Θρησκευτικότητα και άτομα με προβλήματα οράσεως.

(Εισήγηση που παρουσιάσθηκε στο πρώτο συνέδριο προσβάσιμου θρησκευτικού τουρισμού, με θέμα «Με γνώμονα την Προσβασιμότητα στα βήματα του Αποστόλου Παύλου και του Αγίου Ιωάννου του Σερραίου. Το συνέδριο αυτό διεξήχθη στο Σιδηρόκαστρο των Σερρών, από 19 έως και 22 Ιουνίου του 2008. το συνέδριο τελούσε υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, καθώς και της Ιεράς μητροπόλεως Σιδηροκάστρου. Η εν λόγω εισήγηση, περιελήφθη στο πρόγραμμα της δευτέρας ημέρας του συνεδρίου, δηλαδή την Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008.)

Θρησκευτικότητα και άτομα με προβλήματα οράσεως.

σεβαστοί πατέρες, και αγαπητοί αδελφοί, χαίρετε.

Εγκάρδιές και πολλές ευχαριστίες θα θέλαμε να αναπέμψουμε στον Δωρεοδότη Κϋριό μας, ο οποίος μας αξίωσε να βρισκόμαστε εδώ, ανάμεσά σας, μα και στην ΑΞΙΌΤΙΜΗ οργανωτική επιτροπή τούτου του συνεδρίου, η οποία είχε την καλοσύνη να προσκαλέσει και τον σύλλογό μας, την ορθόδοξη πορεία, ώστε να συμμετάσχουμε και εμείς σε έναν γόνιμο, όπως ελπίζΟΥΜΕ, διάλογο, ο οποίος αφορά ασφαλώς ζωτικότατα ζητήματα της καθημερινής μας ζωής, και όχι μόνον. Επιτρέψτε μας επίσης, να συγχαρούμε ταπεινά την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών καθώς και την Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου, γιατί για πρώτη φορά, ελπίζουμε πάντως, όχι και για τελευταία, έστρεψαν κατ’ αποκλειστικότητα το ενδιαφέρον τους στους αναπήρους! Χαιρόμαστε διότι αναγνωρίζεται επιτέλους, και η ανάγκη ασκήσεως ενεργητικής ή μάλλον, επιθετικής ποιμαντικής διακονίας και σ’ αυτόν εδώ τον χώρο!

Και πρώτα – πρώτα, επιτρέψτε μου αγαπητοί αδελφοί, να σας παρουσιάσω, με λίγα λόγια, την Ορθόδοξη Πορεία, τον σύλλογο τον οποίον έχω την τιμή να εκπροσωπώ εδώ σήμερα. Η Ορθόδοξη πορεία λοιπόν, ιδρύθηκε επισήμως στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1996, από μια ομμάδα – παρέα τυφλών, οι οποίοι ήθελαν να κάνουν ακριβώς αυτό που λέει και η εισήγησή μας αυτή. Ήθελαν δηλ. να καλύψουν – να «ικανοποιήσουν» τις καθημερινές θρησκευτικές τους ανάγκες. Το συλλογικό λοιπόν μόρφωμα που παρουσίασαν τότε στο πρωτοδικείο Αθηνών, ανέλαβε την υποχρέωση να ηχογραφεί βιβλία θρησκευτικού, ιστορικού και παιδαγωγικού περιεχομένου, να εκδίδει ανάλογου περιεχομένου ηχητικό θρησκευτικό περιοδικό, να οργανώνει προσκυνηματικές εκδρομές σε όλη την Ελλαδική επικράτεια, να συμμετέχει σε λατρευτικές – εκκλησιαστικές συνάξεις, να διατηρεί τράπεζα αίματος, και να συμπαρίσταται υλικά και ηθικά σε όλους τους συνανθρώπους μας, στο μέτρο βέβαια, των περιορισμένων δυνάμεών του. Ο Κύριος μας, με τις πρεσβείες των δύο προστατίδων Αγίων μας, της Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής και της Μεγαλομάρτυρος Κεκιλίας, τα δώδεκα αυτά χρόνια που δραστηριοποιείται αυτός εδώ ο σύλλογος, έδειξε πάμπολες φορές, την αμέριστη βοήθειά Του, την πάνσοφη πρόνοιά Του, και το Πολύ του Έλεος σε εμάς τους αδύναμους και ταπεινούς Δούλους Του!

