Περπατούν για το Φάνη-Τα δώρα της ημέρας-Ο Αραπόβραχος- Καλή νύχτα, γέρο- Αράπη! – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Περπατούν για το Φάνη
Το γλυκοχάραμα ξεκίνησαν οι χτεσινοί σύντροφοι του Φάνη, κι ο Αντρέας μαζί μ’ αυτούς.
«Να κόψωμε δρόμο» είπε ο Αντρέας. «Να πάμε ίσα στον έλατο από δω».
Έκοψαν δρόμο κι έφτασαν στον έλατο.
Ο Αντρέας παρατήρησε από κει απάνω καλά όλους τους γύρω τόπους.
«Ο Φάνης, είπε, βέβαια δε θάφυγε από δω για χαμηλά μέρη. Θα πήγε σε κορφές, τον ξέρω εγώ. Λοιπόν από δω να τραβήξωμε».
Τράβηξαν μπροστά, μέσα από οξυές και πουρνάρια, χωρίς κανένα μονοπάτι, ανοίγοντας αυτοί δρόμο, το δρόμο που θα πήγαινε προς το Φάνη. Ποιός ήταν αυτός ο δρόμος;
Έφτασαν σε γυμνούς και άγριους γκρεμούς. Αυτοί οι γκρεμοί κατέβαιναν κάτω βαθιά και σχημάτιζαν τη μεγάλη κλεισούρα. Η φωνή εκεί αντιλαλούσε. Και το μάτι έβλεπε όλον αυτό το φοβερό γκρεμό.
«Αν ο Φάνης γλίστρησε εκεί πουθενά κι έπεσε και πήγε κάτω;».
Καθένας έκαμε αυτή τη σκέψη, μα φοβόταν να την πη στον άλλο.
Ανέβηκαν ψηλά προς το φρύδι της κλεισούρας. Έσκυβαν και κοίταζαν κάτω, με μεγάλη όμως προσοχή, πιασμένοι από πέτρες ή από καμιά ρίζα.
Δεν μπόρεσαν τίποτα να ιδούν. Φώναζαν, μα η φωνή τους κατέβαινε στο χάος της κλεισούρας, χτυπούσε στις πέτρες κι ύστερα ανέβαινε και τους έφερνε τον αντίλαλο: «Φάνη!». Σα να τους έλεγε πως πρέπει ν’ απελπιστούν.

Πού να πάνε; Να κατεβούν κάτω στο βυθό της κλεισούρας. Θα κινδύνευε η ζωή τους. Ν’ ανεβούν απάνω στη ράχη και να τραβήξουν προς τα έλατα; Να γυρίσουν πίσω και να πάρουν άλλο δρόμο;
Σταμάτησαν κι άρχισαν να συλλογίζωνται. Στο άγριο εκείνο μέρος λιγόστευε το θάρρος τους. Αλλιώς ξεκίνησαν, αλλιώς είναι τώρα.
Αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, εκεί που είχαν αφήσει τα δέντρα, κι από κει να πάρουν άλλο δρόμο.
Γύρισαν και περπατούσαν συλλογισμένοι. Πήγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο. Κανένας δε μιλούσε. Είχαν βαριά την ψυχή. Ποτέ δεν έκαμε κακό σε κανένα τους ο Φάνης! Και τώρα να χαθή έτσι από μπρος τους; Πώς θα πάνε πίσω χωρίς αυτόν;

