Η Ακροθαλασσιά – Κώστα Τσιρόπουλου.

Η ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙΑ. Γεννιέται σε μιαν ακροθαλασσιά – στον κόσμο. Απ’ εδώ τα στερεά και τα γνωρίσιμα, απ’ εκεί, τα άγνωστα, τα απρόβλεπτα κι επίφοβα.
Και ο έρωτας των συζύγων που τον προσκόμισε, είναι πράξη ακροθαλασσιάς, μεταξύ γνώσης και άγνοιας, αγάπης και μυστηρίου, γιατί οι σύζυγοι από ζεύγος ανάγονται σε γονείς, γόνο της ανθρωπότητας, γονιμοποιώντας τον ερημωμένο Χρόνο.
Από ηλικία σε ηλικία μεταφέρεται και σε μιαν άλλη ακροθαλασσιά: του παιδιού που αγνοεί, του εφήβου που γνωρίζει με το σώμα του, του νέου κι ενήλικα που οικειώνεται τον έρωτα και τα σκοτάδια του, του μεστού που βυθίζεται αργά στα ερωτήματά του ψηλαφίζοντας τις υποψίες του, του ηλικιωμένου που καταλήγει στην έσχατη ακροθαλασσιά: απ’ εδώ, ο κόσμος που γνώρισε και η οδυνηρή μνήμη του, από εκεί, το διερώτημα περί του τέλους, η πίκρα του τέρματος, ο κόσμος που αποκαλύπτεται σε μιαν ακροθαλασσιά: απ’ εδώ, ο Θεός με τον Χρόνο και τον Χώρο του, απ’ εκεί ο Θεός, πέρα από τον Χρόνο και τον Χώρο – τότε που ολόκληρη η δημιουργία «εξαντλείται» και καταβυθίζεται στο αινιγματικό άγνωστο.
Θρυμματισμός της συνείδησης που συμπνίγεται, με τρομερή δριμύτητα, από τα ερωτήματα του υπάρχειν, του δημιουργείν, του θνήσκειν: του μη υπάρχειν εδώ, του υπάρχειν εκεί, σε μιαν ανάταξη μυστηριακή των πάντων, σε μιαν αναδημιουργία, πέρα από θάνατο, στην ακαταμέτρητη ακροθαλασσιά της Ανάστασης.
«Ποιήσωμεν…». Μελετώντας το σώμα του αδυνατεί να εννοήσει για ποιαν αιτία ο Δημιουργός Θεός, μετά την πάγκαλη ετούτη Πλάση που έστησε, βουλήθηκε να δημιουργήσει τον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας όχι πλέον το Λόγο Του αλλά τα ίδια Του τα χέρια.
Απορεί: τι έλειπε πλέον από την Πλάση ετούτη; Τι σήμαινε η δημιουργία του Ανθρώπου; Γιατί τον έπλασε από χώμα κι όχι από τα άλλα υλικά του κόσμου Του; Γιατί το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του συντίθεται από υγρά που ρέουν κι εύκολα φεύγουν και χάνονται; Και γιατί αφήνει το σώμα αυτό, το θεοπλαστό, να πεθάνει;
Και ακόμη: γιατί ο άνθρωπος – αλλά και τα ζώα, πιστεύει, και τα πουλιά, ίσως και τα δέντρα και τα φυτά με τον τρόπο τους- νιώθει αυτόν τον θάνατο να έρχεται μέσα από τα στήθη του Χρόνου;
Γιατί να μην είναι η ζωή όνειρο και τέλος, γιατί να βρίσκεται μέσα στο υλικό μας ως ανθρώπων, η ασίγαστη, η παθιασμένη επιθυμία να μην πεθάνουμε; Σε τι θα πρόσβαλε το Θεό και την Πλάση Του αν πεθαίναμε τελειωτικά;
Έτσι, μέσα στη μισοσκότεινη Ιστορία του Κόσμου, το μόνο γεγονός που βαραίνει αποφασιστικά στη μοίρα τη δισεξιχνίαστη του Ανθρώπου, είναι η Ανάσταση του Χριστού.
Η μόνη Τομή, η μόνη Απόκριση –Αποκατάσταση ή Επανόρθωση, δεν το γνωρίζει- στον πλασμό του από τα υλικά του χώματος που είχε ήδη δημιουργηθεί, στον καημό της αθανασίας, στην ανάγκη να υποστεί το Θάνατο, υψώνεται το συγκλονιστικό γεγονός της Ανάστασης ως άξονας του κόσμου μοναδικός.
Διαφορετικά, μελετώντας την Ιστορία όλη δε βρίσκει κανένα νόημα – ένα παραμιλητό που θρυμματίζει όλες τις λέξεις, που ταπεινώνει τη σοφία των ανθρώπων κι εξευτελίζει το στοχασμό τους. Από την τραγική ετούτη αβεβαιότητα, που εμπνέει το ίδιο τους το σώμα, ανακύπτει ως μοναδική απόκριση, ως υπαρκτική ανάγκη, η Ανάσταση ως θρησκεία, η Μετάβαση ως γέφυρα από τον κόσμο ετούτο του χώματος σ’ έναν άλλο κόσμο, του σώματος («αλλαγησόμεθα»), αφού αυτό στην ύφανσή του όλη κρατεί τη μοναδικότητα και την ιερότητα της ύπαρξης του ανθρώπου. Το μυστήριο είναι ιερό.
«Αλλαγησόμεθα» – στο μέλλον. Το χώμα είναι, λοιπόν, το μοναδικό από τα υλικά της δημιουργίας που ο Θεός αποφάσισε να αλλάξει – έστω, περνώντας το από το σκοτεινό φίλτρο του Χρόνου. Αρκεί, επομένως, αυτό για να σηκώνει και ν’ αντέχει ο άνθρωπος τις αρρώστειες, τις δυστυχίες, το γήρας, το θάνατο;

