Πολιτική υποτέλειας με ευρωπαϊκό ένδυμα – Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού.

Πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός

Το γένος μας ελευθερώθηκε μετά από δουλεία αιώνων σε βαρβάρους, όχι μόνο της Ανατολής, αλλά και της δύσης, που εργάζονταν και αυτοί για τον πνευματικό θάνατο του Ελληνισμού, μέ την αποσύνδεσή του από την Ορθοδοξία. Δυναμογόνος πηγή του Εθνικού μας αγώνα υπήρξε η άσβεστη συνείδηση ότι «εύδαιμον το ελεύθερον»1. Ο Ελληνισμός δεν έπαυσε, και στην μακρόσυρτη περίοδο της δουλείας, να είναι φορέας και συνεχιστής ενός παγκόσμιας εμβέλειας πολιτισμού, που δεν έσβησε ούτε και στην πολυώνυμη δουλεία του: αραβοκρατία, φραγκοκρατία, ενετοκρατία, τουρκοκρατία και αγγλοκρατία.

Η πολιτιστική ταυτότητα του Έθνους μας είναι προϊόν της συζεύξεως Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας, σε μία ένωση θεανθρώπινη, στην οποία θείο στοιχείο είναι η ένσαρκη Ορθοδοξία – Ιησούς Χριστός και ανθρώπινο ο Ελληνισμός, ως ιστορική σάρκα αυτής της «ασύγχυτης και αδιαίρετης» ένωσης. Η πραγμάτωσή της οδήγησε στην εκ θεμελίων αναδόμηση και μεταμόρφωση ενός πολιτισμού, που υπήρξε η κορύφωση της ανθρωπίνης προόδου από την πτώση μέχρι την Σάρκωση. Αναζητώντας την καθολική Αλήθεια η ελληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφούσε την θεία παρουσία στον κόσμο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά την πορεία του προς το Όσιο, το Αληθές, το Ωραίο και το δίκαιο, και ανεπίγνωστα προς την πηγή κάθε τελειότητος, τον Τρισυπόστατο Θεό. Ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία, θα καταξιώσει και εξαγιάσει την γνήσια «ζήτηση»2 του ελληνικού κόσμου.

Ο Ελληνισμός «ολοκληρώθηκε μέσα στην Ορθοδοξία» και μέ τη νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε και μεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως», κατά τον αείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Την αυθεντική ένωση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητος σώζουν στους αιώνες οι άγιοι Πατέρες, όπως οι Μεγάλοι Τρεις Ιεράρχες. Μέσω αυτών σφραγίσθηκε ευεργετικά η πορεία όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, εφ’ όσον βέβαια η πίστη των Αγίων Πατέρων λειτουργεί ως αυθεντική χριστιανικότητα και όχι ως παραχάραξή της. Ο προσληφθείς από την Ορθοδοξία Ελληνισμός, μέ τα στοιχεία του εκείνα που ήταν συμβατά μέ την εν Χριστώ Αλήθεια αναγεννήθηκε, συνεχίζοντας την πορεία του στην ιστορία ως ένας νέος κόσμος, κινούμενος στο Φως της άκτιστης θεϊκής Χάρης και ενδυναμούμενος από τη διαρκή ζήτησή της.

Χώρος της ιστορικής πραγμάτωσης της νέας ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η (ελληνορθόδοξη) Ρωμανία, το «Βυζάντιο», στην Βυζαντινή και μεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στην μητρική αγκάλη της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Ρωμανίας) και της φυσικής προέκτασής της στη δουλεία, της Εθναρχίας, η ελληνική συνείδηση πραγματώνει την οικουμενικότητά της σε μιά υπερφυλετική πανενότητα ή υπερεθνικότητα, το «έθνος άγιον» (Α Πέτρ. 2,9) και «γένος των Ρωμαίων», των ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης. Έτσι υπερβαίνεται ο παλαιός δυαλισμός «Έλληνες και βάρβαροι», για να ισχύσει το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» (Γαλ. 3,28).

