Όσιοι Θεόδωρος και Βασίλειος οι σπηλαιώτες, της Κιέβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας – Ι. Μ. Παρακλήτου.

Κιέβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα 2

ΡΙΖΑ ΠΑΝΤΩΝ των κακών εστίν η φιλαργυρία», είπε ο απόστολος Παύλος, «ης τίνες ορεγόμενοι απεπλανήθησαν…».
Τα θεόπνευστα αυτά λόγια του σοφού αποστόλου εκπληρώθηκαν κι επαληθεύτηκαν στον όσιο Θεόδωρο, που πλανήθηκε και ταλαιπωρήθηκε φρικτά από το δαίμονα της φιλαργυρίας.
Ο μακάριος Θεόδωρος ήταν στον κόσμο ένδοξος άρχοντας με μεγάλη περιουσία.
Κάποτε όμως διάβασε στο Ευαγγέλιο τους λόγους του Κυρίου: «Πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής». Αμέσως μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς, άφησε τον κόσμο και τα του κόσμου και ήρθε στη μονή των Σπηλαίων όπου, μετά την κανονική δοκιμασία, έγινε μοναχός.
Μ’ εντολή του ηγουμένου εγκαταστάθηκε σ’ ένα από τα σπήλαια των Βαράγγων. Εδώ ασκήθηκε με ζήλο, αυταπάρνηση και φόβο Θεού για πολλά χρόνια.
Κάποτε όμως ο επίβουλος κάθε αγαθού διάβολος βάλθηκε να τον πειράξη και να τον πλανήση. Τι έκανε λοιπόν; Έσπειρε στο νου του λογισμούς ανησυχίας για το μέλλον και τα γηρατειά του. «Τι θα κάνης σαν γεράσης;» του ψιθύρισε ύπουλα. «Το σώμα σου θα καταβληθή. Οι δυνάμεις σου θα σ’ εγκαταλείψουν. Τα γηρατειά σου θα είναι δύσκολα και βασανιστικά. Ποιος θα φροντίση για σένα; Δεν βλέπεις πόσο λιτή και ανεπαρκής είναι η μοναστηριακή διατροφή; Δεν θ’ αργήσης να καταπέσης. Γιατί λοιπόν, ανόητε, βιάστηκες να μοιράσης την περιουσία σου στους φτωχούς; Τι θα ‘χης τώρα για τα δύσκολα χρόνια της ζωής σου; Πως θ’ αντιμετώπισης τις αρρώστιες σου;».
Απόγνωση κυρίεψε το δυστυχή Θεόδωρο στις σκέψεις αυτές. Δεν αντιλήφθηκε πως ήταν πειρασμός. Δεν σκέφτηκε τα λόγια του Κυρίου «μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε… εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά». Ξέχασε την ανύστακτη πρόνοια του Θεού ο Θεόδωρος κι έπεσε σε βαθειά θλίψη. Τη θλίψη του αυτή μοιράστηκε και με τους αδελφούς, που μάταια τον παρηγορούσαν και άδικα τον μακάριζαν που άλλαξε τους επίγειους θησαυρούς με τους ουράνιους. Ο Θεόδωρος ήταν απαρηγόρητος.
Περισσότερο απ’ όλους καθησύχαζε και νουθετούσε τον απελπισμένο Θεόδωρο ο μοναχός Βασίλειος.
– Αδελφέ Θεόδωρε, του είπε μια μέρα, είναι κρίμα να χάσης τους κόπους και τα ουράνια βραδεία σου. Έλα στα συγκαλά σου. Στ’ αλήθεια μετανιώνεις που μοίρασες στους φτωχούς τα υπάρχοντα σου;… Λοιπόν, θα βρω τρόπο να σου τα επιστρέψω! Αλλά προηγουμένως θα δεσμευτής ενώπιον του Θεού ότι αποποιείσαι το μισθό της ελεημοσύνης σου και τον προσφέρεις σε μένα. Εσύ θα πάρης την περιουσία και θα ησυχάσης. Συμφωνείς; Αλλά πρόσεξε είσαι σίγουρος ότι θ’ ανεχτή μια τέτοια πράξη ο Κύριος; Διότι στην Κωνσταντινούπολη άκουσα πως συνέβη πριν λίγα χρόνια τούτο: Κάποιος μετάνιωσε, σαν κι εσένα, για τη διανομή του πλούτου του στους φτωχούς. Βρήκε λοιπόν έναν άνθρωπο που προθυμοποιήθηκε να του δώση όσα είχε μοιράσει, με τη συμφωνία ν’ αποποιηθή την ουράνια αμοιβή της ελεημοσύνης του και να τη μεταβίβαση στον άλλον. Έτσι κι έγινε. Πήγαν μαζί στην εκκλησία και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα του Κυρίου. Εκεί ο μεταμελημένος ευεργέτης των φτωχών είπε: «Κύριε, δεν έκανα εγώ την ελεημοσύνη, αλλ’ αυτός, ο διπλανός μου. Σ’ αυτόν να τη λογαριάσης». Δεν πρόλαβε να τελείωση το λόγο του κι έπεσε νεκρός, εκεί μέσα στην εκκλησία! Έτσι έχασε μεμιάς και το χρυσάφι και τη ζωή του και την ψυχή του!
Με φρίκη άκουσε ο Θεόδωρος τη διήγηση του μακαρίου Βασιλείου. Με κλάμματα ευχαρίστησε τον αδελφό, που τον έβγαλε από τη δύσκολη πνευματική θέση.
– Γι’ ανθρώπους σαν κι εσένα, αδελφέ, είπε ο Κύριος στον προφήτη Ιερεμία: «εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Εσύ έγινες για χάρη μου το στόμα και η φωνή του Θεού. Τώρα βλέπω καθαρά την πλάνη μου και την αμαρτία μου. Παρακάλεσε λοιπόν τον Κύριο να με συγχώρηση.
