Ο Άγιος Δημήτριος, προστάτης της Θεσσαλονίκης.

Βαθυτάτη ήτο η ευσέβεια των Θεσσαλονικέων προς όλους τους μάρτυρας της πίστεως, των οποίων εφύλασσον και «ελάτρευον» τα άγια λείψανα με άγρυπνον ευλάβειαν. Άλλ’ απείρως κατανυκτική ήτο η «λατρεία» και ακλόνητος η ευλάβεια και η πίστις των προς τον Άγιον Δημήτριον.
Ο υπερένδοξος προστάτης της πόλεως ήτο Θεσσαλονικεύς, υιός ευσεβέστατος ευσεβών γονέων. Συλληφθείς ο Δημήτριος υπό του αυτοκράτορος Μαξιμιανού Γαλερίου το 306 μ. Χ., διότι είχε μεγάλην φήμην εις τον λαόν ως μοναδικός ιατρός, ερρίφθη εις την φυλακήν.
Κατά τον χρόνον εκείνον ετελούντο εις την πόλιν αγώνες, γιγαντόσωμος δε παλαιστής, ονομαζόμενος Λυαίος, με μεγάλην αλαζονείαν επροκαλούσε τους πολίτας και όλους τους κατέβαλλε. Τότε εις νεανίας, ονομαζόμενος Νέστωρ, έρχεται εις την φυλακήν και ζητεί τας ευχάς του Δημητρίου. Ο Άγιος ευλογεί τον Νέστορα και ούτος έρχεται εις το στάδιον, συμπλέκεται και φονεύει τον Λυαίον.
Ο αυτοκράτωρ ελυπήθη σφόδρα και διέταξεν αμέσως να φονευθή ο Νέστωρ, ο δε Δημήτριος να διαπερασθή εις την πλευράν δια λογχών υπό των στρατιωτών. Ούτω και εγένετο.
Το μαρτύριον του Αγίου Δημητρίου κατέστη ονομαστόν εις όλον τον Χριστιανικόν κόσμον και ο Άγιος διετέλεσεν επί αιώνας αιώνων «ο μέγας και υπερένδοξος προστάτης, το σέμνωμα και ο υπέρλαμπρος στέφανος της πόλεως», όπως έλεγον οι παλαιοί. Εις πάντα, ο οποίος είχεν ανάγκην και ήτο άξιος, παρείχεν αμέσως την βοήθειάν του. Άλλοτε ιάτρευεν όσους προσηύχοντο εις το άγιον λείψανόν του, άλλοτε ενεφανίζετο εις τον ύπνον και εθεράπευεν όσους δεν είχον δυνηθή να θεραπεύσουν οι σπουδαιότεροι όχι μόνον της πόλεως, αλλά και όλης της χώρας ιατροί. Η εκκλησία του Αγίου ήτο πηγή πάσης ιατρείας, ήτο το «κοινόν ιατρείον» των Χριστιανών.
Η ιδιαιτέρα χάρις του Αγίου Δημητρίου ήσαν τα «θεία μύρα» αυτού, τα οποία παρείχον την υγείαν και την ζωήν. Από το άγιον λείψανον ανέβλυζεν αδιακόπως «ακένωτος πηγή θείων μύρων», η οποία εγέμιζε την μυροδόχον λάρνακα. Δια τούτο ο Άγιος εκαλείτο Μυροβλήτης.
Όταν βάρβαροι επιδρομείς εκυρίευσαν την Θεσσαλονίκην, κατέβαλον, από φθόνον δια την αφθονίαν των μύρων, μέγαν αγώνα, δια να κενώσουν με κάδους και με λάβητας την θείαν λάρνακα από τα άγια μύρα, αλλά δεν κατώρθωνον να τα στειρεύσουν. Ενόμιζες, ότι ανέβλυζον αστείρευτα «από πηγήν ακένωτον ή από άβυσσον». Και αυτοί οι βάρβαροι εθεώρουν θαύμα όσα έβλεπον, ελάμβανον και αυτοί από το άγιον μύρον προς θεραπείαν και έμενον κατάπληκτοι δια την χάριν, την οποίαν έλαβε παρά του Θεού ο Χριστομάρτυς.
