Ομιλία Ε’ – Περί αμαρτίας – Αγίου Νεκταρίου, επισκ. Πενταπόλεως του θαυματουργού.

«Ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και
δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους
ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον».
(Ρωμ. Ε’, 11).

Αμαρτία και θάνατος δεινά επακόλουθα της παραβάσεως και παρακοής και συνέπεια της υποδουλώσεως της ηθικής του ανθρώπου ελευθερίας˙ ο πρώτος άνθρωπος αποπλανηθείς, ηθέτησε πρώτον την απαγόρευσιν της ενδομύχου φωνής, της επιποθούσης την τήρησιν του θείου νόμου, υπεδούλωσε πρότερον την ηθικήν αυτού ελευθερίαν ταις εισηγήσεσι του διαβόλου θεωρήσας αυτάς μείζονος αξίας της ιδίας εφέσεως, υπετάγη, ως αυτεξούσιος, τω συμβουλεύοντι τα βέλτιστα, ως υπερτέρω και σοφωτέρω, και, υπακούσας ως δούλος ήδη ανωτέρου, παρέβη την θείαν εντολήν, ης την τήρησιν εφίετο και επεζήτει. Εάν ο Αδάμ, ως ον αυτεξούσιον και ελεύθερον, δεν υπέταττε την ηθικήν αυτού ελευθερίαν τω διαβόλω, ουδέποτε θα παρέβαινε την θείαν εντολήν˙ η αμαρτία άρα και ο θάνατος υπήρξαν συνέπειαι της ηθικής του ανθρώπου υποδουλώσεως.
Η ηθική υποδούλωσις είναι άρα μέγιστον κακόν, ως φέρουσα την αμαρτίαν και τον θάνατον, ήτοι την εξαχρείωσιν της εικόνος και την διαφθοράν της ψυχής και του σώματος.
Η αμαρτία είνε μέγα κακόν, διότι δηλητηριάζει την ψυχήν, εκβάλλει νοσογόνα σπέρματα, τήκει και διαφθείρει αυτήν και επί τέλους τη παρασκευάζει τον θάνατον. Ως αι νόσοι διαφθείρουσι τα σώματα και θανατούσιν, ούτω και η αι αμαρτίαι την ψυχήν˙ η ασθενούσα ψυχή, βεβαρυμένη εκ του πάθους κατανεύει αεί, και προς τον Ουρανόν ανακύψαι εις το παντελές αδυνατεί και προς το φως της αληθείας ενατενίσαι ανίσχυρος. Περί της εκ της αμαρτίας νοσηράς καταστάσεως της ψυχής, ιδού τι λέγει ο θείος Χρυσόστομος˙ «Καθάπερ γαρ οι ασθενείς τας όψεις το ηλιακόν φως απεχθάνονται δια την της όψεως ασθένειαν και οι νοσούντες τα υγιεινότερα των στοιχείων αποστρέφονται, ούτω δη και ούτοι νοσούντες την ψυχήν και το της διανοίας όμμα πεπηρωμένοι προς το φως της αληθείας ενατενίσαι ουκ ισχύουσιν. Ώσπερ δε χοίροι κάτω νεύουσι και προς την γαστέρα κύπτοντες και τω βορβόρω εγκυλινδούμενοι, βορβόρω χαλεπωτάτω εαυτούς μολύνοντες ουκ αισθάνονται»˙ (Τομ. ΙΒ’. 125). Και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει˙ «Φοβηθώμεν την νόσον ουχί την έξωθεν, άλλ’ αμαρτήματα, δι’ α η νόσος». Ορθώς δε λέγει και ο υμνωδός˙ από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή. Επίσης ως αρρώστημα της ψυχής και ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει την αμαρτίαν, λέγων˙ «Γεωργία μεν τας των φυτών ποιότητας μεταβάλλει, η δε κατ’ αρετήν της ψυχής επιμέλεια δυνατή εστί παντοδαπών αρρωστημάτων επικρατήσαι». Αλλά και ο Κύριος ως ασθενείς εθεώρει τους αμαρτωλούς, διο και έλεγεν˙ «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, άλλ’ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. θ’, 12).