Από τότε ανάμεσα στους οσίους Θεόδωρο και Βασίλειο αναπτύχθηκε και στερεώθηκε βαθειά πνευματική αγάπη. Ο Θεόδωρος, αφού ξεπέρασε τον πειρασμό, επιδόθηκε πάλι μ’ επιμονή και ζήλο ατ’ ασκητικά του παλαίσματα.
Ο διάβολος έπαθε πανωλεθρία με την ανάνηψη και μετάνοια του οσίου. Δεν άργησε όμως να βάλη σ’ εφαρμογή καινούργια πανουργία.
Συνέβη ν’ απουσιάση κάποτε ο όσιος Βασίλειος από το μοναστήρι, και να λείψη τρεις ολόκληρους μήνες για σπουδαίες υποθέσεις της Λαύρας. Τι έκανε τότε ο πονηρός; Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή και παρουσιάστηκε στον όσιο Θεόδωρο με τη μορφή του Βασιλείου! Είπε πως τάχα επέστρεψε και ήρθε να συζήτηση πνευματικά θέματα με τον αγαπη το του αδελφό.
– Πως πας, αδελφέ Θεόδωρε; είπε φιλικά ο διάβολος. Έχουν καρπό οι κόποι σου; Σταμάτησε ο δαίμονας της φιλαργυρίας να σε πολεμά η; Σε ταλανίζει ακόμη;
Ο δυστυχής Θεόδωρος, χωρίς ν’ αντιληφθή ότι απέναντι του έχει τον κοσμοκράτορα του σκότους, αποκρίθηκε:
– Με τις προσευχές και τις συμβουλές σου, πάτερ Βασίλειε, απαλλάχθηκα από τον πόλεμο του πονηρού. Σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτή την ευεργεσία και τιμώ τη σοφία σου. Σου υπόσχομαι ότι και στο μέλλον θα εφαρμόζω πάντοτε τις σωτήριες υποδείξεις σου.
Ο μισόκαλος διάβολος αναθάρρησε με τα λόγια του οσίου, ιδιαίτερα επειδή δεν επικαλέστηκε ούτε μια φορά το φοβερό για κείνον όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού.
– Ε, τότε θα σου δώσω μιαν άλλη συμβουλή, αδελφέ μου. Τώρα που απέκτησες απροσπάθεια στα πλούτη και δεν κινδυνεύει απ’ αυτά η ψυχή σου, μπορείς άφοβα να ζήτησης από τον Κύριο χρυσάφι, για να το μοιράσης στους φτωχούς και ν’ αμειφθής για την ελεημοσύνη σου στην άλλη ζωή. Από σήμερα κιόλας προσευχήσου και παρακάλεσε το Θεό να σου χαρίση θησαυρούς πολλούς, για την ανακούφιση των δυστυχισμένων συνανθρώπων μας. Και μόλις τους απόκτησης, κρύψ’ τους μέσα στη σπηλιά σου και μην αφήνης κανένα να μπη μέσα. Ούτε εσύ να βγης καθόλου από δω, μέχρι να σου πω.
Ανύποπτος ο μακάριος Θεόδωρος για την απάτη του ψυχοκτόνου σατανά, υποσχέθηκε να τηρήση ό,τι του είπε ο δήθεν αδελφός Βασίλειος. Ευχαριστημένος ο πονηρός από την πρώτη του νίκη, αποχαιρέτησε τον όσιο και προσποιήθηκε ότι φεύγει. Στην πραγματικότητα όμως κρύφτηκε αόρατα μέσα στο σπήλαιο κι έσπερνε ασταμάτητα στο νου του Οσίου λογισμούς για την απόκτηση πλούτου και άλλους παρόμοιους, σπρώχνοντας τον να προσεύχεται αδιάκοπα μόνο γι’ αυτό το θέμα. Και ο απατημένος Θεόδωρος άδειασε την προσευχή του από κάθε άλλο περιεχόμενο και ικέτευε νύχτα και μέρα το Θεό να του χαρίση χρυσάφι για να το μοιράση στους φτωχούς.
Σε μια στιγμή που ο όσιος αποκοιμήθηκε, ο διάβολος παρουσιάστηκε στον ύπνο του με μορφή φωτόμορφου αγγέλου και του έδειξε ένα σημείο στο χωματένιο δάπεδο της σπηλιάς.
– Σκάψε εκεί και θα βρης θησαυρό αμύθητο! του είπε.
Ο όσιος δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στην υπόδειξη του μεταμορφωμένου πονηρού. Εκείνος τότε εμφανίστηκε πάλι και πάλι στον ύπνο του, μέχρι που τον έπεισε να σκάψη εκεί που του έδειχνε. Πράγματι, σε μικρό βάθος βρέθηκε ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμους λίθους. Ο όσιος το δέχτηκε σαν θείο δώρο κι ευχαρίστησε με δάκρυα το Θεό για την «ευεργεσία» Του!
Αλλ’ ο μοχθηρός σατανάς είχε αποφασίσει να τρελλάνη εντελώς τον άνθρωπο του Θεού. Πήρε λοιπόν πάλι τη μορφή του Οσίου Βασιλείου κι επισκέφθηκε το Θεόδωρο.
– Που είναι, αδελφέ, ο θησαυρός που σου στείλε ο Θεός; Πληροφορήθηκα την εύρεση του από άγγελο Κυρίου. Από τον άγγελο που επισκέφθηκε κι εσένα, καθώς με πληροφόρησε ο ίδιος. Χάρη στις προσευχές σου, μου είπε, απέκτησες αυτό το θείο δώρο.
