Ο Λάμπρος οδηγεί το κοπάδι, Ένα σχολείο εκεί που δεν το περίμενε κανένας, Ένας δάσκαλος στην κοινότητα – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο Λάμπρος οδηγεί το κοπάδι.
Μαύρα που είναι τα γίδια!
Πώς περπατεί το κοπάδι, όλο μαζί, γρήγορο πολύ, σα να βιάζεται. Μαυρίζει και γυαλίζει στον ήλιο˙ όλα τα γίδα του είναι μαύρα, πίσα. Μόνο το μαλλί του σκύλου και το ρούχο του τσοπάνη ξεχωρίζουν σ’ αυτή τη μαυρίλα.
Μα τί μικρό τσοπάνης, που οδηγεί τόσο μεγάλο κοπάδι; Νάναι ο Λάμπρος; Αυτός είναι.
«Α το αγριοκάτσικο» λέει ο Φάνης. «Για πάμε να του βγούμε μπροστά».
Δεν ήταν κοντά το κοπάδι. Ο Φάνης όμως κι ο Δήμος θέλουν να δουν το βλαχόπουλο, τον αδελφό της Αφρόδως. Θα του μιλήσουν. Τάχα θα τους απαντήση, ή πάλι θα έχωμε «χα» και «ντς»;
Τράβηξαν γρήγορα και του βγήκαν μπροστά. Το κοπάδι εκείνη την ώρα είχε σκορπίσει κι έβοσκε. Από θυμάρι, αγκάθι, χορτάρι και κλαράκι κάτι μισοδάγκαναν τα γίδια. Ο Λάμπρος φώναζε «τσεπ, στεπ! έι!», πετούσε πέτρες και τα συμμάζευε.
«Για δες, καημένε Δήμο» είπε ο Φάνης. «Δέκα χρονών παιδί, να κυβερνά τόσο μεγάλο κοπάδι! Μπορούσες συ να κάμης το ίδιο; Εγώ δεν μπορούσα».
-«Ούτε γω» είπε ο Δήμος.
Σωστά έλεγαν. Εύκολο είναι να ορίζης διακόσια γίδια; Μόνο το πετροβόλημα που κάνει ο Λάμπρος δώθε κείθε, η φωνή, το σφύριγμα, το τρέξιμο για να συμμαζεύη τόσο άταχτα ζωντανά, θα κούραζε κι ένα μεγάλο.
Έπειτα ο Λάμπρος περπατεί τη νύχτα στις ερημιές˙ θα μπορούσε να κάμη το ίδιο κι ο Φάνης; Να μείνη έτσι ώρες μοναχός με ίσκιους από δέντρα κι από πέτρες μέσα στο σκοτάδι; Να που ένα βλαχόπουλο ξέρει πολλά πράματα.
Ο Δήμος κι ο Φάνης προχώρησαν κατά το Λάμπρο, καθώς στεκόταν με την γκλίτσα του ορθή και στημένη. Τώρα το μικρό αυτό βλαχόπουλο με τα μαύρα μάτια το έβλεπαν σαν άντρα.
«Γειά σου, Λάμπρο» του είπαν.
Ο Λάμπρος αφού τους κύταξε από το κεφάλι ως τα πόδια απάντησε:
«Γειά σ’!»
Καλά πάμε. Είπε μια λέξη.
«Τί κάνει η Αφρόδω, καλά είναι; Ο παππούλης;».
-«Καλά κι σι χαιρετάν!».
Τέσσερες λέξεις κιόλας. Ο Δήμος και ο Φάνης κάθισαν.
Ένα σχολείο εκεί που δεν το περίμενε κανείς.
Έπειτα από λίγες στιγμές ο Λάμπρος, ορθός καθώς ήταν, ρώτησε:
«Πού τόχετε το χαρτί;».
-«Ποιό χαρτί; Ρώτησαν τα παιδιά.
-«Να, το χαρτί που σας μαθαίνει τα γράμματα».
-«Το βιβλίο θέλεις να πης; Το έχομε στο σπίτι. Τί να το κάνωμε δω. Έχομε, βλέπεις, διακοπές».
-«Τ’ είν’ αυτές οι διακοπές; Πράματα;».
-«Όχι, Λάμπρο, θέλομε να πούμε πως το καλοκαίρι δεν έχομε σχολείο˙ λοιπόν δεν έχομε και χαρτιά κοντά μας. Το θέλεις τίποτα το βιβλίο;».
Δε μίλησε. Μα σαν έσκαψε πάλι το χώμα δυο τρεις φορές με την πατούσα του και ξεροκατάπιε, είπε ξαφνικά και δυνατά:
«Με μαθαίνετε το άλφα;».
-«Ποιός, εμείς;».
-«Άμ ποιός! Εσείς που ξέρετε τα γράμματα».
Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν και σα να συνεννοήθηκαν μονομιάς, απάντησαν και τα δυο:
«Ακούς λέει, Λάμπρο!».
-«Τώρα κιόλας» είπε ο Λάμπρος.
-«Τώρα δα! Μα δεν έχομε βιβλίο».
-«Έχω γω».
Και βάζοντας τα δάχτυλα στο σελάχι του, τράβηξε από μέσα ένα φύλλο χαρτί με τυπωμένα γράμματα μαύρα και κόκκινα.