Η της ψυχής ασθένειαι είνε πολύ της του σώματος βαρυτέρα και κινδυνωδεστέρα˙ διότι η μεν φέρει τον θάνατον του θνητού σώματος, η δε τον θάνατον της αθανάτου ψυχής˙ «Τα οψόνια της αμαρτίας θάνατος» λέγει ο Απόστολος Παύλος˙ και του θανάτου αυτού μείζων, διότι φέρει τον από του Θεού χωρισμόν. Θάνατος γαρ ψυχής, ο από του Θεού χωρισμός. Χωρίζεται δε από του Θεού, διότι καθ’ α λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης˙ ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστίν, ότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει (Α’ Ιωάν. Γ’ 8)˙ ουδεμία δε υπάρχει κοινωνία φωτί προς σκότος˙ (Β’ Κορινθ. ΣΤ’. 14). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει, ότι η αμαρτία κατ’ απουσίαν του θείου φόβου γίνεται και ότι εις πυθμένα άδου φέρει. Συμβουλεύει δε να απέχωμεν της αμαρτίας λέγων˙ «Λείπε από της αμαρτίας,το μεν γαρ αμαρτάνειν ίσως ανθρώπινον, το δε επιμείναι τοις αυτοίς, τούτο ουκ ανθρώπινον άλλ’ όλον σατανικόν. Ότι δε πρόσκαιρος η εκ της αμαρτίας απόλαυσις και ότι πολλή η μετ’ αυτήν θλίψις λέγει˙ «Τοιούτον τι δε η αμαρτίας, πριν ή μεν απαρτισθήναι μεθύειν ποιεί τον αλόντα, επειδάν δε πληρωθή και απαρτισθή, τότε τα μεν της ηδονής ταύτης υπεξίσταται και σβέννυται, γυμνός δε έστηκε λοιπόν ο κατήγορος του συνειδότος δημίου τάξιν επέχων και καταξαίνων τον πεπλημμεληκότα και την εσχάτην απαιτεί δίκην και μολύβδου παντός βαρύτερον επικείμενος». Και αλλαχού˙ «ουδέν ούτω βαρύ και δυσβάστακτον, ως αμαρτίας φύσις˙ ουδέν ούτω κάματον ημίν παρέχει, ως το της πονηρίας είδος και τα πλημμελήματα˙ δια τούτο ο Χριστός τοις εν αμαρτίαις ζώσιν έλεγε, «δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς… ο γαρ ζυγός μου χρηστός, και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν»˙ (Ματθ. ια’, 28,30)˙ δια τούτο και έτερός τις πατήρ λέγει˙ (Τί βαρύτερον και βλαβερώτερον αμαρτίας, ώσπερ εκ του εναντίου τι της αρετής ελαφρότερον, και ωφελιμώτερον; Η μεν γαρ αμαρτία, ως εν Παροιμίαις γέγραπται, πολλούς τρώσασα καταβάλλει τω βάρει, σειραίς τε των εαυτού αμαρτιών έκαστος σφίγγεται˙ η δε αρετή τους αντιποιουμένους αυτής ζωοποιεί και εις ύψος επαίρει, λέγοντος του Παροιμιαστού, ξύλον ζωής εστί πάσι τοις αντεχομένοις αυτής».
Η αμαρτία εξαχρειοί το θείον κάλλος της εικόνος της τε ψυχής και του σώματος και καθιστά αυτήν δυσειδή και αχρείαν, διότι, ως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, «Ως αι σκιαί τοις σώμασιν ούτω ταις ψυχαίς αι αμαρτίαι παρέπονται, εναργείς τας πράξεις εικονίζουσαι».
Η αμαρτία απομακρύνει, τον άγγελον, τον φύλακα της ψυχής και του σώματος και παραδίδει ψυχήν και σώμα εις την καταδυναστείαν του διαβόλου, διότι, ως λέγει επίσης ο Μέγας Βασίλειος «Ως τας μελίσσας καπνός φυγαδεύει και τας περιστεράς εξελαύνει δυσωδία, ούτω και τον φύλακα της ζωής ημών Άγγελον η πολύδακρυς και δυσώδης αμαρτία».
