Στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. – Στιγμιότυπα από την κλέφτικη ζωή.

Διηγιέται ο Κολοκοτρώνης:
«…Όταν έσφαλλον οι Κλέφτες, τιμωρία ήτον το κόψιμο των μαλλιών, το ξαρμάτωμα. Τα άρματα ήσαν πιστόλες, χαρτχί ( μελουδάρι), σπαθιά ζωστά. Το χειμώνα έβαζαν θώρακας (τσαπράζια), κουμπιά μεγάλα εις τα γελέκια. Τα καπετανάτα διεδίδοντο εις τους γιους, εις τον αξιότερο και όχι εις τον πρωτότοκο … Όταν εις τον πόλεμον ελαβώνετο κανένας βαρέως και δεν ημπορούσαν να τον πάρουν, τον εφιλούσαν και έπειτα του έκοφταν το κεφάλι. Το είχαν εις ατιμίαν, οπού οι Τούρκοι να του πάρουν το κεφάλι του. Από τριάντα έξι πρωτοξαδέλφια μου, μόνο οχτώ εγλίτωσαν, οι άλλοι εχάθηκαν όλοι- δεν είναι διάσελο, όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης- χωριστά τα δευτεροξαδέρφια, θείοι και λοι¬ποί φίλοι χαμένοι.
Το «Κλέφτης» ήταν καύχημα. Συχνά έλεγε: «Είμαι Κλέφτης» και η ευχή του πατέρα ενός παιδιού ήταν να γίνει «Κλέφτης». «Το Κλέφτης εβγήκε από την εξουσία. Εις του πατρός μου τον καιρόν, ήτον ιερό πράγμα να πειράξουν Έλληνα. Και όταν οι Κλέφτες έρ¬χονταν εις συμπλοκή με τους Τούρκους, οι γεωργοί άφηναν τα ζευγάρια και επήγαιναν να βοηθήσουν τους Κλέφτες. Όταν ήλθε ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέα, εγνωρίσθηκα εις την Μάνη και τον εσυντρόφευσα έως την Κόρινθο. Εις τον κατατρεγμό μας, δεκαπέντε ημέρες, ούτε εκοιμόμαστε ούτε ετρώγαμε. Κάθε μέρα είχαμε πόλεμο.»

Πηγές: Θ. Κολοκοτρώνη: «Διήγησις συμβάντων…» σελ. 52, 53.

Κατατρεγμός των Κλεφτών

Ήταν τα δίσεκτα και μαύρα χρόνια για την κλεφτουριά απ’ το 1802 ως το 1806. Είχε αρχίσει ο φοβερός, αμείλικτος, άγριος διωγμός εναντίον της. Ο Σουλτάνος πίεσε τον πατριάρχη (Καλλί¬νικο τον Α’) και αφόρησε όλους τους Κλέφτες, γιατί αλλιώς θα έ¬παιρνε όλο τον πληθυσμό του Μοριά και στη θέση του θα έφερνε Αραπάδες.
Και έλεγε ο αφορισμός για τους Κλέφτες:
« Όποιος τους πλησιάσει, είναι αμαρτωλός, όποιος ψωμί τους δώσει, θεοκατάρατος, όποιος δεν τους προδώσει, πάει στην κό¬λαση κι όποιος δεν τρέξει με τους Τούρκους παγανιά, ώσπου και ο τελευταίος ραγιάς να χαθεί, δε θα του μείνει κλήρα, δε θα χα¬ρεί χαρά».
Διάβαζαν οι παπάδες ταχτικά τον αφορισμό αυτό στις εκκλησιές και μερικοί που πίστεψαν τον αφορισμό, φώναζαν, όταν έβλεπαν Κλέφτες: «Ήρθαν οι κολασμένοι, οι τρισκατάρατοι, χτυπάτε τους…».
Ο τούρκικος στρατός έζωνε παντού τον τόπο. Βασάνιζε, έ¬δερνε, μέχρι να προδώσουν τους Κλέφτες. Τρόμο και φρίκη σκορπίζουν, όπου περνάνε. Ο νόμος του Σουλτάνου, που τον φώναζαν οι χοτζάδες και οι ντελάληδες στους μιναρέδες και τους δρόμους, ήταν: «Για το θάνατο ενός Τούρκου να θανατώ¬νονται ενενήντα εννιά γκιαούρηδες».
Έτσι οι ταλαίπωροι δεν μπορούσαν πουθενά να σταθούν. Μέρα και νύχτα είχαν κυνηγητό. Όλες οι σπηλιές και τα προσπε¬ράσματα είχαν πιαστεί. Και ήταν κάτι φοβερές βαρυχειμωνιές ε¬κείνα τα χρόνια! Κοντά στην αβάσταχτη πείνα και κούραση ήταν και τα άφθονα χιόνια και οι βροχές και τα κρύα.

