Ο Άγνωστος συνταξιδιώτης – π. Δημητρίου Μπόκου.

«Εγερθείς παράλαβε το Παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον» (Ματθ. 2, 13)

Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή. Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέ-μισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξα-ναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυ-τρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ει-ρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώ-δη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύ-λιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται κα-λά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρό-μος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο ά-κουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στρά-τευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγ-μή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να πα-ρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναι-κείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φω-νές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγάσι-γά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφτα-ναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυ-νο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλ-λού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπο-ρούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χα-μήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυ-τός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλε-ος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προ-στάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύ-ψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτο-στιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπρο-στά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κα-τάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μή-πως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρα-τιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρι-σκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουρ-γίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθη-κε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέ-σως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε α-ντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρό-νου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυ-σιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λό-γον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώ-σωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες απο-κτέννεσθαι ως και αυτοί». Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έ-σμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών», ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρ-κώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Ά-βελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μό-λις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλ-λογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπό-ρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πο-ρεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περι-οχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε ά-γνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξε-νες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσι-νη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συ-στάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Ά-νοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κα-τέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλω-σε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο λη-στής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαρι-ζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύ-ζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βα-θιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή; «Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκα-λιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μη-τέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρα-τηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χα-μόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παι-δικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέ-φος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ι-ουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομι-κός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετι-κούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύ-ναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυνα-μία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτι-κά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύ-χτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξε-νευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παρά-ξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ού-τε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρω-ναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρω-μα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβό-ταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμό-γελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύ-τηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώ-πων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειά-στηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθη-κε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέ-φος και τη λοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξή-γηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους έ-νας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοίδαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρω-ποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλα-βαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δι-καιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπο-ρούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βρα-χίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε ση-μεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραται-ούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύνα-μο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Ανα-γνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του. Αποκρυπτογραφούν στη δική του κί-νηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να δια-βάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν». Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
«Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα, «ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για «τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!

Χριστούγεννα 2017

«Α ν τ ι ύ λ η».

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.