Ιστορικό της ευρέσεως της Αγίας Εικόνος της Μεγαλόχαρης της Τήνου, Μέρος Β. – Πρωτ. Ελευθερίου Ν. Κορνάρου.

Υπεραγία Θεοτόκος, η Μεγαλόχαρη της Τήνου 1

Η ανέγερση του Πάγκαλου Ναού της Θεομήτορος

Ύστερ’ απ’ αυτά η Επιτροπή θεώρησε πολύ αναγκαίο να υψωθεί μεγάλος, λαμπρός και επιβλητικός Ναός, πάνω απ’ το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής ( ή Ευρέσεως, όπως ονομάζεται σήμερα), αντάξιος προς την τιμή που έγινε από τη Θεομήτορα στους κατοίκους αυτού του τόπου. Για την απαιτούμενη μεγάλη δαπάνη δεν είχαν και πολύ να σκεφθούν, επειδή είχε δηλωθεί κατηγορηματικά από τη Μεγαλόχαρη στη Μοναχή Πελαγία ότι Αυτή θα φροντίσει γι’ αυτό. Αυτή θα προνοήσει στοργικά, όπως και έγινε.

Με αυτές τις σκέψεις και πεποιθήσεις θεμελιώθηκε ο νέος – άνω Ναός, τα σχέδια του οποίου εκπόνησε ο Σμυρναίος αρχιτέκτονας Ευστράτιος Καλλονάρης. Οι δε πιστοί «πλούσιοι και πένητες, πρόκριτοι και λαός, κάτοικοι της πόλεως και κάτοικοι των χωρίων, εντόπιοι και ξένοι, παρεπίδημοι και διαβατικοί εκ της νήσου, τεχνίται και άτεχνοι, νέοι και γέροντες, γυναίκες και παιδιά, παρείχον μετά ζήλου και φλέγοντος ενθουσιασμού τας υπηρεσίας των. Ο πλούσιος την χρηματικήν συνδρομήν του αφειδή και γενναίαν, ο πένης την προσωπικήν εργασίαν του, ο πρόκριτος την επιστασίαν του, και την παραδειγματικήν αφοσίωσίν του, ο λαός τον ενθουσιασμόν του και την προθυμίαν του, ο τεχνίτης την τέχνην του, ο άτεχνος την υπηρεσίαν του εις την εξυπηρέτησιν των τεχνιτών, μεταφέρων υλικά, υποτασσόμενος και λαμβάνων διαταγάς δια το έργο των, κομίζων πηλόν, άσβεστον, πέτρας και μάρμαρα, ανερχόμενος και κατερχόμενος τα επί της οικοδομής ικριώματα. Οι κάτοικοι των χωρίων εκ περιτροπής μετά των Ιερέων και των προκρίτων επικεφαλής, οι εντόπιοι και
Οι ξένοι και οι πρόσφυγες με ίσον φλέγοντα ενθουσιασμόν και με ίσην γενναιότητα προσφορών, οι γέροντες πλησίον των νέων μετά της αυτής προθυμίας εργαζόμενοι, αι γυναίκες και τα παιδιά τρέχοντες εις το άκουσμα του κώδωνος δια να μεταφέρωσιν εκ της παραλίας εις τον Ιερόν επάνω λόφον, ένθα περικαλλές ανεγείρετο το ανάκτορον της Παρθένου, τα ελθόντα υλικά, τα προσκομισθέντα εκ Πανόρμου, είτε μάρμαρα εκ Δήλου, τα οποία ο μεν εδώρησεν, ο δε διερχόμενος εκ Δήλου, και ιδών τον Ιερόν βράχον, εθεώρησε καθήκον επιβαλλόμενον να φορτώσει εκείθεν όσα ηδύνατο μάρμαρα και προσεγγίζων ενταύθα να τα προσφέρει εις τον ανεγειρόμενον ναόν ή να προσκυνήση την Ιεράν αυτής Εικόνα, ήτις εκ γης αναδειχθείσα, ευαγγελίζεται την της Ελλάδος σωτηρία, ενώ άλλος πλοίαρχος διερχόμενος και έχων ξυλείαν είτε άσβεστον, διακόπτων τον πλουν του και εισερχόμενος εις τον μικρόν της νήσου όρμον, εκτελεί φόρον ευλαβείας προσφέρων εκ του φορτίου του όσον ηδύνατο. Και πάντες συντρέχουσιν εις την ανέγερσιν του περικαλλούς Ναού, αδελφούμενοι εν τη
ιερά ιδέα της Πίστεως και της Πατρίδος…».

Ο Πάγκαλος Ιερός Ναός.

