Εγκώμιο στον Όσιο και θαυματουργό Διομήδη τον Νέο που έλαμψε φανερά κοντά στη Λευκωσία της Κύπρου και το χωριό Λευκομιάδα – Αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου.

Ποιος είναι ικανός να επαινέσει επάξια τον αξιοθαύμαστο Διομήδη; Διότι η αξιόλογη ζωή του υπερνικά κάθε έπαινο. Γιατί αυτόν που στεφάνωσε ο Κύριος και ανέδειξε κληρονόμο της Βασιλείας του, ποιος λόγος και ποιος γήινος νους μπορεί να του προσφέρει αντάξιο έπαινο; Όμως ο πνευματικός έρωτας παρακινεί κάποιον να μιλά και για τον Θεό και για τους άυλους αγγέλους. Και γιατί είναι παράδοξο να μιλά κάποιος για άγιους άνδρες που έζησαν στη γη, όπως και ο σήμερα εγκωμιαζόμενος θεσπέσιος Διομήδης;

Αυτός από μικρό παιδί προτίμησε να σηκώσει το σταυρό και να ακολουθήσει τον Χριστό. Στην ηλικία των δώδεκα ετών αξιώθηκε να θαυματουργεί και να έχει χαρίσματα από τον Θεό που είπε: «Ζω εγώ, λέγει Κύριος», γιατί «θα δοξάσω όσους με δοξάζουν». Αυτός και αυτόν τον όσιο δόξασε από νεαρή ηλικία αφού τον τίμησε με τα θαύματα.

Το νεαρό παιδί μεγάλωσε και μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο
Τριφύλλιο,
επίσκοπο της Λευκωσίας. Νομίζω δε ότι ήταν συγγενής του. Από την καλή ρίζα προήλθε βλαστός πολύκαρπος και σαν φοίνικας παρήγαγε ώριμους καρπούς με τρόπο παράδοξο στον «οίκο του Κυρίου»…

Αυτός ο πανόσιος από μικρή ηλικία, προόδευε στις αρετές και τα θαύματα. Έγινε δε εικόνα και αποτύπωμα του Τριφυλλίου και του μεγάλου Σπυρίδωνα, των οποίων αφού απόκτησε τις αρετές, βλέπουμε να δοξάζεται όπως εκείνοι.

Εκείνα τα χρόνια η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Αγαρηνούς, την οποίαν αφού λεηλάτησαν και έκαναν πολλές παρανομίες και δεινά, παραδόθηκαν «τα άγια στους άπιστους», «εξαιτίας των αμαρτιών μας». Τότε λοιπόν αφού αιχμαλώτισαν τον μέγα Τριφύλλιο, το δάσκαλο του Διομήδη, τον βασάνιζαν απάνθρωπα ζητώντας χρήματα και όσα η θηριωδία τους απαιτούσε. Υπόφερε δε ο γενναίος τα βασανιστήρια γνωρίζοντας «ότι είναι πολλές οι θλίψεις των δικαίων» και ότι μετά από πολλές θλίψεις, αξιώνεται κάποιος της Βασιλείας των Ουρανών. Ο νεαρός Διομήδης αφού εγκατέλειψε τον προστάτη του, φοβούμενος τη σκληρότητα των υπερήφανων εχθρών, έφυγε και αφού βρήκε υπόγειο καταφύγιο κοντά στο χωριό Λευκομιάδα, κρυβόταν σ’ αυτό. Επειδή τον κέντριζε η συμπόνια και η αγάπη προς τον δάσκαλό του, τον επισκεπτόταν κρυφά τη νύκτα, φέρνοντάς του λίγο ψωμί και νερό για ενίσχυση και παρηγοριά των σωματικών του ταλαιπωριών από τα βασανιστήρια.