Έχοντας λοιπόν ως εφαλτήριο αυτή την δωδεκαετή ζωή της Ορθόδοξης Πορείας, μα και παρατηρώντας την καθημερινότητα που άλωστε ζούμε όλοι μας, θα προσπαθήσω, συν Θεώ, να περιγράψω αυτήν ακριβώς την εκδήλωση, και την πραγμάτωση – κάλυψη της θρησκευτικότητος των ανθρώπων με προβλήματα οράσεως, ζητώντας ταπεινά εκ των προτέρων την επιήκια και την ανεκτικότητα σας.

Ως γνωστόν λοιπόν, «αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις», κατά τον Πλάτονα. Θα πρέπει συνεπώς, να ορίσουμε τις δύο βασικές έννοιες του τίτλου που παρουσιάσαμε. Θρησκευτικότητα, και άτομα – «καλύτερα πρόσωπα» με προβλήματα οράσεως. Και οι δύο αυτές έννοιες έχουν, κατά καιρούς, περιγραφεί από σπουδαίες, εμβριθείς και περιεκτικότατες προσεγκύσεις. Ως τόσο, θα επιλέξουμε τις πιο απλές απ’ αυτές.

Λέγοντας εν πρώτοις θρησκευτικότητα, εννοούμε κυρίως την αυθόρμητη στροφή του ανθρώπου προς το Θείον, όποιο κι αν είναι αυτό. Τούτο σημαίνει, πως η στροφή αυτή του ανθρώπου προς το θείο, χαρακτηρίζεται από την ποικιλία, τόσο ως προς την μορφή, όσο και ως προς τον χρόνο, την ένταση, την διάρκεια και τα εκάστοτε κρυφά ή φανερά κίνητρα του ανθρώπου. Επειδή δε, έχουμε την χαρά – ευλογία, να βρισκόμαστε σε Εκκλησιαστικό λίγο – πολύ περιβάλλον, θα θεωρήσουμε σ’ αυτήν εδώ την εισήγηση εξ αρχής, πως αναφερόμαστε στην ορθόδοξη θρησκευτικότητα, δηλ. την σχέση ενός Ορθοδόξου με τον Τριαδικό Θεό μας, όπως αυτή διακηρύσσεται – περιγράφεται από την εν Χριστώ αποκεκαλημένη Πίστη μας.

Δεύτερον. Λέγοντας άτομα με προβλήματα οράσεως, εννοούμε τον κάθε ένα συνάνθρωπό μας, ο οποίος έχει κατά την γνώμη μας, την ευλογία, (1), κατά άλους δε την ατυχία, να στερείται της οράσεώς του από 67 τοις εκατό και άνω. (2) Εννοούμε δηλ. συνανθρώπους μας ολικώς τυφλούς, και αμβλείοπες. Είναι δε εκπληκτικό το πόσον επηρεάζεται αυτή η ανθρώπινη θρησκευτικότητα από αυτές ακριβώς τις συνθήκες της αναπηρίας. Αυτό ακριβώς το σύνολο των εμπειριών, που δημιουργούνται από την καθημερινή και ως ένα βαθμό διαλεκτική σχέση αναπηρίας και Θεού, Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε στην συνέχεια.

Για καθαρά μεθοδολογικούς, και μόνον, λόγους, θα χωρήσουμε την εν λόγω θρησκευτικότητα, σε δύο μορφές, αλληλοπεριχορούμενες, και γι’ αυτό πολλές φορές δυσδιάκριτες. Την ιδιωτική – ατομική θρησκευτικότητα, και την δημόσια – εκκλησιαστική θρησκευτικότητα. Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν κι από τις δύο προαναφερθείσες μορφές, πρωτεύοντα ρόλο και στις δύο, έχουν και ο ψυχισμός του ανθρώπου, μα και το περιβάλλον στο οποίο ζει. Το γιατί θα το δούμε εξετάζοντας την κάθε μορφή ξεχωριστά. Στο τέλος, θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε, ταπεινά, κάποιες χρηστικές προτάσεις.

Μία πρώτη σημαντική παράμετρος του θέματός μας, είναι και η στάσις του κάθε αναπήρου, απέναντι σ’ αυτήν ακριβώς την αναπηρία του. Άλοι δηλ. την αντιμετωπίζουν παθητικά, μοιρολατρικά θα έλεγα, και άλοι τοποθετούνται απέναντί της, ενεργητικά – δυναμικά. Οι πρώτοι δηλ. λένε, με απλά λόγια. «Αφού με βρήκε το κακό, τι να κάνουμε? Άσε την ζωή να κυλίσει όπως έχει, και ας περιμένουμε τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα από τους άλους. Η δεύτερη ομάδα αναπήρων, πιστεύει, πως η ζωή του καθενός μας, αναπήρου ή μη, έχει αξία μόνον όταν την κατακτάς με την διαρκή, καθημερινή σχεδόν πάλη, με αυτό το ίδιο το πρόβλημά σου.