«Παιδιά!» είπε ξαφνικά ο Αντρέας, και στάθηκε.
Χοροπήδησε η καρδιά των άλλων. «Τί, τί; Τί είδες;» τον ερώτησαν.
-«Όχι, δεν είδα τίποτα, είπε˙ για πέστε μου ένα πράμα. Όταν πήγαμε πρώτη φορά στο Μικρό Χωριό, ποιός από σας έδωσε τα παπούτσια του στο μπαλωματή και τους έβαλε πρόκες;».
-«Εγώ» είπε ο Μαθιός.
-«Κι εγώ» είπε ο Δημητράκης.
-«Πόσες πρόκες σας έβαλε στο τακούνι; Θυμόσαστε;
-«Τέσσερες».
-«Και μένα το ίδιο».
-«Μα σ’ όλους έβαλε τέσσερες; Θυμάστε;»
-«Στο Γιώργο έβαλε έξι είπε ο Μαθιός. «Τόσες ήθελε ο Γιώργος. Και στο Φάνη έξι».
-«Έξι και στο Φάνη;» φώναξε ο Αντρέας. «Αλήθεια;».
-«Ναι, ναι, το θυμούμαι».
Τότε ο Αντρέας, σκύβοντας κάτω με προσοχή, είπε: «Να οι έξι πρόκες του Φάνη».
Έσκυψαν κι είδαν απάνω σε λίγο μαλακό χώμα τυπωμένο ένα χνάρι παπουτσιού. Τόσο καθαρό είχε βγη, που μπορούσες να μετρήσης όλα τα καρφιά του.
«Από δω πέρασε» είπε ο Αντρέας.
Άρχισαν όλοι να πηδούν από τη χαρά τους.
«Σιγά», φώναξε ο Αντρέας. «Σιγά, μη μου τα χαλάσετε. Πατάτε με προσοχή. Το πρώτο χνάρι μας οδηγεί. Είδατε; Το πόδι είναι γυρισμένο από δω. Θα πη πως από δω πήγαινε. Μα που πήγαινε τάχα; Μήπως σ’ αυτόν το βράχο;»
Κι έδειξε τον Αραπόβραχο.
Τον κοίταξαν, χωρίς να ξέρουν πως είναι ο Αραπόβραχος. Και πήγαιναν προς το μέρος εκείνο γυρεύοντας άλλα πατήματα.

Τα δώρα της ημέρας.
Ο Φάνης ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Α, πόσο τρόμαξε αυτή τη φορά!
Τα δέντρα στο σκοτάδι θαρρούσε πως ξεκίνησαν να έρθουν απάνω του. Τα έβλεπε ν’ αλλάζουν σχήμα, να γίνωνται άνθρωποι μαύροι που ετοιμάζονται να τον πάρουν.
Η ψύχρα τον έκαμε να μαζευτή στο θάμνο. Βύθιζε το πρόσωπο στα φύλλα του, μα πάλι το έβγαζε έξαφνα, και κοίταξε μήπως έρχονται οι μαύροι άνθρωποι.

Να, είχε ένα ρούχο! Μια στιγμή ένιωσε τη μητέρα του να του ρίχνη σιγά σιγά, από τα πόδια ως το λαιμό, ένα μαλακό, ζεστό σκέπασμα. Άπλωσε να το πιάση και δεν το βρήκε.
Κρυώνει και θέλει να κουνηθή. Μα μόλις σηκώθηκε, μαζεύτηκε πάλι. Άλλους ίσκιους είδε από κει να έρχωνται.
Όλα τ’ άστρα είναι και τώρα στον ουρανό, καθώς την άλλη φορά. Απόψε όμως δεν τα βλέπει ο Φάνης.
Σ’ αυτή τη θέση που βρίσκεται, θυμάται χίλια δυο πράματα. Έρχονται στο νου του όλα μαζί: τα παιχνίδια που έπαιζε, το περσινό του μάθημα, ένα φρούτο που έκοψε κι έφαγε μικρός˙ μια φωλιά που είχε δη… Όλα πάνε κι έρχονται στο νου του, όπως τα μυρμήγκια στη φωλιά. Βουίζει το κεφάλι του.
Τα βλέφαρά του είναι ζεστά και φουσκωμένα. Θέλει να κοιμηθή πολύ.