Οι εχθροί, όταν τον αντιλήφθηκαν, τον παρακολούθησαν, γιατί ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν αυτός που ήλθε στον Τριφύλλιο, από που ήλθε και που έμενε· και ακολούθησαν τον Διομήδη, πεντακόσιοι Αγαρηνοί.

Θαύμα πρώτο.

Το νεαρό παιδί έτρεχε να ξεφύγει. Αυτοί σαν λυσσασμένα σκυλιά καταδίωκαν το θήραμά τους. «Γνωρίζει» όμως «ο Κύριος να σώζει τους ευσεβείς από τον πειρασμό», γι’ αυτό ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Διομήδη, γύρισε πίσω και κάνε το σημείο του σταυρού στους διώκτες». Αυτός αφού το έκανε γρήγορα, αμέσως έπεσε πάνω τους θεϊκή οργή. Οι κοιλιές τους εξογκώθηκαν από την υδρωπικία καθώς και τα απόκρυφα μέλη τους, και κινδύνευαν να σπάσουν. Επειδή δεν μπορούσαν να περπατήσουν, ούτε μπροστά, ούτε πίσω, βρίσκονταν σε πολύ πόνο και απορία. Τότε λοιπόν οι προ ολίγου διώκτες και λυσσασμένα σκυλιά, μεταβάλλονται σε ταπεινούς ικέτες. Επειδή δε ως μιμητές του Θεού έχουν οι άγιοι την μεγάλη συμπάθεια, και  αυτός ο όσιος έδειχνε τη συμπάθειά του, αφού μετέφερε έναν από αυτούς στο σπήλαιό του, ζητούσε να μάθει, λέγοντάς του: «Εάν αρνηθείς την πατρική σου ασέβεια και πιστέψεις στο σταυρωμένο Δεσπότη Χριστό, θα βρεις αμέσως εύκολα τη θεραπεία σου».

Αυτός απάντησε: «Πιστεύω, κύριε μου, στον Χριστό τον Κύριο, μόνο θέλω να θεραπευθώ από αυτή την οδυνηρή αρρώστια». Ο δε όσιος γονάτισε και προσευχήθηκε αρκετά και αφού τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού και τον βάπτισε «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» έγινε υγιής στη ψυχή και το σώμα. Βλέποντας οι σύντροφοί του τη γρήγορη και ολοκληρωτική θεραπεία και μαθαίνοντας την αιτία της, παρακαλούσαν γονατιστοί τον όσιο, αφού προσευχηθεί και γι’ αυτούς να διώξει την αρρώστια. Αυτός τους είπε: «Εάν απαρνηθείτε την πατρική σας ασέβεια και πιστέψετε και βαπτισθείτε εις Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, θα θεραπευτείτε αμέσως». Αυτοί αμέσως και με μια φωνή ομολόγησαν την πίστη. Τότε ο Όσιος τους είπε: «Γι’ αυτή την πίστη και την καλή ομολογία, ας φύγει η αρρώστια και ας έρθει η θεραπεία». Θαυμάστε την παρρησία του δούλου προς τον Θεό, άλλα και την αξιοθαύμαστη γρήγορη βοήθειά του.

Αυτοί που υπόφεραν από τη διπλή και θεόσταλτη αρρώστια, έγιναν σωματικά άρτιοι και υγιείς, δοξάζοντας το Δεσπότη Χριστό και το δούλο του Διομήδη, και με ευχαρίστηση ζητούσαν να αξιωθούν και της χάριτος του θείου βαπτίσματος. Αφού βαπτίσθηκαν, δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Αποφάσισαν: «στη χώρα που φωτιστήκαμε και πήραμε την υιοθεσία, πρέπει να μείνουμε μέχρι τέλους και σ’ αυτή να αφήσουμε τα κόκκαλά μας»· το οποίο και πραγματοποίησαν.

