Και τα δέντρα πονούν – Τ’ όνειρο του χωριάτη -Τα πεθαμένα δέντρα -Στο νεροπρίονο – Το τραγούδι στο νέο καράβι – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Και τα δέντρα πονούν.
Εκεί κοντά ένας άνθρωπος κρατώντας μικρό κι ελαφρό τσεκουράκι χάραζε τα πεύκα.
«Πουρναρίτης!» είπαν τα παιδιά μόλις τον είδαν.
-«Δεν μπορεί να είναι κακός άνθρωπος, λέει ο Μαθιός, γιατί θα έφευγε μόλις μας άκουσε».
Ρώτησαν τότε τα παιδιά κι έμαθαν, πως αυτός ο ρεστινάς έχει την άδεια του δασάρχη να μαζεύη το ρετσίνι.
Όταν πλησίασαν, είδαν αλήθεια με τι μεγάλη προσοχή χάραζε τ’ αγαπημένα πεύκα, για να σταλάζη το ρετσίνι τους χωρίς να πάθουν τίποτα. Τους έκανε σιγά σιγά μια πολύ στενή χαραματιά. Ήξερε πως και τα δέντρα πονούν…
Τ’ όνειρο του χωριάτη.
Ο Καλογιάννης έξαφνα φώναξε:
«Παιδιά! Ο Λάμπρος!»
Γύρισαν κι είδαν εκεί παρακάτω στην πλαγιά το μαύρο κοπάδι, που έβοσκε και προχωρούσε. Ο Λάμπρος είχε μείνει πίσω και τ’ ωδηγούσε με το σφύριγμα.
Σφύριζε τόσο ωραία! Νόμιζες πως ακούς χαρούμενη γαλιάντρα.
Τα γίδια άκουαν το σφύριγμά του, κι επειδή καταλάβαιναν πως τους έλεγε να πάνε μπροστά, προχωρούσαν ευχαριστημένα.

«Είναι του Γεροθανάση» είπαν τα παιδιά στο δασάρχη.
-«Πόσα είναι; Μήπως ξέρετε;» ρώτησε ο δασάρχης.
-«Ο Λάμπρος, που τα βόσκει, λέει πως είναι καμιά διακοσαριά».
-«Μα πώς ο Γεροθανάσης με τόσες χιλιάδες πρόβατα, έχει μόνο διακόσια γίδια! Δε σας φαίνεται παράξενο;».
-«Έχει ο Γεροθανάσης το λόγο του! Έχει ακούσει τ’ όνειρο του χωριάτη».
-«Και ποιό είναι τ’ όνειρο του χωριάτη;» ρωτούν τα παιδιά.

«Ήταν ένας χωριάτης, άρχισε να λέη ο δασάρχης, κι είχε μια γίδα. Την πήγαινε στο δάσος κι έβοσκε. Μια μέρα που την άρμεγε τι να δή; Αντί γάλα, έβγαζε νερό. Το νερό γέμισε την καρδάρα, πλημμύρισε τον τόπο και κατέβηκε με ορμή στους κάμπους.
«Έλα, για όνομα του Κυρίου» είπε ο χωριάτης την ώρα που πνιγόταν.
Γιατί αυτά όλα στ’ όνειρό του τα είδε!

