Αλέξανδρος Σούτσος – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Σπούδαζε κοντά στον Κοραή, στο Παρίσι, όταν άρχισε η Επανάσταση. Γεμάτος φλόγα για τη λευτεριά, παράτησε τις σπουδές του, κατέβηκε στην Ιταλία, όπου αρρώστησε. Κι έφτασε αργοπορημένος στην Ελλάδα το 1825. Αμέσως άρπαξε τα άρματα και πολέμησε στους Μύλους τ’ Αναπλιού και αργότερα κοντά στον Καραϊσκάκη, στο στρατόπεδο του Πειραιά, όπου ήταν γραμματικός του.

Όταν σκοτώθηκε ο αρχηγός του Καραϊσκάκης, πλημμυρισμένος από θλίψη ξαναφεύγει στο Παρίσι και ξαναγυρίζει στην Ελλάδα το 1830. Έρχεται στο μεταξύ ο Όθωνας. Τον διώχνει εκείνος απ’ την Ελλάδα, γιατί χτυπάει με τα άρθρα του στις εφημερίδες και την κωμωδία του «ο άσωτος», την καμαρίλα του παλατιού.

Ξαναγυρίζει το 1839. Η αστυνομία τον παρακολουθεί. Πιάνει ένα χειρόγρα¬φο του έργου του «Περιπλανώμενος» στο οποίο σατίριζε τους Βαυαρούς και τον διώχνουν πάλι απ’ την Ελλάδα. Του έχουν πιάσει και τα χειρόγραφα από ένα άλλο έργο του με τίτλο «Μενιππεία» με το όνομα του αρχαίου κυνικού φιλόσοφου Μένιππου.
Έγραφε σ’ αυτό και τούτους τους στίχους:
«Εις τας εννέα τακτικώς της θερινής πρωίας συνεδριάζουν οι επτά Σοφοί της Παυαρίας, χρισθέντες Ανακτόβουλοι εκ Πνεύματος Αγίου και φέροντες εις μέτωπον τον δάκτυλον Κυρίου.
Της Καμαρίλλας την αυγήν πολιορκούν τας θύρας μ’ ενδεικτικά χαρτόσημα εις τας πτωχάς των χείρας
οι πάλαι ποτέ πρόμαχοι Κλεισόβης κάι Διστόμου, πλην τώρα περιτρίμματα και σκύβαλα του δρόμου.
Αντί Σταυρών έχουν ουλάς τραυμάτων εις τα στήθη-πενίας ρύπος στας χρυσός στολάς των επεχύθη.
Αλλ’ ούτε τα ονόματα, ούτε την γλώσσαν τούτων, γνωρίζουν οι μοιράζοντες τον εθνικόν μας πλούτον.
Τα όμματα μου έστρεψα… ω αίσχος και ω λύπη! κονιορτόν εσκόρπιζαν των Παυαρών οι ίπποι.
Ω Σμάλτς! δεν τρέφω κατά σου αντιζηλίας μίσος και συ εμέ, ως Παυαρός, ουδέ γνωρίζεις ίσως,
διότι σεις οι Παυαροίπρος όλους ημάς ξένοι, στην γήρας ζήτε χρόνους εξ ως στρατοπεδευμένοι.
Γνωρίζω ένα Σύμβολον, περιπατεί ο γέρων την στρογγυλήν κοιλίαν του ως κολυμβήθραν φέρων.
«Τι νέα;» τον ηρώτησα προχθές. «Τί θέλεις νέα, με είπεν, αφού έχομεν Θεόν και βασιλέα;
Χαρά Θεού είν’ όλα μας, είν’ όλα μέλι γάλα».
Ο φόρος ο κοινοτικός, οι φόροι των δεκάτων, ο χαρτόσημου, της βοσκής, των επιτηδευμάτων,
μεταβατικός στρατός, η νεοσυλλεξία και τα λοιπά επτώχυναν και πόλεις και χωρία.
Ο χωρικός της Ήλιδος, τ’ αροτρικά του ζεύγη πωλήσας, εις την Ζάκυνθον και την Λευκάδα φεύγει.
Εισαγγελείς, οι τρέχοντες με Τάγματα και Λόχους, μη τους ληστάς διώκετε, μη τους λησταποδόχους!
