Αντίδωρα.

Ενας λειμώνας τρυφής ανθοβολούσε μέσα στην καλοκαιριά του Μαη και το μόνο που τάραζε τη γαλήνη του ήταν το θρηνώδες βογγητό του αλυσοπρίονου, που δούλευε στη βάση ενός μεγάλου κυπαρισσιού. Ο αέρας ευωδίαζε από την πιπεράτη μυρουδιά του κομμένου ξύλου. Οι άντρες στερεώνοντας με σκοινιά το πανύψηλο δέντρο, για να κατευθύνουν την πτώση του στο επιθυμητό σημείο, παρακολουθούσαν σιωπηλοί• τα χέρια τους δυνατά σαν τανάλιες, χοντρά με ρόζους, αργασμένα και ευλογημένα από τη δουλειά, μοσχομύριζαν πριονίδι. Ενας έδωσε το σύνθημα, όταν πια το κυπαρίσσι κρατιόταν όρθιο από μια φλούδα• έβγαλαν όλοι μαζί τον αέρα από τα πνευμόνια τους με την κραυγή• « Εε-ωπ, Εε-ωπ!» κι έσπρωξαν με δύναμη. « Εε-ωπ, Εε-ωπ!» αντιλάλησαν από γύρω τα βουνά, το κυπαρίσσι έγειρε μ’ έναν υποχθόνιο κριγμό, κι ενώ οι άντρες σκορπίστηκαν τρέχοντας μακριά, απλώθηκε φαρδύ-πλατύ στην πλατωσιά, σειώντας τη γη.

Ενας λαγός ξεπήδησε έντρομος από το γιατάκι του, σπασμένα κλαδιά, κομμάτια φλούδας απ’ τον κορμό εκτινάχτηκαν γύρω τριγύρω, τρομαγμένα πουλιά, βιαστικά μερμήγκια, ενοχλημένες κάμπιες πήγαν κι ήρθαν κι ένα δέος από την πτώση του γίγαντα πλανήθηκε στον αέρα. Οι παπαρούνες λευτέρωσαν το κεφάλι τους ανάμεσα από τα κλαδιά και στάθηκαν πάλι όρθιες διακεντώντας το πράσινο• αν και ευαίσθητες, έχουν μια ευκαμψία και «πλαστικότητα» που τις γλυτώνει από τη θραύση και τη θλίψη. Μονο από τα χέρια του ξυλοκόπου δεν θα γλυτώσουν τελικά. Θα τις μαζέψει σε μπουκέτο αγριολούλουδων «δόξα της τέχνης του ανθοπλέχτη» για τη γυναίκα του, αντίδωρο εξοχικής ομορφιάς• «να τι είδαν σήμερα τα μάτια μου!».

Οι πληγές του κυπαρισσιού στάζουν ρετσίνι. Προχθές βράδυ που είχαμε περάσει από δίπλα του, όρθιο όπως στεκόταν, μας έδειξε κατευθείαν τον έναστρο ουρανό• πήρε το βλέμμα μας από κάτω, σκοτεινιασμένο και θολό από τα βάσανα και, πόντο-πόντο, κλαδί το κλαδί, με μία κίνηση τρομαχτικά κάθετη προς την επίπεδη ζωη μας, το κάρφωσε στον «άνω βυθό των ακαταλήπτων πραγμάτων», όπου οι ασύλληπτοι κόσμοι των άστρων διηγούνται έκθαμβοι δόξαν Θεού• τότε στάλαξε μέσα μας μια αλλιώτικη παρηγοριά• «Θεε μου, είσαι Μεγάλος• έργα των δακτύλων Σου εισίν οι ουρανοί. Και βλέπεις τα δάκρυά μας, είπαμε, έχεις και για μας».

