Η βλαχοπούλα μιλεί στα παιδιά: Το πρώτο συσσίτιο: Οι επιγραφές του Καλογιάννη – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Η βλαχοπούλα μιλεί στα παιδιά
Τα παιδιά κάθισαν στο χράμι που τους έστρωσε η Αφρόδω απάνω στην κασέλα. Είχε ζωγραφιές αυτή η κασέλα, και φαίνεται πως ήταν η καλή καλή.
Αλλιώς θα τα έβαζε τα παιδιά να καθίσουν στην άλλη που βρισκόταν πάρα πέρα, μα που ήταν μαύρη και παλιά˙ της κυρούλας ίσως.
Η Αφρόδω έμενε όρθια, κι ενώ η ρόκα της έγνεθε και το αδράχτι της γύριζε, μιλούσε στα παιδιά.
Ρώτησε το Φάνη και το Δήμο αν είχαν αδερφή, πόσων χρονών είναι και ποιο είναι τ’ όνομά της.
Ύστερα τα παιδιά τη ρωτούσαν το ένα και το άλλο, για πρόβατα, για στάνες και για βουνά. Κι η Αφρόδω γνέθοντας τους ιστόρησε τη ζωή των βλάχων στα βουνά και στους κάμπους, το καλοκαίρι και το χειμώνα.

Χίλια πράματα έμαθαν που δεν τα είχαν ακούσει. Πώς χιλιάδες πρόβατα και γίδια δίνουν το γάλα, το τυρί, το βούτυρο, το μαλλί και το κρέας τους για να ζήση ο άνθρωπος. Τα κοπάδια είναι ευτυχισμένα όπου βρίσκουν βοσκή. Μα όχι και κείνοι που τα βόσκουν.
Οι βλάχοι περνούν σκληρή ζωή! Πολεμούν με τους βαριούς χειμώνες, με τους βράχους, με τα ποτάμια.
Ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο, από ψήλωμα σε χαμήλωμα. Σήμερα στήνουν την καλύβα εδώ, αύριο πέρα μακριά, όπου είναι χορτάρι και κλαρί. Αθεμέλιωτα είναι τα σπίτια τους και δεν μπορείς να στήσης τίποτα μέσα.
Όλες οι δουλειές από το πρωί ως το βράδυ˙ βοσκή, γνέσιμο, άρμεγμα, ζύμωμα, τάγισμα του κοπαδιού. Ύπνος λίγος˙ ξαγρύπνια, νυχτοπερπάτημα.

Αυτά διηγόταν η Αφρόδω.
Μα ενώ τα έλεγε ορθή, κοιτάζοντας τη ρόκα και κλωσταίνοντας το μαλλί, τόσο χαριτωμένο χαμόγελο είχε, που δεν έμοιαζαν με βάσανα.
«Δεν αφήνεις τα πρόβατα, είπε ο Φάνης, νάρθης κάτω με τα δικά μας τα κορίτσια;»
Η Αφρόδω γέλασε και απάντησε πως δεν τ’ αφήνει για όλα τ’ αγαθά του κόσμου. Εδώ είναι η γενιά της, αδέρφια, πατέρας, μάνα, γαμπροί, παππούδες, τα γεροθανασαίικα, που λέει ο λόγος. Μα όχι μόνο τούτο, έχει κι άλλο συγγενολόγι.
«Έχω συγγένεια, είπε, με κάθε δεντρί… Εδώ γίναμε ένα κλαριά και βλάχοι, τόσον καιρό μαζί. Μαζί μεγαλώνομε, μαζί βρεχόμαστε και χιονιζόμαστε, μαζί παίρνομε τον ήλιο. Έχουν και κείνα χάδι και χαϊδεύουν, φωνή και λαλούνε˙ δεν ακούς άμα τα φυσάει αέρας! Και τα μικρά που είναι σαν τ’ αδέρφι μου το Λάμπρο, και τα μεγάλα που μοιάζουν του παππού, όλα με γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν κι όλους τους βλάχους, όλη τη γενιά.
Εκατό πρόβατά μας αποκοιμίζει στον ίσκιο του το μεσημέρι ένας πεύκος εκεί κάτω. Αυτά έχομε συντρόφους κι εμείς. Την ημέρα τα δέντρα και το βράδυ τ’ αστέρια που μας φέγγουν για τη βοσκή».
Πολύ μαλλί από τη ρόκα της Αφρόδως έγινε νήμα και πήγε στο αδράχτι με τούτη την ομιλία. Και πάλι έγνεθε για να μη χάνη καιρό.
Κάπου κάπου έλεγε καμιά λέξη που τα παιδιά δεν την καταλάβαιναν αμέσως, μόνο από το νόημα. Έλεγε τα πρόβατα πράτα, το ρούχο σκουτί, το πάλι το έλεγε μάτα και τα γίδια τα ίδια. Έτσι μιλούν οι βλάχοι. Μα τα παιδιά δε θυμούνται καμιά κοπέλα να τους μίλησε ποτέ με τόση ομορφιά.
Κι όταν βγήκε έξω μια στιγμή, γιατί άκουσε τα πατήματα του παππού, θυμήθηκαν τα λόγια της πως έχει συγγένεια με τα δέντρα.
Ήταν αλήθεια σα δεντρί!
Το πρώτο συσσίτιο.
Όταν γύρισαν από τους βλάχους ο Δήμος κι ο Φάνης και πλησίαζαν στις καλύβες είδαν να βγαίνη αχνός από τη μεγάλη κασταρόλα.
«Τί ωραία μυρουδιά!» φώναξαν από λίγα βήματα μακριά. «Τί; Έγινε κιόλας;»
-«Έγινε!» είπε ο Αντρέας με την κουτάλα στο χέρι.
-«Και τί φαγητό είναι;»
-«Πατάτες με πατάτες» λέει ο Κωστάκης γελώντας.
-«Μη σας νοιάζει, παιδιά, λέει ο Δήμος, κι από αύριο θάχωμε κρέας να τρώμε. Είδαμε τον τσέλιγκα!».
Τους διηγήθηκε πως είδαν την Αφρόδω με το Λάμπρο, και πως ο παππούς των, ο γεροτσέλιγκας τους είπε να στέλνουν ν’ αγοράζουν όσο κρέας τους χρειαστή, ακόμη και γάλα.
Μα ενώ μιλούσαν, όλο τριγύριζαν το γιαχνί. Ήταν τη στιγμή εκείνη με τον αχνό του και τη μυρουδιά του καλύτερο απ’ όλα τ’ αρνιά του τσέλιγκα.

