Η σημασία του «ακολουθείν τον Ιησούν» – Γεωργίου Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγητου Θεολογικής σχολής του Πανεπ. Αθηνών.

%ce%9c%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%94%ce%b5%ce%af%cf%80%ce%bd%ce%bf%cf%82-1

Στα ιερά Ευαγγέλια δίνεται έμφαση στην κλήση των μαθητών του Ιησού με σκοπό, όπως συγκεκριμένα αναφέρεται, «ίνα ώσι μετ’ αυτού» (Μαρκ. 3, 14, πρβλ Φιλιπ. 1, 23). Αυτό σημαίνει κάτι παραπάνω από μια απλή ακολουθία. Σημαίνει και συμπόρευση ζωής. Οι μαθητές του Ιησού καθ’ όλη τη δημόσια δράση αλλά και μετά την ανάσταση ήσαν «μετ’ αυτού». Μαζί του «συνέφαγον και συνέπιον» (βλ. Πράξ. 10, 41), αλλά και συμπορεύθηκαν «ίνα συσταυρωθώσι και συναποθάνωσι». Έγιναν «σύζωοι Χριστού» στη ζωή και στον θάνατο. Πέρα από την προσωπική αυτή σχέση και εμπειρία, ακολούθησαν τον Χριστό και με το σκοπό «ίνα αποστέλλη αυτούς κυρήσσειν και έχειν εξουσίαν {…} εκβάλλειν τα δαιμόνια» (Μαρκ. 3, 14-15). Ακολουθία είναι ασφαλώς προσωπική σχέση, αλλά σημαίνει παράλληλα και συνέχιση του έργου του Χριστού μετά την ανάσταση, προς τον κόσμο των εθνών (Ματθ. 28, 19).

Γι’ αυτό στις ευαγγελικές διηγήσεις έχουμε συχνή χρήση της γνωστής έκφρασης «ακολούθει μοι», με τη διττή αυτή έννοια. Η κλήση, ως συμπόρευση και αποστολή, έχει σταθερά ερείσματα κυρίως στη συνοπτική παράδοση, την οποία ακολουθούν με συνέπεια οι ευαγγελιστές Μάρκος (Μάρκ. 2, 14. 10, 21), Ματθαίος (Ματθ. 8, 22. 9, 9. 19, 21) και Λουκάς (Λουκ. 5, 27. 9, 59. 18, 22). Το ίδιο, ασφαλώς, συμβαίνει και στην παράδοση του Δ’ Ευαγγελίου (Ιωάν. 1, 43. 21, 19. 21, 22).

Είναι δε ενδιαφέρον να επισημανθεί εδώ ότι η λειτουργία της ακολουθίας σχετίζεται πάντοτε με την ιστορική και εσχατολογική σημασία της πορείας του Ιησού και της δημόσιας δράσης του1. Ακόμη και εκείνη η αναφορά του Ιωάννη στους «ακολουθούντες τω Αρνίω» (Αποκ. 14, 4) έχει και πάλι ιστορική σημασία, αφού προβάλλει τη μαρτυρική τους πορεία ως παράδειγμα ζωής για όλους.

Όλα αυτά φανερώνουν πόσο μεγάλη σημασία είχε για την πρώτη εκκλησία η ευαγγελική παράδοση για μια συνεχή και δια βίου ακολουθία του Ιησού. Λόγοι σωτηριολογικοί καθιστούν αναγκαία την ένταξη κάποιου στην κοινότητα των ακολούθων του Κυρίου. Αλλά και λόγοι εσχατολογικοί επιβάλλουν τη συνέχιση και ολοκλήρωσή του έργου της θείας Οικονομίας. Οι ρεαλιστικές εκφράσεις και οι ιστορικοί συσχετισμοί που συναντάμε στα ιερά κείμενα για κάθε κλήση μαθητού ή πιστού, και μάλιστα με μια μαρτυρική συνέπεια ζωής, έχουν πάντοτε ως κριτήριο το πρόσωπο και τη ζωή του Ιησού Χριστού.