Η ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας έγινε σημαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισμού και η σπονδυλική στήλη της επιβίωσης και διαχρονικής παρουσίας του. Αυτό ομολόγησε το 1852 η αρμόδια για τα εκκλησιαστικά Νομοσχέδια Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής: «Αύτη (δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία) διετήρησεν εν ταις περιπετείαις των χρόνων την πνευματικήν και εθνικήν ενότητα των Ελλήνων». Αυτή υπήρξε η εμπειρία του Ελληνισμού μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους (συμβατικά το 1830). Η υπεροχική παρουσία της ελληνικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος τεκμηριώνεται μέ τη θέση της ελληνικής γλώσσας, σ’ όλες τις ιστορικές μορφές της, στον εκκλησιαστικό λόγο, αποβαίνοντας η γλώσσα σύνολης της Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα. Η Ορθοδοξία καλείται διεθνώς «ελληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Η Ορθοδοξία συνέζευξε τον Παρθενώνα μέ την Αγιά-Σοφιά, ως Ρωμηοσύνη από το 330 (ίδρυση της Νέας Ρώμης), μέ παραμόνιμα ιδανικά τον «θεούμενον άνθρωπον», τον Άγιο, και τον αδελφικό-κοινοτικό τρόπο
υπάρξεως, που σώζεται αυτούσιος στο ορθόδοξο κοινοβιακό μοναστήρι.

Μετά από αυτά κατανοείται, γιατί η βούληση του Έθνους κατά την δουλεία ήταν η ανάσταση και συνέχεια αυτής της πραγματικότητας. Κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη, «οι Ρωμηοί επαναστάτησαν το 1821, δια να ξαναγίνη η Ρωμηοσύνη κράτος μέ τον ρωμαίικο (=ελληνορθόδοξο) πολιτισμό της, που μέ υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας»4 . Αυτό το όραμα είχαν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. δειγματοληπτικά παρουσιάζουμε τους οραματισμούς του Ιωάννη Καποδίστρια, που ως Κυβερνήτης της μικρής Ελλάδας θέλησε να πραγματώσει τα όνειρα των Αγωνιστών.

Ιωάννης Καποδίστριας (1766-1831)

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), που ως «Γραμματεύς Επικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τον Καποδίστρια, παραδίδει την πληροφορία, ότι ο πρώτος μας «Κυβερνήτης» ήθελε να δημιουργήσει «Νεορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν», επισημαίνοντας έτσι τον οικουμενικό μεγαλοϊδεατισμό του. Ο Καποδίστριας ήθελε να αναστηθεί το «ρωμαίικο», η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Είναι, άλλωστε, γνωστή μιά σχετική διπλωματική ενέργειά του. Τον Απρίλιο του 1828 προσπάθησε να πείσει τον τσάρο Νικόλαο να ιδρυθεί Ομοσπονδια από πέντε αυτόνομα κράτη στην Βαλκανική: Ελλάδος, Ηπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας και δακίας μέ ελεύθερη πόλη την Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στην μελλοντική ένωσή τους και έτσι την αποκατάσταση μεγάλου μέρους της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης5 .

Εξ άλλου, ήδη το 1819 σε επώνυμο υπόμνημά του από την Κέρκυρα, υπεστήριζε την αναβολή της ετοιμαζομένης επαναστάσεως, διότι προέβλεπε την χειραγώγησή της από τις δυτικές δυνάμεις, και την θεμελίωση της «Φιλικής Εταιρείας» ουχί επί της αρχής της εθνότητος, αλλά επί της ευρείας και ζώσης Ορθοδόξου Εκκλησίας»6 . Και ο Καποδίστριας ήθελε ανάσταση του ρωμαίικου, που συνεχιζόταν στα όρια της Εθναρχίας. Με την Ορθοδοξία και όχι την αποχριστιανοποιημένη Ευρώπη συνέδεε και αυτός το μέλλον του Ελληνισμού.

