Οι νέοι και το επαναστατικό πρόβλημα – Σαράντου Ι. Καργάκου.

%ce%a3%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%99-%ce%9a%ce%b1%cf%81%ce%b3%ce%ac%ce%ba%ce%bf%cf%82-1

Αν δεν ξέρεις να λες ψέματα, να κάνεις απάτες, κλοπές, αρπαγές, κοίταξε προσεκτικά στο χώρο της πολιτικής και θα τα μάθεις όλ’ αυτά στην πλήρη εντέλεια τους (ΚΑΡΛ ΣΤΑΪΝ)

Κανείς δικτάτορας στον τόπο του! Κατά την τελευ¬ταία εικοσαετία γνωρίσαμε πολλά «Λυκόφωτα Θεών»*, την απομύθευση πολλών ηγετών, το θάνατο (φυσικό ή βίαιο) πολλών δικτατόρων ή την πτώση πολλών δικτατοριών.

* «Λυκόφως των Θεών: Όπερα του Βάγκνερ και θαυμάσια ταινία του Λουτσίνο Βισκόντι.

Σε κάποιες χώρες μάλιστα, όπως η Ελλάδα, οι δι¬κτάτορες είναι «φιλοξενούμενοι» του δημοσίου σε ειδικές πτέρυγες φυλακών. «Η αχαριστία προς τους μεγάλους άνδρες είναι δείγμα των μεγάλων λαών», έλεγε ο σοφός Πλούταρχος. Δεν ξέρω πόσο μεγάλος λαός είμα¬στε και πόσο μεγάλοι ήταν οι δικτάτορες, που κάποτε υμνολογούσαμε κι αποκαλούσαμε «εθνικούς ηγέτες». Ένα ξέρω- πως αν οι δικτάτορες πέφτουν, τα μικρόβια, που γεννούν τη δικτατορία, μένουν. Κι είναι χρέος της νέας γενιάς να τα καταπολεμήσει. Αλλιώς, η δημοκρατία μας θα κινδυνεύσει ξανά να πεθάνει από σκλήρυνση κατά πλάκας.
Οι νέοι μας θα δώσουν πολλές μάχες• τις πιο πολλές θα τις κερδίσουν. Αν όμως χάσουν τη μάχη της δημοκρατίας, θα είναι παντού ηττημένοι. Η νίκη θα εξαρτηθεί από το πόσο θα τολμήσουν να χρησιμοποιήσουν έναν πολιτικό θερμοκαυστήρα, από το πόσο αδιάφθοροι μπορεί να μείνουν. Ένας Αδιάφθορος* δεν αρκεί, όπως απέδειξε η Γαλλική Επανάσταση. Είναι μάλιστα κι επικίνδυ¬νος. Χρειάζεται οι αδιάφθοροι να γίνουν πολλοί, για να γίνει αδιάβροχη και να μείνει αδιάβρωτη η δημοκρατία.
Οι νέοι είναι από τη φύση τους επαναστάτες. Ο Μπερνάρ Σω είχε πει κάποτε πολύ χαρακτηριστικά: «Όποιος άνθρωπος κάτω των τριάντα ετών και γνώστης της κοινωνικής τάξης δεν είναι επαναστάτης, είναι ένας μέτριος άνθρωπος». Η νεολαία, που είναι πιο κοντά στις πηγές της ζωής, είναι φυσικό ν’ αντιδρά —κι αντιδρά, όταν δεν έχει διαβρωθεί— ενάντια στο εμπόδιο, ενάντια στο νεκρό παρελθόν που φράζει το δρόμο της. Αν δεν κάνει τίποτα, σημαίνει ότι της λείπει η ζωή, ότι είναι νεκρή. Κάθε υγιής νεολαία είναι «φύσει» επαναστατική. Με τις κεραίες της ευαισθησίας της νιώθει, αισθάνεται τις κακοδαιμονίες της ζωής• με την πάλη της ζυμώνεται με τα κοινωνικά προβλήματα και με το πάθος τής αμόλυντης ακόμη συνείδησης προσπαθεί να βρει τη λύση.