Το σώμα – νερό.
Ο Δημιουργός έλαβε χώμα κι έπλασε τον άνθρωπο – αλλά το σώμα του συγκροτήθηκε με νερό περισσότερο και με χώμα λιγότερο. Ίσως επειδή το νερό είναι πιο μυστηριώδες από το χώμα: δεν έχει σχήμα, τις νύχτες ιδίως διαθέτει λαλιά, είναι το τελευταίο υλικό που κρατεί στη ζωή τον άνθρωπο, εμπνέει μιαν ιερότητα που στερείται το χώμα. Το χώμα είναι ταπεινό, στατικό• το νερό κινητικό, φιλο-περίεργο.
Και όταν ο άνθρωπος – χους, ξαναγυρίζει ως χους στο χώμα, το νερό που τον ύγραινε και τον ζωογονούσε φεύγει, εξαφανίζεται, πηγαίνει να βρει τα’ άλλα νερά. Εμπρός στο χώμα, ο καθείς αισθάνεται κάποια συστολή, μια συγκλονιστική συγγένεια. Μέσα στο νερό, τη μέθη ενός μυστηρίου, τη διεύρυνσή του ως όντος, κι έναν κατακλυσμό πιθανοτήτων για την ύπαρξή του.
Το μυστήριο του νερού εννόησαν οι θνητοί για τούτο, με το νερό επιτελούσαν τους καθαρμούς τους. Το εννόησε και η Εκκλησία αγιάζοντας τα πάντα με τον Αγιασμό των Φώτων και των άλλων της Γιορτών. Η ροϊκότητα του όντος αντιβάλλεται στην αδράνεια του Θεού. Εκείνος μένει εις τον αιώνα• ο άνθρωπος ρέει, φεύγει.
Γιατί η ροή συνιστά το μυστήριο του νερού, φεύγει κι αυτό, μαζί με τον άνθρωπο. Δεν διαθέτει σχήμα, δεν έχει δικό του χρώμα, δεν προσφέρει όταν είναι πεντακάθαρο, καμιάν οσμή.
Τι σημαίνει, ωστόσο, πως ο άνθρωπος ορίζεται από το χώμα; Τι σημαίνει πως το σώμα του συγκροτείται περισσότερο από νερό και λιγότερο από ύλη στερεή; Το χώμα είναι σιωπηλό και ο άνθρωπος «λαλεί» με ολόκληρο το σώμα του: προκαλεί, αρνείται, γοητεύει, εντυπωσιάζει, απωθεί, χαίρεται και γιορτάζει –καθώς το υγρό στοιχείο, καθώς η θάλασσα, η υψηλότερη και συγκλονιστικότερη διατύπωση του μυστηρίου και του νερού.
Ο Άνθρωπος «ρει» – καθώς τα πάντα. Η ροϊκότητά του επιβάλλεται από τη χρονικότητά του. Για τούτο και η γεύση της είναι τόσο πικρή, τόσο αποσβολωτική. Όσο αποκρουστικός μας γίνεται ο Χρόνος, όταν στη ροϊκότητά του την κυριαρχική μας γίνει συνειδητός, τόσο πιο ριγηλή βιώνεται εντός μας η μυστηριώδης φύση του νερού, ο φευγαλέος του χαρακτήρας, ο κρυψώνας των μυστικών της Δημιουργίας.
Μια φυγή ορίζει τον άνθρωπο, όμοια με τη φυγή του νερού που τον ευλογεί και δηλώνει τη μεταβατικότητά του. Η μοίρα όλων η θάλασσα• η θάλασσα του Θεού.

Από το βιβλίο «Για την αβεβαιότητα του ανθρώπου», εκδ. Ευθύνη-Αναλόγιο κα’.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.