Εγκώμιον Πρωταρματολού και Εθνεγέρτου των Μετεώρων παπα-Θύμιου Βλαχάβα (1809) – Ιωάννου Σιδηρά.

%ce%a0%ce%b1%cf%80%ce%b1-%ce%98%cf%8d%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%92%ce%bb%ce%b1%cf%87%ce%ac%ce%b2%ce%b1%cf%82-2

Η λαϊκή μούσα εμπνευσμένη από τον ακατάβλητο ηρωισμό και τον μαρτυρικό θάνατο του πρωταρματολού και εθνεγέρτου των Μετεώρων, του λεγομένου «λεοντόκαρδου», παπα-Θύμιου Βλαχάβα, συνέθεσε το παρακάτω δημώδες (δημοτικό) τραγούδι:

«Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα,
‘φέτος να μη λαλήσετε, ‘φέτος να μαραθείτε.
Τον Παπαθύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα.
Στη μέση τ’ ο Μουχτάρ πασάς, πίσω οι τσοχανταραίοι,
Κι από κοντά οι μπεηδες, κι οι τουρκοπουλημένοι.
Κι΄Αλή Πασάς σαν το ΄μαθε, δεν πίστευε το θάμα.
Κι ο ίδιος τον προβόδισε κι ο ίδιος του μιλάει:
«Παπά! Βρε κερατοπαπά, μου χάλασες τον τόπο!
Δεν σ’ άρεθ’ ο Αλήπασας, δεν σ’ άρεθ’ ο Σουλτάνος,
Και Μπαϊράκι σήκωσες να γένης βασιλέας».
-«Μη βλαστημάς Αλήπασα, μη βλαστημάς Βεζύρη,
Σου ‘φταιξα, σε πολέμησα και σώπεσα στα χέρια».
-«Γίνεσαι Τούρκος βρε παπά, κι όλα στα συμπαθάω».
-«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θενα πεθάνω»».

Ο Μεγάτιμος και ηρωικός οίκος των Βλαχαβαίων ή Βλαχαβιωτών, ο οποίος έλαμψε κατά την προεπαναστατική περίοδο στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, έχει γραφτεί στις δέλτους της αδεκάστου ιστορίας «χρυσοίς γράμμασι» και εσφράγισε ανεξίτηλα την συλλογική εθνική συνείδηση των Νεοελλήνων, οι οποίοι στο άκουσμα και μόνο της περιφράσεως «Αρματολίκι των Χασίων», ανακαλούν στη μνήμη τους το όνομα του Πρωταρματολού και Εθνεγέρτου των Μετεώρων παπα-Θύμιου Βλαχάβα που υπήρξε ο «αετιδεύς των Χασίων».

Γενάρχης του ηρωικού οίκου των Βλαχαβαίων υπήρξε ο Αθανάσιος Βλαχάβας (1700-1792), ο οποίος ήταν ο αρχηγός του ενός εκ των πέντε αρματολικίων της Θεσσαλίας, ήτοι του «αρματολικίου των Χασίων», που περιελάμβανε 80-90 χωριά από την περιοχή νότια του Μαλακασίου μέχρι Δεσκάτης και Γρεβενών. Ο Γεροβλαχάβας ως αρχηγός (αρχιαρματολός) του Καπετανάτου ή αρματολικίου των Χασίων, όπως κι οι αλλαχού αρχηγοί των λοιπόν αρματολικίων, ύστερα από σχετική συνθηκολόγηση με την οθωμανική διοίκηση, ήλεγχε τις διόδους των μερών που διαφέντευε, επέβλεπε την τήρηση της τάξεως και ενεργούσε για την πάταξη της κλεφτουριάς και της ληστείας. Ο ίδιος εξαιτίας του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) υπήρξε –μετ’ αυτού κι άλλοι αρματολοί- εθνεγέρτες της Θεσσαλίας και παρά το γεγονός ότι εκτοπίσθηκε από τους Τουρκαλβανούς στη νότια Ελλάδα (ανατολικό Μεσολόγγι), εντούτοις με την δύναμη των όπλων και των εξεγερθέντων αρματολών Ζήδρου και Λαζού, εξανάγκασε τους Οθωμανούς να του επαναπαραχωρήσουν το αρματολίκι των Χασίων. Άξιο μνείας βέβαια είναι το γεγονός ότι ο Γεροβλαχάβας καίτοι εκ των πραγμάτων σκληρός και μπαρουτοκαπνισμένος άνδρας, εντούτοις ήταν βαθύτατα θεοσεβής και γι’ αυτό πριν από το τέλος της ζωής του ανεκαίνισε την εκκλησία της Υπαπαντής στα Μετέωρα.

Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας εύστοχα γράφει: «Ωστόσο ο Γεροβλαχάβας «εστεφάνωσε τη δόξα του περισσότερο με τα κατορθώματα των παιδιών του παρά με τις δικές του περιορισμένες ανδραγαθίες» παιδιά του Γεροβλαχάβα ήταν ο παπα-Θύμιος, ο Θοδωράκης, ο Δημήτριος και άλλος ένας που δεν αναφέρεται από τον Κασομούλη…».

Ο πρωτότοκος υιός λοιπόν του Γεροβλαχάβα, ο θρυλικός κλεφταρματολός παπα-Θύμιος εγεννήθη περί το έτος 1750 ή κατ’ άλλος περί το 1770 στις Πετροκαλύβες της Βλαχάβας ή της Σμόλαιας Χασίων (χωριό Σμόλιανη Τρικάλων) και όπως γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», εσπούδασε τα λεγόμενα «κοινά γράμματα» και έχοντας παιδιόθεν την «ιερατική κλίση» εχειροτονήθη ιερεύς σε νεότατη ηλικία. Μετά δε το θάνατο του αρχιαρματολού των Χασίων πατέρα του υπήρξε ο διάδοχος του και ως ιερεύς και κλεφταρματολός Καπετάνιος, με το σταυρό στο στήθος και το σπαθί για τη λευτεριά στο χέρι, έχαιρε του σεβασμού, της εκτιμήσεως και της απολύτου αφοσιώσεως των κατοίκων των 80-90 χωρίων που αποτελούσαν το αρματολίκι των Χασίων, καθώς και της αναγνωρίσεως των Προκρίτων και των λοιπών Καπεταναίων των άλλων αρματολικίων.

Ο παπα-Θύμιος ως ιερός και ακατάβλητος πατριώτης ζούσε και ανέπνεε με άσβεστο μέσα στα μύχια της υπάρξεώς του τον πόθο της απελευθερώσεως του υπόδουλου Γένους των Ρωμηών και προς τούτο ήταν έτοιμος να εγείρει το αρματολίκι εναντίοον των Οθωμανών. Ο ίδιος ετρέφετο πνευματικά με τη μελέτη του ιστορικού πονήματος «Χρονογράφος», με τους χρησμούς της «Βυζαντίδος», του Αγαθαγγέλου και της Ιεράς Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου, μεταλαμπαδεύοντας την άσβεστη φλόγα που κατέκαιε τα σωθικά του και στους υπόδουλους ραγιάδες για να μην πεθάνει ποτέ η ελπίδα της αναστάσεως του ρωμαίικου Γένους μέσω της επαναστάσεως και της βοήθειας του «ξανθού γένους», των ομοδόξων Ρώσων, στους οποίους πάντοτε προσέβλεπε.

Για την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του ως αρχιαρματολού των Χασίων έχουμε μια περιγραφή του Προξένου και περιηγητού Πουκεβίλ, ο οποίος συνάντησε τον παπα-Θύμιο με τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν: «Σ’ αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου. Οι δύο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες… Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους…».

Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας αναφέρει ότι ο αεικίνητος και ανήσυχος πάντοτε παπα-Θύμιος: «Ήρθε σε μυστικές συνεννοήσεις με τους αρματολούς του Ολύμπου, του Ασπροποτάμου, των Γρεβενών, του Μετσόβου και λίγο νωρίτερα με τους Στερεοελλαδίτες καπεταναίους (1807)…. Η συνάντηση του με τον γερο-Κολοκοτρώνη και τον Κατσαντώνη στ’ Άγραφα και στο Ξηρόμερο, του ‘δωσε μεγάλη αίγλη, ως μεγάλου και αδιαμφισβήτητου ηγέτη. Απ’ αυτήν την περιοδεία του εμπνέεται αργότερα ο Βαλαωρίτης και έγραψε ό,τι έγραψε στα «Μνημόσυνά» του για το Βλαχάβα»».

