Χωρίς το Θεό στη ζωή μας είμαστε όλοι φτωχοί».

Κάποτε ένας ενορίτης του εκφράστηκε με πολύ άσχημο τρόπο για κάποιον άλλο. «Γιατί, παπά Γιάννη, τον βάζεις στο σπίτι  σου και τον αφήνεις να κάθεται στο τραπέζι σου; Δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι; Μήπως πρέπει να τον αποφεύγεις;» «Τι λόγια είναι αυτά που ξεστόμισες, παιδί μου;» του απαντά ο παπάς. «Ο Θεός αγάπη εστί… Δεν είναι τιμωρός κι εκδικητής. Αγαπά όλα τα πλάσματά του και βρίσκει τρόπο να τα οδηγήσει στη σωτηρία. Εμείς έχουμε καθήκον να δείχνουμε συμπόνια και να βοηθούμε, ιδίως αυτούς που δεν έχουν το Θεό στην καρδιά τους. Χρέος μας είναι να καταλάβουμε, ότι υπάρχει μια μόνο διαδρομή για τη σωτηρία – κι αυτή είναι με το Θεό».

Και, επειδή γνωρίζει πια καλά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και την τάση να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους, συνεχίζει: «Ας ελέγξουμε τους πρώτα εαυτούς μας. Είμαστε καθαροί; Εξομολογούμαστε συχνά; Σαν αδύναμα όντα που είμαστε αμαρτάνουμε συνεχώς. Όσες αμαρτίες κι αν έχουμε κάνει, όμως, ο Χριστός έδωσε στους ιερείς τη χάρη δι’ επιθέσεως των χειρών, να σβήνουν τις αμαρτίες λέγοντάς τους: ό,τι λύσεις στη γη, ομοίως και στον ουρανό».

«Πάτερ, δεν είναι πάντα εύκολο αυτό που λες» διαμαρτύρεται ο ενορίτης. «Πράγματι, παιδί μου, μερικές φορές είναι δύσκολο να κάνουμε το σωστό» αποκρίνεται ο ιερέας του Θεού. «Αυτός, όμως, είναι ο μόνος δρόμος για να βρούμε ειρήνη, χαρά κι ευτυχία με το Θεό. Μόνο αν ακολουθήσουμε τις εντολές του Θεού, θα βρούμε εσωτερική γαλήνη κι ευτυχία και θα είμαστε μακάριοι στη Βασιλεία των ουρανών».

Άλλοτε πάλι  τον ρωτούν  αν πρέπει να πιστεύουμε στα θαύματα. «Δεν γίνονται σήμερα θαύματα» του λέει ένας ενορίτης του ο οποίος έχει  βασανιστεί πολύ στη ζωή του. «Μόνο ο Χριστός έκανε θαύματα. Τώρα πια…» «Θαύματα κάνει η αγάπη, τέκνον μου» τον αντικρούει  σθεναρά ο παπά Γιάννης. «Αν αγαπάς το Θεό και τον πλησίον σου, αυτή η αγάπη θαυματουργεί. Αυτή η αγάπη απαλύνει τον πόνο, τρέφει τους πεινασμένους, αυτή η αγάπη σώζει!»

Κι αυτή η διδασκαλία του δεν είναι μόνο λόγια. Ο ίδιος έχει κάνει πράξη κάθε λέξη του κηρύγματός του μέσα από την καθημερινότητά του και το ζωντανό του παράδειγμα. Στη δράση του, βέβαια, δεν λείπουν  και οι προκλήσεις. Δεν είναι  λίγες οι φορές που πετάγεται  έντρομος από τον ύπνο του  ψάχνοντας να βρει τρόπο απομάκρυνσης των πονηρών πνευμάτων που του παρουσιάζονται. Στοιχειώνουν τον ύπνο του πλάσματα με δαιμονική μορφή, που ουρλιάζουν  με στριγκές, απόκοσμες φωνές: «Σταμάτα πια τις προσευχές και τις ελεημοσύνες! Τι σε νοιάζει αν οι άλλοι υποφέρουν; Εμάς, μας καις με τις προσευχές και τις αγαθοεργίες σου. Σταμάτα πια!»