Ακραιφνώς ελληνορθόδοξο ήταν το φρόνημά του για το Έθνος. Όπως έγραφε στον υφυπουργό Πολέμου και Αποικιών Ουίλμοτ Χόρτον (15/27 Οκτωβρίου 1825): «Το ελληνικόν Έθνος αποτελείται από άτομα, τα οποία, μετά την κατάκτησιν (=άλωση) της Κωνσταντινουπόλεως, δεν έπαυσαν να πρεσβεύουν την ορθόδοξον θρησκείαν, να ομιλούν την γλώσσαν των πατέρων των και τα οποία τελούν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν (γρ. εθναρχικήν) δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, ασχέτως του τόπου που διαμένουν εν Τουρκία… Τα όρια της Ελλάδος έχουν χαραχθή από τεσσάρων αιώνων δια των δικαίων, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε πάσης φύσεως δεινά, ούτε η κατάκτησις ηδυνήθησαν ποτέ να διαγράψουν»7 .

Μέσα σε λίγες γραμμές προσδιορίζεται η ελληνική ταυτότητα, μέ κύρια στοιχεία την Ορθόδοξη πίστη και τη γλώσσα. «Η χριστιανική θρησκεία -σημειώνει αλλού- εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ενδόξους αναμνήσεις, και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι «στύλος και εδραίωμα» (Α Τιμ. 3,15). Αληθινή κιβωτός του αναγεννώμενου Έθνους ήταν, κατά τον Καποδίστρια η Ορθοδοξία. Η στυγερή δολοφονία του δεν ανέκοψε μόνο την ομαλή πορεία του Έθνους προς την πλήρη αποκατάστασή του, αλλά και την πορεία όλης της ορθόδοξης Ανατολής, των λοιπών βαλκανικών επαρχιών της Εθναρχίας.

Ο Καποδίστριας δεν ανήκε ποτέ, πνευματικά και πολιτιστικά, στην Ευρώπη, παραμένοντας πάνω απ’ όλα Έλλην. Υποστήριξε την ευρωπαϊκή ενότητα, χωρίς όμως στο ελάχιστο να υποτιμήσει ή νοθεύσει τη δική του ταυτότητα. Σήμερα θα λέγαμε, ότι εργάσθηκε για μιάν Ευρώπη, «των Λαών και των πολιτισμών». Αλλ’ αυτό ακριβώς δεν θέλει να είναι η σημερινή Ευρώπη, επιμένοντας στον φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισμό της.

Ο Καποδίστριας οραματιζόταν την συνέχεια του Έθνους μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοσή του. Έτσι δεν άργησε να έλθει σε σύγκρουση μέ τις δυνάμεις εκείνες, ξένες και εγχώριες, που επεδίωκαν τον εξευρωπαϊσμό της Χώρας μέ την αποσύνδεσή της από τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό της. Ο Κυβερνήτης όμως πίστευε και διεκήρυττε, ότι «ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»!8 .

Ελληνορθόδοξο ήταν και το όραμά του για την παιδεία του Έθνους. Παιδεία και Εκκλησία ήταν στη συνείδησή του αλληλένδετα. Γι’ αυτό και συνέστησε Γραμματεία (=Υπουργείο) «των Εκκλησιαστικών και της δημοσίου Παιδείας», διότι, όπως έλεγε, ήσαν «δύο υπηρεσίαι αχώριστοι, προς ένα συντρέχουσαι σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών μόρφωσιν, ητις είναι η βάσις της κοινωνικής και πολιτικής του έθνους ανορθώσεως»9. Την σημασία αυτής της επιλογής φωτίζει η καλβινίζουσα σύζευξη από τον Κοραή της Παιδείας μέ την Αστυνομία, σε ένα κοινό υπουργείο …

Έτσι όμως εξηγείται η εφεκτική στάση του Καποδίστρια έναντι των Ξένων, όχι μόνο στη σφαίρα της πολιτικής, αλλά περισσότερο στον χώρο που μπορούσαν να αλλοιώσουν την αυτοσυνειδησία του Έθνους, την Εκπαίδευση. Μία από τις βασικότερες εναντίον του κατηγορίες των δυτικών Μισσιοναρίων ήταν ότι τα σχολεία του Καποδίστρια είχαν μοναστηριακή οργάνωση, συνδυάζοντας την σπουδή μέ τη λατρεία και την ανάγνωση στην τράπεζα βίων Αγίων. Ο δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, που θα ελέγχει την ελληνική εκπαίδευση επί Βαυαρών, λέγει για τον Καποδίστρια: «Επέμενε έντονα στο να μή επιτραπή να διδάσκεται τίποτε στα σχολεία των Μισσιοναρίων χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως γνώση η Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δε αντιρρήσεις στην κυκλοφορία προτεσταντικών φυλλαδίων, που προσέβαλλαν την θρησκευτική παράδοση του ελληνικού Λαού11. Ο Καποδίστριας έγραφε και στον αμερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ότι οι Έλληνες θα δέχονταν ευαρέστως σχολεία και βιβλία, και εικόνες, και κάθε τι, που δεν θα τους αποσπούσε ή δεν θα υπονόμευε την πίστη
τους στην Εκκλησία του Έθνους τους12.