Στο σημείο τούτο αξιοσημείωτοι είναι οι στίχοι που ως «Εγκώμιον» συνέθεσε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης για την θρυλική μορφή του αρχιαρματολού παπα-Θύμιου, με τον οποίον εξυμνεί ωσάν να πρόκειται για επικό ήρωα, γράφοντας χαρακτηριστικά:
«Βλαχάβα, ποιος σ’ εγέννησε, ποια μάνα, ποιος πατέρας!
Ο Όλυμπος αγάπησε την όμορφη την Όσσα (=Κίσσαβος).
Την Όσσα την περήφανη την πολυγυρεμένη.
Χρόνους πολλούς την έβλεπε μ’ ερωτεμένο μάτι
Κι εκείνη σαν κι εντρέπεται και σαν και τον φοβάται.
Ο Όλυμπος εκοίταξε την όμορφη την Όσσα,
Την είδε που κοκκίνιζε σαν ντροπαλή παρθένα,
Και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλάει στο στόμα.
Κι ευθύς μ’ εκείνο το φιλί, πούναι ζωή και φλόγα
Ανάφτουν ζωντανεύουνε της νιόνυφης τα σπλάχνα.
Και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες
Π’ ακούστηκε σα μια βοή μες στ’ Άγραφα, στην Πίνδο
Τ’ αρματολού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα,
Και να φωνάξουν οι αετοί, να σκούξουν τα γεράκια:
«Ανοίξτε λόγγοι να διαβεί, μεριάστε τα κλαριά σας
Και θα περάσει το στοιχειό, ο δράκοντας της Όσσας»».

Η προεπαναστατική περίοδος στην οποία αναδείχθηκε η εμβληματική μορφή του αδούλωτου Ρωμηού παπα-Θύμιου, έχει συνδεθεί με πολλές ένοπλες εξεγέρσεις και μία εξ’ αυτών είναι η «Επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα», όπως γράφει σε σχετική μελέτη του ο αοίδιμος μέγας ιστορικός, καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος. Τα προδρομικά γεγονότα της επαναστάσεως του παπα-Θύμιου, τα οποία ενεθάρρυναν τους Ρωμηούς να πάρουν τα όπλα ήταν η κήρυξη της επαναστάσεως των Σέρβων στο πασαλίκι του Βελιγραδίου και η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812). Η παρουσία του Ρωσικού πολεμικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο υπό την ηγεσία του αντιναυάρχου Σινιάβιν ή Σενιάβιν, ο οποίος καταγράφει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Οθωμανών εκ των οποίων η μεγαλυτέρα υπήρξε εκείνη της καταλήψεως της νήσου Τενέδου, ανεπτέρωσε το επαναστατικό φρόνημα των Ρωμηών. Το πρώτο επαναστατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου ήταν εκείνο του Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου, οι οποίοι κατεδίωξαν και εξετόπισαν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή Πασά. Το άδοξο τέλος του κινήματος αυτού εγράφη κοντά στο Λιτόχωρο όταν εκεί σκοτώθηκε μαχόμενος ο επαναστάτης Νικοτσάρας. Παράλληλα ο Κατσαντώνης κι ο Κίτσος Μπότσαρης με 500 παλικάρια τους και έχοντας μαζί τους και Σουλιώτες επαναστάτες έδρασαν εναντίον του Αλή Πασά στην Αιτωλο-Ακαρνανία και έτρεψαν σε φυγή τους Τουρκαλβανούς του. Η σύλληψη του Κατσαντώνη και το φρικτό μαρτυρικό τέλος του στα χέρια του Αλή Πασά, οδήγησε τους άλλους οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων και ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας, να συγκεντρωθούν στον Όλυμπο. Ωστόσο η συνθήκη του Τίλσιτ (1807), η οποία οδήγησε σε ανακωχή μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών, επέφερε άρδην την ανατροπή των σχεδιασμών των επαναστατών. Ο Αλή Πασάς, παρά την έκρυθμη επικρατούσα κατάσταση δεν είχε απωλέσει ακόμη την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του παπα-Θύμιου και των αδελφών του, οι οποίοι έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς, εξακολουθούσαν προσποιούμενοι τους «νομιμόφρονες» να προστατεύουν την περιοχή του Βιλαετίου των Τρικάλων από τους ληστές.