 «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!» προστάζει ο γέροντας. «Εξαφανίσου από προσώπου γης, πνεύμα πονηρό!» Σηκώνεται αμέσως, παίρνει το κομποσκοίνι του στα χέρια και κάθεται στη γωνιά του, δίπλα στα εικονίσματα. «Την ωραιότητα της Παρθενίας Σου, και το υπέλαμπρον το της αγνείας Σου, ο Γαβριήλ καταπλαγείς εβόα Σοι, Θεοτόκε…» «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου…»

Στο άκουσμα των ιερών λόγων της προσευχής τα πονηρά πνεύματα εξαφανίζονται. Γι αυτό και ο αγαθός γέροντας δεν παύει ποτέ να συμβουλεύει: «Νηστεία, προσευχή, εξομολόγηση!» Τόσο  στον εαυτό του όσο και στους ανθρώπους της ενορίας, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός τις ψυχές τους, πάντα επιμένει να θυμίζει ότι η πίστη στο Θεό και η αγάπη για το συνάνθρωπο ανοίγουν το δρόμο της επικοινωνίας με το Θεό. Όλη του η ζωή υπήρξε εφαρμογή της Ευαγγελικής ρήσης: «Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών!»

Φροντίζει για το ποίμνιό του με κάθε δυνατό τρόπο. Δεν νοιάζεται όμως μόνο για τους ζωντανούς αλλά και για τους κεκοιμημένους. Προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής τους ώστε να φέρει τη χάρη του Θεού ν’ απαλύνει την ψυχή τους και να εξαλείψει τις τυχόν αμαρτίες τους. «Να προσεύχεστε νυχθημερόν για τη σωτηρία της ψυχής τους» συμβουλεύει τους εν ζωή συγγενείς τους. «Έχουν κι αυτοί ανάγκες. Να κάνετε τα τακτά μνημόσυνα που έχει ορίσει η Εκκλησία μας και να προσεύχεστε ανελλιπώς για τη σωτηρία της ψυχής τους. Να περιποιείστε τον τάφο τους χωρίς όμως υπερβολές. Ο τάφος είναι κενό μνημείο – η πραγματική κατοικία των ψυχών είναι ο Ουρανός. Να γνωρίζετε ότι σ’ αυτήν τη γη είμαστε παρεπίδημοι. Η αιώνια πατρίδα μας είναι στον Ουρανό».

Άλλοτε πάλι συμβουλεύει τους ενορίτες του: «Περιποιηθείτε την ψυχή σας με προσευχή, νηστεία και μετάνοια. Να κοινωνείτε συχνά. Ο ίδιος ο Χριστός δίδαξε και άφησε παρακαταθήκη: «Ο τρώγων Μου το Σώμα και πίνων Μου το Αίμα έξει ζωήν αιωνίαν».

Μια άλλη Κυριακή, με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο παπά Γιάννης παίρνει το  Άγιο Δισκοπότηρο με τη Θεία Κοινωνία και κατευθύνεται προς το Μόδι για να κοινωνήσει κάποιον βαριά άρρωστο. Καθώς πλησιάζει το ρυάκι ανάμεσα στα δυο χωριά, αντιλαμβάνεται από μακριά μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών να ξεκουράζονται στη σκιά κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια. Επικεφαλής τους είναι ο καινούριος μπέης – διοικητής της περιοχής, ο πιο άγριος διώκτης  Χριστιανών που πέρασε ποτέ από τα χωριά αυτά. Ο παπά Γιάννης αισθάνεται φρίκη και τρόμο βλέποντάς τους, όχι για τη ζωή του όπως άλλοτε, αλλά γιατί φοβάται μην βεβηλώσουν οι άπιστοι τη Θεία Μετάληψη που μεταφέρει.

«Υπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών!» ψάλλει νοερά και παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήσει άλλη μια φορά. Κι ο παπά- Γιάννης σώζεται  με θαυμαστό τρόπο για  δεύτερη φορά από τους Τούρκους. Διασχίζει απαρατήρητος το ρυάκι, λες και η Παναγία τον έχει καλύψει με πέπλο, που τον κάνει αόρατο ή έχει αφαιρέσει την ακοή των στρατιωτών. Δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία του και ο αγαθός ιερέας σώζεται και προχωρεί για τον προορισμό του σώος και αβλαβής.

***

Ένας παπάς που δεν τον σκιάζουν οι απειλές κι ο θάνατος

Ένα καλοκαιρινό σούρουπο, ο παπά Γιάννης κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά. Ξεκουράζεται μετά από μια μέρα μόχθου στα χωράφια και απολαμβάνει τη δροσιά του δειλινού και την ομορφιά της φύσης γύρω του.

«Δοξασμένο τ’ όνομά Σου, Κύριε!» σκέφτεται μ’ ευγνωμοσύνη καθώς  απολαμβάνει τα πλούσια χρώματα κι αρώματα της Κρητικής γης. «Μου έχεις χαρίσει τόσα αγαθά και, κυρίως, μου δίνεις  δύναμη και υγεία να εργάζομαι στη γη μου και να παράγω, τόσο για την οικογένειά μου, όσο και γι αυτούς που έχουν ανάγκη. Δόξα Σοι, ο Θεός!»

Από τις σκέψεις ευγνωμοσύνης και ευλάβειας τον βγάζει ο ανεπαίσθητος ήχος βημάτων στο πλακόστρωτο δρομάκι έξω από την αυλή του. Γυρίζει το βλέμμα προς την κατεύθυνση του θορύβου που άκουσε και αντικρίζει τη κυρά Σοφία, τη χήρα με τα τέσσερα ορφανά που οι άπιστοι είχαν σκοτώσει τον άντρα της στην επανάσταση του  1867. «Τι να θέλει εδώ η Σοφία  τέτοια ώρα;» αναρωτιέται ο σεβαστός γέροντας και πλησιάζει στην αυλόπορτα να την υποδεχτεί .

«Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στο σπιτικό μου, κυρά-Σοφία;» την ρωτά. «Έλα, μπες μέσα, μην στέκεσαι στο σοκάκι». Η χήρα προχωρά και μπαίνει στην αυλή, σκυφτή, σαν να προσπαθεί να γίνει ένα με το χώμα, για να μην την πάρει κανένα μάτι.

«Κάθισε να σε φιλέψω λίγα φρούτα κι ένα κρύο νερό» προσκαλεί ο γέροντας τη γυναίκα, η οποία ανταποκρίνεται διστακτικά στην πρόσκληση του ιερέα.

«Με το συμπάθιο, παπά Γιάννη, που ήρθα τέτοια ώρα στο σπίτι σου. Βλέπω ότι ξεκουράζεσαι και δε θέλω να σε φορτώνω κι’ άλλο, αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να σου μιλήσω. Μπορείς να με ακούσεις για δυο λεπτά;»

«Και βέβαια μπορώ, κυρά Σοφία!» αποκρίνεται ο παπά Γιάννης χωρίς φόβο ή δισταγμό. «Μίλα, λοιπόν ν’ αλαφρώσει η ψυχή σου. Τι σε βασανίζει; Σε βλέπω πολύ τρομαγμένη. Τι έπαθες;»  

«Πολύ φοβάμαι, ότι θα τρομάξεις κι εσύ όταν ακούσεις αυτά που θα σου πω, παπά Γιάννη!» του λέει διστακτικά η γυναίκα.

«Μόνο τον Παντοδύναμο Θεό φοβάμαι!» απαντά χωρίς κανένα δισταγμό ο ιερέας. «Εκτός από το Θεό, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα και κανέναν. Μίλα, λοιπόν, ελεύθερα!» την ενθαρρύνει. Κι εκείνη συνεχίζει, παίρνοντας λίγο θάρρος από την απάντηση του παπά.