Τέλος ήρθε ο ύπνος. Αυτή τη φορά ήρθε πιο βαρύς. Θα κοιμήθηκε ο Φάνης πέντε έξι ώρες στη στεριά. Καταλάβαινε στον ύπνο του πως κρύωνε, μα δεν μπορούσε να σηκωθή.
Όταν άνοιξε τα μάτια του ξέχασε όλη του τη δυστυχία. Είδε την ημέρα. Είδε τα δέντρα χρυσά από τον ήλιο. Όλα τον κοίταζαν σα φίλοι. Πολιά του μιλούσαν˙ το νερό δε φώναζε άγρια όπως τη νύχτα˙ τραγουδούσε.
Ο θάμνος του δεν ήταν πια μαύρος˙ είχε ένα ωραίο χρώμα πράσινο βαθύ και γυάλιζε. Τα δυο δεντράκια του, δυο φουντωτά και στρογγυλά πουρνάρια, του έλεγαν: «εδώ είμαστε, Φάνη».
Σηκώθηκε, έτρεξε λίγο πάρα πέρα και ξανάρθε. Πεινούσε πολύ˙ άνοιξε το σακούλι του και βρήκε το ψωμί του και το λίγο φαγητό του.
Όλες οι ελπίδες του ήρθαν.
Να, έτσι ν’ απλώση το χέρι, του φαινόταν πως θ’ άγγιζε τις καλύβες. Έφαγε καλά κι ήπιε νερό από το παγούρι του.
Έπειτα ξεχάστηκε κοιτάζοντας την απέναντι πλαγιά.
Συλλογιζόταν: «Θα σηκωθώ, θα πάρω πάλι τον ίδιο δρόμο, θα πάω, θα πάω και θα κοιτάξω μόνο για τον έλατο. Αν μπορέσω να βρω τον έλατο, ξέρω από κει και πέρα να πάω στις καλύβες. Θα τους βγω έξαφνα μπροστά».
Κοίταζε τη μεγάλη κατηφοριά που είχε περάσει χτες, κοίταζε τα χαλίκια, τα κόκκινα χρώματα, τους μικρούς θάμνους.

«Μπα, είπε ξαφνικά, τί είναι αυτά που κατεβαίνουν; Κατσίκια;».
Ήταν οι σύντροφοί του. Ήταν ο Αντρέας και τ’ άλλα τέσσερα παιδιά. Ναι, έρχονται γι’ αυτόν…
Δεν μπόρεσε να μιλήση αμέσως. Χτύπησε τα χέρια του στον αέρα σα δυο μεγάλα φτερά. Ώρμησε τον κατήφορο˙ ήθελε μ’ ένα πήδημα να φτάση απέναντι. Έπειτα στάθηκε και τους έβγαλε μια, φωνή, μια μεγάλη φωνή.
Τα παιδιά τον άκουσαν. Τότε απ’ τη μια πλαγιά ο Φάνης, από την άλλη οι σύντροφοί του έτρεχαν κάτω τρελά στο ρέμα, για ν’ ανταμωθούν. Πηδούσαν γκρεμίζοντας χώματα και χαλίκια. Φωνές χαρούμενες αντιλάλησαν στην κλεισούρα:
«Εδώ, εδώ! Από δω, έλα, έλα!».
Ο Αραπόβραχος.
Η ωραιότερη μέρα που πέρασαν ως τώρα είναι αυτή. Ποτέ δεν αγάπησαν το Φάνη, όσο σήμερα που τον ξαναβρήκαν.
Δε χωρίζονται σήμερα. Για να ιδούν το νερό που αναβρύζει από το βράχο, πήγαν όλοι μαζί˙ στα πλατάνια κατέβηκαν όλοι μαζί. Ο ένας θα έδινε για τον άλλο τη ζωή του.

