Ο άνθρωπος που τρώει το δάσος: Τα παιδιά ειδοποιούν τους χωροφύλακες: Τα πληγωμένα πεύκα: Τα παιδιά γίνονται δασοφύλακες – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο άνθρωπος που τρώει το δάσος.

Οι Πουρναρίτες, έλεγε ο κυρ Στέφανος, είναι από το χωριό Πουρνάρι, που βρίσκεται χαμηλά, κάπου δυόμισυ ώρες από το Χλωρό.
Πολλοί απ’ αυτούς το είχαν επάγγελμα να ζούνε ρημάζοντας το δάσος. Πάνε μια νύχτα και δίνουν τσεκουριές σ’ ένα μεγάλο έλατο, που μπορεί να δώση πολύ και γερό ξύλο.
Γκρεμίζουν τον έλατο και τον κομματιάζουν. Ύστερα φορτώνουν τα κούτσουρα στο μουλάρι και τα πηγαίνουν λίγα λίγα στο χωριό.

Άλλοι πάλι ξεφλουδίζουν λίγο τον έλατο γύρω γύρω για να ξεραθή. Ύστερα από καιρό πηγαίνουν και τον κόβουν.
Πολλοί απ’ αυτούς στην άκρη του δάσους καίνε τους θάμνους και τα δέντρα για να κάμουν χωράφια. Κι ύστερα προχωρούν μέσα στο δάσος. Έτσι με τον καιρό γυμνώνουν ράχες ολόκληρες.
Εδώ και δυο χρόνια έχουν αρχίσει να βγάζουν κρυφά ρετσίνι. Πολλά από τα πιο όμορφα πεύκα του Χλωρού είναι πελεκημένα και γδαρμένα.
Έτσι οι Πουρναρίτες μπήκαν στο δάσος, όπως το σκουλήκι μπαίνει στον κάμπο και το σαράκι στο ξύλο.

Τα παιδιά ειδοποιούν τους χωροφύλακες.

Το πρώτο που ρώτησαν τα παιδιά όταν άκουσαν αυτά, ήταν αν έχη φύλακες το δάσος.
Τους είπαν πως υπάρχουν δύο δασοφύλακες. Μα το δάσος είναι τόσο μεγάλο, που δεν μπορούν να βρίσκωνται παντού αυτοί οι δυο. Θέλουν ώρες να το περάσουν.
Έπειτα ένας απ’ αυτούς πρέπει να βρίσκεται στους λοτόμους, μην τύχη και κόψουν δέντρα που δεν πρέπει να κοπούν.
Μένει ένας δασοφύλακας, κι αυτός πρέπει να φυλάξη όλο το δάσος.

«Και τι, από το δασοφύλακα πρέπει να τα περιμένωμε όλα;» είπε ο Μπαρμπακώστας. «Εμείς τί είμαστε; Καθένας που περνάει από δω μέσα, πρέπει να φυλάξη το δάσος. Κάθε άνθρωπος, όπου βρίσκεται, πρέπει να το προστατεύη όπως μπορεί. Εγώ έκαμα το χρέος μου».
Αφού ένας άνθρωπος αγράμματος κινδύνεψε για να σώση τα δέντρα, αξίζει δα να κοπιάσουν γι’ αυτά και τα παιδιά.
Ο Αντρέας τους είπε το άλλο πρωί ποιο είναι το χρέος τους.
Πέντε παιδιά έτρεξαν στο Μικρό Χωριό και ειδοποίησαν τους δυο χωροφύλακες που είναι εκεί πως πλήγωσαν τον Μπαρμπακώστα.
Άλλα πέντε πήγαν στους λοτόμους και ειδοποίησαν το δασοφύλακα για την καταστροφή που γίνεται στα πεύκα του Χλωρού.
Ο Μπαρμπακώστας ξύπνησε σήμερα καλύτερα. Τη νύχτα είχε πόνους, μα το δέσιμο της πληγής του με καθαρό επίδεσμο και το αντισηπτικό έφεραν αποτελέσματα.
Τα παιδιά του έφεραν από τους βλάχους μια μεγάλη κούπα γάλα και την ήπιε σιγά σιγά. Ύστερα βγήκε έξω στον καθαρό αέρα και κουβέντιαζε. Να ένας άνθρωπος που αγάπησε το δάσος!
Πουρναρίτης είναι κι ο Μπαρμπακώστας. Αν ζούσε κι αυτός με λαθραία ξυλεία, τί θα κέρδιζε; Θα ήταν κλέφτης, χωρίς να είναι ούτε πιο ήσυχος ούτε πιο πλούσιος.
Εικοσιπέντε χρόνια ζη από το δάσος χωρίς να το βλάψη ο Μπαρμπακώστας. Έγινε κορφολόγος. Μαζεύει και πουλεί ρίγανη, λεβάντα, θυμάρια και βότανα σπάνια, για τα φαρμακεία και τα σπίτια.
Όταν περνά από την πόλη, τι ευωδιά που χύνει το σακί του!