Ο Θεόδωρος δεν ήθελε να του δείξη το «θεόσταλτο» θησαυρό. Εκείνος τότε άρχισε να ξετυλίγη έντεχνα τα πονηρά του επιχειρήματα:
– Αδελφέ Θεόδωρε, δεν σου έλεγα ότι σύντομα θα πάρης από το Θεό ανταπόδοση για την αποποίηση της περιουσίας σου; Τι είπε ο Κύριος; «Πας ος άφηκεν οικίας… ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Ορίστε λοιπόν! Τώρα έχεις στα χέρια σου τα πλούτη. Κάν’ τα ο,τι θέλεις!
Σκίρτησε παράξενα η καρδιά του Θεοδώρου σαν άκουσε την εισήγηση του πονηρού. Ωστόσο αντέδρασε κάπως.
– Εγώ ζήτησα από το Θεό να μου τα δώση για να τα προσφέρω στους φτωχούς. Πιστεύω λοιπόν ότι μόνο γι’ αυτό μου τα ‘στείλε.
— Πρόσεξε, αδελφέ Θεόδωρε, επέμεινε ο μισόκαλος, μη σε ρίξη πάλι σε λύπη κι απόγνωση ο πονηρός, όπως συνέβη παλαιότερα. Θυμάσαι; Εγώ σου συνιστώ να πάρης το θησαυρό και να φυγής σ’ άλλη χώρα. Μήπως μόνο εδώ μπορείς να σωθής; Εκεί θ’ αγοράσης γη, θ’ απόκτησης αγαθά πολλά, αλλά και θ’ αποφυγής τους δαιμονικούς πειρασμούς, που σε ταλαιπωρούν αδιάκοπα μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο. Όταν γεράσης και πλησιάζη η ώρα της αναχωρήσεως σου απ’ αυτό τον κόσμο, τότε δίνεις τα υπάρχοντα σου σ’ όποιον θέλεις και διατηρείται η μνήμη σου αιώνια.
— Μα δεν είναι ντροπή, αποκρίθηκε ο Θεόδωρος, εγώ που άφησα τον κόσμο και υποσχέθηκα να ζήσω σαν μοναχός, με προσευχή και μετάνοια, μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο, να γίνω τώρα επίορκος, λιποτάκτης και κοσμικός ως «κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα»; Τι να σου πω… Ο,τι μου πης θα το κάνω. Μη μου ζητάς όμως να φύγω από το μοναστήρι.
Ο διάβολος λύσσαξε από το κακό του για την παρατεινόμενη αντίσταση του οσίου. Συνέχισε όμως να υποκρίνεται και να προσπαθεί να τον πείση:
— Εδώ δεν θα μπόρεσης να κρύψης το θησαυρό σου. Θα τον μυριστούν οι άλλοι και θα σου τον αρπάξουν. Άκουσε με και μη χάνης χρόνο. Γιατί αν δεν ήθελε ο Θεός να έχης πλούτη, δεν θα σου τα έδινε. Ούτε και σε μένα θα έστελνε τον άγγελο Του, για να επιβεβαίωση την εύνοια Του στο πρόσωπο σου. Δεν φτάνουν αυτές οι αναμφισβήτητες θεϊκές αποκαλύψεις για να σε πείσουν;
Με τα πολλά ο πονηρός κατάφερε να λυγίση την αντίσταση του οσίου, που πίστευε πως είχε μπροστά του το σοφό αδελφό του Βασίλειο. Άρχισε να ετοιμάζεται κρυφά για την αναχώρηση.
Όμως ο φιλάνθρωπος Κύριος, που δεν θέλει την απώλεια των δούλων Του, έσωσε την τελευταία στιγμή και το μακάριο Θεόδωρο από τα νύχια του ψυχοκτόνου δράκοντος.
Τι συνέβη δηλαδή;
Ακριβώς την ήμερα εκείνη που ο όσιος αποφάσισε να φύγη, επέστρεψε ξαφνικά στο μοναστήρι ο μακάριος Βασίλειος. Πήγε κατευθείαν στο σπήλαιο του αγαπημένου του πνευματικού αδελφού.
— Αδελφέ μου Θεόδωρε, είπε μπαίνοντας, χαίρε εν Κυρίω! Τι κάνεις; Πόσον καιρό έχω να σε δω! Πολύ σε πεθύμησε η ψυχή μου!
— Τι λες, αδελφέ Βασίλειε; απόρησε ο Θεόδωρος. Πόσον καιρό έχεις να με δης; Χθες δεν ήμασταν μαζί; Και προχθές πάλι δεν με νουθετούσες εδώ μέσα; Και τώρα δεν φεύγω από δω σύμφωνα με την εντολή σου;
– Τι είν’ αυτά που λες, αδελφέ; ρώτησε με κατάπληξη ο Βασίλειος. Πότε «χθες» ήμουν μαζί σου; Και πότε «προχθές»; Και τι σε δίδασκα; Και τέλος, που πηγαίνεις, αλήθεια; Γιατί εγώ μόλις τώρα γύρισα από το ταξίδι μου και δεν ξέρω τίποτε. Μήπως σου συνέβη κανένα κακό με διαβολική ενέργεια; Πες μου, πες μου, σε παρακαλώ, και μη μου κρύψης τίποτα, για τ’ όνομα του Θεού!
– Πάτερ Βασίλειε, γιατί με πειράζεις; είπε τότε αγανακτισμένος ο Θεόδωρος. Και γιατί μου προκαλείς σύγχυση, λέγοντας μια το ένα και μια το άλλο; Δεν ξέρω πια τι να πιστέψω. Πήγαινε, σε παρακαλώ, στην ευχή του Θεού!
Έτσι πικραμένος έδιωξε από κοντά του το μακάριο Βασίλειο. Εκείνος γύρισε στενοχωρημένος στο μοναστήρι, γεμάτος λογισμούς και απορίες.
