Το έβδομον Αναστάσιμον εωθινόν – Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.

Το έβδομον Αναστάσιμον εωθινόν Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα του όρθρου της Κυριακής.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: Κ.1 – 10.

ΤΗ δέ μιά των σαββάτων, Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωϊ, σκοτίας έτι ούσης, εις το μνημείον, και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου. Τρέχει ούν και έρχεται προς Σίμωνα Πέτρον και προς τον άλλον μαθητήν όν εφίλει ο Ιησούς, και λέγει αυτοίς: «ήραν τον Κύριον εκ του μνημείου, και ουκ οίδαμεν πού έθηκαν αυτόν.» εξήλθεν ούν ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και ήρχοντο εις το μνημείον. Έτρεχον δέ οι δύο ομού. Και ο άλλος μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου και ήλθε πρώτος εις το μνημείον, και παρακύψας βλέπει κείμενα τα οθόνια, ου μέντοι εισήλθεν. Έρχεται ούν Σίμων Πέτρος ακολουθών αυτώ, και εισήλθεν εις το μνημείον και θεωρεί τα οθόνια κείμενα, και το σουδάριον, ο ήν επι της κεφαλής αυτού, ου μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς, εντετυλιγμένον εις ένα τόπον. Τότε ούν εισήλθε και ο άλλος μαθητής ο ελθών πρώτος εις το μνημείον, και είδε και επίστευσεν. Ουδέπω γάρ ήδεισαν την γραφήν ότι δεί αυτόν εκ νεκρών αναστήναι. Απήλθον ούν πάλιν προς εαυτούς οι μαθηταί.

Απόδοση.

Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ακόμα ήταν σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος. Τρεχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε. Και τους λεει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής κι έρχονταν στο μνήμα. Έτρεχαν κι οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα να δει και βλέπει τις νεκρικές πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λεει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους.

Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.

Το έβδομον αναστάσιμον εωθινόν εξαποστειλάριον, Ποίημα Κωνσταντίνου του βασιλέως. Ήχος Β. «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν.»

Ότι ήραν τον Κύριον, της Μαρίας ειπούσης, επί τον τάφον έδραμον, Σίμων Πέτρος, και άλλος, Μύστης Χριστού, όν ηγάπα, έτρεχον δέ οί δύο, και εύρον τα οθόνια, ένδον κείμενα μόνα, και κεφαλής, ήν δέ τό σουδάριον χωρίς τούτων, διό πάλιν ησύχασαν, τον Χριστόν έως είδον.

Μόλις η Μαρία η Μαγδαληνή είπε προς τους αποστόλους ότι κάποιοι σήκωσαν τον Κύριο από τον τάφο, έτρεξαν βιαστικά προς τα εκεί, ο Σίμων Πέτρος και ο άλος μαθητής, τον οποίο αγαπούσε ο Χριστός. Τρέχοντας λοιπόν και οι δύο, βρήκαν πράγματι τα οθόνια μέσα να κείτονται μόνα τους και το σουδάριο της κεφαλής Του πιο πέρα μόνο του. Γι’ αυτό και ησύχασαν πάλι έως ότου είδαν τον Χριστό.

Θεοτοκίον όμοιον.

Μεγάλα και παράδοξα, δι’ εμέ κατειργάσω, Χριστέ μου πολυέλεε’ εκ Παρθένου γάρ Κόρης, ετέχθης ανερμηνεύτως, και Σταυρόν κατεδέξω, και θάνατον υπομείνας, εξανέστης εν δόξη, και την ημών, φύσιν ηλευθέρωσας του θανάτου. Δόξα Χριστέ τη δόξη σου, δόξα τη σή δυνάμει.

Για χάρη μου σκέφθηκες και εργάσθηκες, Χριστέ μου πολυέλεε, μεγάλα και παράδοξα! Έτσι, αφού από Παρθένο Κόρη γεννήθηκες ανεξήγητα, αφού καταδέχθηκες με τη θέλησή Σου το πάθος του Σταυρού και αφού υπέμεινες τον θάνατο και την ταφή, αναστήθηκες ο ένδοξος, ελευθερώνοντας τη φύση μας την ανθρώπινη από τον θάνατο. Δόξα λοιπόν, Χριστέ, στη δόξα Σου, δόξα και στη δύναμή Σου.

Το έβδομον Αναστάσιμον εωθινόν δοξαστικόν ιδιόμελον. Ποίημα Λέοντος βασιλέως του σοφού. Ήχος Βαρύς.

Ιδού σκοτία και πρωϊ, και τί προς το μνημείον Μαρία έστηκας, πολύ σκότος έχουσα ταις φρεσίν; υφ’ ού πού τέθειται ζητείς ο Ιησούς. Αλλ’ όρα τους συντρέχοντας Μαθητάς, πώς τοις οθονίοις και τω σουδαρίω, την Ανάστασιν ετεκμήραντο, και ανεμνήσθησαν της περί τούτου Γραφής. Μεθ’ ών, και δι’ ών και ημείς, πιστεύσαντες, ανυμνούμέν σε τον ζωοδότην Χριστόν.

Να, είναι ακόμη σκοτάδι και πολύ πρωί: και γιατί στέκεσαι, Μαρία, κοντά στο μνημείο του Χριστού έχοντας πολύ σκοτάδι στο νου σου? Ζητάς να μάθεις πού έχει τοποθθετηθεί το σώμα του Ιησού. Αλλά δες τους δύο μαθητές που μαζί τρέχουν, πώς από τα αφημένα στον τάφο οθόνια και το τυλιγμένο σουδάριο κατάλαβαν και συνεπαίραναν την ανάσταση και θυμήθηκαν τα χωρία της Αγίας Γραφής, που μιλούσαν για αυτά. Μαζί με αυτούς και με το κήρυγμά τους, και εμείς πιστεύσαμε στην Ανάστασή Σου και Σε ανυμνούμε, Ζωοδότα Χριστέ.

Απόδοση Μοναχής Θεοδοσίας.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.