Τα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής: Η άρνησις του Πέτρου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρείτου.

(Ματθ. κστ, 69-75. Μάρκ. ιδ, 66-72. Λουκ. κβ, 54-62. Ιωάν. ιη, 15-18,25-27)

Στο μεταξύ, ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή1. Την ώρα όμως που πήγαινε στην αυλόπορτα, τον είδε μια άλλη δούλη, και τους λέει: «Ήταν κι αυτός εκεί με τον Ιησού τον Ναζωραίο». Εκεί τον πλησίασε μια δούλη και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού τον Γαλιλαίο». Αυτός όμως αρνήθηκε μπροστά σ’ όλους αυτούς λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λές». Την ώρα όμως που πήγαινε στην αυλόπορτα, τον είδε μια άλλη δούλη, και τους λέει: «Ήταν κι αυτός εκεί με τον Ιησού τον Ναζωραίο». Και πάλι αυτός αρνήθηκε, ορίστηκε μάλιστα: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο».2

Ύστερα από λίγο πλησίασαν οι παρευρισκόμενοι κι είπαν στον Πέτρο: «Ασφαλώς είσαι κι εσύ απ’ αυτούς˙ σε προδίνει ο τρόπος που μιλάς». Τότε εκείνος άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο!». Κι αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός.3 Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια που του είχε πει ο Ιησούς: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θ’ αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Βγήκε τότε έξω και έκλαψε πικρά.4

ΣΧΟΛΙΑ

1 Στο μεταξύ, ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή.
Ο τόπος του πειρασμού.

Ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, ότι το θερμόν υπέρ του Διδασκάλου ενδιαφέρον του Πέτρου τον ωδήγησεν έως την εσωτέραν αυλήν του αρχιερέως. Όμως η αυλή εκείνη θα γίνη δια τον Πέτρο τόπος που όταν τον ενθυμήται, θα κλαίη πικρά. Διότι εκεί, εις την αυλήν, θα πραγματοποιηθή η πρόρρησις του Διδασκάλου «απαρνήση με τρις». Εάν εκεί δεν εισήρχετο ο μαθητής, αλλά απεμονώνετο κάπου και προσηύχετο θερμώς να τον στηρίξη ο Κύριος και να μη πραγματοποιηθή ο λόγος της προφητείας, δεν θα έπιπτε. Αλλά λησμονούμεν πολλάκις την αδυιναμίαν μας. Και ρίπτομεν τον εαυτόν μας εις κινδύνους και διακινδυνεύομεν την ψυχικήν μας ακεραιότητα, παραθεωρούντες ότι είμεθα αδύνατοι, «κάλαμοι υπό ανέμων σαλευόμενοι». Όταν χωρίς να το θέλωμεν και να το επιζητούμεν πίπτωμεν εις έναν πειρασμόν, τότε να έχωμεν την πεποίθησιν, ότι ο αγαθός Θεός δεν θα μας αφήση αβοηθήτους. Εάν όμως οι ίδιοι ρίπτωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμόν, πώς θα περιμένωμεν την θείαν βοήθειαν και αντίληψιν;

Δι’ αυτό προσοχή μεν μεγάλη απαιτείται να μη πλησιάζωμεν όπου υπάρχει πειρασμός, θερμή δε προσευχή να αναπέμπεται εις τον Δυνατόν να μη επιτρέπη να κυριευώμεθα οπωσδήποτε από αυτόν. Εάν δε ποτέ δεν προσέξωμεν και παρασυρθώμεν, να μας ανοίξη συντόμως τα ψυχικά μας μάτια και να μας εμβάλη τον άγιον φόβον του, ώστε συντόμως και χωρίς χρονοτριβήν να απομακρυνθώμεν από εκεί.
( Αρχιμ. Γεώργιος Δημόπουλος.)

2 Και πάλι αυτός αρνήθηκε, ορκίστηκε μάλιστα: «Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο».

Αλλά και τούτο είναι άξιον προσοχής. Με το πρώτον ψεύδος και με την πρώτην άρνησιν έγινεν η πρώτη πρώσις. Αφού αυτή επραγματοποιήθη, αι άλλαι είναι εύκολοι. Ενόμισεν, ότι ένα ακόμη ψεύδος θα έθετε τέρμα εις το ζήτημα και αι ενοχλητικαί ερωτήσεις θα εσταματούσαν. Και προχωρείς εις την δευτέραν πτώσιν. Είπαν, και έχουν πολύ δίκαιον, ότι η αμαρτία, ή μάλλον αι πτώσεις εις την αμαρτίαν, ομοιάζουν με την πέτραν που κυλά από υψηλόν μέρος. Όταν είναι στερεωμένη εις τον τόπον της, είναι ακίνητος. Όταν όμως κυλίση, δεν σταματά πουθενά, παρά μόνον, όταν φθάση εις μέρος επίπεδον και βαθύ. Και μάλιστα κάθε στροφή της προς τα κάτω της δίδει μεγαλυτέραν ταχύτητα καθόδου. Το ίδιον συμβαίνει και με την αμαρτίαν. Όταν ο πιστός δεν ανοίγη σχέσεις μαζί της, είναι ασφαλής. Όταν όμως κάμη την πρώτην υποχώρησιν και υποστή την πρώτην πτώσιν, τότε έρχονται διαδοχικώς και αι άλλαι, και δεν σταματά πουθενά. Είτε διότι εθίζεται εις την αμαρτίαν, είτε διότι αρχίζει και τα δικαιολογεί όλα και του έρχεται η σκέψις, ότι μια και καλή
θα τα εξομολογηθή όλα μαζή.

