«Από τα βάθη του τάφου» – Kωστή Παλαμά.

«Μια φορά το χρόνο, τα Θεοφάνεια τη νύχτα, σε μια στιγμή γιομάτη μυστήριο, ανοίγουν οι ουρανοί κι όποιος προφτάση τότε να ζητήση ο,τι θέλει, θα ταποχτήση αυτό που θέλει…»

Ο λόγος του ποιητή είναι σαν ένας μυστικός ουρανός τη νύχτα τα Θεοφάνεια. Πάντα χαρίζει θεία χαρίσματα. Όμως πρέπει κανείς όχι να προφτάση για να ζητήση. πρέπει να φτάση ν’ αποχτήση τα μάτια εκείνα που ξανοίγουν του ποιητή τα χαρίσματα, και τα χέρια εκείνα που θα μπορούνε ν’ απλώνωνται προς τα χαρίσματα και δικά τους να τα κάνουν. Έπειτα ο ποιητής μας δίνει πάντα κάτι από την αιώνιαν αλήθεια που είναι για τον αιώνιον άνθρωπο. Όχι από την αλήθεια που έτυχε να θέλουμε, αλλ’ από την αλήθεια που πρέπει να θέλουμε. Μπορεί να το σβύσαμε κάποιο φως• ή μπορεί να μη μας ήρθε ακόμα αυτό το φως. Ο ποιητής πάντα με το φως αυτό θα μας φωτίση. Γι’ αυτό και ο λόγος του, όσο από τα περασμένα κι αν μας έρχεται, ποτέ δεν είναι παλιωμένος, πάντα καινούριος είναι• και πάντα, όσο κι αν τύχη να παραξενέψη, έχει κάτι τι ταιριαστό, κάτι τι επίκαιρο, κάτι «της τελευταίας ώρας», σα να ειπούμε, γιατί μιλεί προς τον παντοτεινό τον άνθρωπο, που η ουσία του δεν αλλάζει.

Δεν ξέρω γιατί το στοχασμόν αυτό μου τον ξύπνησε μέσα μου το γράμμα του Σολωμού, το ανέκδοτο ως τώρα, από τα 1833 προς τον ποιητή Τερτζέτη. Το ηύρε ψάχνοντας κάποια χειρόγραφα στη Ζάκυνθο ο κ. Α. Σ. Μάτεσις• ιταλικά γραμμένο. Το έβαλε στη γλώσσα μας, και το έδωκε και τυπώθηκε στα «Παναθήναια».

Κανείς νομίζει πως κάποιος ρεπόρτερ σοφίστηκε και πήγε στον τάφο του Σολωμού, όπως θα πήγαινε στο σπίτι του, και πήρε μ’ εκείνον συνέντευξιν για μερικά ζητήματα που τώρα ίσα ίσα συγκινούν—αδιάφορο αν στοχαστικά η ηλίθια—τους κύκλους εκείνους των ανθρώπων, και στον κόσμο το δικό μας, που ζητάνε να ζήσουν «ουκ επ’ άρτω μόνω». Και τα είπε, κι από τα βάθη του τάφου του, ο αθάνατος, όπως πάντα τα έλεγε, είτε σε στίχους, είτε σε πεζά, μετρημένα, λακωνικά, πλαστικά και σα να φιλαργυρεύονταν να τα βγάλη από το θησαυροφυλάκειο της μεγάλης Σιωπής.

Και πρώτα πρώτα το κορυφαίο ζήτημα, το γλωσσικό:

«Δια την γλώσσαν πηγαίνει εκείνο που λέγει ο Μακιαβέλλος δι’ όλους τους θεσμούς των ανθρώπων, ότι η μόνη σωτηρία σε κάθε διαφθοράν είναι η επιστροφή στες αρχές. Οι διδάσκαλοι της Ελλάδος γυρίζουν πολύ οπίσω. Αυτό δεν είναι επιστροφή στες αρχές. Χαίρομαι να παίρνωνται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια…»

Χρόνια ύστερ’ από το Σολωμό ο μέγας γερμανός διδάσκαλος Κούρτιος, πρόδρομος του Κρουμπάχερ, την ίδιαν ιδέα, με άλλα λόγια, ξανάρριχνε προς τους «διδασκάλους της Ελλάδος» που θυμιάτιζαν τη σοφία του, όταν έγραφε κάπου για την καθιερωμένη γλώσσα της, για την καθαρεύουσα: «Λείπει από τη γλώσσα που γράφετε, το νερό που δροσίζει και ζωντανεύει, το νερό το χυμένο από τα σπλάχνα του λαού».