Γιατί αναφέραμε αυτές τις δύο μορφές νοοτροπίας? Διότι, αναλόγως της στάσεώς μας έναντι της αναπηρίας μας, «ρυθμίζεται» συνήθως, και η στάση μας έναντι του Θεού. Άλοι λένε δηλαδή. Θεέ, δεν θέλω να Σε ξέρω, και ούτε να έχω σχέσεις μαζί Σου, γιατί Εσύ ευθύνεσαι για την κατάντια μου! Επαναλαμβάνουν με άλα λόγια, το Αγιογραφικό, «Θεέ, απόστα απ’ εμού, οδούς Σου ειδέναι ού βούλομαι». (3) Η δεύτερη ομάδα, αυτή των δυναμικών, ας τους πούμε, αναπήρων, Θεωρούν πως μας βρήκε μεν το κακό, αλλά θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε πρώτα εμείς με όλες τις δυνάμεις μας, και παράλληλα να αναζητήσουμε και την συνδρομή της κοινωνίας μας, του κράτους, και τελικώς Αυτού του Θεού! Εδώ θα ταίριαζε ακριβώς, το Αγιογραφικό, χωρίς Εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν. (4)

Σε αυτήν ακριβώς την δεύτερη κατηγορία θεωρήσεως της αναπηρίας, θα πρέπει να εντάσσονται, σύμφωνα με το καθ’ ημάς παραδεδομένο Εκκλησιαστικό φρόνημα, και οι συνειδητοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε προς το τέλος της παρούσης εισηγήσεώς μας. Τώρα, ας επισκοπήσουμε, δι’ ολίγων τις δύο μορφές θρησκευτικότητος, όπως τις κατονομάσαμε προηγουμένως.

Ιδιωτική – ατομική θρησκευτικότητα.

Λέγοντας λοιπόν ιδιωτική θρησκευτικότητα, εννοούμε την σχέση που αναπτύσσει ο τυφλός ή ο αμβλίοψ με τον Θεό, στην καθημερινή ιδιωτική του ζωή. Δηλ. Στο σπίτι, στην εργασία του, στην ψυχαγωγία του, στην συγκοινωνία, στην χαρά, στην λοίπη του, το πρωί, το βράδυ, κ. ο. κ. Εδώ δηλ. έχουμε μια μοναδική σχέση για δύο, σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Οι άλοι παράγοντες που διέπουν την ζωή μας, υπάρχουν εδώ, μόνον δευτερογενώς, και πάντως σε συμπληρωματικό ρόλο.

Η πιο απλή και συνηθισμένη λοιπόν εκδήλωση της προσωπικής μορφής της θρησκευτικότητος, είναι, ως γνωστόν, η ατομική προσευχή και η περισυλλογή. Και οι δύο αυτές εκδηλώσεις διευκολύνονται (όπως πιστεύεται συνήθως), από την αναπηρία μας, διότι όταν ελλείπουν οι εξωτερικοί οπτικοί ερεθισμοί, είναι ευκολότερη η αυτοσυγκέντρωση, και η στροφή μας στον έσω άνθρωπο, στον άνθρωπο της καρδίας. Έτσι, διευκολύνεται η διαρκής και ουσιαστική προσευχιτική στροφή του δημιουργήματος προς τον Δημιουργό. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνονται. Και τούτο, διότι λίπουν μεν οι εξωτερικοί οπτικοί ερεθισμοί, εξακολουθούν όμως να υπάρχουν οι ακουστικοί περισπασμοί, οι οποίοι αναπληρώνουν, ατυχώς εν προκειμένω, τις προκλήσεις του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό και για τον τυφλό, η προσευχή και η περισυλλογή απαιτεί αυξημένη εγρήγορση και νήψη. Δεν αγνοούμε βέβαια αυτό που τονίζουν αρκετοί πνευματικοί πατέρες. Συχνά δηλ. μας μακαρίζουν γιατί δεν βλέπουμε, και μπορούμε ευκολότερα, όπως λένε, να συγκεντρωθούμε σε περισυλλογή και προσευχή. Λέγουν μάλιστα, πως αυτό που εκείνοι χρόνια αγωνίζονται να επιτύχουν, την συγκέντρωση του νοώς στον έσω άνθρωπο, τον άνθρωπο της καρδίας, τα πρόσωπα με προβλήματα οράσεως το έχουν εξ ορισμού προνομιακά κατωχειρώσει. Τους ευχαριστούμε βεβαίως για τους αυθορμήτους επαίνους τους, οι οποίοι, ούτως ή άλως μας τιμούν, αλλά ας μας επιτρέψουν να υπενθυμίσουμε σε όλους μας, πως η Αγία Γραφή (5) και οι πατέρες της εκκλησίας μας, (6) επανηλημένως ονομάζουν όλες τις αισθήσεις μας, ως «θυρίδες», μέσω των οποίων εισέρχεται στον εσωτερικό μας κόσμο, και η Θεία Χάρις, και ο εκ του πονηρού προερχόμενος πειρασμός. Το θέμα είναι λοιπόν, θέμα προσωπικής επιλογής, καταρτισμού, και ασφαλώς, αδιαλείπτου πνευματικού αγώνος.