Αυτό το θαύμα, αντί πολλών άλλων, είναι αρκετό να μας διδάξει την παρρησία του Οσίου προς τον Θεό, όπως ένα κρασοπότηρο θα φανερώσει σε όσους θέλουν την ποιότητα όλου του κρασιού, ή όπως ακριβώς από λίγα βέλη φανερώνεται η ευστοχία του τοξότη. Επειδή δε, σύμφωνα με το λόγο του βιβλίου του σοφού Σολομώντα, η ψυχή του «έγινε ευάρεστη στον Κύριο», και «αφού τελειοποιήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, είναι σαν να συμπλήρωσε πολλά χρόνια ενάρετης ζωής», ενώ ακόμα ήταν νέος, φθάνει στη δύση της ζωής του «αφού βάδισε το δρόμο ως το τέλος και αφού φύλαξε την πίστη έγινε άξιος να πάρει το στεφάνι της δικαιοσύνης».

Τελειώνει τη ζωή του στις 28 Οκτωβρίου, αξιώνεται ως τίμιος, τιμίου τέλους, και συγκαταλέγεται με τους αγίους. Και η μεν αγία και καθαρότατη ψυχή του μεταφέρεται με τιμή από αγίους αγγέλους προς τον Θεό, στις αιώνιες σκηνές μέσα στο ανέσπερο φως και στο χορό των δικαίων, το δε άμεπτο και ακηλίδωτο σώμα του κηδεύεται με τιμές από ευσεβείς άνδρες κοντά στη Λευκομιάδα, στο σπήλαιο της ασκήσεώς του και γίνεται, με τη χάρη του Θεού, πηγή θαυμάτων και φάρμακο θεραπευτικό «κάθε ασθένειας και αδυναμίας» σε όσους προσέρχονταν με πίστη.

Όταν κτίστηκε ναός αφιερωμένος στον Όσιο και έγινε μονή τιμίων μοναχών, πήγε κάποιος από αυτούς στην Κωνσταντινούπολη και αφού συνάντησε ένα από τους άριστους αγιογράφους και ενθουσιάστηκε με τις ωραίες εικόνες, τον παρακαλούσε πολύ να ζωγραφίσει την εικόνα του Οσίου Διομήδη. Ο αγιογράφος του είπε: «Γνωρίζω τον μάρτυρα Διομήδη, στο όνομα του οποίου υπάρχει μονή, όσιον όμως Διομήδη δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να τον ζωγραφίσω». Αφού πολύ στενοχωρήθηκε παρακαλώντας τον αγιογράφο, δεν κατόρθωσε τίποτε, επειδή αυτός δεν γνώριζε καθόλου τον Όσιο Διομήδη.

Θαύμα δεύτερο.

Κάποια στιγμή, αργά τη νύκτα, εμφανίζεται στον αγιογράφο ο Όσιος Διομήδης και λέει σ’ αυτόν: «Κοίταξε, ζωγράφε, κοίταξε αυτόν που λες ότι δεν τον γνωρίζεις και αφού πεισθείς στον μοναχό που σε παρακαλεί, αποτύπωσε με χρώματα αυτόν που βλέπεις». Αυτά αφού είπε, έγινε άφαντος. Ο δε αγιογράφος αφού πετάχτηκε από το κρεββάτι του, ήταν γεμάτος έκπληξη από την εμφάνιση του Οσίου. Ζητούσε από τον Όσιο συγχώρηση για την άρνησή του, άρχισε δε με θάρρος να ζωγραφίζει. Αγιογράφησε σε εικόνα με πολλή τέχνη τη μορφή του Οσίου που είδε, και την τοποθέτησε σε χώρο ανάμεσα σε πολλές άλλες εικόνες. Μετά ξανάρχεται ο μοναχός παρακαλώντας, όπως και προηγουμένως, για την εικόνα. Ο αγιογράφος του είπε: «Πήγαινε στο δωμάτιο και κοίταξε τις εικόνες». Όταν πήγε και κοίταξε, βλέπει την εικόνα του Οσίου ανάμεσα σε πολλές γνωστές εικόνες. Αφού την αναγνώρισε την πήρε και βγήκε με πολλή χαρά, ευχαριστώντας πολύ τον αγιογράφο, επειδή αποτύπωσε με ακρίβεια την μορφή του Οσίου, εκείνος δε φανέρωσε στον μοναχό την εμφάνισή του.