Ο «Γέρος» παίρνει των οματιών του

«Οι Τούρκοι», γράφει ο Κολοκοτρώνης, «αφού με κυνηγού¬σαν από όλα τα μέρη, στοχάστηκαν ότι αλλού δεν μπορώ να κα¬ταφύγω, ειμή εις τους Κολιαίους – στο Παλούμπα. Κι έκαμαν δια¬ταγή προς τους Ηραιάτες – Παλουμπαίους, Ψαραίους, Ραφταίους και τα άλλα χωριά της Γορτυνίας ή να σκοτώσουν τον Κολοκο¬τρώνη και να είναι τα χωριά τους ασύδοτα – να μην πληρώνουν φόρους — όλα τα χρόνια. Κι αν δεν τον σκοτώσουν, από επτά χρο¬νών κι απάνου θέλει τους περάσουν όλους τους άνδρες των χω¬ριών από το σπαθί και θα τα κάψουν τα χωριά.
Ετράβηξα, λοιπόν, κατά τη Λιοδώρα εις το γέρο – Κόλια και Δημήτρη, γαμπρό μου. Τους είχαν οι Τούρκοι ενέχυρο στην Κα¬ρύταινα και δε βρήκα παρά μόνο τον αδερφό του, το Γιωργάκη, στη στάνη. Μίλησα του Γιωργάκη, μας έφερε ψωμί και του είπα να πάει στη Ζάτουνα να φέρει νέα».
Ο Γιωργάκης πήγε. Έμαθε ότι σκότωσαν όλους τους εδικούς τους… Τριάντα Κολοκοτρωναίοι σκοτωμένοι και τρακόσια παλι¬κάρια χάθηκαν.
Έσκυψαν το κεφάλι και οι δύο και έκλαψαν. Ύστερα διέκοψε τη σιωπή τους ο Γιωργάκης.
«… Εσύ Θοδωρή, με κάθε τρόπο να σωθείς, γιατί είναι ανάγκη για το Γένος … Τήρα να γλιτώσεις. Είναι αρκετό. Στη Λιοδώρα βγήκε μια προκήρυξη ότι, αν ακουστείς εκεί, θα κάψουν όλα τα χωριά και αν σε σκοτώσουν όλα τα χρόνια θα είναι ασύδοτα και α¬μοιβή χίλια φλωριά … Πάρε απόφαση και φύγε στα νησιά, στη Ζάκυνθο …».
«Έχω τόσους φίλους, κουμπάρους, σταυραδέρφια, διακό¬σια βαφτιστήρια.. Αυτόν τον κόσμο θα τον αφήσουμε στα νύχια της τουρκιάς; … Θα με ειπούν προδότη και δειλό …
«Όλο τον κόσμο θα τον ξενυχιάσει η τουρκιά, όσο να σε σκοτώσει … ή να σε πιάσει ζωντανό. Ο φόβος, τα βασανιστήρια, τα φλωριά, η ασυδοσία … Κάποιος θα σε προδώσει … Πρέπει να φύγεις, Θοδωρή …».
Έγινε πάλι σιωπή που την έκοψε τώρα ο Θοδωρής:
— «Καλά μου λες, Γιωργάκη … πάρε τη Ρήνα, τη μάνα μου, τα παιδιά και βγάλτα στο Κατάκωλο και πέραστα στη Ζάκυνθο. Εμέ¬να με γνωρίζουν. Θα φύγω από τη Μάνη …».
Από κει πήγε στα Λαγκάδια ο Γέρος, στους Δεληγιανναίους. Και από κει ένας υπηρέτης «τους έβγαλε και τρέχοντες από νύχτα σε νύχτα, από όρος σε όρος και αδιάβατων τόπων, επέρασαν δια Λα¬κεδαίμονος». Στη Μάνη μέσα από μύριους κινδύνους καταδιωκόμενοι από παντού. Και πετυχαίνοντας ένα πλοιάριο του Γυθείου, πήγαν στα Κύθηρα και από κει έφυγαν στη Ζάκυνθο, μετά δύο μηνών κινδύνους.
Απ’ τη Ζάκυνθο πια έβλεπε τώρα ο Γέρος τον αγαπημένο του Μοριά και ράγιζε η καρδιά του. Τον αγνάντευε ώρες ολόκληρες νοσταλγικά και τον έπιανε το παράπονο. Το δημοτικό τραγούδι ζωντάνεψε το μεγάλο ντέρτι του.
«Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυνθο στο κάστρο και με το κιάλι αγνάντευε τη δόλια του πατρίδα.
Και το Μοριά αγνάντευε και το Μοριά κυττάει.
Βλέπει της Κόρθος τα βουνά καρσί και της Βυτίνας.
Βλέπει την Αλωνίσταινα που είχε το γύρισμα του …
Βλέπει τη θάλασσα πλατιά και το Μοριά αλάργα,
και τούρθε το παράπονο και κάθεται και κλαίει».