Μα αν η προσωπική προσευχή και η περισυλλογή αποτελούν το χαρακτηριστικότερο δείγμα της ατομικής θρησκευτικότητος, τότε η προσωπική μελέτη είναι εκείνη που μπορεί να την προαγάγει και να την βελτιώσει, χάρητι Θεία, σε υπέρτατο βαθμό. Πράγματι. Η προσέγκυση, η εμβάθυνση και η εν τέλει, αφομοίωση εκκλησιαστικού, και όχι μόνον, περιεχομένου κειμένων, μπορεί αναμφισβήτητα να διευρύνει τους πνευματικούς μας ορίζοντες, τόσο γνωσιολογικά, όσο, και κυρίως, εμπειρικά. Διαβάζοντας, είτε ακουστικά, είτε ηλεκτρονικά, είτε και απτικά, αποκτούμε σωτήρια, πολλές φορές, επαφή, με την Αγία Γραφή, (7) τα πατερικά κείμενα, και εν γένει την εκκλησιαστική γραμματία, και τον τύπο. Το δυστύχημα για τα πρόσωπα με προβλήματα οράσεως είναι πως, όσο μεγάλη είναι η αναγκαιότητα αυτής της μελέτης, τόσο μικρές, έως και ανύπαρκτες είναι ατυχώς, οι παρεχόμενες δυνατότητες της εν λόγω μελέτης. Επειδή δε, το χάσμα μεταξύ ανάγκης για μελέτη, και παρεχομένων δυνατοτήτων για αυτήν ακριβώς την μελέτη είναι ακόμη πελώριο, θα τολμούσα να πω, πως οι τυφλοί στον τομαία αυτό, παραμένουν αποκλισμένοι σχεδόν από τον κοινωνικό και τον πνευματικό – εκκλησιαστικό περίγυρο! Να γιατί, ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους ιδρύθηκε η Ορθόδοξη Πορεία, ο σύλλογος των ορθοδόξων τυφλών της Ελλάδος, ήταν ακριβώς αυτός’ δηλ. η αναγκαιότητα εξευρέσεως θρησκευτικών – εκκλησιαστικών κειμένων προς μελέτη, σε μορφή τέτοια που να είναι φιλική με τις ανάγκες των τυφλών. Παρά την δωδεκαετή μας προσπάθεια όμως, καταλαβαίνουμε και συνειδητοποιούμε καθημερινά, πως μόνον η συνεργασία ιδιωτικής και Εκκλησιαστικής, τουλάχιστον, πρωτοβουλίας, μπορεί κάπως να επικαλύψει το αδυσώπητο χάσμα! Ευχάριστο γεγονός είναι βεβαίως και για το θέμα αυτό, η προσφάτως αναπτυσσομένη Εκκλησιαστική ραδιοφωνία και τηλεόραση, μέσω των οποίων μπορούμε και εμείς οι τυφλοί, να «διαβάσουμε» ακούγοντας τα εκεί παρουσιαζόμενα βιβλία.

Μία ενδιαφέρουσα επίσης εκδήλωση της καθημερινής θρησκευτικότητος, είναι και η αναγκαιότητα μεταβάσεως στους προσκυνηματικούς τόπους της πίστεώς μας, είτε σε Ιερές Μονές, ή σε Ιερούς ναούς, κ.τ.λ.π. Λόγω ελλείψεως χρόνου όμως, θα τονίσουμε μόνον την θετικότατη συμβολή στην επιτυχία αυτών των μετακινήσεων, των εμπείρων συνοδών, οι οποίοι, με την καθημερινή και φυσική συναναστροφή με τους τυφλούς αδελφούς, και στην κοινωνικοποίηση τους διευκολύνου, και στην ασφαλή μετακίνηση και προσέγκυση μας στους Ιερούς τόπους. (8) Σημειώστε μάλιστα, πως αυτή η κοινωνικοποίηση, επιτυγχάνεται φυσικά και αβίαστα, πράγμα που την καθιστά, κατά την γνώμη μας, αποτελεσματικότερη και μακροβιότερη. Γνωρίζουμε, δηλ., φιλίες που αναπτύχθηκαν σε τέτοιου είδους προσκυνηματικές εκδρομές – αποδημίες, φιλίες οι οποίες αριθμούν πολλά έτη ζωής, επ’ ωφελεία και των δύο συμβαλλομένων μερών!