Και σ’ έναν άλλο κύκλον ιδεών, χρόνια ύστερ’ από το Σολωμό, ο κοσμοξάκουστος Βάγνερ, όταν αγωνίζονταν το μουσικό Δράμα να πλάση στου Μύθου τα θεμέλια, τον ίδιο λόγο πέταξε κατά των διδασκάλων του καιρού του, όταν είπε την Όπερα «τεχνητό είδος, που δε βγήκεν από τα σπλάχνα του λαού». Προς τις αιώνιες Αρχές, a principi, που είναι σαν τες «Μητέρες» του Γκαίτε, πήγαινε να γυρίση τη Μουσική.

Και νά γιατί η γλώσσα «των διδασκάλων της Ελλάδος» που «γυρίζουν πολύ οπίσω» είναι γλώσσα Βαβέλικη και γλώσσα «που σκοτώνει τον πολιτισμόν της Ελλάδος».

Όμως δεν είναι μόνο το ζήτημα της γλώσσας. Είναι, όμοια κορυφαίο και μέγα, όμοια παρεξηγημένο και παραστρατισμένο, και το ζήτημα της Τέχνης.

Βέβαια. Τα δημοτικά τραγούδια πρέπει να παίρνωνται για ξεκίνημα. Δεν πρέπει ο ποιητής να κολλιέται απάνω τους σα στρείδι. Πρέπει κανείς να στυλώνεται απάνου τους σα μάτι. Όχι να σέρνεται από εκείνα, στα χαμένα, αλλά να τα σέρνη προς την ψυχή του, και να τα μεταχειρίζεται σαν τα πιο κατάλληλα όργανα για το ξεσκέπασμα της ψυχής του. Πάρτε της κλέφτικης γλώσσας, την ουσία, την αρετή, τη δύναμη• (και πως μπορούν αυτά να ξεχωριστούν από τη γραμματική της;) όμως δεν είστε υποχρεωμένοι να δεθήτε χεροπόδαρα και στο ύφος της γλώσσας αυτής. Του ποιητή το έργο δεν είναι να σταματήση στην μίμησιν του δημοτικού τραγουδιού. Μα την ορμή του παίρνοντας από το τραγούδι τούτο, «να υψωθή κατακόρυφα», όπως υψώνεται ο κορυδαλός από τη γη προς τα αιθέρια. «Το έθνος ζητεί από μας το θησαυρό της διανοίας μας της ατομικής, ενδυμένον εθνικά». Εθνικός ποιητής σ’ ένα έθνος είναι όχι εκείνος που διάλεξε για θέμα του έργου του τα ιστορικά ή τα κοινωνικά ιδεώδη του τόπου του, αλλ’ εκείνος που κατορθώνει βαθιά, ολόβαθα να τα σφραγίζη τα ιδεώδη αυτά με τη σφραγίδα της ατομικής του ψυχής. Και η ψυχή για νάχη κάποιαν ατομικήν αξία, δε μπορεί παρά δυνατή και βαθιά κι αυτή να είναι στης ενεργείας της τον κύκλο. Δε φτάνει λοιπόν να μελετάτε τα δημοτικά τραγούδια, να γράφετε τα δημοτικά, να παίρνετε θέματα πατριωτικά, και να διαλαλείτε τα πάτρια. Αν έφταναν αυτά, ο εθνικός μας ποιητής θα ήταν ο κ. Αντωνιάδης, και ο μέγας πεζογράφος μας ο κ. Βουτυράς. Χρειάζεται ψυχή, που να ξεχωρίζη σαν κάποια πρόσωπα, που τα βλέπετε, και σας εντυπώνονται αξέχαστα.

Και η ψυχή αυτή πρέπει να δείχνεται ελεύθερη και ανεμπόδιστη. Γιατί αλλιώτικα, νοθεύεται, και αδυνατίζει. «Πρόσεχε, γράφοντας να μη φορέσης τα μανικέτια». Τα μανικέτια είναι η ρητορική και η ανειλικρίνεια.

Κ’ επρεπεν από τα βάθη του τάφου να ακουστή άλλη μια φορά η φωνή του ποιητή για να φυσήξη στ’ αυτιά μας την αιώνιαν αλήθειαν, τόσον ολιγόλογα, και τόσο ζωγραφιστά!

Από το: «Διονύσιος Σολωμός», Επιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, Αθήνα 1981, εκδ. Ερμής.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.