Όταν ξύπνησε, πήγε σε δυο χωριάτες εκατό χρονών να του εξηγήσουν τ’ όνειρο.
Ο ένας γέρος του είπε πως το νερό θα είναι γάλα. Ο άλλος του είπε πως θα έχη να κάμη με δικαστήρια.
«Οι γέροι παραγέρασαν» είπε˙ «ας πάω να δω τον ψάλτη, που διάβασε περισσότερα».
Πήγε στον αριστερό ψάλτη και του είπε τ’ όνειρο. Εκείνος έβαλε τα γυαλιά του, πήρε από το ράφι ένα μεγάλο βιβλίο, κι αφού του τίναξε τη σκόνη, το άνοιξε και διάβασε δυνατά:
«Γίδα. Εάν ίδης εις τον ύπνο σου γίδα, εάν μεν συμβαίνη και είναι μαύρη η γίδα και έχη τα κέρατα γυριστά, τούτο σημαίνει ότι θέλεις λάβει ογρήγορα γράμμα συστημένον από τους συγγενείς του από τη Αμερική».
Η γίδα ήταν τέτοια, ο χωριάτης όμως δεν είχε κανένα συγγενή στην Αμερική.
Ο ψάλτης έβαλε τα γυαλιά του στην άκρη της μύτης και διάβασε άλλη σελίδα.
«Νερόν. Εάν ίδης νερόν και τρέχη από βρύσιν και το νερόν κάμνη βροντήν πολλήν εις το σταμνίον, τότε εις καβγάν θέλει εμπλέξεις. Εάν το νερόν τούτο τρέχη από αυλάκι…..».
«Από γίδα! Φώναξε ο χωριάτης˙ τί λέει το βιβλίο, άμα τρέχει νερό από γίδα;».
-«Το βιβλίο, είπε ο ψάλτης, δε λέει τίποτα σε τούτο το ζήτημα, αν και είναι χίλιων χρονών ονειροκρίτης, γραμμένος από τους σοφούς του κόσμου».

Ο χωριάτης, όταν είδε πως και το βιβλίο δυσκολεύεται να εξηγήση τ’ όνειρό του, του φάνηκε πως μεγάλο κακό θα του γίνη.
«Συμπέθερε! Του είπε τότε κάποιος χωριάτης, τί κάθεσαι και σκοτίζεσαι; Το πράμα είναι φανερό.
«Η γίδα τρώει το κλαρί. Το κλαρί κρατεί τα χώματα και τα χαλίκια στις ράχες. Άμα φαγωθή το κλαρί, παίρνουν οι βροχές το χώμα και το χαλίκι και το πηγαίνουν στο χείμαρρο. Ο χείμαρρος φουσκώνει, κατεβαίνει στους κάμπους και καταστρέφει. Αν το κλαρί είναι στη θέση του, δε γίνεται τίποτα απ’ αυτά. Να λοιπόν γιατί η γίδα βγάζει νεροποντή. Σωστά τα είδες στον ύπνο σου».

Τι σωστό ήταν αυτό τ’ όνειρο του φτωχού ανθρώπου! Ύστερα από τη φωτιά και το τσεκούρι, η γίδα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός που έχει το δάσος».
«Αλήθεια;» έκαμαν τα παιδιά.
-«Αγαπάτε τη γίδα» είπε ο δασάρχης. «Και ποιός δεν αγαπά τέτοιο χαριτωμένο ζώο! Όσο όμως, ζωηρό είναι, τόσο καταστρέφει τα φυτά.
»Γυρεύει το κλαρί και διαλέγει πάντα την κορυφή. Κατεβάζει το κλωνάρι για να το φάη στην άκρη. Άμα δεν το φτάνει, ανεβαίνει στο δέντρο.
»Η μανία της να ζητά τις τρυφερές άκρες φέρνει στα δέντρα καταστροφή. Γιατί στην άκρη του κλωναριού είναι το μάτι, το μπουμπούκι που θα πετάξη το βλαστάρι. Άμα η γίδα το κόψη, το κλωνάρι δε μεγαλώνει πια σε ύψος.
»Αν τον καιρό που αυτά τα δέντρα ήταν μικρά, έβοσκε εδώ ένα κοπάδι γίδια, δε θα είχαμε που να καθίσωμε αυτή τη στιγμή. Το δάσος θα ήταν όλο χαμόκλαδα».