Τούτο δεν σημαίνει απουσία θεοκεντρικότητας στην κατανόηση της κάθε εκλογής και αποστολής. Έχουμε βέβαια πάντοτε μια αυστηρή χριστολογική αναφορά, και η χρήση του ρήματος «ακολουθείν» συσχετίζεται με το πρόσωπο του Ιησού. Αυτό δηλώνει τη βαθύτατη θεολογική σημασία που έχει η διατύπωση «ακολούθει μοι», και τη σχέση της όχι μόνο με το πρόσωπο αλλά και με τις συγκεκριμένες ενέργειες του Ιησού Χριστού για την πραγματοποίηση του σωτηριολογικού έργου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αποκάλυψη όμως και η σωτηριολογία έχουν πάντοτε μια τριαδολογική αναφορά. Αυτό είναι δομικό στοιχείο του σχεδίου της θείας Οικονομίας.

Όπως διαπιστώνεται και από τα σχετικά χωρία, η χρήση του ρήματος «ακολουθείν» σχετίζεται πράγματι πολύ στενά με τη μαθητεία και με την ακολουθία στο έργο του Χριστού.

Αν και υπήρχε το προηγούμενο κάποιας σχετικής παράδοσης, κατά την οποία κάθε Ραββί που εκινείτο στην Παλαιστίνη έπρεπε να ακολουθείται και να συνοδεύεται από πιστούς μαθητές του και θαυμαστές οπαδούς του στις διάφορες περιοδείες του, στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης γίνεται χρήση του ρήματος «ακολουθείν» μόνο σε σχέση με την μαθητεία και την ακολουθία του Ιησού. Καμία συσχέτιση με την υπάρχουσα παράδοση. Η αποκλειστικότητα αυτή και η αποδοχή της ύπαρξης μιας μόνο αληθινής μαθητείας και ακολουθίας, και μάλιστα σε μια προσωπική βάση χαρισματικής κλήσης, έχει και πάλι μια χριστολογική σημασία και ιδιαιτερότητα.

Κάθε φορά που χρησιμοποιείται στα ιερά κείμενα το «ακολούθει μοι» συσχετίζεται με ένα έντονο μεσσιανολογικό περιεχόμενο.

Ο καλούμενος πάντοτε βεβαιώνεται ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός και Μεσσίας και ότι η κλήση του αναφέρεται αποκλειστικά στο μεσσιανικό έργο που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η εντολή της κλήσης και ακολουθίας, με την έντονη αυτή μεσσιανική προοπτική, κατανοείται κυρίως μέσα στα θρησκευτικά πλαίσια, και η μαθητεία κοντά στον Ιησού δεν έχει σχέση με τη γνωστή παιδευτική σημασία ή την κοσμική και πολιτιστική έννοια, όπως την εννοούν οι περισσότεροι ακόμη και σήμερα. Κλήση και μαθητεία, κατά συνέπεια, καθώς και ακολουθία του Ιησού για την ολοκλήρωση του χριστολογικού έργου, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά μια κλήση για συγκεκριμένη αποστολή, αποκλειστικά προσωπικής σημασίας και χαρισματικής έμπνευσης.

Πέρα όμως από τη μεσσιανική και χριστολογική αυτή προϋπόθεση, κάθε ακολουθία στο έργο του Μεσσία Ιησού έχει και μια σαφή σωτηριολογική προοπτική. Η μεσσιανική εντολή «ακολουθείν τον Ιησούν» έχει ακριβώς συγκεκριμένο σωτηριολογικό σκοπό. Πρώτον, γιατί ακολουθώ τον Ιησού σημαίνει μετέχω και στα αποτελέσματα του έργου του, μετέχω στις λειτουργίες που συντελούνται για την πραγματοποίηση της σωτηρίας της ανθρωπότητας. Και δεύτερον, εκλέγομαι και αποστέλλομαι στον κόσμο σημαίνει σημαίνει οπωσδήποτε ότι συμβάλλω κι εγώ με τις δυνάμεις μου στην ολοκλήρωση του έργου αυτού.

Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, πριν αποστείλει τους ακολουθούντες μαθητές του ως αποστόλους για τον ευαγγελισμό του κόσμου, τους καλεί να ζήσουν πρώτα τους καρπούς της κοινωνίας μαζί του, «ίνα ώσι μετ’ αυτού». Και μετά να πορευθούν προς τα έθνη.

Όπως είναι ενδιαφέρουσες και οι περιπτώσεις εκείνες, που συναντάμε στα ευαγγελικά κείμενα, όπου άνθρωποι προς τους οποίους απηύθυνε ο Ιησούς την πρόσκλησή του «ακολούθει μοι», την αρνήθηκαν. Επίσης και άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ή ζητούν αναβολή ή παρουσιάζουν διάφορες αιτιολογίες για να μην αποδεχθούν αμέσως την πρόσκληση. Έτσι χάνεται ουσιαστικά η μοναδική αυτή ευκαιρία της ζωής τους να γευθούν τους σωτηριολογικούς καρπούς της κοινωνίας τους με τον Ιησού Χριστό αλλά και την ύψιστη τιμή που τους γίνεται για μετοχή στο έργο διακονίας και ευαγγελισμού του κόσμου (βλ. Λουκ. 9, 57-62). Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ένα και απλό, πως όποιος τελικά δεν αποδέχεται την πρόσκληση του Ιησού χάνει τα μέγιστα της ζωής του, και τη χαρά της κοινωνίας και την τιμή της προσφοράς. Κοινωνία σημαίνει αποδοχή αλλά και διακονία.

Η θέση της Καινής Διαθήκης είναι σαφής: μόνο αυτός που αποδέχεται την πρόσκληση και ακολουθεί τον Ιησού «ευθετός εστίν τη Βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 9, 62). Μια ακολουθία και πορεία μεγάλης ιστορικής και σωτηριολογικής σημασίας αλλά και εσχατολογικής σπουδαιότητας, για την τελείωση του ανθρώπου και την είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού. Μια άμεσα και ιστορικά περιορισμένη προσωπική απόφαση παίρνει τελικά τη μορφή του εσχατολογικού απόλυτου.

Η ιστορική απόφαση για πορεία ζωής εν Χριστώ έχει ασφαλώς και την εσχατολογική κατάληξη στη βασιλεία του Θεού. Αυτός που λέει ναι στην πρόσκληση του Ιησού γίνεται και «εύθετος» προς την εσχατολογική βασιλεία. Και αυτός που «ευθέτως» προσανατολίζει τη ζωή του προς τη βασιλεία του Θεού είναι δυνατόν να φέρει εις πέρας με επιτυχία και το έργο της ιστορικής διακονίας του για τον σωτηριολογικό και εσχατολογικό ευαγγελισμό του κόσμου.

Η σωτηριολογική και εσχατολογική αυτή προοπτική της κλήσης παρουσιάζεται με κάθε σαφήνεια στην περίπτωση του «πλουσίου νεανίσκου», ο οποίος κλήθηκε στη μαθητεία αμέσως μετά την συνάντηση με τον Ιησού (Μαρκ. 10, 17 εξ.).

Ο Διδάσκαλος, κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο, εξετίμησε την πρόθεση και τα χαρίσματα του νεανία, τον «ηγάπησε» ιδιαίτερα και τον προσκάλεσε να τον ακολουθήσει. Εκείνος όμως, δυστυχώς, δε αποδέχθηκε την πρόσκληση, όχι μόνο γιατί είχε «κτήματα πολλά» και ήταν πλούσιος «σφόδρα», αλλά κυρίως γιατί εστερείτο της αγάπης για τους άλλους και ήταν αναποφάσιστος για προσφορά και διακονία.

Έτσι έχασε τα πάντα. Αν και είχε χαρίσματα πολλά, θεολογικά και πνευματικά ενδιαφέροντα και μια συνεπή θρησκευτική πολιτεία, αφού «εκ νεότητός του» εφάρμοζε τις εντολές του Νόμου, αισθανόταν ανίκανος να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Το ανικανοποίητο και το υπαρξιακό κενό που εκφράζει, καθώς και η απουσία της προσφοράς και της αγάπης, απέβησαν καθοριστικά για το μέλλον του.