Δοξολογούσαν και οι δύο τον Θεό, που χαρίζει αγγελική άξια στους δούλους του.

Αφού παραλείψω τη διήγηση των παλαιότερων θαυμάτων θα θυμίσω τα πρόσφατα και θα αναφέρω ένα ή δύο, που είναι αυτόπτες πολλοί και ο ίδιος ο προσμονάριος ιερέας του ναού του Οσίου, ο οποίος με παρακάλεσε πάρα πολύ να γράψω αυτό το λόγο και εγώ το ανέβαλλα. Την αιτία της αναβολής θα σας αναφέρω στη συνέχεια του λόγου. Για τα θαύματα που έγιναν στις ημέρες μας, θα σας μιλήσω με συντομία.

Μου διηγήθηκε ο προσμονάριος του Οσίου ότι: «είναι πολλές οι θεραπευτικές του ενέργειες καθημερινά, αλλά πριν δέκα ή δώδεκα χρόνια έγινε αυτόπτης εγώ και άλλοι πολλοί αυτών των δύο θαυμάτων».

Θαύμα τρίτο.

Κάποιου ανθρώπου, λέγεται, ότι η κοιλιά καθημερινά μεγάλωνε σιγά-σιγά, και αν και έτρωγε και έπινε πολύ, όλο και περισσότερο πεινούσε και διψούσε. Η όψη του προσώπου του φαινόταν ωχρή και άσχημη. Πονούσε δε φοβερά μέρα και νύχτα. Ενώ βρισκόταν σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, πονώντας και υποφέροντας, προστρέχει στη σωρό των αγίων λειψάνων κλαίοντας με θερμά δάκρυα, παρακαλώντας να αξιωθεί κάποιας θεραπείας και να μη φύγει άπρακτος. Επειδή δε ο τάφος ήταν καλά κλεισμένος και ποτέ δεν άνοιγε, τον ξαπλώνουν οι παρευρισκόμενοι ανάσκελα κατά μήκος του τάφου, τοποθετούν την κανδήλα πάνω στην κοιλιά του και την αλείφουν με το άγιο λάδι της. Όταν ο άρρωστος κοιμήθηκε για λίγο, το θηρίο που βρισκόταν μέσα στην κοιλιά του κόβεται στα δύο κατά παράδοξο τρόπο. Ξύπνησε γρήγορα νοιώθοντας την ανάγκη να ενεργηθεί. Πηγαίνοντας να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη του, αντί για περιττώματα βγήκαν δύο κομμάτια φιδιού, μιάμιση σπιθαμή το καθένα. Αυτό, είπε ο προσμονάριος, το είδαμε πάρα πολλοί άνθρωποι και εκπλαγήκαμε πολύ για
το παράξενο και παράδοξο του καινούριου και πρόσφατου αυτού θαύματος.

Ο δε άνθρωπος δεν ήταν ωχρός, όπως προηγουμένως, ούτε άρρωστος, αλλά πολύ υγιής και με όμορφη όψη δοξάζοντας τον Κύριο και τον άγιο Διομήδη.

Θαύμα τέταρτο.