Ήταν ένα φύλλο από τα ιερά βιβλία της εκκλησίας.
‘Ιλάσθητί μου των αμαρτιών…» διάβασε ο Δήμος. Το φύλλο είχε και σταλάματα κεριών από εσπερινό ή αγρυπνία. Ποιός ξέρει που το είχε βρει ο Λάμπρος και το μάζεψε. Απ’ αυτό κοίταζε ο καημένος να μάθη γράμματα, μοναχός του!
Τάχα τόσοι παλιοί παππούληδες και προσπάπποι μας δεν έμαθαν να διαβάζουν από τον Απόστολο;
«Να το άλφα!» είπε ο Λάμπρος, κι έδειξε με το δάχτυλό του στο φύλλο ένα άλφα κεφαλαίο.
-«Α μπράβο! Τώρα θα μας δείξης και το βήτα»˙
-«Αμ αν ήξερα το βήτα!» είπε ο Λάμπρος. Τότε του είπαν να καθίση και να βλέπη τι του δείχνουν στο χαρτί, κι ό,τι λένε, να λέη κι αυτός.
Ο Λάμπρος φράπ! Κάθισε σταυροπόδι με μοναδική ευκολία. Εκεί άρχισε το μάθημα.
«Τούτο είναι το μικρό άλφα. Τούτο είναι το βήμα… τούτο είναι το έψιλον… δδδ……..μμμμμμμμμμμ……….δε……..ο…….με……..θα…….σου».
Έτσι έγινε το πρώτο μάθημα. Ο Λάμπρος κοίταζε να τ’ αρπάξη όλα τα γράμματα εκείνη την ώρα.

Όχι λοιπόν, δεν ήταν αγρίμι. Αν φάνηκε έτσι την πρώτη φορά στην καλύβα, ήταν από τη στενοχώρια του, που είδε παιδιά του σχολείου.
Μήνες τώρα έχει τα γράμματα κρυφό καημό. Άκουσε πως πολλοί πιάνουν μια φυλλάδα και τη διαβάζουν από πάνω ως κάτω νερό˙ πως άλλοι μπορούν και μετρούν ίσαμε τα χίλια.
Να ήξερε κι αυτός να μετρήση τα γίδια του! Λέει στην τύχη πως είναι καμιά διακοσαριά, μα δεν το ξέρει.
Να γιατί βλέποντας τα παιδιά πρώτη φορά, ντράπηκε. Νάξερε να βουτήξη στο μελάνι και να βάλη τόνομά του, έτσι σαν τον παππούλη του το Γεροθανάση!
Τί είναι αυτός τι είναι κείνα; Τούτος δεν ξέρει άλλο από τα γίδια και το σουγιά του˙ ενώ εκείνα μπορούν να βάλουν όλα τα γράμματα στη γραμμή, να τα εξηγήσουν και να πούνε και τον Απόστολο.
Να τον εμάθαιναν και το Λάμπρο! Να η ώρα. Αν τα μάθη, τάμαθε˙ τώρα, τούτο το βράδυ.
«Φτάνει γι’ απόψε, Λάμπρο» του λέει ο Φάνης. «Δε μαθαίνονται όλα μαζί. Τώρα να διαβάσης το χαρτί μοναχός σου, κι αύριο πάλι θα δούμε τι έμαθες».
Τι είδε ο Λάμπρος όταν τελείωσε το μάθημα.
Ο Λάμπρος υπάκουσε σαν καλός μαθητής. Μα όταν σήκωσε το κεφάλι του από το χαρτί και κύταζε γύρω, πήδησε σα να τον κέντρισαν οι σφήκες.
Τα γίδια είχαν φύγει! Μόλις κατάλαβαν πως ο τσοπάνης είχε το νου του αλλού, σκόρπισαν στους ψηλούς γκρεμούς.
Πολύ λίγα είχαν μείνει κάτω. Τα πιο πολλά προχώρησαν απάνω στο μεγάλο βράχο˙ άλλα είχαν χαθή στις σκισμάδες του, άλλα είχαν σκαρφαλώσει στα κοτρόνια.
Πέντ’ έξι, τα τρελότερα, τα είδε ο Λάμπρος ανεβασμένα ψηλά στην κορυφή.
Στο ηλιοβασίλεμα, καθώς λιγόστευε το φως, φαίνονταν ίσκιοι μαύροι απάνω στον ουρανό, καθώς η μαύρη μελάνη απάνω στο χαρτί. Από κει απάνω ατάραχα κοίταζαν το Λάμπρο, σα να του έλεγαν:
«Τι καλά που κάνεις να διαβάζης την άλφα!».
Τότε ο τσοπάνης άρχισε τρέξιμο, σφύριγμα και πετροβόλημα.

Ένας δάσκαλος στην κοινότητα.
Καλά˙ του έμαθαν, ας πούμε, την άλφα˙ τον έμαθαν να συλλαβίζη˙ μα ύστερα; Κι ο Φάνης κι ο Δήμος νιώθουν πως δε θα μπορέσουν να διαβάσουν το παιδί πάρα πέρα. Πρέπει να το πάρη κάποιος καλύτερος απ’ αυτούς.
Φτάνοντας στις καλύβες, διηγήθηκαν τι είχε γίνει.
«Να, ένα τόσο δα μικρό είναι» είπε ο Φάνης. «Και να δήτε πως τα κύταζε τα γράμματα, και πως τάπαιρνε».

Όλα τα παιδιά συγκινήθηκαν μ’ αυτή την ιστορία. Θέλουν να έρχεται ο Λάμπρος εκεί, να τον διαβάζη πότε ο ένας πότε ο άλλος.
«Όχι, ένας να τον διαβάζη» είπε ο Αντρέας.
Ποιός θα είναι αυτός; Στη στιγμή συλλογίστηκαν ποιος ξέρεις τα περισσότερα γράμματα, και διάλεξαν το Δημητράκη. Αυτός θα διαβάζη το βλαχόπουλο.
Λοιπόν γίνεται στην κοινότητα και σχολείο.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.