Η αμαρτία αίρει πάσαν συστολήν και καθιστά αναισχύντους τους αμαρτάνοντας δια την σκότωσιν του νοός αυτών˙ περί της εκ της αμαρτίας αναισχυντίας ο θείος Χρυσόστομος λέγει˙ «Η αμαρτία έως μεν αν ωδίνηται, έχει τινά αισχύνην, επειδάν τελεσθή, τότε αναισχυντοτέρους ποιεί τους εργαζομένους αυτήν».
«Η αμαρτία, λέγει ο αυτός θείος πατήρ, ταπεινώσεως μήτηρ, επιστροφής δε ταπείνωσις˙ και αύτη μεν ανυψοί και ανάγει, εκείνη δε ταπεινοί και κατάγει˙ η μεν φέρει εις ουρανούς, η δε εις βυθόν άδου»˙ και αύθις˙ «Ει μεν ουν καλόν η αμαρτία, φύλασσε ταύτην εις τέλος˙ ει δε βλαβερά τω ποιούντι, τι επιμένεις τοις ολέθροις; Ουδείς χολήν εμέσαι ζητών εκ πονηράς και ακολάστου διαίτης πολλαπλασίονα ταύτην εαυτώ συναθροίζει». Και ο άγιος Μάρκος «Πυρ εστί καιόμενον η αμαρτία και καθ’ ο αν επιπροσθής τοσούτον καυθήσεται». «Έοικε δε η αμαρτία παρακωλύματι, κωλύοντι την εύνοιαν του Θεού εν ημίν γενέσθαι». «Τους της αμαρτίας καμάτους το της γεένης επίπονον και σκυθρωπόν αναμένει˙ δια τούτο ως από προσώπου όφεως φεύγε από της αμαρτίας˙ εάν προσέλθης δέξεσαί σε˙ οδόντες λεόντων οι οδόντες αυτής, αναιρούντες ψυχάς ανθρώπων».
Ακαθαρσίαν ψυχής ονομάζει την αμαρτίαν ο θείον Χρυσόστομος˙ «βέλτιον γαρ πηλώ μολύνεσθαι ακαθάρτω, ή αμαρτήμασι». Καθάπερ δε ο σκώληξ από του ξύλου τίκτεται και κατεσθίει το ξύλον και σης κατεσθίει το έριον, παρ’ αυτού την αρχήν έχων, ούτω και λύπη και θάνατος ετέχθησαν από της αμαρτίας και κατέφαγον την αμαρτίαν». Και αύθις˙ «Ρομφαία δίστομος η αμαρτία».
Τις ο λόγος, δι’ ον αμαρτάνομεν.
Ο λόγος, δι’ ον αμαρτάνει ο άνθρωπος, είναι η αποπλάνησις αυτού εν τη επιζητήσει του αγαθού, ου τινός την απόλαυσιν επιποθεί και ζητεί˙ περί τούτου ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει˙ «Και των κακών αρχή και τέλος εστί το αγαθόν˙ του γαρ αγαθού ένεκα πάντα και όσα αγαθά και όσα εναντία˙ και γαρ και τούτα πράττομεν το αγαθόν ποθούντες˙ ουδείς γαρ εις το κακόν αποβλέπων, ποιεί όπερ ποιεί˙ διο ουδέ υπόστασιν έχει το κακόν, αλλά παρυπόστασιν, του αγαθού ένεκα και ουχί εαυτού γινόμενον˙ παν γαρ γινόμενον ή δι’ αγαθόν γίνεται ή δια νομιζόμενον αγαθόν»˙ (Τόμ. Α’. σελ. 454).
Εν τη του αγαθού επιζητήσει ο άνθρωπος δι’ άγνοιαν αποπλανώμενος, ποιείται κακήν εκλογήν των διδομένων, αιρείται δε, αντί του αληθώς αγαθού, το νομιζόμενον αγαθόν, ου τινός ου κατά φύσιν εφίεται, αλλά παρά φύσιν εξ εσφαλμένης κρίσεως τούτο προαιρούμενος. Επειδή δε αγαθόν είνε το φύσει εφερόν και εραστόν, ο άνθρωπος προαιρούμενος του μη φύσει, αλλά δόξη αγαθού, ως προαιρούμενος του παρά φύσιν εφετού, του αδημιουργήτου επομένως του κακού, αμαρτάνει.
