Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Β. – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α.

Κατά αθέων, και ότι είναι Θεός (ότι υπάρχει δηλαδή Θεός).

Κληρικός: Επειδή, πάτερ, είναι διάφοροι, όπως είπα, δόξαι περί Θεού εις πολλούς από τους εθνικούς, και άλλοι μεν έχουν της πολυθεΐας την πλάνην, άλλοι δε δοξάζουν μεν έναν Θεόν, όχι όμως Τρισυπόστατον, μήτε ομολογούσι τον Λόγον του Θεού και το Πνεύμα το Άγιον. Άλλοι δε ασεβέστατα είπον ότι δεν είναι παντάπασι Θεός. Με ποίον τρόπον λοιπόν πρέπει να εφέλκωμεν τους τοιούτους προς την αληθινήν πίστην;

Αρχιερεύς: Πρώτον μεν με παρακλήσεις προς τον Θεόν δια να τους φωτίση, έπειτα δε με την ταπείνωσιν και με έργα της πνευματικής αγάπης, με βίον άμεμπτον και ενάρετον, σύμφωνον και μαρτυρούντα την Πίστιν, καθώς οι Απόστολοι εδίδαξαν. Επειδή τούτο το έργον είναι αποστολικόν. Και με λόγους αφιλονείκους και τέλος πάντων από τας Θείας Γραφάς. Διότι να φιλονικεί τις και να διαμάχηται είναι ξένον και αλλότριον της Εκκλησίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β.

Ότι είναι Θεός. Απόδειξις πρώτη από τας Αγίας Γραφάς.

Κληρικός: Πόθεν ημπορούμεν να καταπείσωμεν τον άθεον ότι υπάρχει Θεός;

Αρχιερεύς: Πρώτον μεν, ως είπομεν, από τας Αγίας Γραφάς, αι οποίαι ομολογούσι δια παντός τον Θεόν, μάλλον δε έχουν Αιτίαν και Ύλην καθ’ αυτό αυτόν τον Θεόν, και τον κηρύττουν Ποιητήν των όλων, και ότι είναι Αϊδιος μαζί με τον Λόγον και με το Πνεύμα του. Λέγει γαρ ο Μωυσής «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον Ουρανόν και την Γην», και «Και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως» και τα λοιπά ομοίως. Και «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ», σημαίνων με αυτά την Τριάδα. Και πάλιν, όταν περί της Πλάσεως του ανθρώπου ομιλή λέγων «Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Και παντού εις όλα διδάσκει ο Μωυσής ότι είναι Θεός, και ότι έχει και Λόγον ο Θεός, και Άγιον Πνεύμα, και ότι όλα τα έκαμε δια του Λόγου, και δια του Πνεύματος αυτού τα ετελείωσε και τα ηγίασεν.
Είτα και όλοι οι Προφήται με τον Δαβίδ τούτο εδίδαξαν. Αυτός ο Δαβίδ, και άφρονα ονομάζει εκείνον όστις δεν ομολογεί Θεόν, λέγων: «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού ουκ έστι Θεός». Τούτο δηλαδή υπερβαίνει βέβαια πάσαν βλασφημίαν και ασέβειαν. Επειδή και αυτός ο διάβολος ομολογεί ότι είναι Θεός, αν και ενίοτε ο αντίθεος και ασεβής, κλέπτων την θείαν τιμήν αντεισάγει τον εαυτόν του δια Θεόν. Όθεν επλάνησε και τους αθέους Έλληνες, οι οποίοι απατήθηκαν από τα στοιχεία και τους δαίμονας, και ονόμασαν θεούς τα κτίσματα. Λοιπόν παντάπασιν άλογος, αφρονέστατος, και από τους δαίμονας χειρότερος είναι εκείνος ο οποίος λέγει ότι δεν είναι Θεός. Και πρώτον μεν από τούτο θέλει ελεγχή ο τοιούτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.

Ότι είναι Θεός. Απόδειξις Δευτέρα από αυτού του ανθρώπου, όστις νοεί και λέγει και ζητεί περί Θεού.