Χθες μεσημέρι είχαμε ακουμπήσει στον ίσκιο του να βρούμε λίγη ανακούφιση από την κάψα του πρώιμου καλοκαιριού• το αεράκι που μουρμούρισε μες στα ευωδιαστά κλαδιά του στέγνωσε τον ιδρώτα μας, μας δρόσισε• θυμηθήκαμε την ευχή που διέσωσαν ως τα κράσπεδα των ημερών μας οι απλοϊκότεροι των παπούδων μας• «να αγιάσει το χεράκι που το φύτεψε», είπαμε. Θα χουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε. Θα ‘ταν το ροζιασμένο χέρι ενός φιλόθεου καλόγερου ή ενός φιλόκαλου ξωμάχου, που, φυτεύοντας ένα δένδρο, εξέφραζε αισιόδοξη και υπομονετική πίστη στη ζωή• («εμείς θα περάσουμε• πρέπει ν’ αφήσουμε κάτι καλό στους επερχόμενους») η αταλάντευτη πίστη στον Θεο ως εγγυητή της ανάστασης και της αιωνιότητας, υπό το πρίσμα των οποίων θα κριθεί κάθε μας πράξη και η πιο ασήμαντη. Δεν αποκλείεται όμως να το είχε φυτέψει η αρπαχτική χερούκλα ενός μετανοούντος αμαρτωλού, που έκανε το επιτίμιό του• να φυτέψεις ένα δέντρο, ή δέκα δέντρα θα του χε πει, κατά την αμαρτία του, ο πνευματικός σε μια φιλάνθρωπη παροχή ευκαιριών για διόρθωση. Και πολλοί που στάθηκαν κάτω από το κυπαρίσσι, εδώ και εκατόν-τόσους χρόνους τώρα, είπαν από το βάθος της καρδιάς τους ή από συνήθεια• «ν’ αγιάσει το χεράκι που το φύτεψε. Θεός σχωρέσ’ τα’ αποθαμένα του».

Τωρα το κυπαρίσσι γέρασε πια. Κινδύνευε να πέσει στη γειτόνισσα εκκλησιά. Το ‘κοψαν. Θα γίνει στέγη για τον εξωνάρθηκα• σκέπη για τον περαστικό• θα στυλώσει, ευωδιαστό δοκάρι, την προσφορά του ξυλοκόπου στον Θεο, αντίδωρο για το θαύμα της ζωής, για τα θαύματα της ζωής του. Τωρα δυο χέρια, δυνατά σαν τανάλιες, χοντρά με ρόζους και πληγές απ’ το πριόνι, δυο χέρια που μοσκομυρίζουν ροκανίδι, ψαχουλεύουν τον κορμό να δουν αν είναι γερός, να υπολογίσουν πόσα κυβικά ξυλεία θα δώσει, να τον προετοιμάσουν για την επεξεργασία. Ψαχουλεύουν, στάζουν ρετσίνι και (επειδή είναι βαφτισμένα, μυρωμένα, κατ’ εικόνα Θεού πλασμένα) ονειρεύονται φιλόκαλα και φιλάδελφα• θα γίνει μια γερή, καλοδουλεμένη σκεπή, αθάνατη. Οταν τον πιάνει η βροχή ή το αγριοκαίρι ή το κάμα του καλοκαιριού ή ο κάματος της ζωής, ο περαστικός θα χώνεται μ’ ανακουφιση, ασφαλής, κάτω απ’ τη στέγη…

Ισως κάποιος, κάποτε, να πει• να αγιάσουν τα χεράκια που την έφτιαξαν. Ισως…
Αλλά, στις μέρες που έρχονται, οι άνθρωποι θα θυμούνται πλέον μια τέτοια ευχή; Ο πνευματικός ιστός που διαδικτύωνε άτομα και γενιές, μες’ στούς αιώνες και έξω απ’ αυτούς, σ’ ένα πλέγμα γλυκειάς ανθρωπιάς κι ευγνωμοσύνης, δώρου και αντίδωρου, θα συνεχίσει να μας ενώνει και αύριο;

Ε.Τ.

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Μαϊου 2006.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.