Ο άνθρωπος επλάσθη και είνε φύσει αγαθός, διότι επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού, του άκρου αγαθού. Ως αγαθός φύσει επιποθεί και ζητεί το αγαθόν, το καλόν, το αληθές˙ δια τον έμφυτον τούτον πόθον η Αγία Γραφή λέγει, ότι ο Θεός έδωκε τον νόμον γραπτόν εν τη καρδία αυτού˙ διότι ο νόμος του Θεού είνε το αγαθόν, το καλόν, το αληθές˙ ο νόμος ούτος εδόθη γραπτός εν τη καρδία του ανθρώπου, όπως καταστή ούτος κοινωνός της του Θεού αγαθότητος και μακαριότητος. Η του νόμου τούτου τήρήσις ουδέ μίαν παρείχε δυσκολίαν τω τηρούντι δια την ταυτότητα των υπαγορεύσεων αυτού προς τας ενδομύχους της καρδίας του ανθρώπου υπαγορεύσεις. Δια την ταυτότητα ταύτην των αισθημάτων του εντελλομένου και του δεχομένου την εντολήν, η μακαριότης του ανθρώπου είχεν εξασφαλισθή και ο άνθρωπος ετέθη εν τω παραδείσω, εν τω τόπω της μακαριότητος. Την προς το αγαθόν όμως ταύτην έμφυτον έφεσιν και ροπήν, ως ον νοερόν και αυτεξούσιον, ως ηθικώς ελεύθερον, ώφειλε να έχη και εκούσιον, και εν επιγνώσει να εργάζηται το αγαθόν, όπως εκδηλωθή η αρετή του αυτεξουσίου και ο άνθρωπος εμμένων εκουσίως εν τω αγαθώ να βαίνη τελειούμενος. Η δοκιμασία του ανθρώπου προς εκδήλωσιν της ισχύος, του μεγάλου και ιδιάζοντος προσόντος του αυτεξουσίου, της τελειωτικής ταύτης δυνάμεως, ήτο απολύτως αναγκαία, διότι άνευ δοκιμασίας δεν υφίσταται αρετή, άνευ δε αρετής αδύνατός εστίν η τελείωσις, ήτις ην ο του ανθρώπου σκοπός˙ προς δοκιμασίαν τοιαύτην, κατά θείαν παραχώρησιν, εγένετο ο υπό του διαβόλου πειρασμός.
Ο άνθρωπος ημάρτησε, διότι, δυνάμενος να αντιστή τω διαβόλω, δεν αντέστη˙ διότι η προσβολή εγίνετο ουχί επί αγνώστου αυτώ αντικειμένου, άλλ’ επί εγνωσμένου και φύσει εφετού και ηδύνατο, υπακούων μάλλον τη ενδομύχω φωνή ή τη φωνή του διαβόλου, να μείνη εκουσίως εν τω αγαθώ, ου τινός θα εφίετο πλέον και εκουσίως και θα έβαινε τελειούμενος.
Ο λόγος της ενδόσεως και της υποταγής του οικείου θελήματος ήτο η επιθυμία προς απόκτησιν του αγαθού˙ ήκουσεν, ότι έσεται όμοιος τω Υψίστω και, βεβαίως τελειούμενος ως εικών Θεού, όμοιος θα απέβαινε τω Υψίστω, ως τούτο επεζήτησε δι’ αυτόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός˙ «άνθρωπος εγένετο ο Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται»˙ και αληθώς δικαίως επεθύμησε την απόκτησιν του αγαθού, άλλ’ όλως υπό εναντίας συνθήκας˙ πλανηθείς υπό του διαβόλου ενόμισεν, ότι άνευ αγώνος θα ετελειούτο και ηθέτησε την εντολήν του Θεού, την ακριβώς προς τον σκοπόν τούτον αυτώ δοθείσαν˙ η τήρησις της εντολής θα έφερεν ό,τι ψευδόμενος διεβεβαίου ο διάβολος. Ώστε ο άνθρωπος επιζητών το αγαθόν, ευρέθη πράττων το κακόν˙ παρέβη την θείαν εντολήν δια την απόλαυσιν του άκρου αγαθού.