Έπειτα, και από αυτόν τον ανθρώπινον νουν, ο οποίος ζητεί και ερευνά περί Θεού. Διότι το να θεωρεί ο νους και να ζητεί περί Θεού, αυτό διδάσκει ότι είναι ο Θεός αίτιος τούτου του νοός, και ότι αυτός είναι ο Άναρχος Νους. Και ο ανθρώπινος νους, ερευνών με λόγον περί Θεού, μας διδάσκει ότι αυτός ο Άναρχος Νους, ο Θεός, έχει εν εαυτώ και λόγον. Και με το να είναι ζων ο νους, διότι διανοείται, και λαλεί περί Θεού, μαρτυρεί ότι και ζωή είναι εις τον Θεόν, τουτ’ έστι το Πνεύμα το Άγιον. Παριστά δε έτι αυτός ο νους μας, ότι έτι είναι και δημιουργός ο Θεός. Καθ’ ότι έκαστον πλάσμα ζητεί το αίτιόν του. Και αυτός ο νους είναι και νοερός και διαπεραστικός και ταχύς, προνοητικός τε και θεωρητικός των όντων, μαρτυρεί πάλιν και με τούτο ο αυτός τον θείον νουν, και όσον δυνατόν, τον εξεικονίζει. Διότι αν ο άνθρωπος φέρη τόσα προτερήματα εις τον νουν τον εδικόν του, έπειτα αναγκαίως να είναι και Μέγας και Άναρχος και Παντοτεινός νους εκείνος προς τον οποίον ανάγονται όλοι οι νόες, και ζητούσι, και αυτός μόνος είναι παντός νοερού η κατάπαυσις και ανάπαυσις. Αυτός ο Άναρχος Νους έχει τον λόγον ζώντα, προς τον οποίον αναφέρεται έκαστος λόγος, διότι μήτε είναι ποτέ νους χωρίς λόγον. Ώστε ο Άναρχος Νους, ο Θεός και Πατήρ έχει και Λόγον, δια τον οποίον Λόγον μόνον και τα νοερά όλα είναι λογικά, και οι Άγγελοι και αι Ψυχαί και όλα πεπληρωμένα από Σοφίαν και Γνώσιν. Και αυτός ο θείος νους είναι και μόνος και πρώτος και ζων και παντοτινός και ζωήν έχει εν εαυτώ, και εξ αυτού προερχομένην. Το Πνεύμα το Άγιον, δια του οποίου και όλα τα νοερά εκ ζωής ζώσι νοερώς και πνεύματα είναι εκ του πνεύματος, και μετέχουσι και από αγιασμόν εκ του Αγίου, και από δύναμιν και κίνησιν από τον Παντοδύναμον τον χορηγούντα εις όλους δύναμιν. Όθεν και αυτός ο ίδιος όστις αθετεί τον Θεόν, και νοεί και ζη και λόγον έχει εις τον εαυτόν του, επειδή και κατ’ εικόνα Θεού γέγραπται ότι επλάσθη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ.

Ότι είναι Θεός. Απόδειξις τρίτη από αυτής της Κτίσεως, απ’ αυτής της παραγωγής των όντων, από της Ευταξίας και Διοικήσεως αυτής της Κτίσεως.

