Ο πονηρός δούλος – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Τον παλιό καιρό, ζούσε στην Αλεξάνδρεια έ¬νας πλούσιος έμπορος. Κι αυτός κι η γυ¬ναίκα του ήταν καλοί και φιλόχριστοι και μεγάλωναν τη μικρή τους κόρη με το φόβο του Θεού.

Μιά μέρα λέει ο έμπορος στη γυναίκα του:
Πρέπει να φύγω για δουλειές στην Πόλη. θα λείψω κάμποσο καιρό.
Η γυναίκα ταράχτηκε.
Και πού μας αφήνεις, κύριέ μου, εμένα και το παιδί μας; παραπονέθηκε.
Ηταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. τον καιρό εκείνο, τα ταξίδια ήταν πολύ επικίνδυνα. στη στεριά παραμόνευαν οι ληστές, για να αρπάξουν τις πραμάτειες των καραβανιών, και στη θάλασ¬σα οι πειρατές. οι έμποροι λοιπόν κινδύνευαν να χάσουν και τα εμπορεύματά και τη ζωή τους, αφήνοντας τις οικογένειές τους ορφανές. τα γνώριζε όλα τούτα η καλή γυναίκα, γι’ αυτό είχε πέ¬σει σε μεγάλη στενοχώρια.

Μή θλίβεσαι τόσο, κυρά μου, γιατί εγώ σας αφήνω στον πιό μεγάλο προστάτη, στη Δέσποινά μας τη Θεοτόκο, την παρηγόρησε ο άντρας της.
Κι αφού προετοιμάστηκε καλά, έφυγε.

Ενα βράδυ καθόταν η γυναίκα στην κάμαρά της κι έκλωθε μαλλί, ενώ το κοριτσάκι έπαιζε με την πήλινη κούκλά του, γεμίζοντας το χώρο με το γέ¬λιο και τη χαρούμενη φλυαρία του. το λυχνάρι φώτιζε την ειρηνική σκηνή. Ούτε η μάνα, ούτε το παιδί υποψιάζονταν πως κάποιος κίνδυνος απει¬λούσε την ήσυχη ζωή τους. Γιατί την ίδια ώρα ο δούλος του σπιτιού σκέφτηκε να σκοτώσει την κυρά του και το κοριτσάκι, να πάρει ό,τι πολύτιμο υπήρχε μέσα στο πλούσιο σπίτι και να φύγει. Ετσι απροστάτευτες που ήταν και οι δυό, η επιχείρηση θα τέλειωνε χωρίς να πάρει είδηση κανείς. Τί βλακεία του αφεντικού να πάρει μαζί του τους άλλους δυό δούλους του σπιτιού! Έτσι αφήνει ο κόσμος τη γυναίκα του και το παιδί του; Μα πάλι, καλύτερα που δέν ήταν κι άλλοι στο σπίτι. Γιατί τότε μπορεί το σχέδιο του ν’ αποτύχαινε. Μ’ αυτές τις πονηρές σκέψεις μπήκε στα μαγειριά, πήρε ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι και πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πλησίασε στην κάμαρα της κυράς του. Καθώς έκαμε να σηκώσει το βήλο που χώριζε την κάμαρα από το δωμάτιο όπου στεκόταν εκείνος, το φώς του σκοτείνιασε, το κορμί του βάρυνε, τα πόδια του καρφώθηκαν, θαρρείς, στο πάτωμα. Πάσχισε να κουνηθεί, αδύνατον. Ούτε στην κάμαρα μπορούσε να μπει, ούτε στο μαγειριό να γυρίσει. Τότε σκέφτηκε να φωνάξει την κυρά του.

Κυρά, της λέει, έρχεσαι μιά στιγμή, που κά¬τι σε θέλω;
Η γυναίκα απόρησε.
Τί τρόπος είναι αυτός; του αποκρίνεται. από πότε ο δούλος μιλάει έτσι στην κυρία του;
Κυρά, έλα, κάτι σε θέλω, επέμενε εκείνος.
Για τ’ όνομα του Θεού, τί στέκεσαι εκεί δά; Άν θέλεις κάτι, έλα να μου το πεις, αλλιώς γύρ¬να στη δουλειά σου, τον αποπήρε η κυρά του.
Στο μισοσκόταδο, οπου στεκόταν ο δούλος, εκείνη δέν μπορούσε να δει πως ήταν τυφλός ή ανίκανος να σαλέψει.

«Αν δέν θέλεις να έρθεις εσύ, στείλε μου του λάχιστον το παιδί.
Μή γίνεσαι ανόητος, λέγε τί θέλεις, εί δ’ άλλως άφησέ με ήσυχη. Σου το ειπα, γύρνα στη δουλειά σου.

•Η γυναίκα έπιασε πάλι το αδράχτι της, εκνευρισμένη από τη συμπεριφορά του δούλου. η αυθάδειά του ξεπερνούσε τα όρια. Στράφηκε προς το άνοιγμα του βήλου, περίεργη.
Ακόμη εκεί είσαι; ξεφώνησε θυμωμένη, βλέ ποντάς τον να στέκεται στην ίδια θέση.
Εκείνος βέβαια δέν ήθελε να της πει πως δέν μπορούσε να κουνήσει, πως μάταια πάλευε μέσα στο σκοτάδι που τον τύλιγέ να βρει τρόπο να φύγει. ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο μέτωπο του, η αγωνία του εσφιγγε την καρδιά, μιά ταφόπετρα λές και του πλάκωνε το στήθος. Απελπι¬σία τον κυρίεψε. Αγκομαχούσε, αγωνιζόταν να λυγίσει τα πόδια του, να κάμει εστω ενα βήμα. Κι αυτή η μαυρίλα… Όλα σκοτεινά γύρω του… πουθενά φως, ούτε μιά τόση δά σπιθίτσα. με μιά άγρια, ανατριχιαστική κραυγή άρχισε να χτυπιέται με το μαχαίρι…

Η γυναίκα πετάχτηκε τρομαγμένη από το θρονί της, πετώντας μακριά το αδράχτι και το μαλλί.
Τί κάνεις, δυστυχισμένε; φώναξε μόλις ειδε το φριχτό θέαμα.
Το άλικο αιμα σχημάτιζε ρυάκια πάνω στο χιτώνα του δούλου, που εξακολουθούσε να μαχαι¬ρώνεται με μανία. το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει γοερά κι η γυναίκα, μή ξέροντας τί άλλο να κάμει, άνοιξε το παράθυρο και κάλεσε τους γείτονες να τη βοηθήσουν.

Έτρεξαν πρόθυμα οι άνθρωποι και με πολύ κόπο πήραν το μαχαίρι από το χέρι του δούλου, που τώρα ήταν κυριολεκτικά έξαλλος. Κάποιος πήγε στο πραιτώριο κι έφερε δυό άντρες της φρουράς και τον αξιωματικό της υπηρεσίας. Πιάσανε το μανιασμένο δούλο κι ανακρίνοντάς τον μάθανε το άνομο σχέδιο του. Τότε η γυναίκα θυμήθηκε τα λόγια του άντρα της:
«Σας αφήνω στον πιό μεγάλο προστάτη, στη Δέσποινά μας τη Θεοτόκο.»

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 31 – 36.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.