Πηγές: 1. Κανέλου Δεληγιάννη: «Απομνημονεύματα» 1, 43.
Γιάννη Βλαχογιάννη: «Κλέφτες του Μοριά» σελ. 127.
Θ. Κολοκοτρώνη: «Διήγησις συμβάντων».
«Πελοπ/κή Πρωτοχρονιά» 1962.

Η φουστανέλα και το τσαρούχι

Δύσκολη και σκληρή ήταν η ζωή των Κλεφτών. Όλα τα παλι¬κάρια ήταν υποχρεωμένα να έχουν στο σακούλι τους, μαζί με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, που ποτέ δεν τους έλειπαν, και βελό¬νες και κλωστές να ράβονται, ένα τσαγκαροσούφλι, λίγο σπάγκο και πετσί να μπαλώνουν τα τσαρούχια «τους και στουρναρόπετρες.
Όλοι ήξεραν να μπαλώνουν ρούχα και παπούτσια. Σιγά – σι¬γά άρχισαν να φτιάνουν και ομοιόμορφες στολές. Επίσημη φορε¬σιά ήταν η φουστανέλα και το τσαρούχι. Φουστανέλα με λίγες μάνες για τον απλό Κλέφτη και με περισσότερους για τους καπε¬τάνιους. Στη μέση τους έσφιγγε πλατιά ζώνη, πιο πάνω το γελέκι και στο κεφάλι φέσι.
Δε μπορούσε κανένας να σταθεί στο λημέρι ντυμένος μ’ άλ¬λο τρόπο. Η κοροϊδία δε σταμάταγε, αν δεν έφευγε. Αν φορούσε παντελόνι, τον φώναζαν ψαλιδοκέρι ή σπληνάντερο. Αν φορούσε βράκα νησιώτικη, τον φώναζαν «τουτούμη» και «χαλδούπη».
Και από καθαριότητα να μη γίνεται κουβέντα. Μόνο τα όπλα τους λαμποκοπούσαν. Αυτούς τους έτρωγε η απλησιά και η βρώ¬μα. Ξεκίναγαν μια εκστρατεία και εσώρουχα άλλαζαν, όταν γύρι¬ζαν, ύστερα από ένα, δύο και τρεις μήνες. Η ψείρα τους έπνιγε. Όλοι μάτωναν τα κορμιά τους απ’ το ξύσιμο. Άναβαν φωτιές και τίναζαν τα ρούχα τους πάνω στις φλόγες. Έπεφταν οι ψείρες στη φωτιά και έσκαγαν και άκουγες τριζοβόλημα λες και γινόταν μάχη.
Κάπου – κάπου κονόμαγαν και κανένα σφαχτάρι. Όλες οι στάνες τους έστελναν στα πενήντα το ένα απ’ τα ζωντανά τους.
Κάποτε ένας τσέλιγκας, Κυριάκο Τσώλη τον έλεγαν, πήγε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη και τα εκατόν είκοσι τραγιά του.
Πού τα πας, βρε; τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
Σε σένα τα φέρνω, καπετάνιο, του απάντησε. Τα κάνω χα¬λάλι για την πατρίδα.
Ύστερα σφυρίζοντας, έφυγε για το χωριό του με το σκύλο του, τη γκλίτσα και τη φλογέρα του.
Τέτοιες χαρές τις είχαν συχνά οι Κλέφτες. Και ροδοκοκκίνιζαν τα ψητά πάνω στις σούβλες. Κι ύστερα στρώνονταν κάτω, πάνω στα χορτάρια, τα ‘κοβαν και τα ‘τρωγαν με τα χέρια και η τσότρα με το κρασί πηγαινοερχόταν. Και σαν απότρωγαν έβαζαν ό,τι έμεινε στα σακούλια και άρχιζαν τους χρησμούς με τις πλά¬τες των σφαχτών. Ώσπου το γύριζαν στο τραγούδι και το χορό. Τραγουδούσαν τους πόθους και τις λαχτάρες τους, τα ντέρτια και τα παθήματα τους.