Και αυτή η Κτίσις μαρτυρεί τον Δημιουργόν, και από τα φαινόμενα ημπορεί τις να κατίδη τον Αόρατον, καθώς λέγει και ο Παύλος: «Τα μεν αόρατα Αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ήτε Αΐδιος αυτού δύναμις και Θεότης». Διότι ποίος έβαλεν εις τα άνω τον Ουρανόν; Ποίος εις το μέσον την Γην; Ποίος άρα απαύστως κινεί εκείνον τον Ουρανόν, και πόσον ευτάκτως; Ποίος έδωκεν εις αυτήν την Γην να βλαστάνη κατά καιρούς τα αρμόδια; Πόθεν εις τον ήλιον αυτή η λάμψις και δύναμις; Από ποίον συνέχεται και φέρεται κυκλοφορικώς, και πάλιν την εναντίαν οδεύει οδόν; Πόθεν εις την Σελήνην αυταί αι συχναί μεταβολαί του φέγγους και της κινήσεως; Πόθεν των άλλων Αστέρων αι ποικίλαι και διάφοροι οδοί; Ή τάχα κατά τύχην θέλεις είπει ότι εδόθη εις το πυρ μεν να τρέχη προς τα άνω, να φωτίζη και να φλέγη; Εις το ύδωρ δε να φέρηται προς τα κάτω και να εκχύνεται ευκινήτως; Εις τον αέρα να κινήται πανταχόθεν και να ενεργή αναπνοάς, και εις τα άλλα στοιχεία να είναι εναντία και σύμφωνα εις τον ίδιον καιρόν προς άλληλα, και με αυτόν τον τρόπον να συσταίνουν τον φαινόμενον Κόσμον;
Αλλά τι; Ματαίως άραγε είναι τα τόσα γένη των ζώων και αι φύσεις αυτών; Ή αφ’ εαυτών έγιναν, και χωρίς τινά ποιητήν; Και πώς λοιπόν δεν γεννώνται και άλλαι φύσεις κατά καιρόν αυτομάτως, αλλά σώζονται τα αυτά πάντα και εις τα ζώα και εις τα φυτά και από αυτά γίνονται πάλιν άλλα όμοια; Αν λοιπόν είναι κατά διαδοχήν, πόθεν τα πρώτα και εξ αρχής; Άραγε δεν είναι από κανένα; Αλλά τούτο είναι ασεβές και να το είπει τις. Ώστε αίτιος όλων είναι ο Θεός, ο Κτίστης και των πρώτων εκείνων, ποιήσας αυτόν εκ του μη όντος, και των εφεξής, όσα έγιναν εξ αυτών, δίδων εις αυτά δύναμιν να μένωσι τα αυτά, και να γεννώσι και να γεννώνται, και να βλαστάνωσι και να βλαστάνωνται, και να οικονομώνται καλώς όλα να συνέχωνται και να συντηρώνται. Αυτός δίδει και εις τους νοερούς το νοείν, και εις τους ζώντας την ζωήν, και εις τους σοφιζομένους την σοφίαν, εις τους ποθούντας την έφεσιν, η οποία είναι και ενεσπαρμένη σχεδόν εις όλα τα κτίσματα. Άρα και η ανθρώπινος φύσις αυτόματον έχει το είναι, και άνευ λόγου είναι τόσον ταπεινή και υψηλή, χοϊκή και ασώματος, προνοητική και σοφή, θνητή και αθάνατος; Άρα από αυτήν πρέπει να νομίσωμεν ότι γίνονται όλα αυτά εις όλα; Και αυτή η διακόσμησις και η ευταξία του παντός δεν διωρίσθη άραγε από ένα Ον υψηλότερον και υπερτέλειον; Και τέλος δεν διοικείται από κανένα αυτό το παν; Και ποίος άνθρωπος νουνεχής θέλει είναι τόσον άθλιος και ασύνετος ώστε να εννοήση ότι αυτά είναι και διοικούνται χωρίς Θεόν.
Πόθεν πάλιν οι καιροί; Πόθεν οι καρποί; Πόθεν αι προνοητικαί περί την σύστασιν του παντός ευταξίαι και κινήσεις; Δεν φανερώνουσιν αυτά, δεν μαρτυρούσι, δεν κυρήττουσιν όλα την δύναμιν και την πρόνοιαν του Πλάστου; Από αυτά και τα όμοια και ο Αβραάμ εγνώρισε τον Δημιουργόν των όλων, και οι Άγιοι όλοι έλαβον την θείαν γνώσιν. Από αυτά και τα όμοια μοι φαίνεται ότι κάθε ασύνετος και αρνητής του Θεού θέλει γνωρίση τον Ποιητήν και θέλει ομολογήσει τον κοινόν Δεσπότην.

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.

Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.

Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.