Έκαμα το καθήκον μου.

Είχα ξαπλωθή επάνω στη χλόη και ρέμβαζα αμέριμνος˙ λίγο πιο πέρα κυλούσε τα κρυστάλλινα νερά του ο ποταμός. Έξαφνα, ενώ περιέφερα τα βλέμματά μου εδώ και εκεί, ένα παράξενο πράγμα έσυρε την προσοχή μου. Απέναντί μου, από τον κλώνο μιας ιτιάς, κυμάτιζε κάτι σαν τεντωμένο πανί. Η ιτιά δεν καρποφορεί, σκέφτηκα˙ αλλά και το πράγμα εκείνο δεν έμοιαζε με καρπό. Τί ήταν; Φωλιά;
Σηκώθηκα και από περιέργεια θέλησα να δω τι είναι. Αλλά όταν πλησίασα, είδα μια κρεμασμένη σανίδα με χοντρά γράμματα:
Ο ΘΕΟΦΙΛΙΔΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου˙ τα μάτια μου θόλωσαν.
-Πάλι, πάλι τα ίδια!
Συμφορά μου! Ήμουν κλέφτης; Όχι. Είχα αδικήσει κανένα ή είχα κάνει κανένα άλλο κακό; Όχι. Γιατί τότε συναντώ στους δρόμους και εδώ ακόμη πινακίδες με τις λέξεις αυτές; Γιατί, αφού είμαι αθώος; Γιατί;
Ώ, εάν συνελάμβανα αυτή τη στιγμή το συκοφάντη, θα ήταν τρομερή η εκδίκησή μου. Το μίσος μου ήταν φοβερό˙ έβραζα όλος…

Την ώρα εκείνη απελπιστικές κραυγές έφτασαν στ’ αυτιά μου:
-Βοήθεια!… Βοήθεια!…. Έλεος!…. Βοήθεια!….
Γυρίζω τα θολωμένα από τα δάκρυα μάτια μου και βλέπω σε απόσταση 100 μέτρων να παλαίβη μέσα στο νερό ένας άνθρωπος.
Ευτυχώς ξέρω να κολυμπώ σαν ψάρι και ήμουν βέβαιος, ότι θα του σώσω τη ζωή. Λησμόνησα τη δική μου στενοχώρια και απελπισία και έτρεξα στο μέρος, όπου αγωνιζόταν να σωθή ο δυστυχής˙ έβγαλα τα ρούχα μου και έπεσα στο νερό. Καμιά άλλη σκέψη δεν είχα, παρά πώς να σώσω έναν άνθρωπο.

Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από δυο μέτρα και αναγνώρισα το συμμαθητή μου Μενεκράτη, που εξαφανιζόταν στα νερά του ποταμού με γοερές φωνές.
Για το χαριτωμένο αυτό πλάσμα λοιπόν βυθίστηκα στο ποτάμι, τον εχθρό μου και συκοφάντη μου;
Ναι˙ το λέγω και δε σας κρύβω, ότι δε μετανόησα. Έπεσα να τον σώσω, ακριβώς τη στιγμή που τον αναγνώρισα και είχα την πεποίθηση, ότι του λόγου του είναι ο δράστης των φαύλων πινακίδων στους τοίχους και τα δέντρα.
Βυθίζομαι λοιπόν στο νερό και αρπάζω το Μενεκράτη από τον τράχηλο. Αυτός όμως κολλάει επάνω μου σα στρείδι, όπως κολλούν όσοι πνίγονται˙ με σφίγγει, με παραλύει. Είχαμε βυθιστή και οι δυο έως την άμμο του βυθού. Μάταια αγωνίζομαι να ελευθερωθώ από τη θανατηφόρο αγκαλιά του. Ο ανόητος σφίγγεται δυνατώτερα επάνω μου!
Αλλά η ικανότητά μου να αντέχω μέσα στο νερό έχει και όρια. Έπρεπε λοιπόν να καταφύγω σε δραστικώτερα φάρμακα. Με το αριστερό μου χέρι, που είχε μείνει ελεύθερο, του δίνω μια δυνατή γροθιά στον αυχένα, που του αφαιρεί τη δύναμη, για λίγα λεπτά τουλάχιστο, να βλάψη και μένα και τον εαυτό του.
Με μεγάλη προσπάθεια ανεβαίνω στην επιφάνεια, φτάνω στην όχθη, αποθέτω στα μαλακά χόρτα το πολύτιμο προϊόν της αλιείας μου. Φόρεσα γρήγορα τα ενδύματά μου και σκεπτόμουν να τον αφήσω μόνο του. Ο κλέφτης δεν είναι σωστό να είναι κοντά σε ένα έντιμο νέο, γιατί είναι κίνδυνος να δυσφημήση την υπόληψή του με την παρουσία του!
Πίστευα, ότι γρήγορα θα αναλάμβανε τις αισθήσεις του˙ όσο για τη φροντίδα να στεγνώση και να αναλάβη τις δυνάμεις του, ευχαρίστως θα την άφηνα σε άλλους, γιατί δεν ήξερα αν θα ήμουν πια επιθυμητός. Αλλά ο Μενεκράτης εξακολουθούσε να είναι λιπόθυμος. Ήταν ανάγκη λοιπόν να τον επαναφέρω στη ζωή.
Και όμως η ώρα του σχολείου πλησιάζει… Τί να κάνω!
Του βγάζω γρήγορα γρήγορα τα φορέματα και αρχίζω να του κάνω τεχνητή αναπνοή και εντριβές, αφού, εννοείται, τον έβαλα πρώτα με το κεφάλι προς τα κάτω, να βγάλη το νερό που είχε πιεί. Σε λίγο ανοίγει τα μάτια του, με αναγνώρισε και είπε με σιγανή φωνή:
-Εσύ! Εσύ είσαι, Θεοφιλίδη, που μου έσωσες τη ζωή! Α, τί ωραία!… Πόση χάρη σου χρεωστώ!…
Δεν κρατήθηκα˙ δίχως να του απαντήσω, του δείχνω τη μισητή σανίδα, που κυμάτιζε σχεδόν επάνω από τα κεφάλια μας, και έπειτα τον ουρανό ψηλά.
Δάκρυα καταβρέχουν το πρόσωπό του.
-Συγχώρεσέ με, Θεοφιλίδη! Συγχώρεσέ με! Δε θα το ξανακάνω. Μετανοώ με όλη μου την καρδιά˙ σου το ορκίζομαι, δε θα ξαναγράψω, ο ανόητος, ο κακός… Ήθελα να σε προσβάλω και συ μου έσωσες τη ζωή, του εχθρού σου, του συκοφάντη σου! Συγχώρεσέ με!… Σου χρεωστώ μεγάλη χάρη! Έλεγε.
-Εγώ δεν έκανα τίποτε για σένα, για να μου χρεωστάς χάρη, είπα˙ τον εαυτό μου ευχαρίστησα˙ έκανα το καθήκον μου.
(Διασκευή Ν. Α. Κοντοπούλου).

Από το: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Αθήναι 1952

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.