Πηγές: 1. Σ. Μελά: «Ο Γέρος του Μοριά» σελ. 232-233. 2. Δ. Φωτιάδη: «Ιστορία…» τομ. 1 σελ. 126.

«Όχι, ορέ Καλιακούδα …».

Ήταν στο μεγάλο κατατρεγμό της Κλεφτουριάς. Ο Σελήμ έ¬χει αποφασίσει να βάλει παντού μαχαίρι. Και ο Οσμάν στην Τριπολιτσά έχει καλέσει στον οντά του πρόκριτους και δεσποτάδες και τους διαβάζει το φιρμάνι και τον αφορεσμό της Κλεφτουριάς απ’ τον Πατριάρχη.
Ράγιζαν τις καρδιές οι κατάρες του αφορεσμού, τους έκανε να τρέμουν σύγκορμοι η απειλή πως τα κεφάλια τους θα τα φάν’ οι σκύλοι, αν δεν υπακούσουν στο φιρμάνι του σουλτάνου:
Δεν πρέπει να κρύβει κανένας τους Κλέφτες, να μην τους δίνει ψωμί, να τους προδίνει στους Τούρκους, να τους χτυπά, ό¬πως μπορεί.
Φόβος και τρόμος παντού. Οι Κλέφτες δε στέκονταν σε χλω¬ρό κλαρί. Παντού κυνηγημένοι, παντού προδομένοι. Περπατού¬σαν μόνο τις νύχτες και φανερώνονταν μόνο σε δικούς τους.
Νυχτοπερπατώντας έφτασε ένα βράδυ στην Τσερνίτσα της Λακωνίας ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης με δύο συντρόφους του. Στάθηκε όξω απ’ το χωριό κι όλη μέρα έμειναν και οι τρεις τους κρυμμένοι σε μια πυκνή τούφα από κλαριά. Έκατσαν κάτω, στη μέση αυτός, απ’ τη μια μεριά το πρωτοπαλίκαρο του, ο Καλιακούδας, κι απ’ την άλλη ένας νεαρός Κλέφτης. Έβγαλαν ύστερα λίγο ψωμοτύρι που είχαν και άρχισαν να τρώνε.

Στην αντικρινή δασωμένη πλαγιά παραμόνευε για κυνήγι έ¬νας κυνηγός απ’ το χωριό. Είδε τον Κολοκοτρώνη και τον γνώρι¬σε. Το μυαλό του αμέσως σκοτίστηκε. Θυμήθηκε τις φοβέρες των Τούρκων και τον αφορεσμό του Πατριάρχη, τους παιδεμούς που πάθαιναν οι χωριανοί του, αν δε μαρτυρούσαν τους Κλέφτες, για¬τί όχι και το γερό μπαξίσι που θα ‘παιρνε όποιος σκότωνε τον Κο¬λοκοτρώνη. Και ίσιαξε το καριοφίλι του καταπάνω στο Γέρο.
Τράβηξε τη σκανδάλη, μα τίποτα. Τσακουμάκισε, μα δεν πήρε φωτιά. Τάχασε ο κυνηγός, κιτρίνισε κι έμεινε ακίνητος. Η παρέα του Γέρου άκουσε το θόρυβο, κοίταξε ο ένας τον άλλο και ο Καλιακούδας είπε:
— Αρχηγέ, για λαγός πέρασε και τσάκισε κλαρί, για κάποιος μας σημάδεψε.
— Πάρτε τα κλαριά παγανιά, τους είπε ο αρχηγός, και ψάξτε. Και ψάχνοντας βρίσκουν τον κυνηγό να τρέμει και να τους
κοιτάει σαν χαμένος. Τον έφεραν μπροστά στο Γέρο. Και ο Καλιακούδας λέει:
— Αυτός ήταν, αρχηγέ, που μας σημάδεψε. Μα ο Θεός μας φύλαξε. Είναι τουρκολάτρης και προδότης. Σωστό είναι να τον χαλάσουμε.
Ο Γέρος όμως τον συγκράτησε, λέγοντας.
— Όχι, ορέ Καλιακούδα! Αυτός δεν ξέρει τι κάνει. Αυτό του είπαν οι προεστοί, αυτό έκαμε. Κόφτου μόνο το ένα αυτί, για να πάει να πει στους τουρκολάτρες πως προδοτικό βόλι δεν πιάνει τον Κολοκοτρώνη. Κι αν τον ξαναβρούμε στο δρόμο μας, του παίρνουμε και το κεφάλι.
Άστραψε το γιαταγάνι του Καλιακούδα και του πήρε το δεξί αυτί, χωρίς εκείνος να βγάλει άχνα. Και έζησε εκείνος για πολλά χρόνια και πάντα είχε να λέει για τη μεγάλη καρδιά του Κολοκο¬τρώνη.