Ο Κυβερνήτης ήταν ο μόνος πολιτικός μας, που απέκρουσε την διαρπαγή, δήμευση ή απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιδιώκοντας την αξιοποίησή της για την μισθοδοσία του Κλήρου και την συντήρηση του εκκλησιαστικού σχολείου. Είναι δε γνωστό, ότι ουδεμία αποζημίωση δέχθηκε ποτέ από την Ελληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της όλη την ατομική του περιουσία. Ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια ως «του πρώτου και τελευταίου Κυβερνήτου, που αγάπησε και ενδιεφέρθη ειλικρινώς δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος»13 δεν είναι, μετά τα παραπάνω, υπερβολή. Θα διαψευσθή όμως από εκείνους, που θα αναλάβουν την περαιτέρω οργάνωση της πορείας του Έθνους.

Η τραγική διάψευση

Το Έθνος μας, στα πρόσωπα όλων εκείνων (Πολιτικών και διανοουμένων), που διαχειρίσθησαν τις τύχες του, αδιαφόρησε για τις παραπάνω υποθήκες. Όχι μόνο στον πολιτικό, αλλά και σ’ αυτόν τον εκκλησιαστικό χώρο. Η διακήρυξη «ανήκομεν εις την δύσιν» δεν περιορίσθηκε στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, αλλά επεξετάθη και στα πολιτιστικά και πνευματικά, οδηγώντας σε πολιτική υποτέλειας και εξάρτησης από τις εισαγόμενες δυτικογενείς ιδεολογίες και τα οθνεία πολιτικοκοινωνικά συστήματα, ή αναγνωρίζοντας στους διαχριστιανικούς διαλόγους την εκκλησιαστικότητα του δυτικού Χριστιανισμού στο σύνολό του. Οι ευρωπαϊζοντες Έλληνες ευθυγραμμίζονται μονίμως μέ την πολιτική των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για το κράτος μας και όλη την «καθ’ ημάς Ανατολή». Ας μή λησμονείται δε ποτέ, ότι και η Σοβιετική Ένωση ευρωπαϊκή «δύναμις» ήταν.

Η συνάντηση και ο εκστασιασμός μας μέ τα «ευρωπαϊκά φώτα» ήδη από τον 18ο αιώνα, επέφεραν τη διάσπαση της πολιτιστικής ενότητάς μας, εισάγοντας νέα παιδευτικά και κοινωνικά πρότυπα, την επιβολή των οποίων ανέλαβε η Εκπαίδευση, σε ένα πολιτειακό πλαίσιο, που υποτιμά και περιθωριοποιεί την Ορθοδοξία ή την χρησιμοποιεί για την επίτευξη των έξωθεν προσδιοριζομένων κομματικών στόχων. Έτσι αποδεχθήκαμε την αυτοθεοποίηση του χειραφετημένου ήδη από την Αναγέννηση Ανθρώπου, ο οποίος θέλησε μέ τη λογική αυτάρκειά του να επιτύχει την τελείωσή του, υποκαθιστώντας μέ το λογικό την θεϊκή Χάρη. Τα Ιερά Γράμματα του Πατροκοσμά και των Κολλυβάδων υποσκελίσθηκαν από τα ευρωπαϊκά «Φώτα». Το ιδεολογικό πλαίσιο, του δυτικού κόσμου μετακενώθηκε βαθμιαία στην «καθ’ ημάς Ανατολή», μαζί μέ όλα τα γεννήματα της δυτικής διαλεκτικής, πνευματικά και κοινωνικά, όλα διαμετρικά αντίθετα προς τον κόσμο της Ελληνορθοδοξίας, ως τοκετοί ξένων ωδίνων.