Διώξατε Εισπράκτορας, Ταμίας και Τελώνας, Δημάρχους και Διοικητάς και άλλους Αρπαγόνας.
Με χείρας πρέπει σήμερον αργάς και σταυρωμένας να βλέπωμεν των αδελφών τας τύχας τελουμένας!
Θρηνώδης νέκρωσις λαού, χτες έθνους ημιθέων! Οι Παυαροίμας ήλλαξανεις έθνος αγελαίον.»
Και τη «Μενιππεία» την ακολούθαγε ένα πεζό σατιρικό κείμενο που τ’ ονομά-ζει «Αγγελία». Έγραφε:
«Νέοι των Λυκείων! νέοι του Πανεπιστημίου! θέλετε μετ’ ολίγον έχετε και σεις τας ωραίας ημέρας σας, τας μάχας σας, τους πρωταγωνιστάς σας, τας νίκας σας- θέλετε αποτελειώσει το μέγα έργον των πατέρων σας. Εκείνοι έδωκαν εις την πατρίδα την εξωτερικήν ανεξαρτησίαν της- σεις θέλετε εις αυτήν δώσει την εσωτερικήν ελευθερίαν της, την κοινοβουλευτικήνΚυβέρνησιν, απαράγραπτον δικαίωμα του Έθνους (…) Εγεννήθητε εις τον θερμόν ήλιον της επαναστάσεως».
«Αληθής κωμωδία το ενεστός πολιτικόν μας σύστημα, πλην κωμωδία ενούσα, ως αι Γερμανικοί, το κλαυθμηρόν μετά του γελοίου! Δημοκρατία προς τα κάτω και απόλυτος Μοναρχία προς τα επάνω (…) Ανεύθυνον Υπουργείον, δικασταί κατ’ αρέσκειαν της Κυβερνήσεως αποβαλλόμενοι, Συμβούλιον Επικρατείας στερούμενον της νομοθετικής δυνάμεως, του δικαιώματος της προτάσεως και της εις τας συζητήσεις δημοσιότητος, Ανακτοβούλιον συγκείμενον από Παυαρούς, οίτινες ουδέ ώμοσαντον όρκοντου πολίτου Έλληνος.
«Εις Σύμβουλος της Επικρατείας παριστάνεται κτυπώντην γαστέρα του ως τυμπανιστής το τύμπανον και λέγων: «Δόξα τω δείξαντι το φως! Ο Πειραιεύς σήμερον μας έστειλε συναγρίδας και αστακούς».
«Το έθνος εβράγχησε ζητούν Σύνταγμα, αλλ’ ούκ ην φωνή και ούκ ακρόασις μας το περνούν καθώς εις πολλούς Γερμανικούς λαούς, οίτινες από το 1815 περιμένουν ολονέν το σύνταγμα.
«Αποφράς ημέρα, καθ’ ήν οι Παυαροί συνέρρευσαν εις την ταλαίπωρον Ελλάδα! Απερρόφησαν τονχυμόν της αναβλαστήσεώς της- δεν έφερον! τέχνας- δεν έφερον επιστήμας- δεν ωργάνισαν τακτικόν στρατόν δεν ωργάνισαν τακτικόν ναυτικόν δεν συνέστησαν δανειστικήν βιβλιοθήκην δεν διένειμον την εθνικήν γην (…) Θύρσιε! Θύρσιε! μας ηπάτησες… Εκ σου εκρίναμεν και περί αυτών. Κρουνούς πικρών δακρύων χύνομεν σήμερον… Θύρσιε! Θύρσιε! μας ηπάτησες».

Στις 17 Αυγούστου του 1839 τον πιάνει η αστυνομία και παρά τις διαμαρτυρίες του τον ρίχνουν στη φυλακή του Μεντρεσέ. Ο αδερφός του, Παναγιώτης, παρόλο που ήταν με τους παλατιανούς τότε, πληρώνει εξ χιλιάδες δραχμές, κάπου διακόσιες χρυσές λίρες εκείνου του καιρού και τον βγάζουν με εγγύηση.
Στέκεται κι αυτός τότε στον Πειραιά όπου έμεινε και γράφει την σπουδαία απολογία του από την οποία αποσπούμε μερικά αποσπάσματα:

«Κύριε Καθηγητά της Νομικής Ράλλη! όπου η Μοναρχία συνταγματική, εκεί ο νόμος βασιλεύει- όπου ασύντακτος η Μοναρχία, εκεί ο άνθρωπος εξουσιάζει. Εις το πρώτον είδος της Κυβερνήσεως, το Κράτος ονομάζεται πατρίς, ο λαός έθνος και οι άνθρωποι πολίται- εις το δεύτερον, το Κράτος ονομάζεται τόπος, ο λαός πλήθος και οι άνθρωποι υπήκοοι. Υπήκοος δε εις την πάλαιαν Ελληνικήν γλώσσαν εκφράζεται δια της λέξεως δούλος (…) Δούλους λοιπόν, ήτοι υπηκόους, ωνόμασα και εγώ τον Κουντουριώτην, τον Ζαΐμην, τον Λόντον, τον Ρούφον, τους αδελφούς Γοίβα, τον Μαυροκορδάτον, τον Κωλέτην, τους χθες ένδοξους πολίτας, και προς αυτούς αποτεινόμενος είπα:
«Σας επαναβλέπω τώρα γέροντας, απηυδημένόυς,
υπό το αισχρόν φορτίον της δουλείας κυρτωμένους».
«Δεν δύνασθε, ουδέ δικάσαντές με, να με καταδικάσετε, διότι ο Νόμος, τον οποίον θέλετε κατ’ εμού επικαλεσθή, λέγει φυλακισμόν, σεις δε αληθώς θέλετε κατ’ εμού διατάξει όχι πλέον φυλακισμόν, όχι πλέον περιορισμόν, αλλά παράλυσιν των ποδών μου, αλλ’ αποξήρανσιν των χειρών μου, αλλά εξόρυξιν των οφθαλμών μου, αλλά τον θάνατον μου… Ιδέτε τον Σοφιανόπουλον. Εις τί τον καταδίκαζεν ο Νόμος; εις κάθειρξιν εξ μηνών. Διατίσεις, Δικασταί, παρελύσατε τον πόδα του, αποξηράνατε την χείρα του, εξωρύξατε τον οφθαλμόν του; -Ημείς εξωρύξαμεν τον οφθαλμόν του; Ημείς αποξηράναμεν την χείρα του; Ημείς παρελύσαμεν τον πόδα του; -Σεις, Δικασταί, σεις, οίτινες καθήμενοι επί των εδρών σας δι’ ευτελή μισθόν διακοσίων, τριακοσίων, εξακοσίων δραχμών, αν και γνωρίζετε ότι όλαι ημών αι φυλακαί υπάρχουσι καταστήματα βασάνων και νεκροταφεία, ανέχεσθε να δικάζετε ποινικός αγωγός και να εκτελήτε ούτως έργα βασανιστών και νεκροθαπτών… Ιδέτε τον υπεύθυνον συντάκτην της Αθηνάς. Διαβαίνει έμπροσθεν σας επί νεκροκρεββάτου, εν μέσω λαμπάδων και ψαλμών επικήδειων. Εις τι τον κατεδίκαζεν ο Νόμος; Εις κάθειρξιν τριών μηνών. Διατίσεις, Δικασταί, τον εφονεύσατε; -Ημείς τον εφονεύσαμεν; -Σεις τον εφονεύσατε, σεις Δικασταί… Αφήσατε, αφήσατε όλοι τας έδρας σας και καταβήτε τας βαθμίδας του Βήματος. Πρωτοδί¬και! Εφέται! Αρειοπαγίται! Δεν έχετε δικαίωμα να μας κρίνετε, εν όσ^ δεν έχετε φύλακας, όπου να δυνάμεθα οι κατάδικοι να ζήσωμεν».
«Ακούσατε και σεις, άνθρωποι της Εξουσίας! Εις τα ευνοούμενα και μεγάλα έθνη, οι φιλελεύθεροι συγγραφείς, εκτός της δόξης, απολαύουσιν έτι πλουτον, ευζωϊαν και πολλάς υλικάς ωφελείας. Εις την Ελλάδα, οι της ελευθερίας υπερασπισταί, δεν περιμένουσιν, ειμή πενίαν, φυλάκισιν, θάνατον. Αλλά σταθήτε! μη χύνετε το αίμα των αοιδών της Ελευθερίας!… Ο αοιδός Ρήγας, καθ’ ην στιγμήν ο σίδηρος του δημίου υψούτο επί του τραχήλου του, στραφείς προς τους πέριξ θρηνούντας Έλληνας, εφώνησεν: «Εκ του αίματος μου θέλει αναβλαστήσει μίαν ημέραν η Ελευθερία». Μετά είκοσιν έτη ανεβλάστησεν αυτή. Άνθρωποι της Εξουσίας! εκ του αίματος των ποιητών, των συγγραφέων, οίτινες κηρύττουσι τα δίκαια των εθνών εξέρχεται, βραδέως ίσως, αλλ’ εξέρχεται η Ελευθερία, και τότε οι μεν καταδιώκται των καλύπτονται από αισχύνην, τα δε θύματα των αναζώσιν εις τον ναόν της Μνημοσύνης».