Ήταν απόγευμα όταν ξεκίνησαν να φύγουν.
«Πες μας, Φάνη, ρώτησε ο Αντρέας, ανέβηκες χτες σε κανένα βράχο;».
-«Ναι» είπε ο Φάνης, κι έδειξε το βράχο.
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν αυτό το παράξενο ύψωμα˙ τους έπιασε φόβος. Αυτός λοιπόν είναι ο Αραπόβραχος! Τον κοίταξαν καλά ως την κορφή.
«Ανέβηκες ως απάνω;» ρώτησε ο Αντρέας.
-«Όχι, στάθηκα χαμηλά. Δεν μπορούσα ν’ ανεβώ».
Ο Αντρέας είπε τότε: «Πάμε όλοι μαζί ν’ ανεβούμε».
-«Αντρέα!» είπε ο Κωστάκης φοβισμένος.
-«Εσύ, είπε ο Αντρέας, θυμάσαι τα λόγια της γριάς Χάρμαινας και φοβάσαι. Μα για πες μου, ο Φάνης δεν τον πάτησε τον Αραπόβραχο; Κι όμως είναι εδώ μαζί μας. Δεν έπαθε τίποτα. Είναι ντροπή μας να φοβούμαστε σαν τις γριές».
-«Κι αν πάθωμε τίποτα;».
-«Είμαστε πέντε» είπε ο Αντρέας.
Ακολούθησαν όλοι.
Ανέβαιναν το βράχο δύσκολα πολύ˙ τους πιάστηκε η αναπνοή και στάθηκαν δυο φορές για ν’ ανασάνουν.
Όταν έφτασαν στα κοτρόνια, χρειάστηκε να περπατήσουν γύρω γύρω, για να βρουν ανάμεσα πέρασμα˙ τόσο σφιχτά οι πελώριες αυτές πέτρες έζωναν το βράχο. Νόμιζες πως έστεκαν επίτηδες εκεί για να εμποδίζουν.
Πουρνάρια φύτρωναν αναμεταξύ. Άγρια πολιά με γυριστή μύτη πετούσαν από τις τρύπες στον αέρα.
«Πάμε, είπε ο Κωστάκης, δεν μπορούμε να περάσωμε».
Ο Κωστάκης φοβόταν για το στοιχειό. Τα λόγια της γριάς Χάρμαινας για τον Αράπη, τα θυμάται σαν τώρα δα. Θυμάται το γέρο κοντά στο μύλο, που έκαμε για τον Αραπόβραχο το σταυρό του.
Και καθώς περπατεί συλλογίζεται: «Τι θέλομε δω, φαίνεται τόπος στοιχειωμένος! Να η κλεισούρα γύρω; Η απάτητη κατηφοριά, οι μεγάλες πέτρες που φυλάγουν τον Αράπη. Ο Αράπης θα είναι στην κορφή˙ θα κοιμάται… Θα μας ακούση που ανεβαίνομε… Θα τιναχτή. Θα μας αρπάξη, θα μας ρίξη κάτω σε καμιά σπηλιά κατασκότεινη. Για χρόνια και χρόνια….».
-«Πάμε, είπε ο Κωστάκης, δεν μπορούμε να περάσωμε».
-«Θα μπορέσωμε» είπε ο Αντρέας.
Ο Κωστάκης δε μίλησε. Από την αρχή που ήρθαν στο δάσος, προσέχει τα λόγια του Αντρέα. Μα σήμερα τον κοίταζε σα μεγαλύτερο. Σήμερα ο λόγος του Αντρέα είναι σαν προσταγή. Ποιός βρήκε το Φάνη;
Ο Κωστάκης ακολούθησε.
Ο Αντρέας βρήκε ανάμεσα σε δυο πέτρες μια σκισμάδα γεμάτη μικρούς θάμνους. Την έψαξε πρώτα καλά με το ραβδί του, έβαλε το πόδι του μέσα, ανέβηκε σε μεγαλύτερη πέτρα, κι από κει πήδησε πίσω.
«Ελάτε, ελάτε, φώναξε, από δω βγαίνουν».
Ανέβηκε πάλι στην πέτρα κι έδωσε βοήθεια τους άλλους. Σκαρφάλωσαν ένας ένας. Από κει πια βάδισαν ελεύθερα προς την κορφή.
Μα στην κορφή είδαν πάλι κάτι μεγάλες πέτρες. Αυτές εδώ ήταν πολύ αλλιώτικες. Ήταν μαύρες….
«Δεν είναι αυτή τάχα η σπηλιά του Αράπη; Στην κορφή θα κάθεται, για να βλέπη όλους τους τόπους. Τι ασυλλόγιστοι που είμαστε. Τί θέλομε δώ;» είπαν μέσα τους δυο τρεις από τους μικρούς ταξιδιώτες. Αν μπορούσαν, θα γύριζαν πίσω˙ τώρα νιώθουν το μεγάλο φόβο. Οι μικρές τους καρδιές χτυπούσαν δυνατά, σαν του λαγού.
Δε θέλουν να παν εμπρός. Περπατούν δύσκολα. Κάθε στιγμή περιμένουν πως μια πέτρα θα σηκωθή σιγά σιγά.