Πηγές: Κ. Γεωργούλη: «Πελοπ/κή Πρωτοχρονιά» 1960 σελ. 40.

Τα άρματα, ο μεγάλος καημός των αγωνιστών

Στενά συνδεμένοι ήταν οι αγωνιστές του ’21 με τ’ άρματα τους. Αυτά ήταν η τιμή τους και η περιουσία τους. Η πρώτη και η πιο μεγάλη χαρά της ζωής τους ήταν, όταν αποκτούσαν άρματα. Και τάπαιρναν από μικροί.
— «Από έντεκα χρονών μαζί με τον πατέρα μου έσερνα άρ¬ματα», ξομολογιέται στα «Απομνημονεύματα» του ο Νικηταράς.
Κι όποιος αργούσε να τα πάρει τον φώναζαν όλοι «κιοτή». Ο Δημήτρης Μπότσαρης, το μεγαλύτερο παιδί του Μάρκου, στην Αγκώνα της Ιταλίας, που ήταν με τη μάνα του τη Χρυσούλα και τ’ άλλα τ’ αδελφάκια του, όταν μαθεύτηκε ο ηρωικός χαμός του πατέρα του, πλησίασε τη μάνα του, που έκλαιγε απαρηγόρη¬τη για τον πρόωρο θάνατο του άντρα της και της είπε:
— «Ο πατέρας σκοτώθηκε για την πατρίδα του κι η ψυχή του πάει στον παράδεισο. Μάνα, να βγάλεις τα μαύρα και μένα να μ’ αφήσεις να πάω κοντά στο θείο μου τον Κώστα, να πολεμάω μαζί του. Να μου δώσει άρματα… Είμαι μικρός, μα μπορώ να τα κρα¬τάω… Θέλω να πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου.. Θέλω άρματα…» Ήταν το καλοκαίρι του 1823 και ο Δημήτρης ήταν τότε έν¬τεκα χρονών.
Αλλά και ο ήρωας Μακρυγιάννης δείχνει τον καημό του ν’ απο¬χτήσει άρματα με το παρακάτω περιστατικό:
«Έγινα, ξομολογιέται ο ίδιος, ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις ένα πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Στάθηκα με κείνον μία ημέρα. Ήταν γιορτή και πανηγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμε εις το πα¬νηγύρι. Μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, αλλά εκείνος τσατίστηκε. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν με πείραξε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικαιώσει. Έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ-γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα και αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες. Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τη συμφωνία με τον άγιον».
Και τα Σουλιωτόπουλα δεν έμεναν πίσω. Το νέο παιδί που θα φορούσε για πρώτη φορά τ’ άρματα, ντυνόταν την Κυριακή την καλύτερη φορεσιά του και μ’ όλο το συγγενολόι του πήγαινε στην εκκλησία, για να τα βλογήσει κι ο παπάς.
Ύστερα έβαζε απάνω τ’ άρματα κι όλοι μαζί πάλι οι συγενείς πήγαιναν στο σπίτι, όπου άρχιζε το γλέντι. Ήταν ο πρώτος γάμος τους, όπως έλεγαν.
Αλλά και οι μεγάλοι το είχαν μεράκι ν’ αποχτήσουν άρματα. Κάποτε στις αρχές του ξεσηκωμού, ο Ρουμελιώτης καπετάνιος Γεροπανουργιάς πολιορκούσε τα Σάλωνα. Οι κλεισμένοι Τούρκοι αναγκασμένοι απ’ την πείνα και τη δίψα, ζήτησαν απ’ τον Πανουργιά να παραδοθούνε. Να τους αφήσει όμως να φύγουν με τα όπλα τους.