Το πώς έφθασε σε αίσιο τέλος το μεγαλεπίβολο αυτό έργο γνωρίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο η Μεγαλόχαρη. Αυτή και το θαύμα της διατηρήσεως και ανευρέσεως της Αγίας Εικόνας και το έργο αυτό επετέλεσε. Γιατί, κανένας σταθερός οικονομικός πόρος δεν υπήρχε και όμως σταθερά εξευρισκόταν. Και τη στιγμή που το έργο κινδύνευε να διακοπεί η Παναγία εξεύρισκε τρόπους.

Η προσφορά π. χ. εκατό διστήλων από τον Άγγλο πλοίαρχο Φ. Ταξ, στην πιο κρίσιμη, για τη συνέχιση του έργου της ανεγέρσεως στιγμή, ήταν πραγματική και εξώφθαλμη παρέμβαση της Θεοτόκου, αλλά και στη συνέχεια η αθρόα προσφορά χρημάτων και πολύτιμων αφιερωμάτων για την αποπεράτωση και τη λαμπρότατη διακόσμηση του μεγαλοπρεπούς Ναού πάλι έργο της Θεομήτορος είναι. Γιατί πώς άλλωστε ήταν δυνατόν σε δεινές στιγμές του Έθνους, σε περίοδο σκληρής δοκιμασίας του Ελληνικού λαού να ενισχυθεί η θεοφιλής αυτή προσπάθεια και να ολοκληρωθεί μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα (1824-1830).

Ας έχει λοιπόν δόξα η Μεγαλόχαρη, η Οποία εκδήλωσε τόσο πλουσιοπάροχα τις χάριτες και δωρεές Της στο ιερό μας νησί και στο θείο και σεβάσμιο εγκαλλώπισμά Της.

***

Κλοπή και ανεύρεση της Αγίας Εικόνας

Το έγκλημα της ιεροσυλίας έγινε την νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου 1842. Δράστης υπήρξε ο Χριστόδουλος Δημητριάδης, που καταγόταν από το Δρέπανο της Αργολιδοκορινθίας.

Αυτός κατόρθωσε και κρύφτηκε στο γυναικωνίτη του άνω Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας, μετά την απόλυση του Εσπερινού της εορτής του Αγίου Ελευθερίου. Κατά τα μεσάνυχτα, όταν στην πόλη της Τήνου τα πάντα είχαν καθησυχάσει και δεν ακουγόταν τίποτα άλλο παρά μόνο τα σφυρίγματα του παγερού δεκεμβριανού βοριά, ο ιερόσυλος σηκώθηκε και, αφού δέθηκε με σχοινί, κατέβηκε σαν αίλουρος στο Ναό.

Στην αρχή κατευθύνεται στο Άγιο Βήμα κι αναζητά ίσως τιμαλφή από αφιερώματα, αλλά μη βρίσκοντας βγαίνει στον κυρίως Ναό. Βλέπει τ’ ασημοκάντηλα ν’ αναδίνουν το μελιχρό τους φως. Αντικρύζει τ’ αυστηρά πρόσωπα των Εικόνων, άλλ’ ασυγκίνητος προχωρεί και σταματά στο προσκυνητάρι. Εκεί απλώνει τα βέβηλα χέρια του. Αρπάζει τη θαυματουργή Εικόνα της Μεγαλόχαρης, και σαν τρελός ανοίγει τη δυτική θύρα και φεύγει…

Φεύγει προς τα δυτικά του νησιού. Κατευθύνεται προς τον Πάνορμο, από το Δήμαρχο του οποίου είχε πριν θεωρημένο το διαβατήριό του για Άνδρο. Εκεί επιχειρεί να δραπετεύσει. Προηγουμένως όμως σε κάποια τοποθεσία με την ονομασία «Θεοτόκος», λίγο πιο πάνω απ’ το χωριό Ιστέρνια, είχε ενταφιάσει τη σεπτή εικόνα, αφού αφαίρεσε κατά βάρβαρο τρόπο τα πολύτιμα αφιερώματα και τα έκρυψε στα ενδύματά του.

Στο Στενό, που χωρίζει την Τήνο από την Άνδρο, επιχείρησε να διαφύγει με βάρκα. Επειδή διαφώνησε όμως για το ναύλο αναγκάστηκε να παραμείνει μέχρις ότου βρει καλλίτερη ευκαιρία, μια και δεν είχε τα ανάλογα χρήματα. Η αλήθεια όμως είναι ότι αθόρυβα συντελούνταν το θαύμα από μέρους της Μεγαλόχαρης, η Οποία δεν άφηνε τον αμετανόητο και ιταμό υβριστή Της ν’ απομακρυνθεί απ’ τον τόπο Της.