Τα πληγωμένα πεύκα.

Το απόγευμα ήρθε ο δασοφύλακας.
Η πρώτη του δουλειά ήταν να κατεβή στο μέρος που του έδειξε ο Μπαρμπακώστας. Εκεί τον ακολούθησαν τα παιδιά. Για πρώτη φορά είδαν πληγωμένα πεύκα.
Μια τσεκουριά κατέβαινε από πάνω από τη μέση τους, κι έφτανε ως τη ρίζα. Ήταν μια πληγή ανοιχτή, η μεγαλύτερη πληγή που μπορούσε να δη κανένας˙ δε θα έκλεινε ποτέ. Και αν ήθελε να κλείση, άλλες τσεκουριές την κρατούσαν ανοιχτή.
Μερικά πεύκα σχεδόν τα είχαν γδύσει. Δεν είχαν αφήσει στο κορμί παρά λίγη φλούδα. Φαίνονταν σαν το κρεμασμένο σφαχτό. Απ’ αυτές τις πληγές έτρεχε άσπρο ρετσίνι. Το ρετσίνι ακολουθούσε την τσεκουριά και στάλαζε κάτω σε μια λακκούβα, που την είχαν ανοίξει προς τη ρίζα των πεύκων, επίτηδες γι’ αυτό.
Όλη αυτή η σφαγή ήταν για το ρετσίνι˙ για λίγες δραχμές που θα έβαζαν οι Πουρναρίτες στο σελάχι τους, αν το πουλούσαν.

Τα πληγωμένα πεύκα θα πεθάνουν σε λίγον καιρό. Θα πέσουν από τον πρώτο δυνατό αέρα ή θα ξεραθούν, γιατί δε θα έχουν πια χυμό.
Το τέλος τους το έχουν νιώσει, και όμως τραγουδούν˙ σαλεύουν και φυσούν όπως τ’ άλλα, τα γερά πεύκα.
Με το κομμάτι κορμό που τους έμεινε πίνουν από τη γη όσο χυμό μπορούν ακόμη˙ πρασινίζουν, έχουν ίσκιο.
Έτσι σακατεμένα μπορούν να δροσίζουν τους ανθρώπους. Το φυσικό τους είναι να κάνουν το καλό, δεν αλλάζει.
Δέντρα, περήφανα δέντρα!

Τα παιδιά γίνονται δασοφύλακες.

«Από αύριο θα φέρω το φυλακείο μου εδώ πέρα» είπε ο δασοφύλακας. «Μου χρειάζεται όμως βοήθεια. Πρώτα μια καλύβα˙ έπειτα πρέπει να μπορώ να ειδοποιήσω τους χωροφύλακες που είναι στο Μικρό Χωριό ή το σταθμάρχη της Πέτρας, καθώς και το δεύτερο δασοφύλακα, που είναι στους λοτόμους. Πρέπει ακόμη να έχω μια δεύτερη βάρδια, στην ανάγκη και τρίτη».

Ο Αντρέας όταν άκουσε αυτά, έβγαλε από την τσέπη του μια σφυρίχτρα. Ύστερα έκαμε σημείο στ’ άλλα παιδιά, να βγάλουν τη σφυρίχτρα τους και να σφυρίξουν μονομιάς όλοι, μόλις κουνήση το χέρι.
Μια βροντερή σφυριξιά ακούστηκε από δέκα σφυρίχτρες. Μπορούσε ν’ ακουστή αρκετά μακριά.
«Αν εμείς τα παιδιά χρειαζόμαστε, είπε ο Αντρέας, είμαστε εδώ. Έχομε τη σφυρίχτρα μας, το ραβδί μας και το σακούλι μας. Μπορούμε να πάμε στο Μικρό Χωριό και στη Πέτρα και στους λοτόμους».
-«Αυτό θα είναι μια καλή δουλειά», είπε ο δασοφύλακας.
-«Και βάρδια θα φυλάξωμε» είπε ο Αντρέας. «Μη μας βλέπεις μικρούς˙ είμαστε εικοσιέξι».
Ο δασοφύλακας κοίταξε τα παιδιά με περιέργεια. Τα είδε ηλιοκαμένα˙ φαίνονταν παιδιά με θάρρος. Ο Αντρέας έμοιαζε παιδί που ξέρει να οδηγή.
«Ποιόν έχετε μαζί σας εδώ;» ρώτησε. «Ποιός σας συντροφεύει;».
-«Κανένας».
-«Μονάχοι σας είστε;».
-«Μονάχοι».
-«Από πότε;».
-«Από μια βδομάδα».
-«Παιδιά που μπορούν να μείνουν εδώ μόνα τους, μπορούν να βοηθούν και το δασοφύλακα. Ελάτε μαζί μου».
Τους πήρε και τους πήγε σ’ ένα μέρος με πυκνά δέντρα. Εκεί τους ώρισε πώς να φυλάξουν τη νύχτα και τι θα κάμουν, αν τύχη κι ακούσουν τσεκούρι στα δέντρα.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.