Ο διάβολος δεν έχασε ευκαιρία. Φανερώνεται αμέσως με τη μορφή πάλι του Βασιλείου και λέει στο Θεόδωρο:
– Αδελφέ, συγχωρά με. Είμαι άθλιος. Ούτε ξέρω κι εγώ τι έπαθα. Σε μπέρδεψα και σε κακοκάρδισα χωρίς λόγο. Σκοτίστηκε φαίνεται το μυαλό μου. Πες πως δεν έγινε τίποτε. Σου επαναλαμβάνω λοιπόν: Πήγαινε μακριά! Τώρα κιόλας φύγε από δω μαζί με το θησαυρό! Φύγε πριν να είναι αργά!
Αυτά είπε κι έγινε άφαντος.
Στο μεταξύ ο μακάριος Βασίλειος πήρε από το μοναστήρι μερικούς γεροντάδες και ήρθε πάλι μαζί μ’ αυτούς στο σπήλαιο του οσίου Θεοδώρου.
– Να οι μάρτυρες που θα σε βεβαιώσουν ότι πέρασαν τρεις μήνες από τότε που σε είδα για τελευταία φορά. Με είχε στείλει ο ηγούμενος σε μακρινή διακονία της μονής. Εσύ όμως υποστηρίζεις ότι ήμουν μαζί σου, και μάλιστα ότι σε δίδασκα και σε νουθετούσα. Υποψιάζομαι ότι ενεργούσε πάνω σου ο διάβολος, παίρνοντας τη δική μου μορφή. Αν λοιπόν θέλης να μάθης τι ακριβώς συνέβη, κάνε τούτο: Όποιος και να ‘ρθη εδώ, μην τον αφήσης να σου πη το παραμικρό πριν προφέρη την ευχή του Ιησού. Αν αρνηθή, τότε θα γίνη φανερό ότι πρόκειται για δαίμονα.
Ο Θεόδωρος δέχτηκε την πρόταση. Έπειτα ένας πρεσβύτερος, από τους γέροντες που συνόδευαν το Βασίλειο, διάβασε τις ευχές του εξορκισμού κι επικαλέστηκε την πρεσβεία και τη συνδρομή των οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου για τη διάλυση της δαιμονικής πλεκτάνης.
Από τη στιγμή εκείνη ο δαίμονας δεν τόλμησε να εμφανιστή πάλι!
Απερίγραπτη ήταν η έκπληξη αλλά και ο τρόμος του Θεοδώρου, όταν είδε ότι κινδύνεψε για δεύτερη φορά να πλανηθή από το μισάνθρωπο σατανά. Από τότε με κανένα δεν επικοινωνούσε, αν προηγουμένως δεν έλεγε δυνατά και καθαρά την ευχή του Ιησού.
Σωσμένος και πάλι από το γκρεμό της πνευματικής καταστροφής, ο όσιος Θεόδωρος αποφάσισε τώρα να εκδικηθή σκληρά, με τη χάρη του Θεού, «τον όφιν τον μέγαν τον αρχαίον», τον «πλανώντα την οικουμένην όλην».
Πρώτα διάλεξε έν’ απόμερο τόπο κι έσκαψε λάκκο βαθύτατο. Εκεί μέσα πέταξε μ’ αποστροφή το θησαυρό που είχε αποκτήσει απ’ το διάβολο. Έπειτα έκανε θερμή προσευχή στο Θεό να σβήση από τη μνήμη του όχι μόνο το θησαυρό, αλλά και τον τόπο όπου τον πέταξε. Και πράγματι, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του δούλου Του. Από τότε ούτε το θησαυρό ούτε άλλο πλούτο συλλογίστηκε, αλλά και λησμόνησε εντελώς που είχε θάψει το δώρο εκείνο του σατανά.
Για να προλάβη όμως και νέα επίθεση των δαιμόνων, ο όσιος Θεόδωρος επιδόθηκε σε σκληρούς σωματικούς κόπους. Έστησε ένα χειρόμυλο μέσα στη σπηλιά του κι έκανε αλεύρι για τους αδελφούς της μονής. Πήγαινε ο ίδιος στο μοναστήρι, κουβαλούσε τον καρπό και τον άλεθε με τα χέρια του. Δουλειά κοπιαστική, εξαντλητική. Ανάμεσα σ’ αυτήν και στην προσευχή μοίραζε το χρόνο της ημέρας και της νύχτας, αφήνοντας ελάχιστες ώρες για ύπνο. Μόλις ξημέρωνε πήγαινε το αλεύρι στο μοναστήρι κι έπαιρνε καρπό για να συνέχιση το άλεσμα στο σπήλαιο.
Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Κάποτε ο οικονόμος της Λαύρας, βλέποντας τον όσιο να κοπιάζη τόσο και να υποφέρη σωματικά, τον λυπήθηκε και θέλησε να τον απαλλάξη τουλάχιστον από τον κόπο της μεταφοράς. Μόλις ήρθε λοιπόν ο καρπός από το χωράφι, έστειλε πέντε φορτία στο σπήλαιο του όσιου. Ο μακάριος ευχαρίστησε συγκινημένος τους αδελφούς για την πράξη της αγάπης τους κι άρχισε αμέσως να γυρίζη το μύλο ψιθυρίζοντας ψαλμούς.
Μετά από ώρα ένιωσε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Σταμάτησε κι ακούμπησε παράμερα για να ξαποστάση λιγάκι. Αλλά τότε, τι ακούει! Μια τρομακτική βροντή από ψηλά, που έκανε να σειστή η γη. Και αμέσως ο μύλος άρχισε να γυρίζη μόνος του!
Ο μακάριος Θεόδωρος δεν ξεγελάστηκε αυτή τη φορά. Αμέσως κατάλαβε πως ήταν κι αυτό μια πανουργία των δαιμόνων, που ήθελαν να τον εξαπατήσουν και να τον κάνουν να πιστέψη ότι με θεϊκή ενέργεια κινείται ο μύλος.