Οι νέοι, όταν δεν τους γερνάμε πρόωρα με την τε¬χνητή ωριμότητα που επιβάλλουμε από το δημοτικό, ζητούν δικαιοσύνη, ισότητα, δημοκρατία, αξιοπρέπεια. Δε θέλουν να γκρεμίσουν τις αξίες, τα πρότυπα, αλλά να επαναστυλώσουν αυτά που οι μεγάλοι έχουν ποδοπατήσει ή έχουν χρησιμοποιήσει ως μέσα παραπλάνησης. Δε ζητούν καταναλωτικά αγαθά ή περισσότερα αθλητικά θεάματα, που μας ξαναγυρίζουν στα ρωμαϊκά πρότυπα. Μιλούν για κάποια δικαιώματα που κατοχυρώνουν ένα ανεκτό επίπεδο ζωής και κυρίως την καταξίωση της προσωπικότητάς τους. Αρνιούνται με κάθε τρόπο την αλλοτρίωση τους, έστω κι αν κάποιοι «προσφερόμενοι» τρό¬ποι τους βάζουν από άλλη είσοδο σε κάποια άλλου είδους αλλοτρίωση. Όσο μπορούν απορρίπτουν το κακό, αλλά δεν είναι σίγουροι αν αυτό που κάνουν είναι καλό ή βγαίνει σε καλό. Αηδιάζουν με την τρέχουσα λογική, τη λογική του συμβιβασμού. Αιφνιδιάζονται από την πραγματικότητα, γιατί βλέπουν τον κόσμο με παρθένα μάτια. Δεν έχουν πείρα ακόμη. Ζητούν έναν κόσμο διαφορετικό από το δικό μας και απαιτούν να γίνουν αλλαγές «εδώ και τώρα». Ακόμη, τα νιάτα διαμαρτύρονται για την εφαρμογή της «κατασταλτικής ανοχής», όπως εύστοχα την ονομάζει ο Μαρκούζε, κι εννοεί μ’ αυτό τον όρο τις ψεύτικες μορφές της ευτυχίας και της ελευθερίας, που δίνονται στις προχωρημένες βιομηχανικές κοινωνίες.
Είναι στη φύση των νέων η ανταρσία, αρκεί το σύ¬στημα παιδείας να μη μουδιάζει τ’ αντανακλαστικά τους και να μη μαραίνει το συναίσθημα τους. Ζητούν το πρω¬τόγνωρο. Δεν αρκούνται στα δικά μας ιδεολογικά αποφόρια. Θέλουν ένα δικό τους πνευματικό ενδυματολο¬γικό εξοπλισμό. Και ξέρουν ότι αυτά θα τ’ αποκτήσουν με τη δική τους επανάσταση. Και συνειδητοποιούν, αν τους αφήσουμε να σώσουν τη συνείδηση τους, ότι η επα¬νάσταση πρέπει να γίνει πρώτα σ’ αυτήν τη συνείδηση κι έπειτα στα πράγματα. Γνωρίζουν, αν τους επιτρέπουμε να έχουν γνώση των απλών αληθειών, ότι πρέπει να νιώ¬σει κανείς κάτι πολύ βαθιά για να το κάνει πράξη. Ο συ-νειδητοποιημένος επαναστάτης, ο νεαρός αντιρρησίας, που ξέρει τι καινούργιο αποζητάει, μπορεί να κάνει πράξη την επανάσταση και να κατακτήσει το αύριο.
Για το συνειδητοποιημένο νέο τού σήμερα επανά¬σταση σημαίνει να περάσουμε από το επίπεδο της αφθο¬νίας στο επίπεδο της ποιότητας. Ποιότητας όχι προϊό¬ντων αλλά ανθρώπων. Η βελτίωση της ζωής δεν επιτυγ¬χάνεται με τις διαρκώς αναγγελλόμενες και πραγματο¬ποιούμενες βελτιώσεις των καταναλωτικών ειδών αλλά με την εγκαθίδρυση στη ζωή μας μη αναλώσιμων αξιών. Συνεπώς, για ένα νέο η επανάσταση δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από ποιοτική. Το αίτημα για μια τέτοια επανάσταση καθιστά επιτακτικό ο πόθος για μια δικαιό¬τερη και ανθρωπινότερη κοινωνία, όπου ο άνθρωπος θα υπάρχει για τον άλλο κι όχι για να εκμεταλλεύεται τον άλλο. Και οι νέοι, που είναι πολύ πιο ευαίσθητοι από τους ώριμους σε τέτοιες αξίες, όπως η ελευθερία, η δι¬καιοσύνη, η τιμιότητα και η αξιοκρατία, εξεγείρονται κι απαιτούν δομικές αλλαγές, ώστε ν’ αλλάξει το ηθικό, πο¬λιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της κοινωνίας.