Ό,τιδήποτε και αν συμβαίνη, ένα είναι βέβαιον˙ ότι δηλαδή, όταν ανοίξη ο δρόμος προς την αμαρτίαν, πολύ δύσκολα κλείει. Προσοχή, λοιπόν, εις την πρώτην πτώσιν. Προσοχή να μη ανοίξη κανείς σχέσεις με την «ευπερίστατον αμαρτίαν». Προσοχή, αλλά και προσευχή θερμή να φυλάττη ο Θεός τα παιδιά του και να φεύγουν μακράν από την καταστρεπτικήν αμαρτίαν.
( Αρχιμ. Γεώργιος Δημόπουλος.)

3 Τότε εκείνος άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο!». Κι αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός.

Δόξα τω Θεώ! Υπάρχουν ξυπνητήρια. Υπάρχουν αλέκτορες. Ο ένας είνε πολύ πλησίον μας. Είνε η συνείδησις ενός εκάστου ανθρώπου. Αυτή διαρκώς φωνάζει και διαμαρτύρεται. Άλλ’ όπως όταν φυσούν δυνατοί άνεμοι και εγείρωνται θύελλαι, το λάλημα του αλέκτορος, όχι μόνον ενός αλέκτορος, αλλά πολλών ομού αλεκτόρων αι φωναί δεν ακούονται, διότι πνίγονται μέσα εις την θύελλαν, κατά παρόμοιον τρόπον και η φωνή της συνειδήσεως, όταν διαπράττωνται φρικτά εγκλήματα και επικρατούν αι θύελλαι των παθών, δεν δύναται ν’ ακουσθή. Ο αμαρτωλός εν καιρώ του πάθους δεν ακούει την φωνήν της συνειδήσεως. Άλλ’ όταν μετά την εκτέλεσιν της αμαρτωλής επιθυμίας παρέλθη ολίγος τις ή πολύς χρόνος και η θύελλα του πάθους κοπάση, τότε ο αλέκτωρ, η συνείδησις, λέγω, αρχίζει ν’ ακούεται ευκρινώς και ο αμαρτωλός αρχίζει ν’ ανησυχή.

Ελεγχόμενος δε ο αμαρτωλός υπό της ιδίας συνειδήσεως έρχεται εις συναίσθησιν του κακού που έχει διαπράξει και ενθυμείται τους λόγους του Ευαγγελίου και το βλέμμα του συναντάται με το βλέμμα του Εσταυρωμένου που τον καλεί εις μετάνοιαν και συγκινείται και κλαίει πικρώς, και ο άγγελος της μετανοίας πλησιάζει και ακούει τους λυγμούς του: Χριστέ! Εις κάποιαν στιγμήν του πάθους μου σε ηρνήθην. Δεν έπρεπε να σε αρνηθώ. Το έγκλημά μου είνε βαρύ. Συγχώρησιν τώρα ζητώ. Συ ο οποίος έδωκες συγχώρησιν εις τον Πέτρον, μη μου αρνηθής την χάριν σου.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

4 «Και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς»

Το βλέμμα του Κυρίου συνωδεύετο από χάριν υπερφυσικήν. Αποτέλεσμα δε της χάριτος αυτής ήτο η βαθεία συναίσθησις, η οποία ανεπτύχθη εις την καρδίαν του Πέτρου εκ της μεγάλης του πτώσεως. Και τώρα αφήκε πλέον την αυλήν, όπου τόσον ημάρτησε, και εβγήκε έξω. Εβγήκε και ήρχισε να κλαίη πικρά. Από αυτής της στιγμής ο μαθητής ευρίσκεται εις την κατάστασιν της μετανοίας και της συντριβής. Ημάρτησεν εκ στιγμιαίας συναρπαγής, εκ στιγμιαίου παροξυσμού. Μόλις όμως συνησθάνθη την αμαρτίαν του, μετενόησεν ειλικρινώς και έκλαυσε πικρώς, δια να είναι υπόδειγμα εις όλας τας γενεάς των πιστών αληθινής μετανοίας δι’ όλους τους αμαρτωλούς. Επέτρεψεν ο Θεός την πτώσιν του εκείνην δια να αποκαλυφθή ολόκληρος μεν η αδυναμία του ανθρώπου και τα φοβερά επακόλουθα της αυτοπεποιθήσεως, να δειχθή όμως και η θεία ευσπλαγχνία και αγαθότης, η οποία συγχωρεί τον αμαρτωλόν και δέχεται τον μετανοούντα.

Αμαρτάνομεν και ημείς καθημερινώς. Αμαρτάνομεν με την σκέψιν, με την καρδίαν, με τας αισθήσεις. Αμαρτάνομεν και παροργίζομεν τον αγαθόν μας Πατέρα. Και μας εμβλέπει τότε με το μάτι το στοργικόν, αλλά και το επιτιμητικόν ο Θεός. Τι θα κάμωμεν; Θα εμμείνωμεν εις τας αμαρτίας μας και τας αμαρτωλάς συνηθείας μας; Ώ! Όχι. Όσον αύται μένουν μέσα εις τας καρδίας μας, τοσούτον καθιστούν κατάπικρον την ζωήν μας. Πώς θα κατορθώσωμεν να αποπλύνωμεν τας αμαρτίας μας; Με δάκρυα θερμά, με μετάνοιαν και ειλικρινή εξομολόγησιν. Αυτά είναι τα σωτήρια μέσα, τα οποία ο εν τη Αγία Γραφή λόγος του Θεού μας υποδεικνύει δια την ψυχικήν μας κάθαρσιν. Και μακάριος και πανευτυχής όποιος τα χρησιμοποιεί
( Αρχιμ. Γεώργιος Δημόπουλος.)

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.