Όνειρα του ύπνου και όνειρα φανερά – Τάσου Λιγνάδη.

Β’

ΑΡΑΔΙΑΖΩ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ από σκέψεις επάνω στα ερωτήματα που γέννησε η δημοσίευση των Οραμάτων και Θαμάτων του Μακρυγιάννη: Ήταν γερασμένος κατά τον Λίνο Πολίτη ο στρατηγός όταν έγραφε το τεφτέρι του. Ο όρος είναι σχετικός. ΄Ενας άνθρωπος 54 ετών μπορεί τάχα να θεωρηθεί γερασμένος και ανήμπορος στο να σκεφθεί και να καταγράψει τους συλλογισμούς του; Δεν νομίζω. ΄Ομως τότε, πως εξηγείται αυτή η αρρωστημένη κατά τα φαινόμενα θρησκοληψία του και η επιμονή στην καταγραφή των οραμάτων που καταπονούν τον αναγνώστη; Άραγε, είναι δικαιολογημένη η έκπληξη μας για την τυφλή πίστη ενός λαϊκού άνθρωπου στο όνειρο και στην θαυματουργή του επενέργεια;

Το όνειρο είναι ένα γνώριμο πλάσμα -για όλους- της καθημερινής ζωής, άσχετα αν το αντιμετωπίζουμε με τον ονειροκρίτη η με τον Φρόυντ. Για τον Μακρυγιάννη το όνειρο είναι διάσταση της ζωής, φανέρωση της κρυφής όψης της. Και όχι μόνο για τον Μακρυγιάννη, αυτό, αλλά για όλους όσοι έζησαν και ζουν παραδοσιακά, δηλαδή στην επικράτεια του Μύθου. ΄Ομως ο στρατηγός δεν έβλεπε όνειρα μόνο στον ύπνο του, αλλά και στον ξύπνιο του. Και μάλιστα φαίνεται ότι η ψυχή του είχε την δύναμη να τα προκαλεί. Αλλά τι πιο φυσικό από το αφύσικο, έφ’ όσον μέσα μας υπάρχει μόνο ό,τι πιστεύουμε ότι υπάρχει. Είναι άλλα τα μάτια της ψυχής. Γι’ αυτό και ο τίτλος της έκδοσης (που τον επενόησε επεξηγηματικά ο Παπακώστας) θα μπορούσε να είναι πιο αυθεντικά μακρυγιάννικος. ΄Ονειρα του ύπνου και όνειρα φανερά, τα λέει ο ίδιος.

Ωστόσο, εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι η όψη των ονείρων του- η σκηνογραφία τους. Από που αντλεί το υλικό της ιστόρησης τους; Χρώματα, σχήματα, μορφές, σύνθεση που αντιστοιχεί με τοιχογραφίες ζωντανεμένες, από που βγαίνουν όλα αυτά και γίνονται οπτασία; Μα από που άλλου, παρά από την εικονογράφηση και τον φωτισμό του ορθόδοξου ναού, που ήταν η μόνη του πνευματική τροφή. Τα όνειρα του Μακρυγιάννη ανήκουν στην μεταβυζαντινή εικονογράφηση και σκηνικό τους φως είναι ο πολυέλεος. Μόνο που το ονειρικό σκηνικό επιτρέπει μια ιερόσυλη αλλά αθώα μετακίνηση στον ιδιωτικό χώρο. Το σπίτι γίνεται ναός και τα επιφάνια των Αγίων τελούνται λες ως μια συχνή οικογενειακή συναναστροφή. Αυτή -την οικειότητα με τα θεία την ζει ο στρατηγός ακριβώς όπως την έζησε ο λαός του.

