Δασοφύλακες, γρηγορείτε! – Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά – Το μαύρο τραγάκι – Το τραγούδι της Αφρόδως – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Δασοφύλακες, γρηγορείτε!
Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθή κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα, είτε τώρα, είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.
Όταν βρίσκωνται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.
Οι δεντροκόποι δεν πέρασαν καλά.
Την πρώτη βραδιά δεν ήρθε ο εχθρός. Ήρθε όμως τη δεύτερη.
Εκεί κάπου ακούστηκαν τρεις τσεκουριές. Εκείνος που χτυπούσε σταμάτησε λίγα λεπτά, για ν’ αφουγκραστή φαίνεται γύρω. Έπειτα ξανάδωσε άλλες τρεις.
Τότε σφύριξαν έξαφνα στο σκοτάδι δεκαπέντε σφυρίχτρες. Πρώτα καθεμιά χωριστά, έπειτα κι οι δεκαπέντε μαζί,, δυνατά, πολύ δυνατά.
Σ’ αυτό το ξαφνικό οι δεντροκόποι τα έχασαν. Πού πήγαν, από πού, δεν κατάλαβε κανείς. Χάθηκαν. Στο δάσος ξανάγινε σιωπή.

Την άλλη μέρα βρέθηκε εκεί ένα τσεκούρι κι ένα σκοινί. Δε θάρθουν να το ζητήσουν. Οι Πουρναρίτες από κείνη την ώρα έχουν καταλάβει πως δεν μπορούν πια να γυμνώσουν το δάσος.
Καθώς έχουν μείνει άγριοι και αγράμματοι χωριάτες, ο φόβος τους τα μεγαλώνει όλα. Και πιστεύουν όλα όσα φοβούνται.
Οι γριές εξήγησαν τις σφυριξιές εκείνες σα γριές. Είπαν πως είναι από στοιχειά. Τα μεγαλύτερα στοιχειά, καθώς λένε οι γριές, είναι μέσα στο λόγγο.
Οι Πουρναρίτες, αν κι έχουν περπατήσει νύχτα πολλές φορές, πίστεψαν τις γυναίκες. Το ξαφνικό εκείνο, που το διηγήθηκαν οι φοβισμένοι δεντροκόποι, από στόμα σε στόμα μεγάλωσε. Και καθώς μέσα στο άγριο αυτό χωριό έμειναν οι άνθρωποι αγράμματοι, η ιστορία γύριζε μέρα και νύχτα. Και όσο γύριζε τόσο πιο φοβερή γινόταν.
Στο τέλος μερικοί από τους χωριάτες πίστεψαν πως ο Χλωρός είχε στοιχειώσει.

Απάνω στο φόβο αυτόν ήρθε κι ο φόβος της εξουσίας. Οι Πουρναρίτες είδαν τους δυο χωριανούς των που είχαν χτυπήσει τον Κώστα τον Κορφολόγο, να πηγαίνουν στη φυλακή δεμένοι, ανάμεσα σε τέσσερες χωροφύλακες. Την τιμωρία τους τη χρωστούμε στα παιδιά, που είχαν τρέξει στο Μικρό Χωριό και ειδοποίησαν τους χωροφύλακες.
Στην κορφή ενός πεύκου, σε ψηλό μέρος, τα παιδιά έχουν δέσει κι ένα άσπρο πανί, για σημαία. Αυτή φαίνεται κάμποσο μακριά και δείχνει πως υπάρχουν εκεί φύλακες.
Η μικρή δασοφυλακή μας έκαμε το χρέος της. δεν ησύχασε όμως μ’ αυτό. Εξακολουθεί τις βάρδιες.
Πάντα είναι έτοιμη!
Το μαύρο τραγάκι.
Ο Λάμπρος ήρθε στο μάθημα και προχτές και χτες και σήμερα.
Κοιτάζει το ρολόγι του κι έρχεται ταχτικά την ίδια ώρα. Το ρολόγι του Λάμπρου είναι μια ξερή αγριαχλαδιά. Στις δέκα το πρωί πέφτει ο ίσκιος της απάνω στο σημάδι. Τότε ξεκινά ο μαθητής τρέχοντας κι έρχεται στο Δημητράκη.
Δόξα σοι ο Θεός, τα γίδια την άλλη φορά τα μάζεψε, εκτός από ένα. Ένα τραγάκι, ένα μαύρο τραγάκι, δεν μπόρεσε να το βρη πουθενά.
Όταν το είπε του παππού, τον έπιασε μεγάλος θυμός.
«Να πας πίσω, είπε ο παππούς, να μου βρης το τραγάκι. Ότι έχω κείνο το μικρό, δεν έχω όλο το κοπάδι»!.