«Απίστευτο μου φαίνεται, λέει ο Κωστάκης, πως αυτές οι πατάτες που ξεφλούδιζα έγιναν φαγητό». Το ίδιο κι ο Δημητράκης. Δεν μπορεί να πιστέψη πως έγιναν φαγητό οι ντομάτες που έκοβε. Το ίδιο κι ο Γιώργος˙ το ίδιο κι ο Φουντούλης.
Παίζοντας έκαμαν όλη αυτή τη δουλειά, και να τι κατάφεραν! Τρώνε φαγητό δικό τους.
Καθένας εργάστηκε για τον εαυτό του, αλλά και για όλους˙ όλοι πάλι δούλεψαν για τον ένα. Έτσι έκαμαν εκείνο που λέμε κοινότητα.

Θα κατορθώσουν το ίδιο και για όλα τ’ άλλα; Θα μπορέσουν ο ένας να εργάζεται για τους άλλους, κι οι άλλοι για τον ένα; Τότε η μικρή τους κοινότητα θα γίνη παράδειγμα σε πολλές άλλες. Σηκώνουν λοιπόν τα ποτήρια τους και πίνουν στην υγειά της.
«Πίνω αυτό το κρασί» λέει ο Κωστάκης, και σηκώνει το τενεκέ με το νερό «στην υγειά του σημερινού μας μάγειρα».
-«Πίνω αυτό το ρακί» λέει ο Αντρέας, και σηκώνει το παγούρι του με το νερό «στην υγειά όλων των συντρόφων που μαγείρεψαν μαζί μου».
-«Πίνω τη βρύση όλη, λέει ο Φάνης, στην υγειά της κοινότητας».
-«Εβίβα, εβίβα!» φώναξαν, και όλοι γελούσαν. Μόνο ο Φουντούλης ήταν δακρυσμένος. Αυτός είχε καθαρίσει τα κρεμμύδια.
Οι επιγραφές του Καλογιάννη.
Σε μια καλύβα κρέμασαν αυτή την επιγραφή.
ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ
ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ
ΛΑΧΑΝΟΠΩΛΕΙΟΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Δίκηο είχε ο Καλογιάννης που έκανε την επιγραφή˙ γιατί όλη η αγορά ήταν εκεί μέσα. Είχαν ένα σακί ρίζι, ένα σακί με ψιλή φακή, ένα με πατάτες, δυο τενεκέδες λάδι, λίγη ζάχαρη και πέντε κεφάλια τυρί.
Σ’ ένα άλλο πεύκο κρέμασε την επιγραφή.
ΜΕΓΑ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ «Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ»
ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ
ΘΕΑΤΡΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑ
Σε άλλο δέντρο έβαλε την επιγραφή.
ΣΦΑΓΕΙΑ
Αυτή μπήκε σε πολύ μακρυνό πεύκο γιατί τα σφαγεία βρίσκονταν πάντα έξω από την πόλη.
Να λοιπόν μια μικρή πολιτεία. Έχει σπίτια και ανθρώπους. Να είχε και μια εκκλησία! Μα ούτε κι η εκκλησία θα τους λείψη. Ο κυρ Στέφανος τους είπε πως κάθε Κυριακή θα πηγαίνουν στο Μικρό Χωριό ν’ ακούν τη λειτουργία.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.