Όταν ήρθαν πιο κοντά και στάθηκαν στην κορφή, τίποτα δε βρήκαν. Οι πέτρες εκείνες ήταν πέτρες όπως όλες οι άλλες. Τις κοίταξαν καλά, τις άκουσαν, έμειναν πέτρες.
Πού λοιπόν είναι ο Αράπης;
Αντί να δουν τον Αράπη, τα παιδιά είδαν από κει απάνω ένα λαμπρό θέαμα.
Κάτω κει στο βάθος, πολύ πολύ μακριά, η πλατιά θάλασσα περίμενε τον ήλιο, τον ήλιο του Φάνη.
Ο ήλιος κατέβαινε στο νερό, μεγάλωνε και κοκκίνιζε. Τα βουνά είχαν τις κορυφές κόκκινες. Τα σύννεφα έλαμπαν από φως.
Αν είναι συννεφάκια εκείνα τα μικρά που στέκουν στον αέρα ή αγγελούδια με χρυσά φτερά, δεν ξέρει κανείς.
Ο ήλιος μεγάλωσε περισσότερο, κατακοκκίνησε, άγγιξε το νερό. Κι αφού κοίταξε λίγο την πλάση, βυθίστηκε.
Γι’ αυτή την ομορφιά είχε χαθή ο Φάνης.
Καλή νύχτα, γέρο – Αράπη!
Κατεβαίνουν τα παιδιά γρήγορα. Βιάζονται πολύ, γιατί θα νυχτώσουν.
Να, έφυγαν από τον Αραπόβραχο.
Πέρασαν τα λαγκάδια, έφτασαν στο δρόμο που είχαν δει το πάτημα του Φάνη, και πηγαίνουν με γρήγορο βήμα προς τον έλατο.
Θα κόψουν από κει πάλι δρόμο, θα φτάσουν γρήγορα στις καλύβες και θα φέρουν εκεί το Φάνη, που τον περιμένουν.
«Πώς θα περιμένουν»! είπε ο Μαθιός. «Αργήσαμε, πολύ αργήσαμε».
-«Αργήσαμε, μα τί είδαμε;» είπα τ’ άλλα παιδιά.
-«Είδες τί μεγάλος που ήταν ο ήλιος;».
-«Όταν άγγιζε τη θάλασσα, σάλευε».
-«Για δες, κάτι σύννεφα, για δες!».
Ενώ βράδιαζε, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν κατακόκκινα˙ έπαιρναν ακόμη χρώμα από το σβησμένο ήλιο, λίγο λίγο όμως μαύριζαν κι αυτά.

«Για κοιτάτε παιδιά» λέει ο Μαθιός, «πως φαίνεται ο Αραπόβραχος από μακριά˙ σαν άνθρωπος!».
Γύρισαν και κοίταξαν τον Αραπόβραχο που μαύριζε στο σκοτείνιασμα. Στην κορυφή του έβλεπες αλήθεια ένα κεφάλι, ένα μέτωπο, μια πλατιά μύτη, ένα στόμα και δυο χοντρά χείλια.
Από κοντά οι πέτρες εκείνες δεν έλεγαν τίποτα. Από μακριά όμως σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, σαν πρόσωπο αράπη. Γι’ αυτό λοιπόν πίστεψαν οι γριές πως εκεί κατοικεί αράπης!

Δεν είναι ο πρώτος τέτοιος βράχος. Πολλές πέτρες από μακριά μοιάζουν με ανθρώπινο πρόσωπο˙ μια γριά μπορεί να τις πάρη για στοιχειά˙ ένα παιδί μπορεί να τις φοβηθή.
Ένα παιδί, μα όχι άντρες όπως ο Αντρέας, ο Φάνης, ο Μαθιός, ο Καλογιάννης, ο Κωστάκης.
Όχι αυτοί που τόλμησαν ν’ ανεβούν και να ιδούν.

Και τώρα γελούν με τα λόγια της γρια- Χάρμαινας!
Πού είναι οι φωτιές του Αράπη; Πού είναι ο Αράπης; Από μακριά κοιτάζουν το βράχο και του φωνάζουν:
«Ε, Αράπη!».
-«Να βάλης το σκούφο σου, μπαρμπα – Αράπη!».
-«Να καπνίσης και το τσιμπούκι σου, γέρο – Αράααπη!».
-«Καλή νύχτα, γέρο – Αράαααπη!

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.