-«Κι αν περνούσαν πρόβατα;» ρώτησε ο Κωστάκης.
-«Και τα πρόβατα φέρνουν ζημία. Γιατί περνώντας από το δάσος πατούν τα νέα δεντράκια που μόλις φυτρώνουν.
»Γι’ αυτό τα κοπάδια δεν πρέπει να τα φέρνωμε ποτέ κοντά στο δάσος, μα να τα βόσκωμε στα λιβάδια, όπως κάνει ο Γεροθανάσης, που αγαπά αληθινά τα δάση. Ποτέ κατσίκι δικό του δε μας έφαγε κλαρί».
-«Ο Λάμπρος τα προσέχει» συλλογίστηκαν τα παιδιά.
-«Τόσα χρόνια, και δεν πήγε ποτέ του στο δικαστήριο. Να ήταν όλοι οι τσοπάνηδες σαν κι αυτόν! Πώς προστατεύει τα δέντρα ο Γεροθανάσης! Αν δήτε στον ύπνο σας καμιά γίδα που βγάζει νερό, να ξέρετε πως δεν είναι δική του. Οι δικές του βγάζουν μόνο γάλα».
Τα πεθαμένα δέντρα.
Είχαν περάσει από παλιά καμίνια, όπου έφτιαναν άλλες χρονιές κάρβουνα οι καρβουνιάρηδες. Εκεί στάθηκαν λίγο και τους εξήγησε ο δασάρχης τον τρόπο που γίνονται τα κάρβουνα.
Τους είπε πως για να κάμουν κάρβουνα, ρίχνουν πολλά ξύλα σ’ ένα μεγάλο καμίνι. Σκεπάζουν το καμίνι με χώμα, αλλά τόσο καλά, ώστε να μην μπαίνη αέρας από πουθενά. Ύστερα από μια τρύπα που έχουν αφήσει επίτηδες, βάζουν φωτιά στα χωμένα ξύλα.
Το καμίνι σκεπασμένο καίει σιγά, και λίγο λίγο με τη σιγαλή φωτιά τα ξύλα γίνονται κάρβουνα.

«Και τα δέντρα;» ρώτησε ο Μαθιός.
-«Όπως οι λοτόμοι έτσι και οι καρβουνιάρηδες είπε ο δασάρχης, κόβουν μόνο τα δέντρα που τους λέμε εμείς να κόψουν, κι έτσι δε χαλούν το δάσος. Το καλό όμως είναι, που τα περισσότερα κάρβουνα τα έχομε χωρίς να κόβωμε δέντρα. Τα βρίσκομε στη γη. Και θα σας πω το γιατί.
»Εδώ και χιλιάδες χρόνια, τα δάση ήταν τόσο πυκνά, που δεν μπορούσε να μπή μέσα ζώο να βοσκήση.
»Με δυσκολία ζούσαν εκεί λιοντάρια και αρκούδες και λύκοι, και μεγάλα πουλιά με φτερούγες θεόρατες και με ατσαλένια νύχια.
»Όποιο θηρίο μπορούσε έτρωγε το μικρότερο για να ζήση. Μέσα στους λόγγους αυτούς ο ήλιος δεν μπορούσε να μπη. Νύχτωνε από την ημέρα.
»Τα δάση εκείνα γέρασαν και τα δέντρα τους έπεσαν κάτω. Κι επειδή άνοιξε η γη από σεισμούς και κατακλυσμούς, εκείνα χώθηκαν σε τάφους μεγάλους, πολλές οργιές βαθιά.
»Καθώς περνούσαν τα χρόνια, άλλα δάση φύτρωναν και ψήλωναν κι αυτά όπως τα πρώτα, κι ύστερα γερνούσαν και πέθαιναν. Κι άνοιγε η γη και τα έθαβε. Και πάλι άλλα φύτρωναν.