Δεν έχει πια σημασία το εναγώνιο ερώτημα «τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω», που διατυπώνει ο νεανίας, αφού δεν αποδέχεται τη διαδικασία άρνησης του εγώ και δεν δίνει θετική απάντηση στην πρόσκληση του «ακολούθει μοι» (Μάρκ. 10, 21). Η απέκδυση του εγώ και η υπέρβαση αυτών που έχουμε και κατέχουμε προς χάριν των άλλων και του «πλησίον» είναι βασική προϋπόθεση για μια συνεπή ακολουθία του Ιησού «όπου εάν απέρχηται» (βλ. Ματθ. 8, 19).

Ο άνθρωπος στην καθημερινή του πορεία ή θα παραμείνει «πεποιθώς επί χρήμασιν» και θα «περιπατήση εν τη σκοτία» (βλ. Μάρκ. 10, 24. Ιωάν. 8, 12) ή θα απελευρωθεί απ’ αυτά και θ’ ακολουθήσει τον Ιησού, όποτε και «έξει το φως της ζωής» (Ιωάν. 8, 12). Για να είναι κανείς «εύθετος» στη βασιλεία του Θεού και να γίνει κληρονόμος της «αιωνίου ζωής» χρειάζεται να αποτολμήσει την ένταξή του στην ακολουθία του Ιησού Χριστού. Σε κάποια σημαντική και ιστορική στιγμή της ζωής προβάλλεται, αναπάντεχα ίσως, ο λόγος – πρόσκληση του Ιησού προς τον καθένα για να γίνει μαθητής και απόστολός του.

Η σωτηριολογική στιγμή αυτής της πρόσκλησης μέσα στον προσωπικό μας χρόνο είναι βασική προϋπόθεση και της «εσχατολογικής» ώρας, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, για πλήρωση και ολοκλήρωσης της πορείας του ανθρώπου.

Αυτά ασφαλώς που αναφέρονται εδώ για το νόημα του «ακολουθείν τον Ιησούν», με τη συγκεκριμένη προοπτική του «είναι μαθητής», δεν σημαίνουν μια νέα μέθοδο προσέγγισης της σωτηρίας ή την προβολή μιας εγκρατευτικής οδού ασκητικής απάρνησης του κόσμου και της ζωής. Η κλήση στη μαθητεία είναι γενική και αναφέρεται προς όλους τους ανθρώπους. Η βίωση της πίστης και η προσπάθεια για την επίτευξη της σωτηρίας είναι βασικά γνωρίσματα κάθε κλήσης. Πρόκειται για την καθολική εκείνη κλήση που απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους, όσοι ασφαλώς θέλουν «σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4).

Το θέμα της ακολουθίας υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να εκληφθεί μονομερώς, δηλαδή ως μια πορεία συγκεκριμένης μορφής ζωής, καθολικής αφιέρωσης και εγκατάλειψης των πάντων, όπως κοινώς λέγεται. Το «όπου εάν απέρχη» (Ματθ. 8, 19) ερμηνεύθηκε και με την έννοια της μίμησης του παραδείγματος του Κυρίου, της άρσης του σταυρού, των παθημάτων και του μαρτυρίου (βλ. Ματθ. 10, 38. Μάρκ. 10, 35 εξ.). όποιος δεν είναι συνεπής προς τις αρχές του ευαγγελίου και δεν πορεύεται με διάθεση προσφοράς και θυσίας «ου δύναται είναι μαθητής» (Λουκ. 14, 27).

Είναι γνωστόν ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ιδιαίτερα, διευρύνει την έννοια του μαθητού και πέρα από τον κύκλο των Δώδεκα. Μαθητές είναι και οι εβδομήκοντα και οι πεντακόσιοι και οι τρεις χιλιάδες πιστεύσαντες της Πεντηκοστής και κάθε πιστός της κάθε εποχής. Η αρχαιότερη ονομασία των ακολούθων του Ιησού ήταν «μαθηταί». Πολύ αργότερα αποδόθηκε σ’ αυτούς το όνομα «χριστιανός»2.