Η κατάσταση όμως ανετράπη ραγδαία, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας, όταν «στις αρχές του 1808 Ρώσοι απσταλμένοι που ήρθαν από τη Σερβία στον Όλυμπο έφεραν επιστολές του Καραγιώργη και του Ρώσου συμβούλου του Καραγιώργη, Ροδοφοινίκη (ελληνικής καταγωγής) με τις οποίες οι Έλληνες προτρέπονται να λάβουν για τελευταία φορά τα όπλα υπέρ της απελευθερώσεως του γένους, μιμούμενοι το παράδειγμα της υπό των Καραγεώργη απελευθερωθείσης τότε Σερβίας». Αν και η παραπάνω αναφορά του Κων/νου Σάθα δεν ερείδεται επί αξιοπίστων ιστορικών μαρτυριών και εγγράφων πηγών, εντούτοις φαίνεται πως οι Ρώσοι απεσταλμένοι θα ήλθαν σε επαφή και με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα. Οι μυστικές συνεννοήσεις και ζυμώσεις για την οργανωτική προετοιμασία του επαναστατικού κινήματος είχαν ως κεντρικό και αδιαμφισβήτητο πρόσωπο τον αρχιαρματολό παπα-Θύμιο Βλαχάβα, ο οποίος προέβη πιθανότατα σε μυστικές συνομιλίες με τους επαναστάτες κλεφταρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά του Αιγαίου προκειμένου να υπάρξει ο αναγκαίος συντονισμός ενεργειών και κοινής ενόπλου δράσεως εναντίον των Τουρκαλβανών. Την ίδια περίοδο, οι μπέηδες και αγάδες της Θεσσαλίας, επειδή τους χειραγωγεί στενά ο Αλή Πασάς, με εγκαθέτους Αρβανίτες, δείχνουν διάθεση συνεργασίας με τους αρματολούς και κυρίως με τον παπα-Θύμιο, ο οποίος είχε τις περισσότερες δυνάμεις και εξακολουθούσε να διαθέτει κύρος και επιβολή. Ορισμένες μάλιστα βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον των Ελλήνων κλεφταρματολών στην περιοχή της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει την «νομιμόφρονα» στάση του και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή Πασά. Ο Κων/νος Σάθας αναφέρει ότι κατά τα μέσα του Φεβρουαρίου του 1808 ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας «συγκάλεσε σύνοδο» των ενόπλων κλεφταρματολών καπεταναίων από τους οποίους αναγορεύθηκε αρχηγός του κινήματος και σταδιακά προσεταιρίστηκε τους αρματολούς της Στερεάς Ελλάδος και ακόμη περισσότερο τους Οθωμανούς Αγάδες των Τρικάλων και της Λαρίσης, που μισούσαν τον Αλή Πασά και επεδίωκαν την ανατροπή του.

Στο σημείο αυτό, άξια μνείας είναι τα όσα αναφέρει ο Δημήτριος Ζ. Σοφιανός γράφοντας ότι: «Αναφερόμενοι σε πατριωτικές και εθνικές ενέργειες κληρικών της Επισκοπής Σταγών, θα πρέπει να σταθούμε εδώ στη δράση του φλογερού ιερωμένου, του καρτερόψυχου παπα-Θύμιου Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (1809) και τωνμετεωρίτκων γενικότερα μοναστηριών. Ο παπα-Θύμιος, ο θρυλικός «αετιδεύς των Χασίων», έχοντας ως καταφύγιο και ορμητήριο των πολεμικών ενεργειών του τη Μονή του Αγίου Δημητρίου των Μετεώρων, λόγω της στρατηγικής της κυρίως θέσεως, διεξήγε τον αγώνα κατά των Τούρκων και των Αλβανών του Αλή Πασά, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του ΙΘ’ αιώνα».

Στον όλο σχεδιασμό του επαναστατικού κινήματος έλαβαν μέρος και οι Ζακαίοι των Γρεβενών, ο Δεληγιάννης Τσάπος του Μετσόβου, ο Ευθύμιος Στουρνάρης του Ασπροποτάμου κ.α. Τελικώς η σύνοδος των καπεταναίων όρισε την 29η Μαΐου του 1808, επέτειο των 355 ετών από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως ημέα ενάρξεως της επαναστάσεως, αν και ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές του Απριλίου.