Παραισθήσεις ταραγμένης συνείδησης άραγε; Ομως ο Όμηρος τι ήταν; ταραγμένη συνείδηση; Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια οι θεοί δεν έχουν άλλη δουλειά από το να παρακολουθούν επίμονα τους θνητούς. Να επεμβαίνουν με μεροληπτικό πάθος στους ανθρώπινους καβγάδες, να ανακατεύουν τα προβλήματα και να δίνουν υλικό για τραγωδίες και κωμωδίες. Λες και θέλουν να δείξουν ότι ο ουρανός είναι μόλις μια πιθαμή πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων. Με τα ίδια μάτια έβλεπε τους θεούς της πίστης του ο λαός του Μακρυγιάννη, έτσι ακριβώς, ομηρικά, κι ας μη το ήξερε. Ο Παντοκράτωρ, ο Μονογενής, η Θεοτόκος, οι ΄Αγιοι, κατοικοεδρεύουν στο σπίτι του Μακρυγιάννη, μιας και έχουν την Καθέντρα τους στην Ελλάδα. Τον φροντίζουν, τον προστατεύουν, τον νουθετούν, τον σώζουν, τον επιτιμούν και πότε-πότε του δίνουν και καμιά κατακεφαλιά, όταν τον πιάνει υποχοντρία η όταν γίνεται μωρολόγος, ενοχλητικός και πεισματώδης! Οραματίζεται το ένδυμα του Θεού άσπρο με βούλες, πηγαίνει ταξίδια με τον Χριστό η με τους
Αγίους και όταν τον ζητάει η Ελένη μαθαίνουμε ότι είναι η Αγία, η μητέρα του Κωνσταντίνου!

Μήπως είχε τρελλαθεί ο στρατηγός, όπως υποψιαζόταν ο Βλαχογιάννης; Ο ίδιος γράφει στα Οράματα προλαβαίνοντας τις αντιδράσεις: Αδελφοί αναγνώστες, όσα σημειώνω μπορεί να με είπήτε και τρελλόν και ό,τι άλλο βάλει ο καθένας με το νου του. Κι αλλού λέει, ότι, αν οι οπτασίες τον εξαπατούν, τότε κι εκείνος εξαπατά τους αναγνώστες. Κι όταν το 1852 τον φυλάκισαν και προ της καταδίκης του σε θάνατο, τον χλεύαζαν ως παράφρονα, εκείνος παραδεχόταν εγγράφως σε διαμαρτυρία -χωρίς να κρύβει τον αδυσώπητο υπαινιγμό- ότι ήταν παράφρων εξαιτίας των πληγών που έλαβε κατά την Επανάσταση.

Δεν ήταν τρελλός ο Μακρυγιάννης. Τα έβλεπε αυτά που μας ιστορεί. Και κάνουμε λάθος εάν τον θεωρούμε διαφορετικό από τον Μακρυγιάννη των Απομνημονευμάτων. Είναι ο ίδιος. Οι γονυκλισίες και οι προσευχές ήταν η μόνη επικοινωνία που τον αντιπροσωπεύει. Μήπως η μάνα του δεν τον γαλούχησε σ’ αυτές και μήπως ο Άη-Γιάννης δεν ήταν εκείνος που προμήθευσε τα πρώτα άρματα στον έφηβο Μακρυγιάννη; Μήπως όλη του η ζωή δεν στραγγίχτηκε μέσ’ από την προσευχή; Μήπως πατρίδα και θρησκεία μου δεν ήταν το νόημα του βίου του; Πατριδοφύλακα θεωρούσε τον εαυτό του ο Μακρυγιάννης -δική του λέξη- και πίστευε αγιοτικά την αποστολή του αυτή. Λέει στα Οράματα ότι στην Συνέλευση του 1844, όταν ο Μεταξάς πρότεινε ψηφοφορία για το θέμα της θρησκείας, ο Μακρυγιάννης εξαγριώθηκε: θρησκεία δεν βαίνομεν εις τον ψήφο. Κι όταν το ένστικτο του τον ειδοποίησε για τον δυτικό προσηλυτισμό συγκρούσθηκε με τον Κωλέττη άγρια …θα μας διόρθωσης την θρησκεία μας… τήρα να μην με κάμης και σκοτώσω τα παιδιά μου μόνος μου και κάψω και το σπίτι μου
και τότε θα κουβεντιάσουμεν πλατύτερα.

Χτύπησε με πάθος τον Καίρη και τους Καϊριστές, ως αρνησίθρησκους προοδευτικούς που πουλάνε κούφια καρύδια και ασκιά γιομάτα αέρα και θεωρεί δλη την ξενόδουλη εξουσία ως μαθητές τέτοιων φώτων. Σέβεται το ΄Αγιον ΄Ορος ως παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας, εξυμνεί τα μοναστήρια, γιατί μέσα σ’ αυτά προετοιμάσθηκε ο Ξεσηκωμός και η Εκκλησία είναι γι’ αυτόν η ψυχή και η ασπίδα του γένους. Η άποψή του για τον Θεό και η σύνταξη της προσευχής του είναι η πιο ρωμαλέα και πιο εμπνευσμένη γραφή στα Οράματα. Φανατικός, απόλυτος, ιδεόληπτος, ίσως, αλλά τρελλός δεν ήταν ο Μακρυγιάννης.

