Τα ψωμιά του Γέροντα – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Ζούσε κάποτε στην έρημο της Θηβαίδας ένας άγιος άνθρωπος. Αυτός ήτανε γιος άρχοντα, αλλά παράτησε το σπίτι του και τα καλά του, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο Θεό.
Στην έρημο που πήγε, η ζωή ήταν δύσκολη: τρομερή ζέστη την ημέρα, κρύο τσουχτερό τη νύχτα. Λιγοστό το νερό, σπάνιο το χορτάρι. Κι άγρια ζώα να τριγυρίζουν, τετράποδα κι ερπετά.
Ομως εκείνος δέν ολιγοψύχησε. Βρήκε μιά σπηλιά κι εκεί κατοίκησε, περνώντας τον καιρό με προσευχή και εργασία. Έπλεκε ψάθες. Πήγαινε ώρες δρόμο μέσα στη φλογισμένη ερημιά ώς το πιό κοντινό χωριό, να προμηθευτεί ψωμί, νερό και κανένα κλαδί χουρμαδιάς. Φορτωμένος γύριζε στη σκήτη του, έκοβε λωρίδες τα φύλλα της φοινικιάς κι έπλεκε τις ψάθες. Κι αφού ετοίμαζε αρκετές, κατέβαινε πάλι στο χωριό να πουλήσει το εργόχειρό του και ν’ αγοράσει ψωμί.
Οι χωρικοί τον συμπαθούσαν, επειδή ήταν πράος και συχνά τον φίλευαν χουρμάδες ή ελιές. Κάποτε του πρότειναν να μείνει κοντά τους.
– Γέροντα, ακούστηκε πως τριγυρίζουν ληστές στην έρημο, του είπαν. Μπορεί να σέ βρουν και να σου κάμουν κακό. Γιατί δέ μένεις εδώ;
– Μα άν ήταν να μείνω στον κόσμο, έμενα και στο χωριό μου, τους αποκρίθηκε χαμογελώντας και κίνησε πάλι για τήν σκήτη του.
Ωστόσο ένα δειλινό εμφανίστηκαν οι ληστές μπροστά στη σπηλιά του, τέσσερις αρματωμένοι, όμοιοι με άγρια θεριά. Δέν τον πείραξαν, του πήραν όμως τα ψωμιά, που μόλις είχε φέρει από το χωριό κι έφυγαν. Εκείνος δέν απελπίστηκε. Παρακάλεσε το Θεό να του δίνει δύναμη και δούλεψε κάμποσες μέρες νηστικός, πίνοντας μόνο νερό. Σάν έπλεξε κάμποσες ψάθες, κατέβηκε στο χωριό, τις πούλησε, αγόρασε ψωμιά και γύρισε στη σκήτη του. το άλλο βράδυ νά τους πάλι οι ληστές. Πήραν τα ψωμιά κι έγιναν άφαντοι. το κακό συνεχίστηκε για καιρό κι ο γέροντας αποφάσισε να δώσει τέλος στην κατάσταση με τη βοήθεια του Θεου.
Ενα μεσημέρι, αψηφώντας τη ζέστη, βγήκε από τη σπηλιά και περπάτησε για ώρες στην καυτή ερημιά, ψιθυρίζοντας προσευχές. Μιά στιγμή μόνο στάθηκε, αυτοσυγκεντρώθηκε, αφουγκράστηκε. Κάτι σύρθηκε στα δεξιά του, κάτι στα αριστερά του. Δυό φίδια μεγάλα, κίτρινα με μαύρες βούλες τον πλησίασαν, σήκωσαν τα απαίσια κεφάλια τους, έτοιμα να επιτεθούν.
Ακολουθείστε με, πρόσταξε ο ασκητής και χωρίς να κοιτάξει πίσω του, κίνησε για τη σπη¬λιά.
Τα ερπετά σύρθηκαν πίσω του πειθήνια και μόλις φτάσανε μπροστά στην είσοδο της σκήτης, ο γέροντας τα διάταξε να μείνουν εκεί και να φρουρούν. Εκείνος τράβηξε για το χωριό.
Οι χωριάτες, που είχαν μάθει την περιπέτειά του, τον φίλεψαν πρόθυμα ψωμί, ελιές και χουρμάδες.
– Μα πού θα πάει αυτό το κακό, γέροντα, του είπαν. Αυτοί δέ θα σ’ αφήσουν ήσυχο.
– Ω! Μήν ανησυχείτε, ο Θεός είναι μεγάλος.
Θαύμαζαν οι άνθρωποι την πίστη του και συνάμα ανησυχούσαν. Εκείνος άφησε το χωριό και κίνησε για τη σπηλιά του φορτωμένος τις προμήθειές του. Καθώς πλησίαζε, τάχυνε το βήμα κι ας ήταν κατάκοπος. Κι όταν έφθασε λίγα βήματα από τη σκήτη, αντίκρυσε θέαμα παράδοξο: οι ληστές ήταν πεσμένοι χάμω, άλλος μπρούμυτα, άλλος ανάσκελα, σε στάσεις κωμικές. Πάσχιζαν να σηκωθούν και δέν τα κατάφερναν.