Η σωτηριολογική όμως ερμηνεία και κατανόηση του «ακολουθείν τον Ιησούν» συνοδεύεται πάντα και με την εσχατολογική της σημασία. Η ιστορική και συγκεκριμένη ακολουθία των μαθητών οπίσω του διδασκάλου Ιησού για την άσκηση του λυτρωτικού έργου, κατά τη διάρκεια της δημόσιας παρουσίας τους είχε ασφαλώς ένα χρονικό όριο. Η σύλληψη και ο διά του σταυρού θάνατος του Διδασκάλου διέκοψε τη δημόσια δραστηριότητα όλων και αναγκάσθηκαν οι μαθητές να επιστρέψουν «εις τα ίδια» αυτών (Ιωάν. 16, 32) για ν’ αποφύγουν τους άμεσους διωγμούς («διά τον φόβον των Ιουδαίων», Ιωάν. 19, 38. 20, 19), αλλά και για να προετοιμασθούν για τη νέα φάση της μαθητείας και αποστολικότητας.

Η μαθητεία και η αποστολικότητα δεν θα έχουν στο μέλλον τη μορφή μιας καθημερινής πορείας και συμπόρευσης των μαθητών με τον Διδάσκαλό τους, μορφές ζωής προσδιορισμένες γεωγραφικά και χρονικά. Η μαθητεία και το «ακολουθείν τον Ιησούν» εισέρχεται στη νέα φάση και παίρνει τη μορφή του «είναι μετά του Ιησού» με μια έννοια εκκλησιολογική και εσχατολογική.

Η αποκάλυψη του Ιησού δίνει ιδιαίτερη έμφαση προς αυτήν την εσχατολογική και εκκλησιολογική κατεύθυνση. Οι «ηγορασμένοι από της γης», οι μάρτυρες και ομολογητές της πίστεως, αυτοί που έμειναν πιστοί και συνεπείς στις αρχές του Ευαγγελίου, θα είναι και οι «ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη» (Αποκ. 14, 4). Και αυτή είναι μια τοποθέτηση εκκλησιολογική και εσχατολογική.

Η πρώτη Εκκλησία είχε πλήρη συνείδηση της ενότητας αυτής, της ιστορικής πορείας και της εσχατολογικής προοπτικής. Η Εκκλησία ουσιαστικά συνθέτει τις δύο αυτές παραμέτρους, της μαθητείας και της ακολουθίας του Ιησού «όπου αν υπάγη», είτε μέσα στο ιστορικό παρόν είτε στο εσχατολογικό μέλλον.

1. Το ρήμα «ακολουθείν» χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην Καινή Διαθήκη, κατά κύριο λόγο μάλιστα στα Ευαγγέλια, και πάντοτε σε σχέση με το πρόσωπο και το έργο του Ιησού στην ιστορία. Στα υπόλοιπα ιερά κείμενα των Πράξεων και των Επιστολών σπάνια παρουσιάζεται η χρήση του και, όταν τη συναντούμε, σχεδόν πάντοτε εμφανίζεται με παραβολική έννοια (βλέπε Πράξ. 12, 8-9. 13, 43. 21, 36. Α’ Κορ. 10, 4. Αποκ. 6, 8. 14, 8-9. 14, 13. 19, 14).
2. Υπενθυμίζουμε εδώ απλώς και μόνο τη γνωστή και κλασσική διατύπωση του αγίου Ιγνατίου, ότι «μαθητής» σε μια γενική έννοια είναι και ο κάθε αληθινός μάρτυρας της πίστεως: «τότε έσομαι μαθητής αληθής του Χριστού, ότε ουδέ το σώμα μου ο κόσμος όψεται» (Προς Ρωμαίους, 4, 2). Όπως επίσης και τη φράση: «νυν άρχομαι μαθητής είναι» (ο.π., 5, 3).

Από το βιβλίο Μαθητεία και Αποστολικότητα, εκδ. Δόμος

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 284, Σεπτέμβριος 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Γενικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.