»Τί έγιναν εκείνα τα πεθαμένα δάση; Δεν χάθηκαν. Σήμερα που σκάβουμε πολύ βαθιά, τα ξαναβρίσκουμε. Δεν είναι δέντρα όπως ήταν. Τα ξύλα τους μέσα στη γη έγιναν κάρβουνα, σκληρά σαν την πέτρα και μαύρα κάρβουνα.
»Και σήμερα που οι άνθρωποι είναι πολλοί κι έχουν ανάγκη από μεγάλες φωτιές για τις εργασίες τους, ανοίγουν τη γη και βρίσκουν όσα κάρβουνα θέλουν.
»Μ’ αυτά ανάβουν τις μηχανές, κινούν τα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους και τα βαπόρια. Συλλογιστήτε πόσες είναι αυτές οι μηχανές και πόσα κάρβουνα χρειάζονται.
»Ποιός να το έλεγε πως εκείνα τα πεθαμένα δέντρα θα χρησίμευαν ύστερα από χιλιάδες χρόνια! Και όμως αυτό είναι το δάσος. Κάνει καλό στον άνθρωπο με χίλιους τρόπους, σε αμέτρητο καιρό. Δεν κουράζεται ποτέ˙ ζη και μας χρησιμεύει, πεθαίνει και μας χρησιμεύει.
»Για να μας δώση όμως το δέντρο όσα μας χαρίζει, πρέπει να ζη με χιλιάδες άλλα δέντρα. Γιατί όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα δέντρα ζούνε πολλά μαζί στους τόπους που θέλουν αυτά, και βοηθούν το ένα το άλλο.
»Ενωμένα πολεμούν το βαρύ χειμώνα και το καυτερό καλοκαίρι. Ενωμένα μεγαλώνουν, κάνουν μεγάλους κορμούς και πετούν δυνατά κλαριά.
»Έτσι γίνεται στα ύψη των βουνών μια μεγάλη πολιτεία που τη λέμε δάσος. Αυτή εδώ!».
Στο νεροπρίονο.
Την ώρα που ο δασάρχης έλεγε αυτά, είχαν μπη μέσα στο δάσος. Πρώτα πέρασαν ώρα πολλή μέσα από πεύκα˙ ύστερα αφού προχώρησαν πιο ψηλά, μπήκαν στα λυγερά και τα ίσια έλατα.
«Ακόμη ψηλότερα από δω, είπε ο δασάρχης, είναι ένα δάσος από οξυές˙ μα τώρα θα μείνωμε εδώ στο πριόνι. Φτάσαμε».

Το νεροπρίονο δούλευε όπως ένας μύλος. Το νερό έπεφτε από ένα κανάλι, και με την ορμή του κινούσε ένα μεγάλο ορθό πριόνι. Όλους τους κορμούς, που έκοβαν οι λοτόμοι στο δάσος, τους έφερναν εκεί. Το πριόνι τους έσκιζε κι έφτιαναν απ’ αυτούς την ξυλεία˙ σανίδες, πάτερα, μαδέρια.
Πόση ξυλεία ήταν εκεί! Την είχαν στοιβαγμένη σε μεγάλους σωρούς˙ πάντα το πριόνι έκοβε και πάντα κουβαλούσαν.

Ένα κλαράκι βγαίνει στη γη, και σε σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αυτά τα μεγάλα μαδέρια.
Πόσα καλά θα δώσουν στους ανθρώπους αυτά τα ξύλα! Τα πάνε για να γίνουν σπίτια, καράβια, γεφύρια. Για να κάμουν αμάξια, έπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία.
Χίλια πράγματα θα γίνουν με τούτη την ξυλεία, βαριά κι ελαφρά, από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο˙ από το κατάρτι του καραβιού ως τις μικρές ξυλόπροκες που καρφώνουν τα παπούτσια.
Τί έπλασε ο ήλιος κι η βροχή! Τί μας χαρίζει το δάσος!