— «Ορέ παλιόσκυλα, γι’ αυτά τα παλιοσίδερά σας κάνουμε τον πόλεμο», τους απάντησε εκείνος. Και τους τα πήρε.
Και στο Μεσολόγγι πάλι, όταν οι Τούρκοι ζήτησαν απ’ τους κλεισμένους Έλληνες να τους παραδώσουν τ’ άρματα τους, εκείνοι απάντησαν στον αποσταλμένο τους.
— «Τι; άρματα; Αυτό ούτε να το αναφέρεις…
Κι ένα παλικάρι, ο Στουρνάρης, όταν έμαθε την απαίτηση των Τούρκων, έτριζε τα δόντια του και φώναζε:
— «Τόλμησε ο κερατάς να ζητήσει άρματα… Όλοι εδώ να ταφούμε, αν είναι να γένει κάτι τέτοιο… Δεν ξέρει ότι τ’ άρματα ο¬πού τα βαστούμεν προ τρακόσια χρόνια, τα έχομε εις το ζωνάρι όλοι όσοι είμαστεν εδώ;…».
Βλέποντας ο αποσταλμένος Τούρκος πως δε γινόταν να ξαρματωθούν οι Έλληνες, ξανάπε πιο μαλακά:
«Εγώ το είπα εις τον αφέντη μου Βεζύρη και του έκαμα να στέρξει να σας χαρίσει τα άρματα μα …
«Στάσου! τον έκοψε ο Νότης Μπότσαρης. Ξέρεις πότε μπορεί να μας τα χαρίσει; Όταν μας τα πάρει … Ειδέ, όσο τα έ¬χουμε στο ζουνάρι μας, τα ορίζουμε εμείς και δεν είναι στην εξουσία του να τα χαρίσει , παρά να φυλάξει και τα δικά του …»
Και στους πασάδες έγραψαν οι Μεσολογγίτες:
— «…Βλέπομεν εις το γράμμα σας να ζητήτε άρματα και απορούμεν πώς ετολμήσατε να ζητήσετε οχτώ χιλιάδες άρματα τα ο¬ποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσομεν με τα χέ¬ρια μας…».
Μπορεί οι αγωνιστές νάταν νηστικοί και ξυπόλητοι, ξαρμάτωτοι όμως ποτέ. Στην αρχή, βέβαια, ακολούθησαν πολλοί τον αγώνα μόνο με ρόπαλα, δρεπάνια, τσαπιά, σούβλες και άλλα παρόμοια. Γρήγορα όμως ξαρμάτωναν εχθρούς και έτσι αποχτούσαν άρμα¬τα. Κι απόχτησαν με τον καιρό άρματα σκαλιστά κι ασημοστόλιστα. Έζωναν πρώτα το σελάχι τους. Και μέσα απ’ αυτό έβγαιναν δεξιά κι αριστερά οι λαβές απ’ τις δύο κουμπούρες. Πιο κει κρεμόταν το γιαταγάνι. Αριστερά στη μέση η πάλα και πιο πίσω οι πα¬λάσκες. Μπροστά στο στήθος κρεμόταν μ’ αλυσίδα ο ασημοσουγιάς. Και το καριοφίλι πάντα στον ώμο. Στα καριοφίλια τους έδι¬ναν και ξεχωριστά ονόματα. Ο Καραϊσκάκης τόλεγε Βασιλική, ο Διάκος: Παπαδιά, ο Μακρής: Λιάρο.
Τ’ άρματα τους τα θεωρούσαν ιερά. Δεν έπρεπε να μολύνονται και μετά το θάνατο τους. Έπρεπε να τα κρεμάνε κοντά στα εικο¬νίσματα. Εκεί μαζί τους να λιβανίζονται μέχρι κάποτε να τα ζω¬στεί κάποιος κληρονόμος αντάξιος τους. Αλλιώς να τα φάει η σκουριά. Τόλεγε και το τραγούδι:
«Τ’ ανδρειωμένου τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά, εκεί να λειτουργιώνται.
Πρέπει να κρέμονται ψηλά, σε πύργο αραχνιασμένο,
να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον ανδρειωμένο..».

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια». Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.