Στο πνεύμα των Βαυαρών κυοφορήθηκε η σημερινή Ελλάς. Ο homo oeconomicus, capitalisticus και marxisticus, κινούμενος στην αλογία της χρησιμοθηρίας και της απόλυτης προτεραιότητας του ωφελιμισμού, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τον άνθρωπο της Ορθοδοξίας. Η ιδεολογική ταυτολογία των πολιτικών μας κομμάτων, θεμελιωμένη στην κοινή πηγή των αρχών τους, φανερώνεται ιδιαίτερα στο χώρο της Εκπαίδευσης, όπου η στάση απέναντι στην παράδοση παραμένει καθαρά ευρωπαϊκή. Η ουσία της ορθόδοξης παράδοσης, δηλαδή η πατερικότητα, έχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούμενη ως μουσειακή επιβίωση και έκθεμα λαογραφικού χαρακτήρα, και όχι ως ζωτικό και ουσιώδες συστατικό της Ελληνικότητας.

Το νέο αυτό πλαίσιο, παιδευτικό και κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά μιά νέα συλλογική νοοτροπία και στάση ζωής, που απωθεί κάθε έννοια θεονομίας και χριστοκεντρικότητος. Ο Ελληνισμός, τον οποίο δεχόμεθα και εκπροσωπούμε σήμερα, δεν έχει πια σχέση μέ τον Ελληνισμό, τον οποίο ζούσαν και για τον οποίο αγωνίζονταν ο Πατροκοσμάς, ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας και όλη η πλατειά βάση του ελληνικού Λαού.

Το πρόβλημα του σημερινού Ελληνισμού, σε όλα τα επίπεδά του, είναι ουσιαστικά η απουσία οραμάτων, εμπνεομένων από την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας. Σε μιά έκρηξη θλίψεως, και προπάντων αγανάκτησης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης θα γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Αν μάς έλεγε κανείς αυτήν την ελευθερίαν, οπού γευόμαστε, θα περικαλούσαμεν τον Θεόν, να μάς αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπεί πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιμία (=φιλότιμο), τι αρετή, τι τιμιότη». Είθε να μάς λυπηθεί ο Θεός και στη σημερινή αναβίωση της Τουρκοκρατίας, μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, και να επανεύρουμε τον εθνικό βηματισμό μας, στα ίχνη των γνησίων και αληθινών Ηγετών μας, για την επανάκτηση της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς μας. Διαφορετικά η Ελλάς θα αντιμετωπίσει τον θάνατο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ευδαιμονία είναι η Ελευθερία (Περικλέους Επιτάφιος).

2. Λέγει ο Αθηναίος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής της Κατηχητικής Σχολής Αλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ενθένδε (…) την φιλοσοφίαν ζήτησιν έχειν περί αληθείας και της των όντων φύσεως, αλήθεια δε αύτη, περί ης ο Κύριος αυτός είπεν: Εγώ ειμί η Αλήθεια» (Στρωματείς α VI).

3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στον τόμο: Θεολογία, Αλήθεια και Ζωή, Αθήνα 1967, σ.32.

4. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Η Ρωμηοσύνη του 1821 και αι Μεγάλαι Δυνάμεις, στην εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, αριθμ. 309/25.3.1978 (έκτακτη έκδοση).

5. Το σχέδιό του όμως απορρίφθηκε με την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Η προσπάθεια αυτή του Ι. Καποδίστρια συνιστούσε οφθαλμοφανώς παραλλαγή του βαλκανικού σχεδίου του Ρήγα.

6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και η Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.

7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.

8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Άπαντα-Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, τ. Γ , Απόλογία για τον Καποδίστρια, σ. 242.

9. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 1829, αρ. 73, 74.

10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ αιώνα, Αθήναι 1977, σ. 397.

11. Στο ίδιο.

12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival of Bulgaria, New York 1971, σ. 232.

13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ο Καποδίστριας ως θρησκευτική προσωπικότης, Ανάπλασις, αρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.

Από την εφημερίδα: Ορθόδοξος Τύπος, 05 Αυγούστου 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Γενικά, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.