Από τα Ομηρικά έπη εξάλλου, όπως όλοι μας ξέρουμε, προβάλεται η μορφή του τυφλού καλητέχνη. Τούτο σημαίνει πως η τέχνη εν τω συνόλω της, είναι μία προτιμώμενη μορφή φυσικής εκφράσεως των ανθρώπων με προβλήματα οράσεως. Σε ό,τι αφορά δε την εκδήλωση της θρησκευτικότητος, η μουσική κατά κύριο λόγο, η λογοτεχνία δευτερευόντως, και οι άλες μορφές της καλητεχνίας σε μικρότερο βαθμό, αποτελούν τον εξαίρετο και μοναδικό ίσως, πολλές φορές, τρόπο εκφράσεως της Εκκλησιαστικής εμπειρίας. Άλωστε, συχνά η τέχνη μας δίνει την δυνατότητα να εκθέσουμε στο περιβάλλον μας ψυχικά βιώματα και εμπειρίες, να ψυχαγωγηθούμε και να ψυχαγωγήσουμε, πράγμα που με τα λόγια ή και τις κινήσεις μας ακόμη, αδυνατούμε κάποτε – κάποτε να παρουσιάσουμε. Έτσι, και η μορφή αυτή της κοινωνίας με τον Θεό μας, καθίσταται πολαπλώς ωφέλιμη, και στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητος εν τέλει, μα και στην Εκκλησιαστική ζωή, όταν, βεβαίως, προσθέτει κάτι νέο στην πρόοδο και των δύο αυτών μορφών δράσεως της ανθρωπίνης συνηδοίσεως. Η ψαλτική τέχνη και η τραγουδοποιεία αφενός, η ποίηση και η πεζογραφία αφετέρου, έχουν να επιδείξουν αξιόλογες μορφές τυφλών καλητεχνών, οι οποίοι «θεράπευσαν» με αξιοζήλευτα αποτελέσματα την τέχνη. Δεν αγνοούμε βεβαίως, πως η προαγωγή εν πρώτοις, και η έκθεση της τέχνης ακολούθως, απαιτούν την υποστήριξη ποικίλων τεχνικών βοηθημάτων, γραπτών και γραφικών εκφραστικών μέσων, αλλά, γιατί όχι, και διαφόρων μέσων προβολής του καλητεχνηκού αποτελέσματος – προϊόντος. Ίσως δηλ. ο τυφλός ή ο αμβλείοψ καλητέχνης μπορεί να τραγουδήσει ή να ψάλλει, μα αν δεν μπορεί να έχει στην διάθεσή του μουσικά βιβλία, είναι απίθανο μάλλον να καληεργήσει αυτή του την έφεση. Μπορεί επίσης να έχει έντονο το αφηγηματικό ή το ποιητικό χάρισμα, μα αν δεν μπορεί να γράψει ή με την γραφή braille, ή σε μεγαλογράμματη γραφή, ορισμένως «θάβει» το ταλέντο του. Ας μην αναφερθούμε επίσης, και στα χρήματα που απαιτούνται, πολλές φορές, γι’ αυτήν την δημοσιοποίηση των καλητεχνηκών επιδόσεων. Συχνά η υστέρηση των οικονομικών πόρων, αναστέλει δυστυχώς την όποια κοινοποίηση αυτής της τέχνης, για κάθε άνθρωπο γενικότερα.

Και αφού, αγαπητοί αδελφοί, επισκοπήσαμε δι’ ολίγων επιλεκτικών σημειώσεων, τις μορφές και τις εκδηλώσεις της ατομικής – ιδιωτικής θρησκευτικότητος των ανθρώπων με προβλήματα οράσεως, ας μας επιτραπεί πια, να εκθέσουμε συνοπτικά, και τα όσα αφορούν την εκκλησιαστική – δημόσια θρησκευτικότητα.