Ο παπα-Θύμιος είχε προσχεδιάσει και ορίσει ώστε ο μεν Δεληγιάννης Τσάπος να αποκλείσει την Κατάρα και το Ζυγό, ο δε Ευθύμιος Στουρνάρης να αποκόψει την δίοδο των Καλαρυτών, αλλά δυστυχώς αμφότεροι δεν εξετέλεσαν τη συμφωνία. Παρά το γεγονός ότι οι φίλοι του παπα-Θύμιου είχαν προειδοποιήσει για το άκρως παράτολμο και λίαν επικίνδυνο του όλου εγχειρήματος, εντούτοις εκείνος ο φλογερός παπάς και πατριώτης ύψωσε στα Χάσια τη σημαία της επαναστάσεως και στις 5 Μαΐου του 1808 κατέλαβε με 600 παλικάρια το Καστράκι και την Καλαμπάκα. Καταγράφεται ότι ο παπα-Θύμιος με τον αδελφό του Θοδωράκη και μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γιώτα Τζίμου θέριζαν τους Αλβανούς ντεβεναγάδες και σουμπασάδες χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς, επειδή ο απώτερος στόχος του ήταν να επιτύχει τη σύμπραξη των Τούρκων των Τρικάλων εναντίον του Αλή Πασά. Κάτι τέτοιο όμως δεν επετεύχθη διότι η τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει ο Αλής εναντίον όλων των κατοίκων, είχε ως συνέπεια να μην έχει πολλούς οπαδούς το επαναστατικό κίνημα του παπα-Θύμιου, ο οποίος όμως δεν εκάμφθη και άφησε τον αδελφό του Θεοδωράκη στο Καστράκι και τον άλλο αδελφό του Δημήτριο στη γέφυρα «Μπαμπά», κοντά στην Κρύα Βρύση προκειμένου να εδραιώσουν το κίνημα.

Ο Αλή Πασάς στέλνει τον υιό του Μουχτάρ Πασά στην Καλαμπάκα με 6000 Τουρκαλβανούς για να καταπνίξει στο αίμα την εξέγερση του Θοδωράκη Βλαχάβα, ο οποίος μετά από σκληρή και ηρωική μάχη έπεσε ως μάρτυρας. Το τραγικό είναι ότι οι αρματολοί Δεληγιάννης Τσάπος και Ευθύμιος Στουρνάρης όχι μόνο άφησαν ανοικτά τα στενά του Μετσόβου και των Καλαρυτών για να περάσει ανεμπόδιστος ο Μουχτάρ Πασάς προς την Καλαμπάκα, αλλά και δεν ειδοποίησαν τον παπα-Θύμιο, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε, έσπευσε στον Όλυμπο για να επιταχύνει την έλευση ενόπλων από τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς.

Ο αλύγιστος παπα-Θύμιος έφθασε μεν στην Καλαμπάκα αλλά ήταν πλέον αργά, αφού ήδη ο αδελφός του Θεοδωράκης ήταν νεκρός. Επειδή όμως ο Μουχτάρ Πασάς διέταξε γενική σφαγή, αδιακρίτως, σε όλους τους αμέτοχους Ρωμηούς, ο παπα-Θύμιος για να σώσει τους αθώους ανθρώπους προέτρεψε τους προκρίτους να προσκυνήσουν τον αιμοβόρο Μουχτάρ και στους καπεταναίους παρήγγειλε να συναθροισθούν στον Όλυμπο με τις οικογένειες και τα παλικάρια τους. Ο προσφυώς αποκληθείς «αετιδεύς των Χασίων» παπα-Θύμιος δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Αρχικώς μεν κατέφυγε στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής αλλά προκειμένου να μη δοθεί αφορμή στους Οθωμανούς να αποδεκατίσουν τους εντοπίους Ρωμηούς κατοίκους, μετέβη στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, καθώς και στο Άγιο Όρος γενόμενος ο «φόβος και ο τρόμος» των τουρκικών καραβιών. Για την περίοδο αυτή ο ίδιος ο «Γέρος του Μοριά», ο μεγάλος Κολοκοτρώνης, «ιδία χειρί» γράφει: «Είμεθα ημείς οι Έλληνες στο Άγιο Όρος 1.400 όλοι οι Καπεταναίοι του Ολύμπου, ο παπα-Μπλαχάβας, Λιόλιος, Λαζόπουλα, του Τσάρα οι Καπεταναίοι». Ο Αλή Πασάς όμως δεν έπαυσε να καταδιώκει τον παπα-Θύμιο και να μετέρχεται κάθε δόλιο τρόπο για να τον συλλάβει. Ο δε Σάθας γράφει ότι η Υψηλή πύλη μέχρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο «χρησιμοποίησε» για να συνετίσει τον αδούλωτο παπά, «… όθεν σουλτανικόν φιρμάνιον χορηγούν αμνηστείαν τω τε παπα-Ευθυμίω και πάσι τοις μετ’ αυτόν επαναστατήσασιν εδημοσιεύθη μετά πάσης επισημότητος εν Θεσσαλία, σταλέν και εν Σκοπέλω προς γνώσιν των ενδιαφερομένων…».