Κάποια γυναίκα είχε μέσα στην κοιλιά της κάβουρα, υποφέροντας πάρα πολύ ημέρα και νύκτα. Όταν άκουσε και είδε την θεραπεία του προηγούμενου ανθρώπου, ότι βγήκε θηρίο από μέσα του σε δύο κομμάτια, τρέχει και αυτή στον άγιο και με πολύ πόθο και θερμή πίστη, ακουμπώντας και τρίβοντας στη σορό των λειψάνων την κοιλιά της, που υπέφερε πολύ, κλαίοντας και παρακαλώντας τον Όσιο να την απαλλάξει από την αρρώστια. Έπειτα πήρε την κανδήλα που ήταν στον τάφο και ήπιε από αυτήν και άλειψε την κοιλιά της που πονούσε. Τότε πιέζεται αυτό που εκινείτο μέσα της και προσπαθεί να βγει προς τα έξω. Η γυναίκα ταράχθηκε και ανοίγοντας το στόμα έκανε εμετό τον κάβουρα μπροστά σε όλους. Λυτρώθηκε η γυναίκα από την φοβερή εκείνη πάθηση, δοξάζοντας τον Θεό και το δούλο του Διομήδη.

Δεν ανέκτησε όμως πλήρως τις δυνάμεις της, αλλά μέχρι τέλους είχε μέτρια και μικρή αντοχή. Αυτό το έκανε κατ’ οικονομίαν ο άγιος, ώστε να θλίβεται μεν σωματικά ο άνθρωπος και εσωτερικά να ανανεώνεται.

Και αυτά μεν μας βεβαιώνουν αρκετά για το πόσο πλούσια χάρη είχε από τον Θεό να θαυματουργεί. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα λόγια γι’ αυτό, αλλά να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα, για ποια αιτία δεν ήθελα να υπακούσω στον προσμονάριο για να γράψω το λόγο.

Αυτός καθόταν ένα ημερονύκτιο στην εξωτερική πύλη παρακαλώντας, ώστε να μη πέσει στο κενό η πολυήμερη οδοιπορία του. Εγώ αποφάσισα να μη ξαναγράψω λόγους εγκωμιαστικούς σε αγίους. Η αιτία είναι ότι, όταν έγραψα διάφορα βιβλία, (όχι εγώ, αλλά όπως με φώτισε η χάρη του θείου Πνεύματος, πανηγυρικούς λόγους σε Δεσποτικές εορτές, σε πολλούς αγίους εγκώμια και ιστορίες) άκουσα ότι μερικοί απατεώνες, ανόητοι και μεμψίμοιροι, στράφηκαν εναντίον μου λέγοντας, πώς αυτός τόλμησε να γράψει, αφού ο Απόστολος είπε «εάν κάποιος σας κηρύξει ευαγγέλιο διαφορετικό απ’ αυτό που σας κηρύξαμε να είναι ανάθεμα»;

Αυτά τα έλεγαν χωρίς να ξέρουν τι λένε, γιατί μετά από αυτά τα αποστολικά λόγια, γράφτηκαν από τους διδασκάλους της Εκκλησίας χιλιάδες συγγράμματα δογματικά, κηρυκτικά, πανηγυρικοί λόγοι, μεταφράσεις και ποιήματα που υμνούσαν τον Θεό και τους αγίους του. Δεν έγραψαν κάτι αντίθετο, αλλά σύμφωνα με όσα οι Απόστολοι παρέδωσαν και δίδαξαν, ούτε διαφορετικό Χριστό, ούτε «άλλο ευαγγέλιο», ούτε διαφορετική πίστη κήρυξαν, αλλά περισσότερο διασάφησαν, βεβαίωσαν και με λόγους εξήγησαν όσα δυσνόητα είπαν οι Απόστολοι. Τον ίδιο σκοπό, με τη βοήθεια του Θεού, εξυπηρετούν και τα βιβλία που έγραψα, χωρίς καθόλου να ξεφεύγουν από την αλήθεια και τα ορθά δόγματα.