Εκκλησιαστική – δημόσια Θρησκευτικότητα.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον κοινωνικοθρησκευτικό τομαία της ζωής μας, υπεισέρχονται, όπως είναι αυτονόητο, η ατομικότητα του κάθε ανθρώπου, η κοινωνία μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και ασφαλώς η Θεία Χάρις, η τα ελίποντα αναπληρούσα, και τα ασθενή θεραπεύουσα. (9) Πρώτα – πρώτα, η μετάβαση στους λατρευτικούς χώρους, και η προσέγκυση σ’ αυτούς, είναι για τους ανθρώπους με προβλήματα στην όραση, πολλές φορές μία μεγάλη περιπέτεια. Τούτο το λέμε, όχι για να δραματοποιήσουμε την πραγματικότητα, αλλά για να υπενθυμίσουμε, πως η έλλειψη σταθερού μεταφορικού μέσου, που θα μεταφέρει τους τυφλούς από το σπίτι στους ναούς, ή στους τόπους των λιπών λατρευτικών εκδηλώσεων, η έλλειψη μονίμου συνοδού που θα κάνει ασφαλέστερ ηκατά πολύ αυτή την μετακίνηση, το κυκλοφοριακό των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, καθώς και η ποικιλότητα στην εξωτερική αρχιτεκτονική μορφή των ναών μας, συνδιαζόμενη με την σχεδόν καθολική απουσία οδηγών οδεύσεως στους εκκλησιαστικούς χόρους, καθιστούν ενίοτε, κοπιώδη έως και δραματική την μετάβαση μας στους Ιερούς ναούς. Προσθέστε σ’ αυτά, παρακαλώ, και την ανάγκη της προσωπικής προετοιμασίας για την κατάλληλη συμμετοχή στην λατρεία, προετοιμασίας που αρχίζει από την ατομική καθαριότητα, την ένδυση, την ατομική προσευχή του ενδιαφερομένου, και την μελέτη γύρω από το εορταζόμενο γεγονός ή το μυστήριο στο οποίο θα συμμετάσχει ο πιστός, και φθάνει μέχρι και στην αναζήτηση των κειμένων των ακολουθιών που θα τελεσθούν. Μην τα θεωρήσετε αυτά μικρής σημασίας, και τα παραβλέψετε. Αν θέλουμε να συμμετέχουμε συνειδητά στην λατρεία της Εκκλησίας μας, αν θέλουμε να φθάνουμε σώοι και ήρεμοι στους ναούς μας, προετοιμασμένοι για ό,τι θα διεξαχθεί εκεί την κάθε φορά, απαιτείται μια αγωνιώδης προσπάθεια. Εδώ με τον διπλανό μας συνομιλούμε, και σκεπτόμαστε, πολλές φορές, πώς να του πούμε τούτο ή εκείνο το πράγμα. Πόσο μάλλον στο Θεό μας, πρέπει να προετοιμάζουμε, να καθαρίζουμε το είναι μας, για να καταξιωθεί αυτής της συνομιλίας, της κοινωνίας μαζί Του. Άλωστε, μιλάμε για λατρεία, και όχι για απλή κοινωνική συναναστροφή. (11)

Μιλώντας δε για αυτήν καθ’ εαυτήν την λατρεία μας, δηλ. για ό,τι διαδραματίζεται στο εσωτερικό των εκκλησιών μας, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, πως ευρισκόμενοι στον ναό, θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στον ίδιο τον ουρανό! (12) Τούτο σημαίνει, πως η στάση μας, οι κινήσεις και η εν γένει συμπεριφορά μας σ’ αυτόν, πρέπει να είναι ταιριαστές με τον χόρο της κατ’ εξοχήν Αγιώτητος, καθαρότητος και ευφροσύνης. Έτσι είναι όμως?

Η πραγματικότητα κάποτε – κάποτε δυστυχώς μας διαψεύδει. Ο τυφλός ή και ο αμβλείοψ καλόν είναι να αισθάνεται σαν στον Ουρανό, όντας στο εσωτερικό του ναού, μα πολλές φορές δυστυχώς διακατέχεται από άγχος, για πολύ απλά και ίσως απίθανα πράγματα, τα οποία δεν τα υποψιάζονται συνήθως οι υπόλοιποι συμπροσευχόμενοι αδελφοί. Άγχος για να εντοπίσει την είσοδο του ναού, άγχος για να εντοπίσει τα μανουάλια ώστε να ανάψει το κερί του, άγχος για να βρει τα προσκυνητάρια και το κάθισμά του, άγχος για να φθάσει μέχρι τον σωλέα όπου γίνεται η Θεία Μετάληψη. Και μην απορήσετε ακούγοντας και αυτό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες ασπάζεται Ιερές εικόνες, χωρίς να ξέρει ποια Αγία μορφή εικονίζεται μπροστά του. Κι όμως είναι μια πολύ καθημερινή πραγματικότητα, έναντι της οποίας καλόν θα είναι, να μην σταθούμε μεμψίμοιρα και με οίκτο. Ευτυχώς. Για πολλά, αν όχι για όλα, υπάρχουν απλές – απλούστατες λύσεις!