Και την απολογίαν του την τέλειωνε με τούτους εδώ τους στίχους:
«Τόσον δάκρυ, τόσον αίμα, νίκαι τόσαι, μόχθοι τόσοι, το παν έμελλεν εις μίαν άλυσον να τελείωση!…
Ουρανοί σαπφειρωμένοι, Χαίρετε!… μας φυλακίζουν τους αγωνιστάς οι Ξένοι».

Η δίκη έγινε στο πλημμελειοδικείο της Αθήνας στις 13 του Φλεβάρη 1840. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Ι. Μαυροκορδάτος. Τον αθώωσε. Έπειτα από λίγες μέρες, όμως, απολύθηκε ως ανάξιος δικαστής.
Ο Σούτσος δε λυγίζει και το 1848 κυκλοφορεί σε φυλλάδια το ποίημα του «Ελληνεγερσία». Στον πρόλογο του γράφει:

«Και συ, ω μονάρχα της Ελλάδος! άκουσον σήμερον την ελευθέραν φωνήν μου… Ως τα υπό πνευματικήν αντλίαν αποπνιγόμενα πτηνά, οι Έλληνες θανατιώμεν και σήμερον υπό στενόν σύστημα προσωπικής κυβερνήσεως ενεργούμενης εν μέσω κύκλου μικρών ιδεών, μικρών αν¬θρώπων και μικρού Κράτους. Η απαύδησις, βασιλεύ, εισέδυσεν εις όλας τας καρδίας-ενδόμυχος νόσου φλεγμονή κατηνάλωσε πολλούς ημών οι πλείστοι και την γενέτειραν ημών γην εμισήσαμεν βαρυαλγείς περιφερόμεθα ζητούντες πατρίδα, ζητούντες ελευθερίαν, ζητούντες δόξαν εθνικήν, και ουδέν τούτων ευρίσκοντες. Αι φυλακαί; τας προτιμώμεν τοιούτων πόλεων. Ο θάνατος; τον προκρίνομεν τοιαύτης ζωής».

Ξανά τον πιάνουν και τον φυλακίζουν στη φυλακή του Γκαρμπολά και η δίκη του «επί εξυβρίσει και χλεβασμώ του ιερού προσώπου του ηγεμόνος και της κυβερνήσεως του» γίνεται στις 16 Φλεβάρη του 1859. Η Αθήνα τη μέρα εκείνη στρατοκρατείται. Το πεζικό, η έφιππη χωροφυλακή και η αστυνομία έχουν πιάσει όλους τους δρόμους. Ο Σούτσος έχει τέσσερις συνηγόρους, μα κι απ’ τους «τέσσερις αφαιρείται ο λόγος γιατί έλεγαν βαρειά λόγια σε βάρος του βασιλιά. Ετσι έκρινε ο πρόεδρος του δικαστηρίου, κάποιος κύριος Εμμανουήλ, πειθήνιο τσιράκι της παλατιανής καμαρίλας.
Και η απόφαση: Πέντε χρόνια και ένας μήνας φυλάκιση.
Τον ρίχνουν στη φυλακή και αρχίζει ο μαρτυρικός του θάνατος. Ήταν μόλις 56 χρόνων και οι κακουχίες στάθηκαν σκληρότερες από όσο τις άντεχε.
«Επί τέλους», γράφει ο Ιωαννίδης, «προσβάλλεται υπό της οδυνηράς νόσου των εντοσθίων, ήτις λάθρα και ανεπαισθήτως αναπτυχθείσα, μετεβλήθη βραδυτερον εις καρκίνον, όστις επέσπευδεν οσημέραι τον θάνατον αυτού». Βλέποντας πως δεν είχε πια σωτηρία, του δίνουνε χάρη.
Τα λίγα χρόνια που του απομένουν ακόμα στη ζωή τα πέρασε μέσα σε φοβερούς πόνους. Μα ούτε και τότες λησμόνησε τον αγωνιστή εαυτό του. Όταν ο Κανάρης αντιτάχθηκε στον Όθωνα, βγάζει ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Η πυρπόλησις του Συντάγματος από τον Κανάρην», φυλλάδιο «ούκ ολίγον συντέλε¬σαν προς έκρηξιν της Φεβρουαριανής επαναστάσεως». Έπειτα φεύγει για το Παρίσι, για να ξαναγυρίσει όταν οι Έλληνες διώξανε τον Όθωνα.