Το τι έγινε εν τω μεταξύ στην πόλη της Τήνου αμέσως μόλις το πρωί ανακαλύφθηκε η ιεροσυλία ξεπερνά κάθε περιγραφή. Ο νεωκόρος του Ναού και άλλος ένας υπάλληλος πολύ πρωί προσήλθαν στο καθήκον τους, άνοιξαν τη θύρα, μπήκαν στο Ναό και κατά την ευλαβή συνήθειά τους προχώρησαν αμέσως προς το Εικονοστάσι για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή Εικόνα.

Άλλ’ ώ φρικτή η στιγμή! Βλέπουν κενή τη θέση Της και τ’ αφιερώματα να έχουν διαρπαγεί και μερικά απ’ αυτά να είναι διασκορπισμένα στο δάπεδο. Προς στιγμή παραμένουν βουβοί, κάτωχροι, κατάπληκτοι! Αμέσως δε μόλις συνέρχονται παρατηρούν το κρεμασμένο ακόμη απ’ το γυναικωνίτη σχοινί. Μπαίνοντας έπειτα στο Άγιο Βήμα διαπιστώνουν και επάνω στην Αγία Τράπεζα και στην Ιερή Πρόθεση αναστάτωση, κι ύστερα από λίγο ανακαλύπτουν τη δυτική θύρα του Ναού ανοικτή. Δεν αμφιβάλλουν πια καθόλου. Έγινε κλοπή. Και αλλόφρονες βγαίνουν κραυγάζοντας. «Βοήθεια κλέφτες, έκλεψαν την Αγία Εικόνα…». Οι καμπάνες του Ναού κτυπώντας συνεχώς πένθιμα διαλάλησαν με το θρηνώδη ήχο τους το τραγικό συμβάν.

Και οι Τήνιοι, με την ιδέα ότι χάθηκε ο πολύτιμος θησαυρός τους, βρέθηκαν όλοι επί ποδός σε γενικό συναγερμό. Δακρυσμένοι, περίλυποι με ασυγκράτητη αγανάκτηση και οργή, έτρεχαν στους δρόμους και στο τέλος κατέκλυσαν τον ιερό Ναό της Μεγαλόχαρης ολόγυρα, ψάλλοντας με συντριβή παρακλήσεις, εκλιπαρώντας με δάκρυα και λυγμούς την άμεση επέμβαση της Παναγίας, ώστε να λυπηθεί τον τόπο, να ευσπλαχνισθεί το λαό και να του ξαναδώσει την πολύσεπτη Εικόνα Της. Παράλληλα λήφθηκαν αμέσως δρακόντεια μέτρα, ώστε κανείς να μη διαφύγει απ’ το νησί. Κατόπιν διαταγής του τότε διοικητή του νησιού Ι. Θεοτόκη απαγορεύτηκε ο απόπλους κάθε πλοίου και αφαιρέθηκαν τα πηδάλια από τα διάφορα πλοία ακόμη κι από βάρκες, ενώ περιπολικά βγήκαν για περιφρούρηση. Επίσης με έκτακτους απεσταλμένους δόθηκαν αυστηρότατες διαταγές στους κατά τόπους δημάρχους και τα υγειονομεία της Τήνου για να παρακολουθείται άγρυπνα κάθε ύποπτος. Ένοπλοι εξ άλλου εθνοφύλακες βγήκαν προς ανίχνευση και αναζήτηση του δράστη. Τέλος επικηρύχθηκε αυτός αντί
πεντακοσίων δραχμών, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη.

Εν τω μεταξύ ο ιερόσυλος, καθισμένος κοντά, σ’ ένα πηγάδι έξω απ’ τον Πύργο της Τήνου, για να ξεδιψάσει και να ξεκουρασθεί, εντοπίστηκε από τους εθνοφύλακες Χρ. Γλύνη και Π. Φλούρη, και αμέσως συνελήφθη (15 Δεκεμβρίου) τη στιγμή που περιεργαζόταν και τακτοποιούσε μέσα στα ενδύματά του για ασφαλέστερη φύλαξη τα τιμαλφή – αφιερώματα. Δεμένος αμέσως οδηγείται στο Δήμαρχο Πανόρμου Γ. Κουκουλά, όπου κρατείται και ανακρίνεται και ακολούθως στέλνεται με αυστηρή συνοδεία στο διοικητή της χώρας Τήνου Θεοτόκη, στον οποίο προηγουμένως με απεσταλμένο ο Δήμαρχος είχε φέρει τη χαροποιό είδηση για τη σύλληψη του βέβηλου.