Ο όσιος κραύγασε:
— Παμπόνηρε διάβολε! Ο Κύριος να σ’ επιτίμηση! Ο δαίμονας δεν σταμάτησε να κινή το μύλο. Τότε ο μακάριος έγινε αυστηρότερος.
— Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος, του παναγίου Τριαδικού Θεού, που σε γκρέμισε από τον ουρανό για την υπερηφάνεια σου και σε παρέδωσε στούς δούλους Του για να σε ποδοπατούν και να σε ταπεινώνουν, σε προστάζω εγώ ο αμαρτωλός να μη σταματήσης αυτή την εργασία μέχρι ν’ άλεσης όλο τον καρπό. Έτσι θα υπηρέτησης, έστω και χωρίς να το θέλης, τους αγίους αδελφούς.
Αυ το είπε ο άγιος και αποσύρθηκε για προσευχή. Ο δαίμονας, δεσμευμένος από τη δύναμη του Ονόματος του Θεού, άλεσε υπάκουα εκείνη τη νύχτα όλο τον καρπό!
Το άλλο πρωί ο όσιος Θεόδωρος ειδοποίησε τον οικονόμο να στείλη να πάρουν όλο το αλεύρι. Ο οικονόμος απόρησε και θαύμασε. Πως ήταν δυνατόν ν’ αλεστή τόσος καρπός μέσα σε μια νύχτα; Εκείνο όμως που τον έκανε πραγματικά να τα χάση ήταν το δεύτερο και εξαισιότερο θαύμα: κάθε φορτίο σταριού έβγαλε πέντε φορτία αλεύρι!
Έτσι, γι’ άλλη μια φορά, επιβεβαιώθηκαν οι αψευδείς λόγοι του Κυρίου, «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν… επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού», καθώς και των αποστόλων που Του έλεγαν χαρούμενοι, «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου»!
Με το πάθημα τους αυτό οι δαίμονες εξευτελίστηκαν και αναγκάστηκαν να εξαφανιστούν ντροπιασμένοι, ουρλιάζοντας:
— Αλλοίμονό μας! Δεν πέφτει πια στις παγίδες μας ο καταραμένος Θεόδωρος! Φεύγουμε! Ποτέ δεν θα ξαναπατήσουμε σ’ αυτό τον τόπο!
Μετά από λίγο καιρό ο όσιος Θεόδωρος, γέρος κι ανήμπορος πια, εγκατέλειψε το υγρό και σκοτεινό σπήλαιο και πήγε να εγκατασταθή στο παλιό μοναστήρι. Στο σπήλαιο έμεινε τώρα ο όσιος Βασίλειος, που θέλησε ν’ ασκηθή στη μόνωση.
Το παλιό μοναστήρι ήταν πρόσφατα καμμένο από πυρκαγιά και οι πατέρες είχαν συγκεντρώσει στις όχθες του Δνείπερου ξυλεία για την ανακατασκευή του.
Ο μακάριος Θεόδωρος, παρά τα γηρατειά του, άρχισε να κουβαλάη από τα ξύλα εκείνα στο Βουνό, για να φτιάξη μόνος το ξύλινο κελλί του.
Αλλά οι πανούργοι δαίμονες, τυφλωμένοι από το μίσος και την κακία τους, ξέχασαν φαίνεται τι είχαν πάθει από τον όσιο. Ξέχασαν επίσης τους όρκους που έκαναν να μην ξαναπατήσουν στον τόπο εκείνο. Και αποφάσισαν να βλάψουν τον εκλεκ το δούλο του Υψίστου. Αδυνατώντας όμως πια να του προξενήσουν ψυχική βλάβη, τον εκδικήθηκαν με άλλο τρόπο: Όσα ξύλα κουβαλούσε στο βουνό την ημέρα, του τα πετούσαν με μανία τη νύχτα κάτω, στην όχθη του πόταμου.
Ο όσιος κατάλαβε πως οι δαίμονες έκαναν τη ζημιά. Τη νύχτα, όταν άκουσε τους πρώτους θορύβους από το κατρακύλισμα των ξύλων, στάθηκε στο βουνό και είπε:
– Στο όνομα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, σας προστάζω εγώ, ο αμαρτωλός δούλος Του, ν’ ανεβάσετε στην κορυφή του βουνού όλη την ξυλεία που Βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι, για ν’ απαλλάξετε έτσι τους αδελφούς από τα έξοδα που θα πλήρωναν στους αγωγιάτες για τη μεταφορά της. Έτσι θ’ ανεγερθή σ’ αυτό τον τόπο οίκος προσευχής προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, κι εσείς θα κατανοήσετε με τρόπο οδυνηρό ότι εδώ κατοικεί ο Κύριος και δεν υπάρχει θέση για σας!
Αμέσως οι δαίμονες ρίχτηκαν στο κουβάλημα της ξυλείας. Μέχρι το πρωί είχαν μεταφέρει τόση ποσότητα, που έφτανε για την κατασκευή όχι μόνο ενός κελλιού, αλλά ολόκληρης μονής.
Την άλλη μέρα τα χαράματα, μερικοί αγωγιάτες, σταλμένοι από το μοναστήρι, ήρθαν στο ποτάμι για να μεταφέρουν τα ξύλα. Δεν βρήκαν όμως εκεί ούτε ένα κορμό. Δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι όλα βρίσκονταν ήδη στην κορυφή του Βουνού, και μάλιστα τοποθετημένα με αξιοθαύμαστη τάξη: άλλου ήταν ντανιασμένα τα ξύλα για τις σκεπές, άλλου για τα πατώματα, πιο πέρα για τις σκαλωσιές, κ. ο. κ. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Ήταν φανερό ότι το έργο είχε πραγματοποιηθη από κάποια υπεράνθρωπη δύναμη.