Πολλοί από τους σοφούς και συνετούς, όταν τα διάβασαν, θαύμασαν τη χάρη του Θεού και τον δόξασαν. Οι δε μεμψίμοιροι, που αναφέραμε, κατηγορούν με κακία συγγραφές τις οποίες ούτε είδαν, ούτε άκουσαν. Όταν δε τύχει να τις δουν ή να τις ακούσουν, καταδικάζουν την προηγούμενη γνώμη τους. Γι’ αυτό το λόγο άφηνα τον προσμονάριο ανικανοποίητο. Αλλά για να μην τον λυπήσω και φανεί ότι περιφρονώ τον Άγιο, υποχώρησα στην επιθυμία του να γράψω όσο μπορώ συνοπτικά, όσα η χάρις του Οσίου Διομήδη με φώτισε.

Αλλά δεν θα κουραστώ να πω, και αυτό με συντομία, για τη δόξα του Θεού και του δούλου του Διομήδη. Στις 28 Οκτωβρίου είδα τη νύκτα στο όνειρό μου, ότι ήλθε κάποιος μητροπολίτης που επέμενε να μου αφηγηθεί τη ζωή και τις πράξεις του. Εγώ από ευλάβεια αρνήθηκα και του έλεγα: «Ποιός είμαι εγώ, Δέσποτα, για να με κάνεις πνευματικό σου πατέρα; Πρέπει να βρεις άνδρα της δικής σου καταστάσεως και σ’ αυτόν να μιλήσεις». Όταν τον είδα λυπημένο από την απάντησή μου, πάλιν του είπα: «Μη λυπάσαι, Δέσποτα, και εγώ θα κάνω το θέλημά σου, όπως με πρόσταξες». Αφού το είπα αυτό, αμέσως ξύπνησα και θεώρησα το όνειρο ότι ήταν συνηθισμένη φαντασία του κοιμισμένου σώματος, χωρίς να έχω καμιά αίσθηση για τον Όσιο, ούτε ότι αυτή την ημέρα τιμάται η μνήμη του.

Όταν ξημέρωσε, μου ήλθε αυτή η σκέψη: «Όταν βρω τον κατάλληλο χρόνο και πρόκειται να γράψω λόγο στον Όσιο, όπως υποσχέθηκα, με τι εισαγωγή θα αρχίσω;». Και αμέσως ήλθε στη γλώσσα μου η αρχή του λόγου και ο λογισμός με πίεζε να την σημειώσω, για να μην τη ξεχάσω. Και αμέσως αφού πήρα χαρτί και μελάνι για να γράψω την αρχή του λόγου και να σταματήσω, συνέβη το αντίθετο, η ροη του λόγου ήταν ασταμάτητη ώστε να φθάσω στη μέση. Τότε θυμήθηκα, ότι κατά την ημέρα αυτή τελείται η μνήμη του Οσίου, γι’ αυτό και εμφανίσθηκε σε μένα ως μητροπολίτης ουράνιας μητροπόλεως.

Σ’ αυτόν αφού απευθύνω σύντομο χαιρετισμό, θα τελειώσω το λόγο, διότι γήινος νους δεν έχει τη δύναμη να εγκωμιάσει ουράνιο μητροπολίτη.

Χαίρε, πατέρα Διομήδη, που ως δοχείο του αγίου Πνεύματος αξιώθηκες να γίνεις πολίτης της ουράνιας μητροπόλεως και αφού απέκτησες θεϊκό πλούτο, όσους στερούνταν τη σωματική υγεία και έπασχαν από πολλές και διάφορες αρρώστιες, δώρισες τον πλούτο της υγείας, που πήρες από τον Θεό ως ανάργυρος ιατρός.

Χαίρε, πατέρα πανευτυχισμένε Διομήδη, θεϊκέ θησαυρέ, ο πλούτος των αρετών, ο καθαρός καθρέφτης, η κατοικία της πραότητας, το εργαστήριο της υπομονής, το δοχείο της αγάπης, το σταθερό βραβείο της εγκράτειας, το καθαριστικό θέλγητρο της αγρυπνίας και κατανύξεως, ο αγιότατος ναός της προσευχής και ψαλμωδίας, η θεϊκή κατοικία της πίστεως, ελπίδος και αγάπης.