Προσωπικά είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι πως η σύγ¬χρονη πολιτική, κοινωνική και ηθική πραγματικότητα της χώρας μας ευνοεί κάθε επαναστατική διεργασία από μέρους των νέων. Δημιουργήσαμε μια Ελλάδα που κα¬νείς πια δεν μπορεί να ονειρεύεται• μόνο ν’ αγοράζει (ή ν’ αγοράζεται). Βλέπουμε να θριαμβεύει η τεχνική και η τεχνική της παραπλάνησης. Χρησιμοποιούμε ευρύτατα τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, αλλ’ όχι τον εγκέφαλο μας. Παντού καινούργιοι μηχανικοί εξοπλισμοί, μα η γραφειοκρατία θριαμβεύει. Αντί όλα να εξυπηρετούν τον πολίτη, τελικά ο πολίτης υπηρετεί τα πάντα. Οι υπη¬ρεσίες κοινωνικής ωφελείας έχουν μεταβληθεί σε ανωφε¬λείς υπηρεσίες και σε άσυλα παρασίτων. Ευκολότερα επικοινωνούσαμε στην Κατοχή με τα χωνιά παρά σήμερα με το τηλέφωνο. Άγχος, διαρκώς επιταχυνόμενος ρυθ¬μός ζωής, ρύπανση του περιβάλλοντος, πυρκαϊές δασών, κανιβαλικές σχέσεις, αλόγιστες σκέψεις και η καταναλω¬τική δίψα είναι οι νέες πληγές της ζωής μας.
Η εποχή μας εύλογα χαρακτηρίζεται δυσαρμονική, εποχή αντιφάσεων. Η τραγική αβεβαιότητα έχει διαπο¬τίσει απ’ άκρη σ’ άκρη την κοινωνική ζωή. Δε σελαγί-ζουν πια στο στερέωμα ιδανικά που θα έδιναν νόημα στη ζωή και αντικείμενο στους αγώνες του ανθρώπου. Αφαι¬ρέθηκε από την αρμοδιότητα του μέσου ανθρώπου η δυ-νατότητα για πνευματική και ηθική αρτίωση. Η ζωή του μοιάζει με θέατρο παραλόγου, αίνιγμα που μας σκοτίζει και μας απελπίζει. Η ειλικρίνεια, η υψηλοφροσύνη, η συνέπεια, αυτό που κάποτε λέγαμε «έχεις το λόγο μου», συνεχώς διαστρεβλώνονται, κατατεμαχίζονται, προσ¬βάλλονται, απωθούνται από τη ζωή. Η γλώσσα από όρ¬γανο ελευθερίας του ανθρώπου και συγκεκριμενοποίη¬σης του λόγου της ύπαρξης του, έγινε όργανο συσκοτισμού, αλλοίωσης της αλήθειας, μέσο εξαπάτησης και πα-ραπλάνησης.
Στη χώρα μας πάντως φάνηκε να ξεπροβάλλει ένας άλλος ήλιος, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, όταν έπεσε στο βαθύ σκοτάδι της ανυποληψίας, ο άκοσμος και δύσοσμος κόσμος της δικτατορίας. Ο λαός μας απαι¬τούσε ριζική μεταβολή σ’ όλους τους τομείς. Κι οι πολι¬τικοί μας το υποσχέθηκαν και ως ένα βαθμό προχώρησαν σε πολλές θεσμικές αλλαγές. Εκείνο, όμως, που δεν άλ¬λαξε είναι η ποιότητα της πολιτικής, που εξακολουθεί να λειτουργεί σχαστικά και διασπαστικά, χωρίζοντας τους Έλληνες σε αντιμαχόμενες και αλληλομισούμενες φα¬τρίες. Στη Φυσική, η διάσπαση μιας φυσικής μάζας οφείλεται σ’ εξωτερικές δυνάμεις• στην ελληνική πολι¬τική η διάσπαση της κοινωνικής μάζας οφείλεται σ’ εσω¬τερικές δυνάμεις και πρωτίστως στην αδιαπαιδαγώγητη πολιτική συνείδηση του Έλληνα, που θεωρεί εχθρό αυ¬τόν που τολμά να επιλέγει και να ψηφίζει κάτι διαφορε¬τικό.