«Γνωρίζεις καλύτερα από μένα, παπά μου, ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν συνεχείς προστριβές ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής μας».

«Γνωρίζω ότι υπάρχουν τεράστιες αναταραχές, όχι μόνο στη δική μας περιοχή, αλλά σε ολόκληρη την Κρήτη, ταραχές που υποδαυλίζονται από τα συμφέροντα των Μεγάλων. Περιμέναμε ότι, αφού το 1878 υπογράφτηκε η Σύμβαση της Χαλέπας, θα ακολουθούσε ηρεμία. Δυστυχώς, όμως, οι Μουσουλμάνοι  δυσαρεστήθηκαν με τους ευνοϊκούς όρους και τα προνόμια που προβλέπει η Σύμβαση της Χαλέπας για τους Χριστιανούς» απαντά ο γέροντας και συνεχίζει: «Ιδιαίτερα έχει ενοχλήσει η ίδρυση, για την αστυνόμευση της υπαίθρου, Κρητικής Χωροφυλακής  στην οποία μπορούν να καταταγούν και να πάρουν αξιώματα και Χριστιανοί.

Οι προστριβές που υπήρχαν, λοιπόν, όχι μόνο δε μειώθηκαν, αντιθέτως ενισχύθηκαν, αφού με την άτυχη και απερίσκεπτη επανάσταση του 1889 χάσαμε τα προνόμια και ξαναγυρίσαμε στις μαύρες μέρες της στυγνής κυριαρχίας των μουσουλμάνων. Έτσι, ενώ είμαστε πια στα 1890, περνούμε την πιο μαύρη περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη . Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, οι φανατικοί Μουσουλμάνοι κυκλοφορούν οπλισμένοι  απειλώντας, βιαιοπραγώντας και σκοτώνοντας».

«Δεν μπορώ να πω ότι έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα, γνωρίζω, όμως, τι έχει γίνει και τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει» του απαντά η γυναίκα.

«Θλίβομαι βαθύτατα, όταν αναλογίζομαι τις ζωές που χάνονται σ’ αυτές τις ένοπλες συμπλοκές» συνεχίζει ο αγαθός ιερέας. Γι αυτό παρακαλώ καθημερινά το Θεό στην προσευχή μου, να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Κρήτη μας και να  φέρει την πολυπόθητη ειρήνη στον τόπο μας! Ας είναι, όμως, ας μη σε κουράζω με ιστορικά και αγωνιστικά θέματα. Κάτι ήθελες να μου πεις…»

«Μα, αυτά που θέλω να σου πω έχουν άμεση σχέση με όσα μου διηγείσαι, γέροντα» ήρθε η απάντηση της Σοφίας. «Γνωρίζεις ότι από τότε που έμεινα χήρα, ξενοδουλεύω όπου βρω μεροκάματο, για να μεγαλώσω και να αποκαταστήσω τα τέσσερα ορφανά που έχω. Προχθές δούλεψα όλη μέρα στα χωράφια του Ομέρ-μπέη μαζί με πολλούς άλλους εργάτες και εργάτριες από εδώ τριγύρω. Είναι η εποχή του θέρους και χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια –ευκαιρία για μερικά μεροκάματα».

«Είσαι δυνατή γυναίκα, Σοφία, και ξέρω τον τίμιο αγώνα σου. Σου αξίζουν συγχαρητήρια για όσα κάνεις!»

«Ευχαριστώ, γέροντα, για τα καλά σου λόγια! Κάνω μόνο το καθήκον μου. Είναι βαρύ φορτίο, βέβαια, αυτό που κουβαλώ, αλλά ο Θεός μου δίνει δύναμη να το σηκώσω» απάντησε η σεμνή γυναίκα. «Άκου, όμως τη συνέχεια…»

«Ήταν βαθύ  σούρουπο, όταν  γυρνούσα πια στο σπίτι μου. Την ώρα που άνοιγα την αυλόπορτα να μπω μέσα, πέρασε από  δίπλα μου μια ομάδα Τούρκοι καβαλάρηδες κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια μανιασμένα κι εκτοξεύοντας βρισιές και απειλές κατά της ζωής σου και της οικογένειάς σου. Μάλιστα, ένας απ’ αυτούς πέρασε τόσο κοντά δίπλα μου και κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Το σπαθί πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου και φοβήθηκα ότι ήρθε το τέλος μου» συνέχισε την αφήγηση η Σοφία, ενώ την περιέλουσε κρύος ιδρώτας με την ανάμνηση και μόνο του περιστατικού.

