Η πρώιμη εκκλησία – Pρωτ. Ιωάννου Μέγιεντορφ.

«Ήταν ο δέκατος πέμπτος χρόνος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου. Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Τετράρχης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης. Της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος ο αδερφός του, και της Αβιλινής ο Λυσανίας. Αρχιερείς ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας. Τότε δόθηκε εντολή από το Θεό στο γιο του Ζαχαρία, τον Ιωάννη, που ήταν στην έρημο…» Λουκ. γ’, 1-2).

Ο ευαγγελιστής Λουκάς αρχίζει με τον ακριβή αυτό, ιστορικά πιστό τρόπο την αναφορά του στο μεσσιανικό έργο του Ιησού. Ο Χριστιανισμός λοιπόν βασίζεται πράγματι σε μια ιστορικά μαρτυρούμενη παρεμβατική είσοδο του Θεού στα αμιγώς ανθρώπινα, βασίζεται δηλαδή στην ενανθρώπηση του Υιού Του. Την ίδια μέριμνα για ιστορική ακρίβεια τη βρίσκει κανείς και στο Σύμβολο της Πίστεως, που αναφέρει ότι ο Χριστός έπαθε «επί Ποντίου Πιλάτου». Αυτός ο σχετικά άγνωστος επαρχιακός αξιωματούχος αναφέρεται σε μια συνοπτική, επίσημη γραπτή διακήρυξη ομολογίας της χριστιανικής πίστης, αφενός μεν για να γίνει σαφές ότι ο Χριστός ήταν πράγματι ένα αληθινό ιστορικό πρόσωπο, ένας άνθρωπος όπως όλοι μας, ένας Ιουδαίος που υπέφερε κάτω από το ρωμαϊκό ζυγό σαν όλους τους συμπατριώτες του, και αφετέρου για να τονιστεί ότι τον είχαν ακούσει άνθρωποι υπαρκτοί, τον είχαν δει με τα μάτια τους και τον είχαν αγγίξει με τα ίδια τους τα χέρια (πρβλ. Α’ Ιωάν. α’, 1).
Η ιστορική αυτή πτυχή του σωτηριολογικού έργου πιστοποιείται επίσης κι από τον τρόπο που το Ευαγγέλιο διαδόθηκε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και στις κατοπινές γενεές. Όταν επρόκειτο να αφήσει τους μαθητές και αποστόλους Του και να ανέλθει στους Ουρανούς, ο Κύριος τους δήλωσε ρητά: «… Θα λάβετε δύναμη όταν θα έρθει το Άγιο Πνεύμα σε εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γης…» (Πράξ. α’, 8).
Όπως όλα τα άλλα ιστορικά γεγονότα, έτσι και τα έργα του Ιησού (και ιδιαίτερα η πλέον εντυπωσιακή, εξαιρετική πράξη που επιτέλεσε ποτέ ο Θεός Πατήρ σε Αυτόν, δηλαδή η εκ νεκρών Ανάστασή Του την τρίτη ημέρα) πρέπει να πιστοποιούνται από μάρτυρες: Αυτοί οι μάρτυρες ήταν «… ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος του Αλφαίου και ο Σίμων ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας του Ιακώβου. Όλοι αυτοί, με μια ψυχή ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη δέηση προς το Θεό, Μαζί τους ήταν και γυναίκες, καθώς και η Μαρία, μητέρα του Ιησού, και τα αδέρφια του…» (Πράξ. α’, 13-14). Στην καλύτερη περίπτωση πάντως οι δώδεκα αυτοί αλιείς από τη Γαλιλαία (που έμειναν μόλις έντεκα μετά την προδοσία του Ιούδα του Ισκαριώτη) και οι λιγοστοί στενοί συγγενείς του Ιησού ήταν μάρτυρες μάλλον αφελείς. Μετά τα τραγικά γεγονότα του Γολγοθά, μετά την Ανάσταση, μετά από όλα όσα ο Κύριος είχε πει για τη βασιλεία Του, αυτοί ακόμη επέμεναν να Τον ρωτούν πότε Εκείνος σκόπευε να αποκαταστήσει τη βασιλεία του Δαβίδ (Πράξ. α’, 6). Τον είχαν ωστόσο ακολουθήσει από την αρχή του έργου Του, όρος προαπαιτούμενος για να λογίζεται κανείς μέλος του συνεδρίου των αποστόλων, της αποστολικής συνάξεως, όπως ξεκάθαρα φαίνεται από τη μνεία στην εκλογή του Ματθία ως διαδόχου του Ιούδα: «… Πρέπει λοιπόν ένας από τους άντρες που ήταν μαζί μας όλον τον καιρό που ο Κύριος, ο Ιησούς, συναναστράφηκε μ’ εμάς, αρχίζοντας από τότε που βαφτίστηκε από τον Ιωάννη, ως την ημέρα που αναλήφθηκε από ανάμεσά μας, να γίνει μάρτυρας μαζί με μας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε…» (Πράξ. α’, 21-22).