Η είδηση αυτή σαν αστραπή διαδόθηκε σ’ ολόκληρο το νησί και μεμιάς μετέβαλε το πένθος σε χαρά, τα δάκρυα της λύπης σε δάκρυα αγαλλίασης. Κανένας δεν μπορεί να παραστήσει τα συναισθήματα του πλήθους, τις χαρμόσυνες εκδηλώσεις του λαού, και κυρίως όσων προσεύχονταν με κατάνυξη στον περίβλεπτο Ναό. Εκεί ήταν πια φανερός ο σπαραγμός της ψυχής, το σιγηλό κλάμα, οι λυγμοί την ώρα της παρακλήσεως που ψέλνονταν αδιάκοπα. Και όταν έφθασε ο κομιστής του εγγράφου του Δημάρχου Πανόρμου και το παρέδωσε στα χέρια του διοικητού, που κατά την επικρατέστερη άποψη βρισκόταν στο Ναό, εκείνος μεγαλοφώνως και γεμάτος χαρά το διάβασε στο λαό.

Ανακοίνωση της ανευρέσεως της Αγίας Εικόνας.

Τότε η θλιμμένη και μελαγχολική ατμόσφαιρα πήρε όψη πανηγυρική και ευχάριστη. Ο Λαός ξεχύθηκε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές και χαροποιές επιφωνήσεις. Μυριόστομες ακούονταν οι ευχαριστίες προς το Σωτήρα Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του. Η συγκίνηση είναι τόσο μεγάλη, ώστε όλοι κλαίνε, και τέτοια η φωτοβολή του Ναού, ώστε με τις ουρανόφθαστες χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες, να συντελείται να διατρανώνονται τα πανηγυρικά αισθήματα του ευσεβούς εκείνου Λαού. Τελευταία αγωνία των Τηνίων μετά τη σύλληψη του δράστη ήταν να παραδώσει την Αγία Εικόνα. Γιατί, τόσο στο Δήμαρχο του Πανόρμου, όσο και στο Διοικητή του νησιού, είχε υποδείξει διάφορες τοποθεσίες, στις οποίες όμως δε βρέθηκε τίποτε, και μόνο όταν ο Διοικητής του έδειξε πως τον περιποιείται ιδιαίτερα και έχει διάθεση να τον βοηθήσει ν’ αποφύγει τις περαιτέρω συνέπειες, αποκάλυψε τον ακριβή τόπο, όπου είχε κρύψει τη σεπτή Εικόνα. Άλλ’ όσοι στάλθηκαν για να Την βρουν και να Την παραλάβουν, μεταξύ των οποίων οι Γ. Σακελλίων, γραμματέας της διοικήσεως, Μ. Ζώρας,
Αστυνόμος Τήνου, Διανειλής, αξιωματικός του στρατιωτικού αποσπάσματος και Λογοθέτης, Ειρηνοδίκης, δεν κατόρθωσαν τίποτε.

Έτσι χρειάστηκε και οδηγήθηκε ο ίδιος ο ιερόσυλος με αυστηρή συνοδεία στο γνώριμό του τόπο, όπου πράγματι βρέθηκε η Εικόνα. Από ‘κει μεταφέρθηκε στην Τήνο, με ιερή πομπή, η οποία σχηματίσθηκε από ιερείς, χριστιανούς κι εξαπτέρυγα των χωριών Ιστερνίων, Πύργου, Καρδιανής. Έξω απ’ την πόλη είχαν έρθει σε προϋπάντηση ο λαός με επικεφαλής τον Ι. Κλήρο και τις αρχές. Και ύστερ’ από λίγο η Τήνος σημαιοστόλιστη παρουσιάζοντας όψη εξόχως πανηγυρική, δεχόταν τον ανεκτίμητο θησαυρό της. μετά τη δοξολογία εναποτέθηκε η Αγία Εικόνα στο λαμπροστόλιστο Ναό της Μεγαλόχαρης κα επακολούθησε όλη τη νύχτα ευχαριστήρια αγρυπνία.

Ένας μόνο παρέμεινε σ’ όλα αυτά ασυγκίνητος και αναίσθητος. Ο ιερόσυλος! Σαν άλλος Ιούδας σκληρά τιμωρήθηκε απ’ τη Θεία δίκη λίγο αργότερα. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου και μετά την καταδίκη του τερμάτισε οικτρά τη ζωή του, βασανιζόμενος από άγρια παραφροσύνη.

Από το βιβλίο: Ελευθερίου Ν. Κορνάρου, Πρωθιερέως Πανελλ. Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου – Η Παναγία της Τήνου.
Εκδοση Δεκάτη τρίτη, επηυξημένη και βελτιωμένη. Τήνος, 2015

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ιστορικό της ευρέσεως της Αγίας Εικόνος της Μεγαλόχαρης της Τήνου, Μέρος Α. – Πρωτ. Ελευθερίου Ν. Κορνάρου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.