Εις όλον τον κόσμον της Χριστιανοσύνης ήτο ονομαστή η χάρις του Αγίου λειψάνου και οι άλλοι ορθόδοξοι λαοί εζήλευον την ευτυχίαν των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Πλήθος αμέτρητον ευσεβών προσκυνητών έσπευδεν εις τον άγιον τάφον του Μεγαλομάρτυρος να ικετεύση και να ζητήση την θεραπείαν του από παντός είδους ασθενείας. Όπως την άμμον της θαλάσσης, ούτω δυσκόλως θα ηδύνασο να αριθμήσης και τας θαυματουργίας του. Ακόμη και οι αυτοκράτορές μας του Βυζαντίου συχνά ήρχοντο να προσκυνήσουν το άγιον λείψανον, να ζητήσουν ιατρείαν ή να ικετεύσουν την βοήθειάν του κατά των εχθρών.
Δεν ήτο μόνον θαυματουργός ιατρός και των σωματικών και των ψυχικών νόσων των ευσεβών ο Άγιος Δημήτριος˙ ήτο και ο προστάτης ο υπερένδοξος της αγαπητής του πατρίδος. Εις διαφόρους περιστάσεις έσωσεν αυτήν από πολλά μεγάλα δεινά, από πείναν, από ασθενείας, από εμφυλίους σπαραγμούς. Η ενδοξοτέρα δε βοήθειά του ήτο η υπ’ αυτού σωτηρία της πόλεως από τας φοβεράς επιδρομάς των βαρβάρων.
Ήτο ο Άγιος Δημήτριος «ο κηδεμών, ο υπέρμαχος, ο πολιούχος, ο σωτήρ της πόλεως». Όταν κατά τας ημέρας της δυστυχίας και του τρόμου εκ των εχθρών έβλεπον οι κάτοικοι την εκκλησίαν του Μεγαλομάρτυρος, όλοι ελάμβανον θάρρος και πεποίθησιν, ότι ο Άγιος αυτών θα υπερήσπιζε και θα έσωζε την πατρίδα του. Πώς ήτο δυνατόν να εγκαταλείψη την πόλιν του ο Άγιος Δημήτριος; Μήπως δεν εγνώριζον οι κάτοικοι, ότι και εις αυτόν τον άγγελον, ο οποίος εστάλη παρά του Θεού και τον εκάλει να αφήση την καταδικασμένην εις καταστροφήν πόλιν, ο Άγιος είχεν αποκριθή:
«Συ, Δέσποτα, με διάταξες να κατοικώ εδώ μετά των δούλων Σου. Πώς λοιπόν ημπορώ να τους εγκαταλείψω εις τόσον μεγάλην ανάγκην και με ποίον πρόσωπον ημπορώ να ίδω την καταστροφήν της πατρίδος μου; Ή θα σωθώ και εγώ με αυτούς ή θ’ αποθάνω μαζί των».
Δια την άγρυπνον αυτήν προστασίαν της πόλεώς του ήτο απέραντος η ευγνωμοσύνη, βαθυτάτη η λατρεία, ακλόνητος η πίστις των κατοίκων αυτής προς τον μέγαν και υπερένδοξον κηδεμόνα και πολιούχον. Συγκινητικά είναι τα άπειρα δείγματα της λατρείας ταύτης και με κάθε τρόπον η ευσέβεια των πολιτών εζήτησε να διαιωνίση την μνήμην του μαρτυρίου και των θαυμάτων του Αγίου και με την λογοτεχνίαν και με την τέχνην. Με άπειρον ευλάβειαν εδιαβάζοντο παλαιά βιβλία, εις τα οποία εγράφησαν, με τους πολέμους των Σλαύων, το μαρτύριον και τα θαύματα του καλλινίκου μάρτυρος.
Και με την τέχνην εξύμνησεν η ευσέβεια των περασμένων αιώνων τον υπερένδοξον Μεγαλομάρτυρα. Με ωραιότατα ψηφιδωτά και τοιχογραφίας εξεικόνισαν εις τους τοίχους των εκκλησιών τον βίον και το μαρτύριον και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Και σήμερον ακόμη εις την Θεσσαλονίκην θαυμάζομεν την μεγαλοπρεπή εκκλησίαν, την μίαν σωζομένην από τας τρεις, τας οποίας ανήγειρεν εις τιμήν του υπερενδόξου προστάτου της πόλεως η θερμή λατρεία των κατοίκων.
(Διασκευή) Αδαμάντιος Αδαμαντίου.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.