Η αμαρτία ετιμωρήθη, διότι ο άνθρωπος, ως ον ηθικώς ελεύθερον, φύσει αγαπών τον νόμον του Θεού και φύσει επιζητών την πλήρωσιν των εντολών του Θεού, δεν έπραξε κατά βούλησιν, αλλά παρά βούλησιν, υποτάξας την φιλόνομον αυτού βούλησιν εις την θέλησιν του διαβόλου. Ετιμωρήθη λοιπόν ο Αδάμ, διότι χάριν της απολαύσεως του άκρου εφετού εν επιγνώσει ηθέτησε την εντολήν του Θεού˙ ημάρτησεν άρα εκ πλάνης περί την ζήτησιν του αγαθού, και αύτη είνε η αιτία των αμαρτημάτων.
Ότι η πλάνη εξ αμελείας.
Αλλά διατί να πλανηθή ο πρώτος άνθρωπος; Διατί εν τη πρώτη δοκιμασία της ηθικής αυτού ελευθερίας ηττήθη; Μη δεν ήτο ακρούντως ισχυρός, ίνα αντιστή, ίνα υπομείνη την δοκιμασίαν; Ουχί, διότι ουδέποτε ο Θεός συγχωρεί, ίνα υπέρ δύναμιν πειρασθή ο άνθρωπος η δικαιοσύνη ήτον ανάλογος προς την δύναμιν και την αντίστασιν˙ αλλά τότε διατί ηττήθη; Ο λόγος της ήττης ευρίσκεται εν αυτώ τω ανθρώπω, διότι καίτοι υπήρχεν εν αυτώ η δύναμις της αντιστάσεως, δεν εγένετο όμως αυτής χρήσις˙ αλλά τι το αίτιον της τοιαύτης παραλείψεως; Η αμέλεια˙ η αμέλεια προς το καθήκον˙ καθήκον είχεν ο άνθρωπος να ανυψούται προς τον Θεόν και τον νουν αυτού προς μόνον τον Θεόν να αναφέρη και ουχί να αναζητή την τέρψιν εν ταις απολαύσεσι των δημιουργημάτων˙ η προσήλωσις αυτού προς τα γήινα επέφερε την αμέλειαν του προς τον Θεόν καθήκοντος και την αμέλειαν του προς εαυτόν καθήκοντος. Δια της αμελείας εμακρύνθη ήδη του Θεού, απώλεσεν ήδη μέγα μέρος της ενισχυούσης αυτόν θείας δυνάμεως, και δια τούτο ηττηθείς έπεσεν εν τη αμαρτία. Εάν ο Αδάμ δεν είχεν απομακρυνθή ήδη του Θεού δεν θα ηττάτο, διότι η θεία δύναμις θα ενίσχυεν αυτόν˙ η ενατένισις προς το ξύλον το απηγορευμένον ήτον ένδειξις της προσηλώσεως αυτού προς την ύλην˙ τότε δε ενατενίζει τις προς την ύλην, όταν αποσύρη τους οφθαλμούς από του Θεού˙ η εξερεύνησις της ωραιότητος των καρπών του απηγορευμένου δένδρου, ην σημείον των γηίνων φρονημάτων˙ από της προσβλέψεως προς το δένδρον η πτώσις του Αδάμ ήτον ήδη γεγονός παρεπόμενον. Ο διάβολος προέτρεψε τον ήδη υπό την σκιάν του δένδρου καθήμενον άνθρωπον και γλιχόμενον των καρπών αυτού. Εάν ο άνθρωπος δεν ητένιζε προς το δένδρον δεν ηττάτο υπό του διαβόλου˙ η ενατένισις επέφερε την πτώσιν, ώστε ουχί η ηθική αυτού αδυναμία ή ατέλειά τις επέφερε την πτώσιν και την πλάνην, άλλ’ η αμέλεια προς το υψηλόν αυτού καθήκον, προς το καθήκον του λατρεύειν τον Θεόν και προς αυτόν μόνον ενατενίζειν˙ δια τον λόγον τούτον παραγγέλλει και ο Κύριος πολλάκις τους μαθητάς αυτού, ίνα γρηγορώσι και προσεύχωνται, ίνα μη εισέλθωσιν εις πειρασμόν˙ διότι ενόσω γρηγορούσι και προσεύχονται, ο νους ανατενίζει προς τον Θεόν, τα δε εκτοξευόμενα βέλη του πονηρού αδυνατούσι να προσβάλωσι τους λογισμούς˙ καταφέρουσι δε άφνω βαρέα τα τραύματα, ευθύς ως εύρωσι τον νουν και την διάνοιαν διεσκεδασμένα περί την κτήσιν˙ και αληθώς τότε πειραζόμεθα, όταν αισθανώμεθα την προσβολήν και αισθανώμεθα ταύτην, όταν η προσοχή ημών στραφή προς αυτήν, όταν υπάρχη συγκατάθεσις δια τούτο είπεν, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν, ήτοι δεχθώμεν τας προσβολάς˙ διότι εν όσω αποκρούομεν αυτάς δεν εισερχόμεθα εις πειρασμόν, εισήλθεν άρα και ο Αδάμ εις πειρασμόν, διότι εδέχθη τας προσβολάς˙ αμαρτάνομεν λοιπόν δια την προς την αμαρτίαν προδιάθεσιν, γεννωμένην εκ της αμελείας της προς τον Θεόν λατρείας.
Περί των εξ αμελείας αμαρτημάτων ιδού τι γράφει ο θείος Χρυσόστομος.
«Και γαρ άτοπον την μεν οικίαν μηδέποτε ανέχεσθαι εν εσπέρα χωρίς λύχνου και φωτός οράν, την δε ψυχήν έρημον διδασκαλίας οράν˙ εντεύθεν τα πολλά των αμαρτημάτων υμίν συνίστανται, ότι ου ταχέως λύχνον ανάπτομεν τη ψυχή˙ εντεύθεν καθ’ εκάστην ημέραν προσπαίωμεν˙ εντεύθεν πολλά απλώς και ως έτυχεν ημίν εν τη διανοία κείται, επειδάν την των θείων λόγων ακρόασιν δεχόμενοι, πριν ή τα πρόθυρα υπερβήναι της Εκκλησίας, ευθέως ρίπτομεν, και το φως κατασβέσαντες, μετά πολλού του ζόφου βαδίζομεν. Άλλ’ ει και έμπροσθεν ταύτα εγίνετο, μηκέτι γινέθσω λοιπόν˙ άλλ’ έχωμεν διηνεκή τον λύχνον καιόμενον εν τη διανοία, και προ της οικίας την ψυχήν καλλωπίζωμεν˙ αύτη μεν γαρ ενταύθα μένει εκείνην δε λαμβάνοντες εντεύθεν άπιμεν. Δια τούτο και πλείονος αυτήν επιμελείας αξιουν χρη. Νυν δε εισί τινές ούτως αθλίως διακείμενοι, οι τας μεν οικίας τας ενταύθα και χρυσοίς ορόφοις και ψηφίσι διηνθισμέναις και γραφών άνθεσι και κιόνων λαμπρότητι και τοις άλλοις κατακοσμούσιν άπασι, την δε διάνοιαν παντός ερήμου πανδοχείου παρορώσιν ευτελέστερον διακειμένην, βορβόρου γέμουσαν, καπνού και δυσωδίας πολλής, ερημίας αφάτου. Το δε αίτιον τούτων απάντων, ότι συνεχώς υμίν ο λύχνος της διδασκαλίας ου καίεται. Δια τούτο τα μεν αναγκαία ημέληται, τα δε ουδενός άξια, σπουδής, απολαύει πολλής. Ταύτα μοι ου προς πλουσίους μόνον, αλλά και προς πένητας είρηται».
Εντεύθεν λοιπόν η παράβασις του ηθικού νόμου, εντεύθεν τα διάφορα αμαρτήματα, εντεύθεν η από του Θεού απομάκρυνσις, εντεύθεν το ανεγειρόμενον μεσότοιχον έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου, εντεύθεν τα πολλά δεινά, τα καταθλίβοντα ημάς και η πολλή ημών κακοδαιμονία.

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.