Ο Λάμπρος την άλλη μέρα πρωί πρωί πήγε πίσω, κι άρχισε ν’ ανεβαίνη πάλι όλους τους γκρεμούς. Έψαξε στους θάμνους, έρριξε πέτρες παντού, σφύριξε, φώναξε «τσέπ! Τσέπ! Τσέπ! Τίποτα. Είχε απελπιστή.
Τη στιγμή που κίνησε να φύγη, το τραγάκι πρόβαλε από μια πράσινη τούφα. Ούτε κινήθηκε ούτε βέλαζε˙ μόνο τον κοίταξε.
Ήταν ξεχασμένο μέσα στο άγριο κλαρί. Μια νύχτα έζησε στο πουρνάρι και στην κουμαριά, και ξέχασε και κοπάδι και βοσκή.
Ο Λάμπρος το κυνήγησε λίγο, το τσάκωσε από το πίσω πόδι με την γκλίτσα του, το πήρε στον ώμο και το έφερε πίσω.

Όταν το είδε ο Γεροθανάσης χάρηκε, μ’ όλες τις έξι χιλιάδες τα ζωντανά του.
Αφού το άρπαξε από τα μικρά του κέρατα και το έφερε στα γόνατά του, φώναξε τάχα σα θυμωμένος:
«Φέρε γρήγορα το μαχαίρι να το σφάξω». Το τραγάκι βέλαξε «μέε… μέεεε….». Και το χνότο του, καθώς άνοιξε το στόμα, μοσκοβόλησε από το άγριο κλαρί.
«Τί είπες;» φώναξε ο Γεροθανάσης, σηκώνοντας το χέρι σα να κρατούσε τάχα μαχαίρι. «Να μη σε σφάξω είπες; Όχι, θα σε σφάξω, τώρα κιόλας! Στις μυρουδιές μου ξεχάστηκες έ; Άγγιχτη κουμαριά μούθελες! Ας είναι, ας έχης χάρη σήμερα. Ξέρω γω! Θα σε σφάξω στο γάμο της Αφρόδως».
Έτσι είπε και τ’ απόλυσε να πάη μαζί με τ’ άλλα.

Όχι, δε θα το σφάξη ούτε στο γάμο της Αφρόδως. Ας είναι άταχτο˙ ξέρει όμως να κυνηγά τις ευωδιές˙ ξέρει να βρίσκη το άγγιχτο κλαρί.
Ο Γεροθανάσης το έχει στην καρδιά του. Μια μέρα φαίνεται πως θα το κάμη κεσέμι!
Το τραγούδι της Αφρόδως.
Η Αφρόδω ήρθε σήμερα μαζί με το Λάμπρο, να δη τ’ αδέρφια της. Έναν αδερφό είχε, το Λάμπρο, και τώρα έγιναν εικοσιέξι!
Μα και τα παιδιά ποτέ δεν έλεγαν πως θα έβρισκαν εκεί απάνω τόσο καλή αδερφή.
Εδώ και τρεις μέρες τους είπε το πιο καλό παραμύθι. Είπε για ένα κάστρο που είχε πόρτες ατσαλένιες και κλειδιά αργυρά˙ για της Ωριάς το κάστρο.
Προχτές τραγούδησε στο Φάνη και στο Δημητράκη ένα τραγούδι που άρχιζε με τα λόγια: «Απόψε νειρευόμουνα». Το είπε χαμηλοβλέποντας και κοιτάζοντας τη ρόκα.
Απόψε νειρευόμουνα
-μητέρα, μητερίτσα μου-
ψηλόν πύργον ανέβαινα,
σε περιβόλι έμπαινα,
και δυο ποτάμια με νερό,
-ξήγα, μητέρα μ’, τ’ όνειρο…

Να είχε δει και κείνη τέτοιο όνειρο; Ήταν κάτι λυπητερό σ’ αυτό το τραγούδι. Μα όταν το τελείωσε, χαμογέλασε. Κι άμα η Αφρόδω χαμογελαστή, όλα είναι καλά.

Τόσο την έχουν αδερφή, που σήμερα την έβαλαν σε ράψιμο.
«Ράψε, Αφρόδω, τούτο το κουμπί».
-«Ράψε μου τον αγκώνα που σκίστηκε».
Όσο κι αν είχαν μάθει στην ερημιά να ράβωνται μόνοι τους, ήθελαν το ράψιμο της Αφρόδως. Πάντα πιο καλά ράβουν οι γυναίκες.
Η Αφρόδω κάθισε και μπάλωσε δυο τρεις. Αν μπορή να μπαλωθούν δασοφύλακες! Ύστερα πήρε τη ρόκα κι άρχισε να γνέθη.
«Τώρα να μας πη κανένα παραμύθι!» συλλογίστηκαν τα παιδιά.
Όχι, δεν τους είπε παραμύθι˙ τους είπε την ιστορία του Γιάννη από το Πουρνάρι. Μια ιστορία που την ξέρουν όλοι, μεγάλοι και μικροί.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.