Οι αγώνες του δικαιώθηκαν. Είναι όμως πια κατάκοιτος, όπως μέρα με τη μέρα τον λυώνει η ακατανίκητη ίσαμε σήμερα αρρώστια. Το τέλος σιμώνει. Και τότες ο ποιητής βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί και να φύγει, από την Αθήνα. Τραβάει πρώτα στη Χίο, νοσταλγώντας να δει τα μέρη, όπου πέρασε μαθητής τα νεανικά του χρόνια.

Από τη Χίο πάει στη Σμύρνη. Μα είναι πια ένα ζωντανό κουφάρι. Τον περιμαζεύουν στο Γραικικό νοσοκομείο. Και στις 3 του Ιούλη γράφει το τελευταίο γράμμα της ζωής του.

«Σμύρνη 3 Ιουλίου 1863 «Φίλτατέ μοι αδελφέ Παναγιώτη!
«Τετέλεσται… γράφω σοι δι’ υστάτην φοράν… Απέρχομαι εις τας αιω¬νίους σκηνάς όθεν θέλω ικετεύει τον Θεόν δια την Ελλάδα.
«Χαίρω ότι απηλλάγην τοιούτου οδυνηρού νοσήματος… Η θλίψις σου μόνον ην φαντάζομαι με λυπεί και με θορυβεί.
«Μη θέλων να ιδής τον θάνατον μου σε άφησα και άφησα τας τελευταίας ώρας μου απαραμυθήτους.
«Εν μέσω του μεγάλου κιβωτίου μου εισί δυο αργυρά σκεύη, δώρησον αυτά εκ μέρους μου εις το νοσοκομείον δια την πενθήμερον εν τω καταστήματι διαμονήν μου.
«Η κηδεία μου παρεκάλεσα να γίνη απλοϊκή ως υπήρξεν η ζωή μου. Πράξον ό,τι συμφορον δια την υπόληψιν του Αλεξάνδρου σου και φιλο¬σοφεί περί τα δεινά του βίου.
«Υγίαινε Παναγιώτη μου! και παρήγορου ότι αποθνήσκω τον υπέρ Πατρί¬δος θάνατον του αδελφού Δημητρίου!
«Ο αυτάδελφός σου «Αλέξανδρος»

Την άλλη μέρα πέθανε. Τον θάψανε στον περίβολο της Άγιας Φωτεινής. Κι ο Ζαν Μορεάς γράφει:
«Ήτο ο βάρδος και προασπιστής της πατρίδος και της ελευθερίας. Και απέθανεν εις το νοσοκομείον».
Κείνα τα χρόνια, να πεθάνει κανείς σε νοσοκομείο κι όχι στο σπίτι του λογαριαζόταν τέλος τραγικό. Μονάχα όσους είτε δεν είχαν φαμελιά είτε τόση είταν η φτώχεια τους που δε μπορούσαν να φέρουν γιατρό και να περιποιηθούν στο σπίτι τον άρρωστο τους, τους βάζανε στο νοσοκομείο.
Ας ξαναδώσουμε όμως το λόγο στον Ζαν Μορεάς για ν’ αποτελειώσει, ας πούμε, τον επικήδειο του Αλέξανδρου Σούτσου:

«Απέθανεν εις το νοσοκομείον, διότι κατεκεραύνωσε την δυναστείαν του Όθωνος, όταν τάγματα Βαυαρών κατεπλημμύριζον της Ελλάδος τας πόλεις, όταν οι Έλληνες του Φεραίου κατεσυκοφαντοΰντο ως ανάξιοι συνταγματικών ελευθεριών, όταν της Πνυκός το βήμα εσίγα, και λίψ δουλόφρονος πολιτικής εμάραινε το αιματόρραντον άνθος της επανα¬στάσεως του Εικοσιένα.
«Απέθανε εις το νοσοκομείον, διότι ήτο:«Της δημοκρατικής δρυός της ξηρανθείσης κλάδος.»

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.