«Ελάτε να δήτε πως ταξιδεύουν τα ξύλα» είπε ο δασάρχης.
Πήγαν ως την άκρη και κοίταξαν κάτω στον γκρεμό. Κάτω είδαν τη Ρούμελη. Από το μέρος αυτό η Ρούμελη είχε πολύ νερό, επειδή τώρα ερχόταν ίσια από την πηγή της, δίχως να χωρίζεται πουθενά.
Τη χαιρέτησαν όλοι, σηκώνοντας το χέρι: «Γεια σου Ρούμελη! Πάντα κοντά μας είσαι!».
Από την κορυφή που ήταν ως κάτω στο νερό, οι λοτόμοι παρατούσαν τα κούτσουρα και τα μαδέρια, και κείνα κυλούσαν στη ράχη και κατέβαιναν ορμητικά στο ρέμα.
Στο ρέμα πάλι τα παραλάβαιναν άλλοι λοτόμοι. Τα έρριχναν μέσα και πηγαίνοντας αυτοί στις άκρες τα συνώδευαν, καθώς ταξίδευαν μέσα στο νερό. Όταν σταματούσαν σε τίποτα λιθάρια ή όταν μαζεύονταν πολλά, οι λοτόμοι τα βοηθούσαν πάλι να γλιστρήσουν.
Τα πήγαινε έτσι η Ρούμελη ως κάτω στον κάμπο, όπου γινόταν πλατύ ποτάμι. Και πάλι από εκεί σιγά τα ταξίδευε ως τη θάλασσα. Εκεί τα έπαιρναν και τα κουβαλούσαν στο εργοστάσιο.
«Από εδώ το βουνό πάει στο γιαλό» είπε ο δασάρχης στα παιδιά.

Τα ξύλα που έστειλαν στο ποτάμι αυτή την ώρα οι λοτόμοι, θα χρησίμευαν για ένα καράβι. Ήταν διάφορα ξύλα˙ από πεύκα, από βαλανίδια, από οξυά.
Μαζί με την άλλη ξυλεία του καραβιού κατέβαζαν από άλλο δρόμο δύο κορμούς από τετράψηλα έλατα, δεμένους πίσω από μουλάρια. Ήταν τα κατάρτια του.
Στο θέαμα τούτο τα παιδιά ένιωσαν μια επιθυμία. Τους ήρθαν στο νου τα κύματα και τα ταξίδια που έχουν ακούσει, και ήθελαν να πάνε, να πάνε…
Ο Αντρέας κι ο Φάνης θυμήθηκαν τη θάλασσα που είδαν με το μεγάλο ήλιο.
Τότε η μάνα του πρωτομάστορα λοτόμου, μια γριά, πολύ γριά, που δεν έβλεπε καθόλου τον κόσμο, καθισμένη σε μια πέτρα τραγούδησε το νέο καράβι μ’ αυτά τα λόγια:
Το τραγούδια στο νέο καράβι.
Χαιρετισμούς στη θάλασσα!
Στ’ ακρογιάλια χαιρετισμούς!
Να! Σε στέριωσαν κιόλας. Σε βλέπω. Ξεκίνησες.
Φορτωμένο είσαι με το ξανθό σιτάρι, με το χρυσό καλαμπόκι.
Φορτωμένο είσαι με τα κίτρα και τα πορτοκάλια, που τάθρεψεν ο ήλιος.
Στην πλώρη έχεις το σταυρό. Στην πρύμνη έχεις το βαγγέλιο.
Κι ανάμεσα έχεις την Παναγιά Παρθένα με το καντήλι της αναμμένο.
Άσπροι γλάροι σ’ ακολουθούνε. Απάνω στα κατάρτια σου ξεκουράζονται.
Άσπρα χωριά σε βλέπουν από πράσινους λόφους.
Άσπρες ακρογιαλιές παρακαλούν να πας ν’ αράξης.
Μάνες κι αδερφές φωνάζουν να σταθής να πάρης χαιρετίσματα.
Τα κύματα πηδούν απάνω σου σαν άλογα μ’ άσπρη χαίτη.
Οι μαύροι κάβοι καρτερούν να σε αρπάξουν.
Μα οι ναύτες έχουν σκαλώσει στα σκοινιά. Ο καπετάνιος είναι παλικάρι.
Σαν το δελφίνι που σ’ ακολουθεί, χορεύεις απάνω στην πράσινη θάλασσα.
Θα φτάσης! Θα φτάσης!
Και θ’ αράξης ανάμεσα στα πολλά κατάρτια.
Χαιρετισμούς να πης στα μεγάλα λιμάνια.
Χαιρετισμούς στην Πόλη να πης!
Πάντα καλός να είναι ο γυρισμός σου. Πάντα να φέρνης θησαυρούς. Μαύρο μαντίλι να μη φορεθή για σένα.
Καλορίζικο! Καλοτάξιδο!

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.