Γι’ άλλη μια φορά τα πονηρά πνεύματα είχαν ταπεινωθη και ατιμασθή από το δούλο του Κυρίου Θεόδωρο. Εκείνος όμως δεν υπερηφανεύτηκε ούτε χάρηκε γι’ αυτό. Θυμόταν πάντοτε τα λόγια του Χριστού: «πλην εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται• χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς».
Αλλά ποιά ατίμωση και ποιος εξευτελισμός είναι ικανός να νικήση το δαιμονικό φθόνο; Οι δαίμονες, πιο λυσσασμένοι παρά ποτέ κατά του μακαρίου Θεοδώρου, καταριόντουσαν και απειλούσαν καθώς έφευγαν:
— Ω κακέ και άσπονδε εχθρέ μας, Θεόδωρε! Δεν θα πάψουμε να σε πολεμούμε, ό,τι και να μας κάνης! Θα σε τυραννούμε ως την τελευταία σου αναπνοή! Δεν θα ησυχάσουμε μέχρι να σε παραδώσουμε σε πικρό θάνατο! Μας έκαψες και θα σε κάψουμε!
Πρώτη τους δουλειά ήταν τώρα να ξεσηκώσουν τους αγωγιάτες εναντίον του οσίου.
Πράγματι, με άγριες διαθέσεις πήγαν εκείνοι και τον απείλησαν:
— Καλόγερε, εμείς συμφωνήσαμε με το μοναστήρι να κουβαλήσουμε την ξυλεία. Δεν ξέρουμε με τι πανουργίες εσύ κι ο φίλος σου, εκείνος ο Βασίλειος, την ανεβάσατε στο βουνό. αυτό που ξέρουμε είναι πως θέλουμε τη συμφωνημένη αμοιβή. Εσύ είσαι η αίτια που χάσαμε τη δουλειά. Ή μας πληρώνεις λοιπόν ή θα ‘χουμε κακά ξεμπερδέματα!
Ο όσιος βέβαια δεν είχε χρήματα για να τους πλήρωση.
Οι αγωγιάτες, σαν είδαν πως ούτε με τη βία θα κέρδιζαν τίποτα, κατέφυγαν στο δικαστή της περιοχής. Τον δωροδόκησαν και τον «έπεισαν» για το δίκιο τους!
Η απόφαση του δικαστή ήταν καταδικαστική για τον όσιο. Που να δεχτή τη διαβεβαίωση του ότι… οι δαίμονες έκαναν τη μεταφορά! Γέλασε κοροϊδευτικά και είπε:
— Ας σε Βοηθήσουν και τώρα οι δαίμονες να πλήρωσης τους αγωγιάτες, όπως σε βοήθησαν και στο κουβάλημα των ξύλων!
Αδιαμαρτύρητα και ταπεινά δέχτηκε ο μακάριος την καταδίκη. Άρχισε να εργάζεται σκληρά από κείνη την ήμερα και ξεχρέωσε σιγά-σιγά τους αγωγιάτες με το εργόχειρο του.
Μόλις είδε ο πονηρός πως δεν κατόρθωσε να κάνη μεγάλο κακό στον όσιο, μηχανεύτηκε έναν άλλο τρόπο εκδικάσεως, που τον είχε ξαναδοκιμάσει στο παρελθόν: Πήρε τη μορφή του Οσίου Βασιλείου, που ασκήτευε έγκλειστος στο σπήλαιο, και παρουσιάστηκε σ’ έναν από τους δογιάρους του τότε ηγεμόνα Μστισλάβου Σδιατοπόλτσιτς. Ο βογιάρος γνώριζε καλά τον όσιο Βασίλειο από παλαιά, αλλά, φυσικά, δεν κατάλαβε ότι τώρα μπροστά του βρισκόταν ο ίδιος ο πονηρός μεταμορφωμένος.
— Έχω να σου πω κάτι πολύ σπουδαίο, του είπε ο διάβολος. Εκείνος ο Θεόδωρος, που έμενε πριν από μένα στο σπήλαιο, βρήκε εκεί ένα μεγάλο θησαυρό, θαμμένο από τους Βαράγγους. Τι χρυσάφι! Τι ασήμι! Τι πολύτιμα πετράδια! Θέλησε να τα πάρη όλα και να το σκάση σ’ άλλη χώρα. Εγώ όμως κατόρθωσα και τον συγκράτησα προς το παρόν. Τώρα παριστάνει το σαλό. Έχει κάνει συμφωνία με τους δαίμονες να του δουλεύουν. Άλλοτε του αλέθουν τον καρπό, άλλοτε του κουβαλούν ξύλα. Έτσι ξεγελάει τους άλλους. Το θησαυρό τον έχει κρυμμένο κάπου και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να τον πάρη και να φύγη. Έτσι όμως ο ηγεμόνας μας δεν θα πάρη τίποτα απ’ αυτό τον πλούτο.
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο βογιάρος, πήρε το δαίμονα — τον υποτιθέμενο μοναχό Βασίλειο — και τον οδήγησε στον ηγεμόνα Μοτισλάβο. Εκεί ο πονηρός επανέλαβε την «καταγγελία» του, προσθέτοντας και τούτο:
— Αν θέλετε να προλάβετε πριν να είναι αργά, στείλτε το συντομώτερο ανθρώπους να κατάσχουν το θησαυρό του Θεοδώρου. Κι αν δεν θελήση να σας τον παραδώση με το καλό, μεταχειριστήτε βία! Αν πάλι ούτε έτσι ύποκύψη, παραδώστε τον στους Βασανιστές. Ίσως με τα πολλά Βασανιστήρια να τσακίσετε την αντίσταση του!
Αυτά είπε ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.