Και κάτι άλλο σημαντικό πρέπει να προσεχθεί. Η αξία των Οραμάτων βρίσκεται στο ότι μας αποκαλύπτουν μια ιδεολογία. Γένους και όχι Άτομου. Δεν υπάρχει όνειρο του ύπνου η φανερό που να μη το ακολουθεί στο κείμενο μια εθνική επαλήθευση. Λες και χρησιμοποιεί αυτόν τον αποκαλυπτικό τρόπο ο στρατηγός, για να διδάξει κάτι. Γι’ αυτό κατά κανόνα τα όνειρα του λειτουργούν ως σύμβολα. Και γι’ αυτό συμπεριφέρονται ως απόκρυφο σχόλιο -απαραίτητο- για την κατανόηση των Απομνημονευμάτων. Το όνειρο με το βαπόρι που μικραίνει είναι μια αλληγορική εικόνα της ξενικής εξάρτησης, για την όποια δεν έτρεφε αυταπάτες ο Μακρυγιάννης. Το Σύνταγμα είναι μια αλληγορία ενός εγκόσμιου ευαγγελίου που προφυλάσσει πατρίδα και θρησκεία. Το πυρ το εξώτερον, που το βλέπει συχνά η φανατική εμπάθεια του στρατηγού σαν μια κάθοδο στον ΄Αδη, είναι αυτό που θα δεχθεί τους εχθρούς του Μακρυγιάννη, δηλαδή, κατά την οργισμένη κρίση του, εχθρούς πατρίδος και θρησκείας. Σύμβολα ονειρικά όλα αυτά.

Όπως ο σταυρός πάνω από την Αγιά Σοφιά και το στέμμα που προσφέρει ο Παντοκράτορας στον Μακρυγιάννη. Το ίδιο στέμμα που του έφερε ο γιος του το 1862 από τ’ Ανάκτορα, όταν έπεσε ο ‘Οθων και το έβαλε στα χέρια του πατέρα του, σαν δικαίωση και σαν ευχή για ανεξαρτησία. Σύμβολα που πρέπει να προσεχθούν.

Δεν είναι όμως η θρησκεία η μόνη πνευματική παρουσία στα Οράματα. Και σ’ αυτό το γραφτό, όπως και στα Απομνημονεύματα, η συνείδηση και η περηφάνεια της καταγωγής δεν αφήνει ευκαιρία που να μη εκδηλωθεί. Τζιβαϊρικόν πολυτίμητο είναι η αρχαία κληρονομιά. Καμαρώνει ο Μακρυγιάννης ότι είμαστε απόγονοι εκείνων και ότι έχουμε δικά μας φώτα και αναφέρει διαρκώς τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και άλλα αρχαία ονόματα και κλαίνε τα μάτια του γιατί δεν ξέρουν γράμματα να τους διαβάσουν. Διαλέγω ένα όνειρο του Μακρυγιάννη, για να συνοψίσω ό,τι προσπάθησα να πω σ’ αυτά τα σημειώματα.

Ηταν -λέει το όνειρο- στον Υμηττό μια αρχαία πέτρα με κεφαλιακά γράμματα. Αυτή την πέτρα ζητούσαν να την πάρουν οι ξένοι. Κι ένας γέρος που πρωταγωνιστούσε στο όνειρο είπε: ΄Ο,τι να κάμουν και τα βασίλεια τους να ξοδιάσουνε όλα, αυτείνη η πέτρα θα μείνει εις τον τόπο της ασάλευτη και του κάκου κοπιάζουν όλοι αυτείνοι και ό,τι κάνουν θα (το) βρούνε με τον καιρό τους, και η πέτρα αυτείνη είναι δική σας, δεν μπορεί να σας την πάρει κανένας από αυτούς όλους και να μη φοβάστε.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 Μαΐου 1984

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Παράβαλε και:
ΟΡΑΜΑΤΑ TOΥ ΜΑΚΡΙΓΙΑΝΝΗ – Τάσου Λιγνάδη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.