Χαίρε, θαυμάσιε πατέρα Διομήδη, διότι αφού φύλαξες ακέραιο το «κατ’ εικόνα», υπέταξες τη σάρκα στο πνεύμα και αφού απόκτησες συμπάθεια, έγινες γνήσιος επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Γι’ αυτό και ο θείος δάσκαλός σου και επίσκοπος Λευκωσίας, ο μέγας Τριφύλλιος, σε ανέβασε από νεαρή ηλικία στο βαθμό του διακόνου και του ιερέα, διότι ώριμη ηλικία δεν είναι μόνο η σωματική, αλλά η άμεμπτη ζωή.

Χαίρε, τρισευτυχισμένε πατέρα Διομήδη, διότι τα τρία μέρη της ψυχής (το λογικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές) αφού χρησιμοποίησες όπως πρέπει, ως λογικός απέκτησες τα άξια του λογικού, καταπατώντας τις παράλογες και αμαρτωλές επιθυμίες, επιθυμούσες αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή, το δε θυμοειδές έστρεφες εναντίον των παθών και των δαιμόνων, όπως δόθηκε στην ανθρώπινη φύση από τον Θεό.

Χαίρε, αξιομακάριστε πατέρα Διομήδη, διότι ως άλλος Ηλίας ανέβηκες στο άρμα που έσερναν τέσσερα άλογα, δηλαδή στις τέσσερεις μεγάλες αρετές της σωφροσύνης, της φρονήσεως, της δικαιοσύνης και της ανδρείας, με τις οποίες με γενναιότητα συνέτριψες τις οκτώ μητέρες των κακών και γεννήτριες των παθών (λέω: το ανικανοποίητο χωνί της κοιλιοδουλείας, το φιλόσαρκο, λαίμαργο και φίλο των κρεάτων σκυλί της πορνείας, τον πολυκέφαλο απατεώνα της φιλαργυρίας, τον καπνό της οργής, το πνίξιμο της λύπης, τον άγριο λύκο της ακηδίας, το πολύμορφο φίδι της κενοδοξίας, τον ουρανομήκη γκρεμό της υπερηφάνειας) και τα οκτώ νόθα γεννήματά τους, που είναι αναρίθμητα.

Αυτών λοιπόν των καταστρεπτικών παθών την τυραννία, αφού νίκησες με τη δύναμη του Θεού, έγινες κύριός τους. Κληρονόμησες την ουράνια Βασιλεία και μητρόπολη, συγχορεύεις με τους αγγέλους, χαίρεσαι μαζί με τους δίκαιους και τους εκλεκτούς του Θεού. Μαζί με αυτούς ικέτευσε τον Κύριο, θείε πατέρα, για όλους μας, με αφορμή την ένδοξη μνήμη σου. Και όπως εμείς κατά χρέος μνημονεύουμε την ιερή σου πανήγυρη, έτσι και συ όχι από υποχρέωση, αλλά από ευσπλαχνία, θυμήσου όλους μας, συγγραφείς, αναγνώστες, ακροατές, υμνογράφους, ψάλτες, εορταστές, διακονητές και γενικά όλους και σε όσους ταλαιπωρούνται από ασθένειες, δώρισε αμέσως τη θεραπεία.

Στο τέλος και αυτός ο φτωχός λόγος ας είναι προσφορά σε σένα, ώστε από όλους και με όλα, στην ιερή σου πανήγυρη να δοξολογείται ο Κύριος που σε δόξασε, στον οποίον αρμόζει κάθε τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες.
Αμήν.

Από το βιβλίο: Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Συγγράμματα τ. Γ΄, έκδ. Ι. Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1999, σ. 335-346) 

Νεοελληνική απόδοση κειμένου: από Α. Χριστοδούλου, Θεολόγο——————————————————————————–

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr: Α. Μέρος.
Πεμπτουσία.gr, Β. Μέρος.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.