«Συνέχισε, Χριστιανή  μου», την ενθαρρύνει ο αγαθός κληρικός.

«Ο επικεφαλής τους ούρλιαζε, δείχνοντας το δρόμο προς το Πάνω Γεράνι, «Πάμε από δω! Από δω πάει στο σπίτι του Γκιαούρη παπά. Πάμε να τον καθαρίσουμε, για να ξεμπλέξουμε μια και καλή απ’ αυτόν και τα κηρύγματά του!» Φοβάμαι, παπά Γιάννη, οι άπιστοι θα σε σκοτώσουν. Γι αυτό ήρθα να σε προειδοποιήσω: Πάρε την οικογένειά σου και φύγε!»

«Όπως σου είπα και πριν, Σοφία, δεν φοβάμαι κανένα εκτός από το Θεό! Εμπιστεύομαι το Θεό μου και ξέρω ότι θα μας προστατέψει – θα πεθάνω μόνο όταν, και όπως, Εκείνος το θελήσει! Μη φοβάσαι για μένα, λοιπόν – αρκετά είναι τα άλλα προβλήματα που έχεις να λύσεις. Σ’ ευχαριστώ που με προειδοποιείς για όσα άκουσες, αλλά μη τα σκέφτεσαι άλλο! Πήγαινε στο καλό και θυμήσου με μόνο στην προσευχή σου. Τα άλλα θα τα φροντίσει η Παναγία με το Μονογενή της Υιό!»

«Παπά Γιάννη, ξέρεις καλά πόσο σε χρειαζόμαστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Είσαι το στήριγμά μας και το καταφύγιό μας στις δυσκολίες. Θα ήταν τρομερό πλήγμα για όλους μας αν πάθεις τίποτα!» του λέει η αγαθή γυναίκα καθώς σηκώνεται να φύγει.

«Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό! Αυτός είναι το καταφύγιο και η σκέπη των κατατρεγμένων. Αυτός σώζει τα πλάσματά του από κάθε κίνδυνο». Και συνεχίζει: «Όσο για μένα, τρεις μεγάλες αγάπες έχω στην καρδιά μου. Η πρώτη και βασικότερη είναι η αγάπη μου για το Θεό μου και την Εκκλησία Του . Η δεύτερη είναι η αγάπη μου για την οικογένειά μου και το συνάνθρωπο που υποφέρει. Και η τρίτη είναι η αγάπη μου για την Κρήτη, που επιθυμώ διακαώς να τη δω ελεύθερη. Μου λες να φύγω, Σοφία, για να σωθώ. Να πάω σε άλλο τόπο να ζήσω; Τι αξία θα έχει μια τέτοια ζωή; Ν’ αφήσω πίσω τους ανθρώπους μου, τους ενορίτες μου, τον τόπο που αγαπώ – να τους προδώσω; Αδύνατον! Εδώ θα μείνω κι ο Θεός ας κρίνει για τα παραπέρα …»

Η κυρά Σοφία παίρνει το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι της, ανακουφισμένη από τους φόβους της αλλά και γεμάτη θάρρος και πίστη, ότι ο Πανάγαθος Θεός και η χάρη της Παναγίας θα  προστατέψει τους Χριστιανούς και τον αγαθό ιερέα τους από κάθε κακό. Κι ο παπά Γιάννης, με ψυχική ηρεμία και πνευματική γαλήνη, μπαίνει στο σπίτι του για το δείπνο και τη βραδινή προσευχή…

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.