Το άλλο πρωί κιόλας ο ηγεμόνας ξεκίνησε για το παλιό μοναστήρι, μαζί με μεγάλο στρατιωτικό σώμα, σαν να πήγαινε ν’ αντιμετώπιση κανένα πανίσχυρο εχθρό. Συνέλαβε χωρίς δυσκολία το μακάριο Θεόδωρο και τον έφερε σιδηροδέσμιο στο ανάκτορο του.
Στην αρχή του μίλησε μαλακά.
— Για πες μου, πάτερ, είν’ αλήθεια πως βρήκες θησαυρό; Έτσι άκουσα.
— Μάλιστα, αλήθεια είναι. Αλλά τώρα είναι θαμμένος κάπου στα Σπήλαια.
— Και ποιος τον είχε κρύψει εκεί; Ξέρεις;
— Όσο ζούσε ακόμη ο όσιος πατέρας μας Αντώνιος, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο χώρος των σπηλαίων χρησίμευε σαν κρυψώνας των θησαυρών των Βαράγγων, γι’ αυτό μέχρι σήμερα ονομάζονται «Σπήλαια των Βαράγγων». Χρυσάφι και ασήμι είδα σε τεράστια ποσότητα, καθώς και πολύτιμους λίθους και σκεύη χρυσοποίκιλτα.
— Και γιατί, πάτερ, είπε τότε ο ηγεμόνας, δεν δίνεις το θησαυρό αυτό σε μένα, που τον δικαιούμαι σαν άρχοντας του τόπου; Εγώ θα κρατήσω το μεγαλύτερο μέρος κι εσύ — σου το υπόσχομαι — ό,τι σου αναλογεί θα το πάρης.
— Άρχοντά μου, αποκρίθηκε ήρεμα ο όσιος, τίποτα δεν επιθυμώ να πάρω από το θησαυρό. Μου είναι άχρηστος. Αν περνούσε από το χέρι μου, θα σου τον χάριζα ολόκληρο. Εσύ δουλεύεις στο μαμωνά, εγώ όμως δουλεύω στο Χρισ το και είμαι απελευθερωμένος από τα υλικά. Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να σε ικανοποιήσω, γιατί ο Θεός, ύστερα από δική μου παράκληση, έσβησε από τη μνήμη μου τη θύμηση του τόπου, που είναι κρυμμένος ο θησαυρός.
Τότε ο ηγεμόνας άλλαξε προσωπείο. Στράφηκε με οργή στους υπηρέτες του και πρόσταξε:
— Αυτός ο καλόγερος παρεξήγησε την καλωσύνη μου. Πάρτε τον, λοιπόν, δέστε του τα χέρια και τα πόδια και αφήστε τον τρεις ημέρες νηστικό! Ίσως έτσι ν’ αλλάξη γνώμη!
Σε λίγο ο όσιος του Θεού ήταν αλυσοδεμένος. Ο Ματισλάβος τον ρώτησε άγρια και ειρωνικά:
— Μήπως θυμήθηκες, καλόγερε, που είν’ ο θησαυρός;
— Σου είπα, δεν γνωρίζω, αποκρίθηκε ο όσιος κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια.
— Βασανίστε τον! ούρλιαξε έξαλλος ο αιμοχαρής ηγεμόνας. Σε λίγο το τρίχινο τριβώνιο του οσίου είχε γίνει κατακόκκινο από τα αίματα των ραβδισμών. Υπέμενε όμως τα χτυπήματα αμίλητος, ανέκφραστος, ψιθυρίζοντας συνεχώς προσευχές με κλειστά τα μάτια.
Μετά από πολύωρο ξυλοδαρμό, που έκανε να λάμψη η υπομονή και η εγκαρτέρηση του οσίου, ο Ματισλάβος διέταξε να τον δέσουν πισθάγκωνα και να τον κρεμάσουν, ανάβοντας κάτω από τα πόδια του δυνατή φωτιά.
Τότε θαύμασαν όλοι τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού, που δεν άφησε να δοκιμασθή ο δούλος Του «υπέρ ο ηδύνατο». Γιατί η ανελέητη φωτιά μεταβλήθηκε σε δροσιστική αύρα, που δρόσιζε και ανακούφιζε το πληγωμένο οσιακό σώμα, όσο βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από τις φλόγες. Μετά από ώρα, όχι μόνο ο όσιος ήταν απείραχτος από τη φωτιά, αλλά και το τρίχινο ένδυμα του δεν είχε καν μαυρίσει από τον καπνό.
Πανικοβλήθηκε ο ηγεμόνας όταν είδε το θαύμα και είπε στον όσιο Θεόδωρο:
— Γιατί, καλόγερε, δεν μου δίνεις το θησαυρό, που μου ανήκει; Αποκάλυψε που είναι κρυμμένος και θα σ’ αφήσω αμέσως ελεύθερο.
— Αλήθεια σου λέω, άρχοντα, απάντησε ο όσιος. Δεν ξέρω που είναι ο θησαυρός. Οταν τον βρήκα με υπόδειξη του πονηρού, ο αδελφός μου Βασίλειος μ’ έσωσε από την ψυχική καταστροφή με την επέμβαση και τις προσευχές του. Μετά απ’ αυτό έσκαψα κάπου ένα λάκκο και τον έκρυψα, αλλά παρακάλεσα το Θεό να με κάνη να ξεχάσω το μέρος εκείνο. Έτσι έγινε, όπως σας λέω. Αυτή είναι η αλήθεια.
Ο Ματισλάβος διέταξε να κατεβάσουν τον όσιο και να περιποιηθούν τα τραύματα του. Ύστερα έστειλε ανθρώπους να φέρουν από το σπήλαιο τον έγκλειστο Βασίλειο. Εκείνος αρνήθηκε ν’ αφήση τον τόπο της ασκήσεως του, αλλά οι υπηρέτες του ηγεμόνα τον άρπαξαν και τον έσυραν βίαια μέχρι το παλάτι.