Οι αλλαγές που έγιναν αφορούσαν στο φλοιό- ο πυ¬ρήνας του πολιτικού προβλήματος μας έμεινε ανέγγιχτος. «Κάποτε οι μέρες κυλούσαν η μία μετά την άλλη• τώρα οι μέρες κυλούν η άλλη μετά τη μία». Η βαθιά μεταβολή που οραματίζονταν τα παιδιά τού «1-1-4» και του Πολυ¬τεχνείου δεν έγινε. Οι διακηρύξεις δεν έγιναν πράξη.
Και το χειρότερο είναι πως ο κόσμος της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, της ανώτερης κρατικής υπαλληλίας και της οικονομίας, για να δώσει εγγυήσεις εντιμότητας ή ατιμίας χρησιμοποιεί έγγραφα της δικτατορίας. Η δι¬κτατορία παραμένει η Λυδία λίθος, που κρίνει την αξία ή την απαξία της δημοκρατίας μας. Έτσι, η νέα γενιά, τα τρυφερά παιδιά των 16-18 ετών, βλέποντας τους κραυγα¬λέους και τόσο εύγλωττους τίτλους των εφημερίδων, σχη¬ματίζει την αντίληψη: «Όλοι κλέφτες είναι», «Όλοι ρουφιάνοι είναι».
Όμως, όλα αυτά είναι θλιβερά κι επιτρέπουν στον κονφορμισμό να εισχωρεί βαθιά στη ζωή μας και να επι¬βάλλει σαν πολιτική αρχή αυτό που ίσχυε στη δικτατο¬ρία: «Κοίτα το σπιτάκι σου». Αλλ’ όποιος κοιτάζει μόνο το σπιτάκι του κάποτε θα το χάσει. Ένας Γερμανός στι¬χουργός, τραγουδιστής και πραγματικός αγωνιστής, σε μια μπαλάντα του έλεγε: «Ήρθανε στη γειτονιά και πιάσαν τον Οβριό- μα εγώ δε μίλησα, δεν ήμουνα Οβριός. Ήρθανε στη φάμπρικα κι έπιασαν το συνδικαλιστή• μα εγώ δε μίλησα, δεν ήμουν συνδικαλιστής. Ήλθανε και πιάσανε τον κουμμουνιστή, μα εγώ δε μίλησα• δεν ήμουνα κουμμουνιστής. Ένα βράδυ ήλθανε πιάσανε κι εμένα- κανείς δε μίλησε. Όλοι ήταν σαν εμένα». Σήμερα, δεν έχουμε βέβαια πάνω από το κεφάλι μας τον τρόμο τού Γ’ Ράιχ. Όμως ένα άλλου είδους «ράιχ» έχει μπει βαθιά στην ψυχή μας: η φιλοπλουτία• όχι η φιλοκαλία. Αυτό μας φέρνει πίσω στην εποχή των βαρβάρων, οι οποίοι κατά τον Λουκιανό «ου φιλόκαλοι γάρ, αλλά φιλόπλουτοι εισιν οι βάρβαροι». Έτσι, ανεξάρτητα από πολιτική σφραγίδα, η γενική πολιτική δομή του σημερι¬νού Έλληνα τον συνδέει περισσότερο με τη βαρβαρότητα και λιγότερο με την ποιότητα. Είμαστε η πιο ακαλαί¬σθητη χώρα της Ευρώπης, είμαστε ένας λαός που παθιά¬ζεται να καταστρέφει την ομορφιά της φύσης, των μνη¬μείων, της ψυχής του.
Γι’ αυτό πιστεύω πως οι συνθήκες ωρίμασαν για ένα νέο ξεκίνημα της νέας γενιάς, αρκεί οι παλιότεροι να μην της βάλουμε καμιά ιδεολογική τρικλοποδιά. Οι έντονες φιλοπλουτικές τάσεις, ο υπέρμετρος ευδαιμονισμός, η κοινωνική αδικία, οι αντιφάσεις στην πολιτική ζωή, η πτώση του ηθικού μας αιματοκρίτη, η έλλειψη πνευματι¬κού βίου και οι αιώνιες προσωπικού χαρακτήρα διενέ¬ξεις δίνουν το έναυσμα για μια επαναστατική διαδικα¬σία, που θα ταρακουνήσει την ελληνική κοινωνία, θα την ξυπνήσει από τη νάρκωση στην οποία την έχει βυθίσει η διαφήμιση και η καταναλωτική προπαγάνδα. Οι νέοι χρεώνονται με τη μεγάλη ευθύνη να ξαναστήσουν τις αξίες στον τόπο μας, για να ζήσουν μια ζωή που ν’ αξίζει κανείς να τη ζήσει.