Παρά το ζήλο και την προθυμία τους να υπηρετήσουν ως μάρτυρες του αναστάντος Κυρίου, δεν ήταν ακόμη ολότελα σε θέση να συλλάβουν το συναρπαστικό χαρακτήρα οικουμενικότητας του έργου, το οποίο είχαν επωμιστεί. Κατεστάθησαν ικανοί να ανταλλάξουν τη διάλεκτο της Γαλιλαίας με την οικουμενική γλώσσα του Ευαγγελίου μονάχα αφότου εκπληρώθηκε μια υπόσχεση που συνεχώς επαναλάμβανε ο Ιησούς: Το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε με τη μορφή διαμεριζομένων γλωσσών «σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από μία» επάνω στον καθένα τους, και εκείνοι «άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Πνεύμα» (Πράξ. β’, 3-4). Μόνο τότε ο Πέτρος ένιωσε το δικαίωμα, ως εντεταλμένος και αρμόδιος, να αναγγείλει στον Ισραήλ την έναρξη της αληθινής βασιλείας του Θεού που έφερε ο Μεσσίας, την εκπλήρωση των προφητειών: «… Ας γνωρίζει, λοιπόν, με βεβαιότητα ο κάθε Ισραηλίτης ότι αυτόν τον Ιησού, που εσείς τον σταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κύριο και Μεσσία!» (Πράξ. β’, 36).
Προκειμένου να ιδρυθεί και να εδραιωθεί η κοινότητα της Νέας Διαθήκης του Θεού, ήταν απαραίτητο τόσο να υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες του αναστάντος Χριστού, όσο και να κατέλθει το Άγιον Πνεύμα στη νεοσύστατη εκκλησία και έτσι να καταστεί η μεν μαρτυρία αυτή εύλογη, οι δε καρποί της άμεσα εμφανείς σε όλους: «… και προστέθηκαν στην εκκλησία την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι…» (Πράξ. β’, 41).
Μέχρι και σήμερα η εκκλησία ζει μονάχα βασισμένη στη μαρτυρία των αποστόλων και χάρη στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο εγκατοικεί σε αυτήν από την ημέρα της Πεντηκοστής: Είναι λοιπόν και «αποστολική» και «αγία». Το Πνεύμα μάλιστα δεν προσέθεσε τίποτε στο έργο που πραγματοποίησε ο Χριστός, «γιατί μέσα σ’ εκείνον η θεότητα έστερξε ολάκερη να κατοικήσει» (Κολ. α’, 19). «Το ίδιο το Πνεύμα είναι μάρτυρας γι’ αυτό, και το Πνεύμα είναι η αλήθεια» (Α΄Ιωάν. ε’, 6): «Εκείνος θα φανερώσει τη δική μου δόξα, γιατί θα πάρει από αυτά που εγώ έχω και θα σας τα αναγγείλει» (Ιωάν. ιστ’, 14). Ο ερχομός του Πνεύματος λοιπόν δεν καθιστά την ανθρώπινη μαρτυρία των αποστόλων περιττή σε σχέση με την ιστορικά μαρτυρούμενη Ανάσταση του Κυρίου: Αντιθέτως την επισφραγίζει και την κάνει αυθεντική.