Ύστερα από την τροπή που έλαβαν τα πράγματα, ο παπα-Θύμιος διέλυσε τον πειρατικό στολίσκο του και αμφιταλαντευόταν εάν θα έπρεπε να επιστρέψει στο αρματολίκι των Χασίων, το οποίο ευελπιστούσε ότι ο Αλή Πασάς θα του το προσέφερε όπως συνέβη και με άλλους επαναστατήσαντες αρματολούς. Ο δόλιος Αλής όμως μισούσε τον επαναστάτη παπα-Θύμιο και όταν έπεσε στα χέρια του η αλληλογραφία του Βλαχάβα με τους Λαζαίους, πλαστογράφησε την επιστολή των Λαζαίων και καλούσε τον παπα-Θύμιο σε συνάντηση μαζί τους στην περιοχή της Κατερίνης όπου ο ίδιος ανυποψίαστος μετέβη και συνελήφθη από τους Αλβανούς του αιμοδιψή τυράννου των Ρωμηών.

Ο γενναιόφρων παπα-Θύμιος οδηγείται στα Γιάννενα όπου υπομένει φρικτά και ανείπωτα βασανιστήρια, όπως τα περιγράφει ο ποιητής Χατζή Σεχρέτης στους στίχους της «Αληπασιάδας» του. Ο Γεώργιος Ηλ. Ζιάκας γράφει ότι «ο αλύγιστος ήρωας από τη Βλαχάβα των Χασίων περιφρόνησε μέχρι τέλους κάθε πρωτόγνωρο βασανισμό» και μέχρι σήμερα αντηχούν οι λόγοι του, όπως εμπνευσμένα συνέλαβε σε κατάσταση συγκινησιακού ποιητικού οίστρου η δημώδης ελληνική μούσα αποφθεγγομένη: -«Γίνεσαι τούρκος, βρε παπά, κι όλα στα συμπαθάω». –«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, ρωμηός θενα πεθάνω».

Ως Νεομάρτυρας «υπέρ πίστεως και πατρίδος» υπέστη «χριστομίμητο μαρτύριο» στο οποίο αναφλερεται ο Κούμας γράφοντας: «…Έπαθε τον σκληρότερο όλων των θανάτων. Του έκοψαν μεληδόν (κομμάτι-κομμάτι) το σώμα, ώσπου τον ενέκρωσαν». Ο δε Πουκεβίλ ως αυτόπτης μάρτυρας του φρικτού μαρτυρίου του γράφει: «Στα Γιάννενα ξαναείδα το Βλαχάβα δεμένο σ’ ένα πάσσαλο στην αυλή του σαραγιού! Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω στο χαλκόχρωμο κεφάλι του, που περιφρονούσε το θάνατο, ενώ άφθονος ιδρώτας έβρεχε τη δασειά γενειάδα του. Ήξερε την τύχη του και πιο ήρεμος από τον τύραννο, που ήθελε να του πιει το αίμα, γύρισε σε μένα το ξάστερο βλέμμα του, σα να με καλούσε μάρτυρα των τελευταίων στιγμών του. Δέχτηκε το θάνατο χωρίς φόβο και χωρίς γογγυσμούς. Σε λίγο τα μέλη του σέρνονταν στους δρόμους της πόλης για παραδειγματισμό των περίτρομων Ελλήνων».

Ο ήρωας πατριώτης και πιστός στο Θεό παπα-Θύμιος Βλαχάβας (1809) δοξάστηκε περισσότερο διά του «Χριστομίμητου μαρτυρίου» του παρά με το σπαθί στο χέρι γενόμενος «εθνικό σύμβολο» και «ιερός θρύλος» που ως κανδήλα έλαμψε στις πονεμένες καρδιές των υπόδουλων Ρωμηών έως ότου εκείνη η φλόγα άναψε και πυρπόλησε τις καρδιές τους για να πραγματοποιήσουν το θαύμα της εθνικής παλιγγενεσίας και αγωνιζόμενοι και μαρτυρικώς τελειωθέντες «υπέρ πίστεως και πατρίδος» να αναβοήσουν το «ελευθερία ή θάνατος», το οποίο αντήχησε μέχρι ουρανού δικαιώνοντας τον μαρτυρικό θάνατο του «αετού των Μετεώρων» παπα-Θύμιου Βλαχάβα.

Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 283ο, Ιούλιος – Αύγουστος 2016

Παράβαλε και:
ΠΑΠΑ-ΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, Ιερομόναχος Δημήτριος – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.