«Είμαστε χαλαστάδες, άκον κι είμαστε χτίστες εμείς ξεριζωτές και φυτευτές. Πόνος και πόθος και παλμοί και αγώνας μας το αύριο να πλάσουμε καλύτερο απ’ το χτες. Χτίστες εμείς, ξεριζωτές και φυτευτές……».
Οι στίχοι αυτοί, που θα μπορούσαν να γίνουν εμβα¬τήριο και της πιο «προχωρημένης» επαναστατικά νεο¬λαίας, ανήκουν σ’ έναν βαθύτατα θρησκευόμενο ποιητή, τον Βερίτη. Αν οι νέοι μπορούν να δουν στο φυσικό φως κι όχι μέσα από τα ηχορρυθμικά τρυκ την πραγματική ει¬κόνα της τωρινής Ελλάδας, τότε είναι σίγουρο πως θα αισθανθούν την ανάγκη να εξεγερθούν. Πρέπει ν’ αλλά¬ξουν ριζικά και βαθιά πολλά πράγματα από τη ζωή μας. Κι ο κλήρος πέφτει στη νεολαία γι’ αυτήν τη μεγάλη αλ¬λαγή, γι’ αυτήν τη μεγάλη εξέγερση, που θα περάσει πάνω από τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα και θα ορο¬θετήσει μια νέα πολιτική, που θα είναι μια πολιτική στροφής προς τον άνθρωπο για τη διάσωση της ανθρω¬πιάς του. Πλεόνασε πια στον τόπο μας η απανθρωπιά και η παλιανθρωπιά.
Η Ελλάδα, χωρίς να συγκαταλέγεται στις βιομηχανι¬κές χώρες (διαθέτει απλώς μια μεταποιητική βιομηχα¬νία), εν τούτοις εισπράττει τα προβλήματα των βιομηχανικών κρατών. Ο άνθρωπος αποπροσωποποιείται, αριθμοποιείται, παύει να υφίσταται σαν ανεξάρτητη οντότη¬τα. Ουσιαστικά, είναι σαν να μην υπάρχει. Τα δικαιώ¬ματα του καθημερινώς φαλκιδεύονται, η λύση των προ¬βλημάτων ποτέ δεν είναι ολική και οριστική. Πάντα εί¬ναι μερική και μεταθετή, ώστε αργότερα το πρόβλημα να εμφανισθεί οξύτερο και να μην αφήνει χρόνο και διά¬θεση στον άνθρωπο να σκεφθεί, να οραματιστεί και να αγωνιστεί για μια ανθρωπινότερη κοινωνία, όπου την πρώτη αξία θα έχει ο άνθρωπος. Πάντοτε οι λαοί αγω¬νίζονταν για τα πράγματα• ποτέ για τον εαυτό τους. Για τα πράγματα θυσίαζαν τον εαυτό τους. Είναι καιρός να θυσιάσουν μερικά πράγματα, για να σώσουν τον εαυτό τους από τη φθορά που υφίσταται μέσα σ’ έναν αδηφά¬γο, αναίσθητο κι ακαλαίσθητο καταναλωτικό κόσμο.
Οι νέοι είναι ανάγκη ν’ ανοίξουν το στόμα τους, όχι για να καταπιούν ό,τι τους προσφερθεί, αλλά για να υπερνικηθεί, επιτέλους, αυτή η ζημιογόνα σιωπή. Έ¬χουμε φτάσει στο όριο του ιλίγγου και χρειάζεται μια Κραυγή σαν εκείνη που «ζωγράφισε» ο Έντβαρντ Μουνκ*, για να μας συγκρατήσει. Οι νέοι άνθρωποι, βα¬θιά συνειδητοποιημένοι και ευαίσθητα πολιτικοποιημένοι, πρέπει να ομολογούν τις αρχές τους. Αυτή την ομο¬λογία δεν την πρόσφερε η γενιά που φεύγει. Ας την προσφέρει η γενιά που έρχεται.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», 28 Απρ. – 5
Μαΐου 1989 σσ. 24-25)

* Edvard Munch (1863-1944): Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης. Eπηρέασε με το έργο του το γερμ. εξπρεσσιονισμό. Ο ίδιος έχει επηρεαστεί από τον Βαν Γκογκ. Η «Κραυγή» είναι λιθογραφία του 1895.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.