– Βοήθησέ με να σηκωθώ, άχρηστε, ούρλιαζε ο αρχηγός στο διπλανό του.
– Και σάμπως μπορώ εγώ να κουνηθώ; Τί φονάζεις λοιπόν;
– Ούτε κι εγώ, νιώθω σάν παράλυτος, έλεγε ο τρίτος.
– Κι εγώ δέν έχω καθόλου δύναμη, παραπονιόταν ο τέταρτος. Κι είναι κι αυτά τα σιχαμερά ερπετά!
Κοίταξε με φόβο και απέχθεια τα φίδια. τα ορθωμένα κεφάλια τους, τα ανοιχτά στόματα, απ’ όπου πρόβαλλαν οι διχαλωτές γλώσσες, πάγωναν το αίμα.
– Μάγια μας έκαμε ο καλόγερος, κλαψούρισε αξιοθρήνητα ο αρχηγός.
– Λές; ρώτησε δύσπιστα ένας από τους άλλους.
– Ε, και τί άλλο μπορεί να είναι όλα τούτα;
Ο γέροντας τους άκουγε και κρυφογελούσε. Δέν τον είχαν πάρει είδηση.
Αφησε κάτω το φορτίο του και στάθηκε από πάνω τους.
-Σηκωθείτε! πρόσταξε αυστηρά.
Σάν από θαύμα ένας ένας άρχισαν να σαλεύουν, διστακτικά στην αρχή, κανονικά κατόπιν, Σηκώθηκαν και στάθηκαν μπροστά στον ασκητή.
– Δέν ντρέπεστε; συνέχισε εκείνος. Τί σας έφταιξα και μου παίρνετε το ψωμί μου; Τί σας έφταιξαν οι άνθρωποι που ληστέψατε και σκοτώσατε; Είναι ανθρώπινη ζωή αυτή που κάνετε; Δέ φοβάστε το Θεό; Είστε χειρότεροι κι από τα άγρια θηρία. αυτά τόσα χρόνια δέ με πείραξαν ποτέ, ενώ εσείς…
Κούνησε το δάχτυλο του σάν δάσκαλος.
– Πηγαίνετε και σκεφτείτε καλά, γιατί υπάρχει και μέλλουσα ζωή.
Μουδιασμένοι, ντροπιασμένοι, ανήσυχοι, μάζεψαν τα μαχαίρια και τα ρόπαλά τους κι απομακρύνθηκαν. τα φίδια έκαμαν να συρθούν ξοπίσω τους.
– Οχι! διάταξε ο γέροντας, κι εκείνα κουλουριάστηκαν κι αποκοιμήθηκαν.
Πέρασε καιρός κι οι ληστές δέν ξαναφάνηκαν. Μόνο μιά μέρα έφτασε στη σκήτη ένας άνθρωπος, που τραβούσε πίσω του ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με δυό κοφίνια. Κοίταξε ολόγυρα, σά νάθελε να βεβαιωθεί πως ειχε ερθει στο σωστό μέρος και τέλος φώναξε: «Γέροντα, μέσα είσαι;»
– Κόπιασε, σε περίμενα, ακούστηκε από μέσα η απόκριση.
Ο άνθρωπος πλησίασε δειλά δειλά. Γονάτισε και φίλησε το χέρι του ασκητή.
– Πώς και με περίμενες; ρώτησε.
– Προσευχήθηκα πολύ για σένα και για τους άλλους. η προσευχή δέν πάει χαμένη.
– Θέλω να σου μιλήσω, ειπε πάλι ο άνθρωπος.
Ο γέροντας ειπε «ναι». Γονάτισε ο άνθρωπος και μιλούσε, μιλούσε, πότε στενάζοντας, πότε κομπιάζοντας. «Αδειασε το φορτίο της ψυχής του κι ο ασκητής άκουγε κι η όψη του μαρτυρούσε συμπόνοια και κατανόηση. Σάν εσταμάτησε ο άνθρωπος, ο γέροντας έκαμε πάνω στο κεφάλι του το σημείο του σταυρού.
– Ο Χριστός συχώρεσε το ληστή, ειπε γλυκά, ποιός είμαι εγώ που θα σου αρνηθώ την άφεση;
Το πρόσωπο του ανθρώπου έλαμψε. Σηκώθηκε, βγήκε και ξεφόρτωσε το γαϊδουράκι. Έφερε τα κοφίνια μέσα στη σκήτη.
– «Οσα σου πήραμε τότε, εϊπε ντροπαλά κι άρχισε να βγάζει από τα κοφίνια φρέσκα καλοζυμωμένα καρβέλια.
Ο γέροντας γέλασε καλόκαρδα κι ευλόγησε τα ψωμιά.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 15 – 22.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.