Αγροτικές παροιμίες – εκφράσεις διάφορες – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Άλλαξε δέκα χρώματα.
Άνοιξη η γη και τον κατάπιε.
Από δυο χωριά χωριάτες.
Από πού κι ως που και ποιός και πόσα; – Απ’ Αθήνα σε λιβάδι, Θόδωρος και τετρακόσια.
Από τη Σκύλα στη Χάρυβδη.
Από τον καιρό του Νώε.
Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο.
Απ’ το κλάμα βγαίνει πράμα.
Αργά τα ζα.
Ας είν’ καλά το ινάτι σου.
Αυγά σου καθαρίζουν˙ (λέγεται για κάποιον που γελάει άσκοπα.
Αύριο κλαίνε (η επιπολαιότητα πληρώνεται).
Αυτός δεν έχει ίσιο κρέας (δεν είναι καλός άνθρωπος).
Αχίλλειος πτέρνα.
Βαλ’ του ρίγανη.
Βατοκρύφτηκε.
Βλέπει κι από πίσω (έχει φοβερή αντίληψη).
Βράζει στο ζουμί του.
Βρήκε και τα κάνει.
Βρήκε συκιά καλανέβατη (τον έκανε υποχείριό του).
Γελάνε και τα μουστάκια του ( ή τ’ αυτιά του).
Γίνεται μύλος.
Γράψε και κλάψε (βερεσέδια).
Γύρισαν τα συκώτια μου (αισθάνθηκα δυσφορία).
Δε δίνει του αγγέλου του νερό.
Δε χαρίζει κάστανα.
Δεν αδειάζει να κάθεται.
Δεν έσμιξαν τα άστρα τους.
Δεν ήξερες, δε ρώταγες;
Δεν ξέρει που παν’ τα τέσσερα.
Δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί.
Δεν τον χωράει ο τόπος.
Διαίρει και βασίλευε.
Δυο νομάτοι, τρεις κουβέντες.
Δώσε τόπο στην οργή.
Έγινε η κοιλιά του σανίδα (από την πείνα).
Έγινε καπνός.
Έγινε λαγός.
Έγινε λούτσα (μούσκεμα).
Έγινε φύλλο και φτερό (σκόρπισε).
Έδεσε το γάϊδαρό του (εξασφαλίστηκε).
Είδε Θεού πρόσωπο.
Είμαι στο θερμό και δε μαδάω (αντέχω).
Είναι από μεγάλο τζάκι.
Είναι για τα πανηγύρια.
Είναι τρύπιος τροβάς (σπάταλος).
Είπα και ξείπα.
Έκανε μια τρύπα στο νερό.
Έκοψε την τριχιά (τρελλάθηκε).
Έλυσε το γόρδιο δεσμό.
Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ενδιαφέρεται μόνο για την κουτάλα (το συμφέρον του).
Έφαγε βλήτα (χάζεψε).
Έφαγε το κεφάλι του.
Έφερε το κεφάλι μου γυροβολιές (σάστισα).
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Έχει μακρύ χέρι.
Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Έχω ακόμα δόντια.
Έχω μαλλιά να ξάνω (έχω πολλά προβλήματα για επίλυση).
Έχω ράμματα για τη γούνα σου.
Ζει και βασιλεύει.
Ζει και ζώνεται (κακοπέραση – φτώχεια).
Ζωή στα κατσικομούλαρα.
Η ισχύς εν τη ενώσει.
Η κόπρος του Αυγείου (ανηθικότητα).
Η πλάνη βρήκε ρόζο.
Ήθελα και τα ‘πάθα.
Θα γελάσει ο κάθε πικραμένος.
Θα σε κάνω τ’ αλατιού.
Θα σου βράσω το σιτάρι (θα ευχαριστηθώ από την καταστροφή σου).
Θεού θέλοντος.
Κάθε αρχή και δύσκολη.
Κάθε εμπόδιο για καλό.
Κάθε καρυδιάς καρύδι.
Κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Καλομελέτα κι έρχεται.
Κάνει την τρίχα τριχιά (τα μεγαλοποιεί).
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Κατάπιε τη γλώσσα του.
Κατά το νιο και τ’ άρματα.
Κατέβασε τα μούτρα (θύμωσε).
Κατέβασε τ’ αυτιά του (ταπεινώθηκε).
Κάτσε στ’ αυγά σου.
Κεντάει τις σφήκες (ερεθίζει τα πράγματα).
Κέρατο βερνικωμένο.
Κιτρίνισε σαν το κερί.
Κοιμάται με τις κότες.
Κοντός ψαλμός αλληλούϊα.
Κουρκούτιασε (κάποιος ξεκούτιανε).
Κούτσουρα, λιθάρια (λέει ασυναρτησίες).
