Άβουλο πλάσμα! – Μακαριστής Μοναχής Πορφυρίας.

Ήταν ξημέρωμα Κυριακής, όταν σε ένα στενό δρό¬μο όπου έστριψα, είδα στα πενήντα μέτρα μια κο¬πέλα, να μου κάνει έντονα σήμα κουνώντας το χέ¬ρι της να σταματήσω.
-Στη Χαλκίδα, όσο πιο γρήγορα γίνεται… μου λέει νευρικά.
Ξεκίνησα. Δεν περνάνε ούτε πέντε λεπτά και την ακούω να παίρνει τηλέφωνο από το κινητό της και να αφή¬νει το εξής μήνυμα:
«Ο τρόπος που μου φέρθηκες ήταν πολύ απαίσιος, όπως κάθε φορά που με διώχνεις. Μην τολμήσεις να μ’ ενοχλήσεις ξανά… Τελειώσαμε!».
Κλείνει το κινητό της και μου λέει εκνευρισμένη:
-Είδατε, κυρία μου, τι παθαίνει κάποια, που κάνει συνεχώς υποχωρήσεις;
-Τι εννοείτε; τη ρωτάω.
«-Ακούστε, λοιπόν, να καταλάβετε: Είμαι τριάντα επτά ετών και έχω σχέση με αυτόν τον άνθρωπο πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια βασανιστικά με υποχωρήσεις και εξευτελισμό της προσωπικότητας μου. Δεν έχετε ιδέα πό¬ση λάσπη έφαγα. Έχασα πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μου για έναν που τελικά αποδείχτηκε τιποτένιος. Τώρα, θα μου πείτε, έπρεπε να περάσουν πέντε χρόνια για να το καταλά¬βω και να πάρω την απόφαση να φύγω; Αλλά, όπως λένε, κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Βλέπετε, τα γλυκά και τα ωραία κράτησαν για λίγο, γιατί μετά άρχισαν τα πικρά…
Πρώτα έφυγα από το σπίτι μου και ήρθα να μείνω εδώ στην Αθήνα μαζί του. Μου είχε υποσχεθεί πως θα συ¬ζούσαμε για λίγο και δεν θα αργούσαμε να παντρευτούμε. Για να σου πω την αλήθεια, οι πρώτοι τρεις μήνες ήταν πολύ καλοί, βρήκα και δουλειά. Όμως ζήλευε τόσο, που με σταμάτησε λέγοντας μου πως δεν χρειάζεται να δουλεύω, και πως η θέση μου είναι στο σπίτι, για να τον φροντίζω. Τελικά αποδείχτηκε πως ήθελε μια δούλα, μια αποκλειστική νοσοκόμα, μια γυναίκα ρομπότ, όπου θα μπορούσε να ξεσπάει επάνω της τα νεύρα του, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Όλα αυτά ήταν η αρχή του τέλους, που όμως δεν ερχόταν μέχρι σήμερα.»
Τις δύο αυτές τελευταίες λέξεις τις είπε πολύ δυνατά και ταυτόχρονα συλλαβιστά. Χαμογελώντας συνέχισε:
«-Με απατούσε συχνά-πυκνά. Έβγαινε συνεχώς, λέ¬γοντας μου πως θα ‘ναι με φίλους του, αλλά ω! τι τραγική ειρωνεία! τον έπαιρναν στο τηλέφωνο οι φίλοι του στο σπίτι και τον ζητούσαν! Γίνονταν και πολλά τηλεφωνήματα κατά τη διάρκεια της νύχτας και, όταν άκουγαν τη φω¬νή μου, το έκλειναν αλλά όταν το σήκωνε εκείνος, απαντούσαν, ενώ εμένα με έστελνε με διάφορες προφάσεις στο άλλο δωμάτιο, για να μιλήσει με την ησυχία του!
Κάθε φορά που γνώριζε κάποια, με έδιωχνε από το σπίτι βίαια, για να έρθει εκείνη, με την οποία ήταν ερωτευ¬μένος, όπως έλεγε. Αυτό κρατούσε δέκα-δεκαπέντε μέρες• μετά ερχόταν να με βρει κλαίγοντας και παρακαλώντας με να γυρίσω πίσω. Μη με ρωτήσετε πόσες φορές έγινε αυτό το σκηνικό. Δεν θέλω να θυμάμαι.»
Την άκουγα, και δεν ήξερα τι να σκεφτώ και πώς να τη χαρακτηρίσω, θύμα ή ζώο; Λες και διάβασε τη σκέψη μου συνέχισε:
«-Είχα καταντήσει ένα άβουλο ζώο στα χέρια του, που δεν μπορούσε να αντιδράσει, που δεχόταν ό,τι κι αν έλεγε, ό,τι κι αν έκανε. Και για όλα αυτά φταίει ο έρωτας, όπως λέει και ένα τραγούδι. Ο έρωτας είναι τυφλός, τύ¬φλωσε κι εμένα κι έχασα τον εαυτό μου, την αξιοπρέπεια μου, και τα θέλω μου. Πριν λίγες ώρες όμως το ποτήρι ξε¬χείλισε. Με έβριζε και μου έλεγε πάλι να φύγω από το σπί¬τι. Και όταν του είπα- πάλι τα ίδια; μου απάντησε: Τι θέ¬λεις τώρα; Σου έχω πει σε σιχαίνομαι, σε θέλω μόνο, όταν δεν έχω τίποτα καλύτερο – δρόμο τώρα, ξεκουμπίσου!
Μου έβαλε σ’ αυτή τη νάιλον τσάντα δύο τρία ρούχα μου, τα πέταξε στο διάδρομο της πολυκατοικίας και έσπρωξε και εμένα έξω, κλείνοντας μου την πόρτα κατάμουτρα. Δεν μου έδωσε όλα τα πράγματα μου, γιατί πι¬στεύει πως πάλι θα με γυρίσει πίσω. Έχει γαντζωθεί επάνω μου, γιατί καμία δεν τον αντέχει πάνω από δεκαπέντε μέ¬ρες. Είμαι η μόνη χαζή που ανέχομαι τον αισχρό χαρακτή¬ρα του. Όμως αυτή τη φορά είμαι αποφασισμένη να μην ξαναγυρίσω. Αυτή η σχέση τελείωσε. Για να μην πεθάνει εκείνος εμένα, καλύτερα να πεθάνει η σχέση μας. Άλλω¬στε συντηρούσα μια σχέση ουσιαστικά νεκρή. Μακάρι να είχα αντιδράσει από την πρώτη στιγμή, που αισθάνθηκα να με εξευτελίζει και να μου πετάει λάσπη. Μακάρι…»
-Κάτι μέσα μου μου λέει πως, όταν σε ζητήσει, θα ξαναγυρίσεις.
-Αποκλείεται!!
Θέλησα να την πεισμώσω, για να μην ξαναγυρίσει πίσω. Της λέω:
-Πάμε στοίχημα, πως μόλις τον δεις μπροστά σου, θα λυγίσεις και θα τον ακολουθήσεις;
-Αποκλείεται αυτό να γίνει, δεν πρόκειται να ξανα¬γυρίσω!
-Εντάξει! πάμε στοίχημα;
-Πάμε!
Δεν πέρασαν δέκα ημέρες και με παίρνει τηλέφωνο και πολύ δειλά μου λέει: Γύρισα!
Είσαι άξια της τύχης σου, κοπέλα μου! σκέφθηκα.
Αλλά για την κατάσταση σου ευθύνεσαι μό¬νο εσύ;;;

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.