Παρά τα προβλήματα όμως, η Θεία λατρεία προσφέρει στον κάθε πιστό, την ψυχική γαλίνη, η οποία προέρχεται από την Κοινωνία δημιουργήματος και Δημιουργού. Είναι τέτοια και τόσο ισχυρή αυτή η ψυχική ανάταση, ώστε, υπό κανονικές συνθήκες, και ξεκουράζει από τον κάμματο της πολυμόχθου σαρκός, (12) μα και ενισχύει τον αδύναμο άνθρωπο να επιδείξει ανυπέρβλητη δύναμη στην στενή και τεθλημένη οδό της καθημερινότητος. Από αυτές ακριβώς τις εμπειρίες, αντλούνται τα ψυχικά αποθέματα για τον κάθε πιστό, ώστε να υπερβαθεί η αναπόφευκτη φθορά της σωματικής αναπηρίας. «Ζει Κύριος ο Θεός.»

Αλλά ας μην μακρύνω τον λόγο περισσότερο. Ως άλο επίλογο αυτών των απλοϊκών παρατηρήσεων που έκανα ενώπιόν σας, θα ήθελα απλά και τηλεγραφικά να καταθέσω μερικές προτάσεις, βγαλμένες από την πολυετή ενασχόληση – βίωση της αναπηρίας, αλλά και από την πείρα πολών άλλων ομοιοπαθών παρατηρητών, αποσκοπώντας στην προώθηση και επίλυση, ει δυνατόν, ορισμένων χρονιζόντων αλλά και σημαντικών ζητημάτων. Οι προτάσεις αυτές, θα μπορούσαν να είναι, και αφαιτιρεία περαιτέρω προβληματισμού για όλους μας.

Προτάσεις.

Α. Μπρος στα πολλά, και απροσδόκητα ενίοτε καθημερινά προβλήματα με τα οποία μας φέρνει αντιμέτωπους η όποια ευλογημένη αναπηρία μας, ας οπλίσουμε εαυτούς και αλλήλους με πίστι στον Ουράνιο Αγωνοθέτη, (13) και ας προσπαθούμε ακατάπαυστα για ό,τι καλό ή αγιότερο, γιατί μόνον έτσι καταξιώνεται η όλη ύπαρξή μας.

Β. Ας εντείνουμε την προσωπική προσευχή και περισυλλογή, διότι έτσι, και άμεση αναφορά στον Δημιουργό μας διατηρούμε, και διαρκή έλεγχο της καθημερινής πορείας όλης της υπάρξεώς μας αποκτούμε, ώστε να μην πληγώνεται από τα όποια αναπάντεχα προβλήματα της ζωής μας.

Γ. Παρακαλούμε όλους τους αρμοδίους, και σχετικούς με τους αναπήρους, φορείς, την διοικούσα Εκκλησία, το κράτος, την εκπαίδευση, τον τύπο και όποιον άλο αρμόδιο προς τούτο, να διευκολύνουν την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων των αναπήρων συνανθρώπων μας στις πηγές ενημερώσεως και παιδείας, είτε στον γραπτό λόγο, είτε και στον ηλεκτρονικό, φέρνοντας πιο κοντά μας, τα αγαθά του σημερινού πολιτισμού μας.

Δ. Ας γίνουν επιτέλους σεβαστά από όλους τους υπευθύνους, τα τεκμηριωμένα και καλομελετημένα αιτήματα των αναπήρων συνανθρώπων μας, που αφορούν την ελεύθερη, και ασφαλή πρόσβασή μας παντού. Και εννοούμε ακριβώς ό,τι λέμε, δηλ. επιμένουμε στο παντού, και μόνον σ’ αυτό.

Ε. Ας προσπαθήσουμε, παρακαλώ, όλοι οι έχοντες κάποιο πρόβλημα αρτιμελείας, στο να καληεργήσουμε την όποια τυχόν καλητεχνηκή μας έφεση, ώστε, και διέξοδο στα πιεστικά προβλήματά μας να βρίσκουμε, αλλά και για να δημιουργήσουμε, αν μπορέσουμε, κάτι χρήσιμο για την κοινωνία και τον πολιτισμό μας.