Κυριακή κοντή γιορτή.
Λαγοκοιμάται.
Λίγα είναι τα ψωμιά του.
Λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο.
Λύθηκε ο αφαλός του (εξουθενώθηκε).
Μας πήρε μια συρμή (μια ίωση, επιδημία).
Με ξεποδάριασε (κουράστηκα υπερβολικά).
Με πατάει το σαμάρι (με κάνει η ανάγκη).
Με το ΄να πόδι στο λάκκο.
Μέλι και γάλα γίνηκαν.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μου ‘κατσε στο σβέρκο (ή στο στομάχι).
Μου ‘ψησε το ψάρι στα χείλη.
Μου έγινε τσιμπούρι.
Μπρος στα κάλλη, τί είν’ ο πόνος;
Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Ξελασπώνομαι (βγαίνω από τ’ αδιέξοδο).
Όλα εδώ πληρώνονται.
Ομφακές εισί.
Όνομα και μη χωριό.
Όπου φυσάει ο άνεμος.
Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει.
Πάει με τον αραμπά του.
Παλιά, ξερά σταφύλια (μία από τα ίδια).
Πάνω στα πόδια σου πελεκάς (αυτοζημιώνεσαι).
Πάρτ’ το αυγό (ή πιάσ’ τ’ αυγό) και κούρευτο.
Πάρτ’ τον ένα και χτύπα τον άλλο.
Πάτησε την αγκινάρα (απέτυχε).
Πάτησε την πεπονόφλουδα.
Πελεκάς απάνω στα ποδάρια σου (αυτοκαταστρέφεσαι).
Πέρα βρέχει.
Πέρασε η μπογιά σου (ή δεν περνάει η μπογιά σου).
Περασμένα, ξεχασμένα.
Περί ανέμων και υδάτων.
Πέσαμε σε ρόζο (ήρθαμε σε αδιέξοδο).
Πέσε πίτα να σε φάω.
Πήρε ο κουτσός κατήφορο.
Πήρε τα πλάγια ή σκάρισε (έχασε τα λογικά του).
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Πού πάς ξυπόλητος στ’ αγκάθια;
Ρώτα με, όταν κοιμάμαι (αποφυγή απάντησης).
Ρωτώντας πας στην πόλη.
Σ’ ένα καζάνι βράζουμε.
Σε καλή μεριά.
Σηκώθηκε η πέτσα μου.
Σιγά τ’ αυγά.
Σιγά τον αργαλειό (καμία ανησυχία).
Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβηστούν τα φώτα.
Σκάει γάϊδαρο.
Σόϊ πάει το βασίλειο.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Τ’ Άι – Γιωργιού να φέξει (ατέρμονη προσπάθεια).
Τα ‘βγάλε στη φόρα.
Τα ‘κάνε ρόϊδο.
Τα ‘φάγε τα ψωμιά του.
Τα γυάλισε τα πέταλα ή τα τίναξε (πέθανε).
Τα έκανε γυαλιά, καρφιά.
Τα πήρε σβάρνα.
Την έκανε ταράτσα (έφαγε χορταστικά).
Την περνάει ζωή και κότα.
Τί είχαμε, τί χάσαμε;
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γοργόν και χάριν έχει.
Το ‘κάναν βούκινο.
Το λέει η περδικούλα του.
Το μήλον της Έριδος.
Το μη χείρον βέλτιστον.
Το νερό μπήκε στη δέση (το πρόβλημα δρομολογήθηκε).
Το πάθημα γίνεται μάθημα.
Το φυσάει και δεν κρυώνει.
Τον χαντάκωσε.
Του ‘βγαλε το λάδι.
Του ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι.
Του άνοιξε τα μάτια.
Του άνοιξε το λάκκο.
Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι.
Του έριξε το κρασί (τον αποτέλειωσε).
Του ‘κόψαν τον αέρα (ή το βήχα).
Του κριτσάνισε τα κόκκαλα (τον πίεσε).
Του τα ‘κάνε λιανά (τα ανέλυσε).
Τράβα με κι ας κλαίω.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρέμει σα βούρλο.
Τρέχει και δε σώνει.
Τροχάει τα μαχαίρια.
Τρώει κι απ’ τις δυο αμπούκες (αχόρταγος).
Τρώει με δυο κουτάλια (ή με δυο μασέλες).
Φέξε μου και γλίστρησα.
Φέξε στραβέ τ’ αλλήθωρου.
Φοβάται ακόμη και τη σκιά του.
Χαιρέτα μας τον πλάτανο.
Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια (ή τα καλάθια).
Χάφτεις μύγες.
Χώνει τη μύτη του παντού.
Ψαρεύει σε θολά νερά.
Ψάχνεις για μέλι άκαγο (το σπάνιο).

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.