Το τελευταίο αυτό σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όταν αναλογιστούμε τη σημασία των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και τη σύνταξη του κανόνα της Αγίας Γραφής. Τα τέσσερα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου και η Αποκάλυψη πρωτίστως αναφέρονται σε περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τη φύση της θυσίας Του και το γεγονός της Αναστάσεως: συνιστούν, με άλλα λόγια, μια γραπτή έκθεση και αποτύπωση του μηνύματος των Αποστόλων. Η εγκυρότητά τους πηγάζει αφενός από την αποστολική τους καταγωγή και αφετέρου από τη θεοπνευστία. Η Ιερά Παράδοση μάλιστα επιμένει στην αποστολική προέλευση των Ευαγγελίων του Μάρκου και του Λουκά, παρόλο που οι συγγραφείς τους δεν αποτελούσαν μέλη του συμβουλίου των δώδεκα και πιθανόν να μην είχαν καν γνωρίσει τον Ιησού […]. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αποστολική αυθεντικότητα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και αυθεντικότητα του υλικού, αλλά πως αποτελεί μια εγγύηση, επικυρούμενη από το Άγιο Πνεύμα, για την αποστολική προέλευση του περιεχομένου των Ιερών Βιβλίων.
Η μαρτυρία πράγματι των Αποστόλων δε θα είχε αξία δίχως το θαύμα της Πεντηκοστής, εκτός κι αν το Πνεύμα είχε κατέλθει όχι μονάχα στους δώδεκα, αλλά σε ολόκληρη την Εκκλησία. Επομένως η Εκκλησία έχει ιδρυθεί όχι μόνο από τους αποστόλους, αλλά και επάνω σε αυτούς, όπως βεβαίως και εν Αγίω Πνεύματι. Κανείς ποτέ δε σκέφθηκε να προσθέσει στον Αγιογραφικό κανόνα ένα κείμενο που να μην ανάγεται στους αποστόλους, επειδή το Πνεύμα δεν αποκαλύπτει τίποτε άλλο εκτός από το Χριστό, τον οποίο και μαρτυρούν οι απόστολοι. Ωστόσο, το Πνεύμα το Άγιο είναι εκείνο που ορίζει τον Αγιογραφικό κανόνα στην Εκκλησία και που διαφυλάττει την Εκκλησία διά μέσου των αιώνων εν αληθεία και πιστότητι προς την Κεφαλή αυτής.
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της ορθόδοξης αντίληψης περί των Γραφών και της Ιεράς Παράδοσης. Οι Γραφές εμπεριέχουν το πλήρωμα της αποστολικής μαρτυρίας και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να προστεθεί και να ολοκληρώσει τις γνώσεις μας γύρω από το πρόσωπο του Ιησού, το έργο Του και τη σωτηρία που Εκείνος πρόσφερε σε εμάς. Αυτή όμως η καταγεγραμμένη μαρτυρία σχετικά με το Χριστό δεν κατέπεσε εξ ύψους στο κενό –κατά τον τρόπο του Κορανίου, που με βάση την ισλαμική παράδοση έπεσε από τον ουρανό και αναγιγνώσκεται έκτοτε από τους ανθρώπους στη διαμορφωμένη άπαξ και εσαεί μορφή του- αλλά δόθηκε σε μια κοινότητα που ιδρύθηκε από αυτούς τους μαρτυρούντες αποστόλους και που είχε δεχθεί το ίδιο με αυτούς Πνεύμα. Αυτή η κοινότητα είναι η Εκκλησία, που παρέλαβε τις Γραφές, αναγνωρίζει σε αυτές την Αλήθεια, καθορισμένη εντός των ορίων της εις αιώνας αιώνων, και ερμηνεύει τούτο το σύνολο κειμένων με τη βοήθεια του Πνεύματος. Η ερμηνεία αυτή και η αποδοχή της είναι αυτό που ονομάζεται Ιερά Παράδοση.

Από το βιβλίο «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Εν Πλω. Μετάφραση Βίκυ Πατρίκη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.