ΣΤ. Παρακαλούμε, επίσης, τις κατά τόπους ενορίες, τον οργανισμό της ναοδομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τους δημοτικούς άρχοντες, τα μέσα συγκοινωνίας, τους ανώνυμους πολίτες, να διευκολύνουν την ασφαλή και απρόσκοπτη μετάβαση όλων των ατόμων με ειδικές ανάγκες στους δημοσίους χώρους, και ιδιαίτερα στους ιερούς ναούς. Η ΄ήδη διαμορφωμένη αρχιτεκτονική μορφή των ναών, δεν μπορεί να αποτελεί ες αεί, εμπόδιο στην χάραξη οδηγών οδεύσεως, ραμπών, και ομαλών – ασφαλών δαπέδων για την μετακίνηση όλων των συνανθρώπων μας γενικώς. Ας αναλάβουμε και εμείς, οι ενδιαφερόμενοι ανάπηροι, μια «εξτρατία» διαφωτίσεως της κοινής γνώμης, με σκοπό την ενίσχυση της εθελοντικής συνεργασίας όλων των γύρω συμπολιτών μας, ώστε να επιλύεται και χωρίς εξωτερικές και συχνά νοσογόνες, άνωθεν παρεμβάσεις, το ζήτημα της καθημερινής μετακινήσεως μας.

Ζ. Ας προσπαθήσουμε πρώτα εμείς, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, είτε ως οργανωμένα σύνολα, είτε ατομικά, με ευγένιά, εμπεριστατωμένα, και ήρεμα, να εξηγούμε στους αδελφούς μας συνεκκλησιαζομένους, τις ανάγκες μας, και τους κατάλληλους τρόπους οι οποίοι θα ήταν η καλύτερη λύση ώστε και εμείς να βοηθούμαστε, και εκείνοι, οι καλοπροέραιτοι βοηθοί μας, να μας προσφέρουν τα μέγιστα. Η ήρεμη συνεννόηση ποτέ δεν έβλαψε. Θα θέλαμε επιπλέον να επιστήσουμε την προσοχή στο υπηρετικό προσωπικό των ιερών ναών μας, να μην αδιαφορεί για οποιονδήποτε εκκλησιαζόμενο που χρήζει ειδικής βοηθείας, γιατί δεν μπορούμε και εμείς να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, εντός των ποικιλόμορφων και αρκετές φορές, αχανών ιερών ναών μας.

Σεβαστοί πατέρες, και αγαπητοί αδελφοί.

Τελειώνοντας τούτες τις φτωχές σκέψεις – παρατηρήσεις, ας επικαλεστούμε τις πρεσβείες του Αποστόλου των εθνών, του Αγ. Αποστόλου Παύλου, στα βήματα του οποίου μας παραπέμπει η παρούσα συνάντηση, και την συμπαράσταση του Αγ. Ενδόξου Ιωάννου του Σερραίου, ο οποίος αγίασε τούτα τα Ιερά χώματα, που
ποτίστηκαν από αίματα Αγίων και ηρώων. «ΤΟΙΓΑΡΟΎΝ και ημείς, τοσούτον
έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα, και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν, και τελειωτήν Ιησούν.»

Σας ευχαριστώ.

Σημειώσεις – παραπομπές.

1 (κατά Ιωάννην Θ, 3.)
2 (Νόμος 2643 του 1998, και αλλαχού).
3 (Ιώβ ΚΑ, 14).
4( Κατά Ιωάννην Ιε, 5)
5 (Ιωήλ Β, 9).
6 (Β. Θεολογικός λόγος του Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου).
7 (Κατά ιωάννην Ε, 39)
8 (β.λ. περισσότερα, στον ιστότοπο, www.orp.gr, link, η ιστορία του συλλόγου μας.)
9 (Από την ακολουθία της χειροτονίας των κληρικών.)
10 (Ψαλμός Ε, 8).
11 (Θεοτοκίον μετά την Γ. Στιχολογίαν εν τη Παρακλητική, εις τον όρθρον της Πέμπτης του Πλ. Β. ήχου.)
12 (Δευτέρα ευχή του Μ. Βασιλείου εις την ακολουθίαν του Μεσονυκτικού.)
13 (Προς Ευραίους Κεφ, ΙΒ, στίχοι 1 και 2.)

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ

Κατηγορίες: Άρθρα, Μελέτες - εργασίες - βιβλία, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.