Σαν τον είδε ο Ματισλάβος είπε συγχυσμένος:
— Όλα όσα με πρόσταξες να κάνω σ’ αυτόν τον κακόγερο τα έκανα. Αλλ’ αποτέλεσμα κανένα. Γι’ αυτό ζήτησα εσένα τον ίδιο για μάρτυρα.
Ο φωτισμένος νους του μακαρίου Βασιλείου υποψιάστηκε αμέσως νέα δαιμονική πλεκτάνη. Γι’ αυτό ρώτησε:
— Και τι ακριβώς σου είπα να κάνης, άρχοντα;
— Εσύ δεν μου φανέρωσες το μυστικό του θαμμένου θησαυρού, που ανακάλυψε τούτος εδώ; Αρνείται τώρα ν’ αποκάλυψη το μέρος που τον έχει κρύψει, γι’ αυτό τον βασάνισα, όπως μου υπέδειξες.
Ο θεοφώτιστος Βασίλειος κατάλαβε.
— Ο πονηρός δαίμονας έστησε παγίδα, είπε. Και στον ευλογημένο Θεόδωρο και σε σένα, άρχοντα μου. Μάθε λοιπόν ότι εμένα ποτέ δεν με είδες. Και πως να με δης, αφού έχω δεκαπέντε χρόνια να βγω από το σπήλαιο;
– Μα σε είδαμε κι εμείς να μιλάς στον κύριο μας, πετάχτηκαν οι υπηρέτες του Ματισλάβου.
– Ήταν ο διάβολος με τη δική μου μορφή και σας εξαπάτησε όλους. Εγώ ούτε εσάς ούτε τον κύριο σας είδα.
Αλλά πως να πιστέψη ο αγροίκος ηγεμόνας στην απίστευτη εξήγηση του οσίου; Άναψε πάλι απ’ το θυμό του κι έδωσε προσταγή να βασανίσουν αλύπητα και το Βασίλειο, που τόσο αδιάντροπα τον κορόιδευε, καθώς νόμιζε. Ήταν τόσο εξαγριωμένος, που άρπαξε το τόξο του κι έριξε ένα βέλος εναντίον του οσίου.
Ο όσιος Βασίλειος τράβηξε ψύχραιμα κι έβγαλε το βέλος από το σώμα του. Το πέταξε στα πόδια του ηγεμόνα και είπε σταθερά:
— Πολύ σύντομα θα χτυπηθής κι εσύ ο ίδιος από τόξο!
Μετά απ’ αυτό παραδόθηκαν κι οι δυό όσιοι σε ανηλεή βασανιστήρια. Οι αιμοχαρείς βασανιστές δεν σταμάτησαν να τους χτυπούν, να τους τρυπούν και να τους σκίζουν τις σάρκες, μέχρι που μετέβαλαν τα τίμια σώματα τους σε δυό πληγές. Λίγο ακόμη και θα ξεψυχούσαν. Τότε ο θηριώδης Ματισλάβος διέταξε να τους ρίξουν σε μια υπόγεια, σκοτεινή φυλακή μέχρι το πρωί.
— Αν αύριο είναι ακόμη ζωντανοί, πρόσταξε ο ανόσιος τους βασανιστές, συνεχίστε τη δουλειά σας χωρίς οίκτο!
Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δέχτηκε το μαρτυρικό αίμα των οσίων Του ως «θυσίαν δεκτήν και ευάρεστον» και δεν επέτρεψε να δοκιμαστούν περισσότερο. Την ίδια νύχτα τους πήρε κοντά Του, εξάγοντας «εκ φυλακής τας ψυχάς αυτών».
Όταν ο ηγεμόνας έμαθε για την κοίμηση τους, πρόσταξε να πετάξουν έξω από τη φυλακή τα σεπτά λείψανα. Από κει τα συνέστειλαν ευλαβικά οι αδελφοί και τα έθαψαν στο σπήλαιο της ασκήσεως τους.
Αργότερα τα πολύαθλα σώματα ανακομίσθηκαν στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, όπου και τα λείψανα των άλλων κεκοιμημένων οσίων πατέρων, και μέχρι σήμερα αναπαύονται εκεί άφθορα και δοξασμένα. Τα άγια σκηνώματα είναι ακόμη ντυμένα με τα τρίχινα μοναχικά τριβώνια, που κι αυτά παραμένουν άφθαρτα ως τις ημέρες μας και μουσκεμένα με το νωπό οσιομαρτυρικό αίμα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τη μακαρία κοίμηση των οσίων, κι εκπληρώθηκε η πρόρρηση του οσίου Βασιλείου για τον ηγεμόνα.
Σε μιαν εμφύλια διαμάχη ο Ματισλάβος πολεμούσε κοντά στο Βλαντιμίρ εναντίον του πρίγκιπα Δαβίδ Ιγκόρεβιτς. Ένα βέλος χτύπησε θανάσιμα τον ηγεμόνα στο στήθος. Την ώρα που ξεψυχούσε στα χέρια των στρατιωτών του, θυμήθηκε την οσιακή προειδοποίηση και ψέλλισε:
– Τιμωρούμαι τώρα για το κακό που έκανα στους οσίους Θεόδωρο και Βασίλειο!
Έτσι ο απάνθρωπος και άσεβης μονάρχης, «κακός ων κακώς απωλέσθη», ενώ οι μακάριοι και φιλόχριστοι όσιοι Θεόδωρος και Βασίλειος πήραν το αμάραντο στεφάνι της ουράνιας δόξης από το μισθαποδότη Κύριο μας Ιησού Χριστό.

Από το βιβλίο: «Πατερικόν των σπηλαίων του Κιέβου.»
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Έκδοση δέκατη
Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής, 2009

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.